Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε σήμερα ότι έξι κράτη-μέλη της ΕΕ, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, παραβίασαν την κοινοτική νομοθεσία, καθώς «δεν κατέβαλαν δασμούς κατά την εισαγωγή στρατιωτικού εξοπλισμού και υλικού που προοριζόταν για πολιτική και στρατιωτική χρήση».
Σε ό,τι αφορά το ιστορικό της υπόθεσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε με προσφυγές της από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η Φινλανδία, η Σουηδία, η Γερμανία, η Ιταλία, η Ελλάδα και η Δανία, αρνήθηκαν να υπολογίσουν ως ίδιους πόρους τους δασμούς για την εισαγωγή στρατιωτικού εξοπλισμού και ενήργησαν κατά παράβαση των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από τον τελωνειακό κώδικα και από διάφορους κοινοτικούς κανονισμούς.
Ο προϋπολογισμός της ΕΕ χρηματοδοτείται από ιδίους πόρους που προέρχονται, μεταξύ άλλων, από δασμούς του κοινού δασμολογίου στις συναλλαγές με τις τρίτες χώρες, ενώ ο τελωνειακός κώδικας της ΕΕ επιβάλλει στα κράτη-μέλη να συνεισφέρουν στα κοινοτικά ταμεία, ως ίδιους πόρους, τους δασμούς που επιβάλλονται στα εισαγόμενα εμπορεύματα.
Οι παραβάσεις αφορούν την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 1998 έως 31 Δεκεμβρίου 2002, ενώ από την 1η Ιανουαρίου 2003 επισημαίνεται ότι προκειμένου να ληφθεί υπόψη η προστασία του στρατιωτικού απορρήτου των κρατών-μελών προβλέφθηκαν συγκεκριμένες διοικητικές διαδικασίες για να καταστεί δυνατή η αναστολή της επιβολής δασμών επί του εν λόγω εξοπλισμού.
Όπως υποστηρίζει το Δικαστήριο στην απόφασή του, τα κράτη-μέλη δικαιολόγησαν την άρνηση καταβολής με το επιχείρημα ότι η είσπραξη δασμών απειλούσε τα ουσιώδη συμφέροντα ασφαλείας τους.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι καμία διάταξη της κοινοτικής τελωνειακής νομοθεσίας δεν προέβλεπε, για την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 1998 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2002, ειδική απαλλαγή από τους δασμούς για την εισαγωγή αυτού του είδους προϊόντων. Αντιθέτως, η αναστολή δασμών από 1ης Ιανουαρίου 2003 επιβεβαιώνει ότι ο κοινοτικός νομοθέτης θεώρησε ως δεδομένο ότι η υποχρέωση καταβολής των εν λόγω δασμών υφίστατο πριν από την ημερομηνία αυτή.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι «μολονότι εναπόκειται στα κράτη-μέλη να θεσπίσουν τα κατάλληλα μέτρα για την προάσπιση της εσωτερικής και εξωτερικής τους ασφάλειας, εντούτοις αυτό δεν σημαίνει ότι τα μέτρα αυτά διαφεύγουν πλήρως της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, το οποίο προβλέπει τη δυνατότητα ρητών παρεκκλίσεων σε περίπτωση καταστάσεων ικανών να απειλήσουν τη δημόσια ασφάλεια μόνο σε εξαιρετικές και σαφώς προσδιορισμένες περιπτώσεις οι οποίες πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικώς».
Το Δικαστήριο αποκλείει επίσης την περίπτωση να προβάλει το κράτος-μέλος τη δικαιολογία της αύξησης του κόστους του στρατιωτικού εξοπλισμού λόγω της επιβολής δασμών. Αντίθετα, το κράτος-μέλος δεν μπορεί να αποφύγει τις υποχρεώσεις που του επιβάλλει η αλληλέγγυα συνεισφορά στον κοινοτικό προϋπολογισμό.
ΠΡΕΖΑ TV
15-12-2009
Σε ό,τι αφορά το ιστορικό της υπόθεσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε με προσφυγές της από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η Φινλανδία, η Σουηδία, η Γερμανία, η Ιταλία, η Ελλάδα και η Δανία, αρνήθηκαν να υπολογίσουν ως ίδιους πόρους τους δασμούς για την εισαγωγή στρατιωτικού εξοπλισμού και ενήργησαν κατά παράβαση των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από τον τελωνειακό κώδικα και από διάφορους κοινοτικούς κανονισμούς.
Ο προϋπολογισμός της ΕΕ χρηματοδοτείται από ιδίους πόρους που προέρχονται, μεταξύ άλλων, από δασμούς του κοινού δασμολογίου στις συναλλαγές με τις τρίτες χώρες, ενώ ο τελωνειακός κώδικας της ΕΕ επιβάλλει στα κράτη-μέλη να συνεισφέρουν στα κοινοτικά ταμεία, ως ίδιους πόρους, τους δασμούς που επιβάλλονται στα εισαγόμενα εμπορεύματα.
Οι παραβάσεις αφορούν την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 1998 έως 31 Δεκεμβρίου 2002, ενώ από την 1η Ιανουαρίου 2003 επισημαίνεται ότι προκειμένου να ληφθεί υπόψη η προστασία του στρατιωτικού απορρήτου των κρατών-μελών προβλέφθηκαν συγκεκριμένες διοικητικές διαδικασίες για να καταστεί δυνατή η αναστολή της επιβολής δασμών επί του εν λόγω εξοπλισμού.
Όπως υποστηρίζει το Δικαστήριο στην απόφασή του, τα κράτη-μέλη δικαιολόγησαν την άρνηση καταβολής με το επιχείρημα ότι η είσπραξη δασμών απειλούσε τα ουσιώδη συμφέροντα ασφαλείας τους.
Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι καμία διάταξη της κοινοτικής τελωνειακής νομοθεσίας δεν προέβλεπε, για την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 1998 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2002, ειδική απαλλαγή από τους δασμούς για την εισαγωγή αυτού του είδους προϊόντων. Αντιθέτως, η αναστολή δασμών από 1ης Ιανουαρίου 2003 επιβεβαιώνει ότι ο κοινοτικός νομοθέτης θεώρησε ως δεδομένο ότι η υποχρέωση καταβολής των εν λόγω δασμών υφίστατο πριν από την ημερομηνία αυτή.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι «μολονότι εναπόκειται στα κράτη-μέλη να θεσπίσουν τα κατάλληλα μέτρα για την προάσπιση της εσωτερικής και εξωτερικής τους ασφάλειας, εντούτοις αυτό δεν σημαίνει ότι τα μέτρα αυτά διαφεύγουν πλήρως της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, το οποίο προβλέπει τη δυνατότητα ρητών παρεκκλίσεων σε περίπτωση καταστάσεων ικανών να απειλήσουν τη δημόσια ασφάλεια μόνο σε εξαιρετικές και σαφώς προσδιορισμένες περιπτώσεις οι οποίες πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικώς».
Το Δικαστήριο αποκλείει επίσης την περίπτωση να προβάλει το κράτος-μέλος τη δικαιολογία της αύξησης του κόστους του στρατιωτικού εξοπλισμού λόγω της επιβολής δασμών. Αντίθετα, το κράτος-μέλος δεν μπορεί να αποφύγει τις υποχρεώσεις που του επιβάλλει η αλληλέγγυα συνεισφορά στον κοινοτικό προϋπολογισμό.
ΠΡΕΖΑ TV
15-12-2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου