Η VPRC έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα την καθιερωμένη της Ετήσια Έκθεση Οικονομικών και Κοινωνικών Δεικτών 2009 για τα Ελληνικά Νοικοκυριά, στην οποία διαπιστώνει σταθερότητα της κακής οικονομικής κατάστασης μεγάλου μέρους των ελληνικών νοικοκυριών. (στην Έκθεση δεν περιλαμβάνονται τα αλλοδαπά νοικοκυριά).
Παρά το γεγονός, ότι μειώθηκε μεγάλο μέρος των καταναλωτικών εξόδων των νοικοκυριών, οι δείκτες κοινωνικής ανισότητας παρέμειναν σταθεροί γεγονός που αποδεικνύει ότι ο «σκληρός πυρήνας» της οικονομικής συμπίεσης αφορά τη μείωση των εισοδημάτων και κυρίως των μισθών. Επιπλέον, σύμφωνα με τα ετήσια δεδομένα της VPRC το μέσο ετήσιο ποσοστό ανεργίας κατά το 2009 αυξήθηκε σε 8.8% σε σχέση με το 8.4% του 2008.
Σε επίπεδο κοινωνικο - επαγγελματικών ομάδων (κ/ο) καταγράφεται η εξαιρετικά δύσκολη οικονομική θέση στην οποία βρίσκονται οι αγρότες, οι άνεργοι και μεγάλο μέρος των συνταξιούχων, κυρίως του ιδιωτικού τομέα. Και οι τρεις ομάδες είχαν καταγραφεί και στην Έκθεση του 2008, ένδειξη ότι η επισφάλεια τείνει σε αυτές τις κοινωνικές ομάδες να σταθεροποιηθεί. Σημαντική επιδείνωση για το 2009 καταγράφηκε στον χώρο των αυτοαπασχολούμενων βιοτεχνών και επαγγελματιών και του μικρού εμπορίου.
39% των Ελλήνων / ίδων, ήτοι 3.445.660 άτομα, δεν είχαν κατά το 2009 την οικονομική δυνατότητα τουλάχιστον για μία εβδομάδα διακοπών το χρόνο.
20% των Ελλήνων / ίδων, ήτοι 1.767.005 άτομα, δεν διέθεταν κατά το τελευταίο έτος την οικονομική δυνατότητα για να τρώνε κάθε δεύτερη μέρα κρέας, κοτόπουλο, ψάρι, ή λαχανικά (ίσης αξίας για χορτοφάγους).
40% των Ελλήνων / ίδων, ήτοι 3.534.010 άτομα, δεν διέθεταν κατά το 2009 την οικονομική δυνατότητα να αντιμετωπίσουν έκτακτες αλλά αναγκαίες δαπάνες, όπως αυτές της υγείας π.χ., αν προέκυπταν στο νοικοκυριό τους.
13% των Ελλήνων / ίδων, ήτοι 1.148.553 άτομα, δεν διέθεταν κατά το 2009 την οικονομική δυνατότητα ώστε να έχουν ικανοποιητική θέρμανση στο νοικοκυριό τους.
Οι περισσότερο «φτωχές» κοινωνικο-επαγγελματικές ομάδες της ελληνικής κοινωνίας είναι οι αγρότες (γεωργοί – κτηνοτρόφοι - ψαράδες) όπου το ποσοστό των «φτωχών» φτάνει το 22.9% της κατηγορίας, οι συνταξιούχοι του ιδιωτικού τομέα (28.5%), οι άνεργοι που προέρχονται από απώλεια εργασίας (38.7%), ενώ ευδιάκριτη γίνεται η οικονομική πίεση στους αυτοαπασχολούμενους μικρούς επαγγελματίες και βιοτέχνες (14.6%).
Το «περιβάλλον της φτώχειας» στην ελληνική κοινωνία, καταγράφεται για το 2009 σε 17% του ενήλικου πληθυσμού, ήτοι κατά προσέγγιση 1.501.954 άτομα. Διευκρινίζεται ότι το ποσοστό αυτό δεν περιλαμβάνει τον αλλοδαπό πληθυσμό που κατοικεί και εργάζεται στη χώρα.
14% των Ελλήνων / ίδων, ήτοι περίπου 1.236.904 άτομα, αντιμετώπισαν δυσκολίες τον τελευταίο χρόνο στην πληρωμή του ενοικίου κατοικίας ή της δόσης για δάνειο πρώτης κατοικίας. Το υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα εξακολουθεί να απορροφά σημαντικό μέρος της καθημερινής οικονομικής πίεσης (αλλά και της «φτώχειας») και αποφορτίζει σημαντικά την οικονομική δυσπραγία, αν και το ποσοστό αυτό παρουσιάζει μικρή αλλά σταθερή διαχρονική αύξηση.
30% των Ελλήνων / ίδων, ήτοι περίπου 2.650.508 άτομα, αντιμετώπισαν δυσκολίες στην πληρωμή των οικιακών λογαριασμών (νερό, ηλεκτρικό ρεύμα, φυσικό αέριο, κ.λπ.).
21% των Ελλήνων / ίδων, ήτοι 1.855.355 άτομα, αντιμετώπισαν δυσκολίες στην πληρωμή δόσεων πιστωτικών καρτών, ή δόσεων διαφόρων δανείων. Σε σύγκριση με το 2008 το συγκεκριμένο ποσοστό παρουσιάζει μείωση κατά περίπου 5 ποσοστιαίες μονάδες, γεγονός που οφείλεται στη μειωμένη χρήση πιστωτικών καρτών και δανείων.
Για το 2009 καταγράφηκε ποσοστό 41% των πολιτών, οι οποίοι πληρώνουν μηνιαίως κάποιο ποσόν στις Τράπεζες για την εξόφληση καρτών, δόσεων ή δανείων. Το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε οποιαδήποτε μορφής δανειακή σχέση με τις Τράπεζες και τα άλλα πιστωτικά Ιδρύματα (π.χ. Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων) μειώθηκε κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2008, ένδειξη για την καταναλωτική συγκράτηση των νοικοκυριών που επικράτησε την προηγούμενη χρονιά.
77% των πολιτών της παραπάνω κατηγορίας επιβαρύνεται «πολύ» και «αρκετά» στα οικονομικά του από τις υποχρεώσεις αυτές, ενώ το 28% επιβαρύνεται «πολύ». Τα ποσοστά αυτά παραμένουν σταθερά σε σχέση με το 2008. Προβαλλόμενα στο σύνολο του πληθυσμού τα παραπάνω ποσοστά διαπιστώνεται ότι το ένα τρίτο του συνόλου των πολιτών (32%) βρίσκεται «πιεσμένο» από τις πάσης φύσεως δανειακές του υποχρεώσεις, ωστόσο τόσο το γενικό αυτό ποσοστό όσο και το υποσύνολό του της «μεγάλης επιβάρυνσης» δίνουν μια εικόνα σχετικής αντοχής της οικονομίας των νοικοκυριών.
63% των μισθωτών του Δημοσίου βρίσκεται χρεωμένο με δόσεις, πιστωτικές κάρτες και δάνεια, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα φτάνει το 51%. Τα ποσοστά αυτά είναι οριακά αυξημένα κατά δύο μονάδες στους μισθωτούς του Δημοσίου (λόγω περισσότερο σταθερών εισοδημάτων) και μειωμένα κατά πέντε μονάδες στους μισθωτούς του Ιδιωτικού τομέα (λόγω μεγαλύτερης επισφάλειας).
10% του συνολικού ενήλικου πληθυσμού της χώρας, ήτοι 883.503 άτομα, κατά δήλωσή τους ασκούν και άλλες – πλην της κύριας – εργασίες (δεύτερη δουλειά, εποχική / περιστασιακή δουλειά, κ.λπ.). Το αντίστοιχο ποσοστό για το 2008 είχε καταγραφεί στο 12%. Η οριακή μείωση οφείλεται στην αύξηση των δεικτών ανεργίας κατά το προηγούμενο έτος, γεγονός που προφανώς συμπαρασύρει και τις συμπληρωματικές της κύριας εργασίας.
14% των μισθωτών του δημοσίου έχουν δεύτερη εργασία (υπολογιζόμενος αριθμός 128.638 άτομα). Εδώ παρατηρήθηκε μικρή άνοδος της τάξεως του 4% σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά.
13% των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα έχουν δεύτερη εργασία (υπολογιζόμενος αριθμός: 225.116 άτομα). Σε αντίθεση με τους μισθωτούς του δημοσίου τομέα, οι μισθωτοί ιδιωτικού τομέα με δεύτερη εργασία μειώθηκαν κατά 4% συγκριτικά με το 2008.
3% των συνταξιούχων ασκεί εργασία ή περιστασιακές εργασίες (υπολογιζόμενος αριθμός: 55.396 άτομα), ποσοστό μειωμένο κατά 7% σε σύγκριση με τα αποτελέσματα της περυσινής έκθεσης.
11% των μισθωτών του δημοσίου (υπολογιζόμενος αριθμός: 101.073 άτομα) δηλώνουν πέραν του μισθού της κύριας εργασίας και άλλες χρηματικές παροχές, όπως bonus, πριμ παραγωγικότητας, κ.λπ. Το αντίστοιχο ποσοστό στον πληθυσμό των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα φτάνει επίσης το 11% (υπολογιζόμενος αριθμός: 190.483 άτομα).
Και για τις δύο κατηγορίες μισθωτών τα ποσοστά παρέμειναν σταθερά σε σύγκριση με το 2008.
21% του συνολικού πληθυσμού της χώρας, ήτοι 1.855.355 άτομα εξακολουθεί να λαμβάνει οικονομική βοήθεια από την οικογένειά του (πέραν από τις αποδοχές μισθών ή συντάξεων), ποσοστό που παρέμεινε σχεδόν σταθερό σε σχέση με το αντίστοιχο του 2008.
18% των μισθωτών του δημοσίου τομέα (υπολογιζόμενος αριθμός:165.392 άτομα) λαμβάνουν οικονομική βοήθεια από την οικογένεια, ποσοστό οριακά μειωμένο σε σύγκριση με το αντίστοιχο της έκθεσης του 2008.
30% των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα (υπολογιζόμενος αριθμός: 519.499 άτομα) έχουν οικονομική βοήθεια από την οικογένεια, ποσοστό που εξακολουθεί να είναι αρκετά υψηλό αφού αφορά το ένα τρίτο της συγκεκριμένης κ/ε κατηγορίας.
Βοήθεια από την οικογένεια λαμβάνει και ένα σημαντικό ποσοστό νοικοκυρών και συνταξιούχων (11% των νοικοκυρών, 7% των συνταξιούχων).
Οι παραπάνω δείκτες αναδεικνύουν εκ νέου το γεγονός ότι το ύψος των αποδοχών από μισθούς και συντάξεις είναι χαμηλό και οπωσδήποτε δυσανάλογο με το κόστος ζωής. Η απόκλιση αυτή καλύπτεται από την πολυαπασχόληση σημαντικού μέρους του μισθωτού πληθυσμού, αλλά και από την οικονομική ενίσχυση των οικογενειών.
ΠΡΕΖΑ TV
3-2-2010
Παρά το γεγονός, ότι μειώθηκε μεγάλο μέρος των καταναλωτικών εξόδων των νοικοκυριών, οι δείκτες κοινωνικής ανισότητας παρέμειναν σταθεροί γεγονός που αποδεικνύει ότι ο «σκληρός πυρήνας» της οικονομικής συμπίεσης αφορά τη μείωση των εισοδημάτων και κυρίως των μισθών. Επιπλέον, σύμφωνα με τα ετήσια δεδομένα της VPRC το μέσο ετήσιο ποσοστό ανεργίας κατά το 2009 αυξήθηκε σε 8.8% σε σχέση με το 8.4% του 2008.
Σε επίπεδο κοινωνικο - επαγγελματικών ομάδων (κ/ο) καταγράφεται η εξαιρετικά δύσκολη οικονομική θέση στην οποία βρίσκονται οι αγρότες, οι άνεργοι και μεγάλο μέρος των συνταξιούχων, κυρίως του ιδιωτικού τομέα. Και οι τρεις ομάδες είχαν καταγραφεί και στην Έκθεση του 2008, ένδειξη ότι η επισφάλεια τείνει σε αυτές τις κοινωνικές ομάδες να σταθεροποιηθεί. Σημαντική επιδείνωση για το 2009 καταγράφηκε στον χώρο των αυτοαπασχολούμενων βιοτεχνών και επαγγελματιών και του μικρού εμπορίου.
39% των Ελλήνων / ίδων, ήτοι 3.445.660 άτομα, δεν είχαν κατά το 2009 την οικονομική δυνατότητα τουλάχιστον για μία εβδομάδα διακοπών το χρόνο.
20% των Ελλήνων / ίδων, ήτοι 1.767.005 άτομα, δεν διέθεταν κατά το τελευταίο έτος την οικονομική δυνατότητα για να τρώνε κάθε δεύτερη μέρα κρέας, κοτόπουλο, ψάρι, ή λαχανικά (ίσης αξίας για χορτοφάγους).
40% των Ελλήνων / ίδων, ήτοι 3.534.010 άτομα, δεν διέθεταν κατά το 2009 την οικονομική δυνατότητα να αντιμετωπίσουν έκτακτες αλλά αναγκαίες δαπάνες, όπως αυτές της υγείας π.χ., αν προέκυπταν στο νοικοκυριό τους.
13% των Ελλήνων / ίδων, ήτοι 1.148.553 άτομα, δεν διέθεταν κατά το 2009 την οικονομική δυνατότητα ώστε να έχουν ικανοποιητική θέρμανση στο νοικοκυριό τους.
Οι περισσότερο «φτωχές» κοινωνικο-επαγγελματικές ομάδες της ελληνικής κοινωνίας είναι οι αγρότες (γεωργοί – κτηνοτρόφοι - ψαράδες) όπου το ποσοστό των «φτωχών» φτάνει το 22.9% της κατηγορίας, οι συνταξιούχοι του ιδιωτικού τομέα (28.5%), οι άνεργοι που προέρχονται από απώλεια εργασίας (38.7%), ενώ ευδιάκριτη γίνεται η οικονομική πίεση στους αυτοαπασχολούμενους μικρούς επαγγελματίες και βιοτέχνες (14.6%).
Το «περιβάλλον της φτώχειας» στην ελληνική κοινωνία, καταγράφεται για το 2009 σε 17% του ενήλικου πληθυσμού, ήτοι κατά προσέγγιση 1.501.954 άτομα. Διευκρινίζεται ότι το ποσοστό αυτό δεν περιλαμβάνει τον αλλοδαπό πληθυσμό που κατοικεί και εργάζεται στη χώρα.
14% των Ελλήνων / ίδων, ήτοι περίπου 1.236.904 άτομα, αντιμετώπισαν δυσκολίες τον τελευταίο χρόνο στην πληρωμή του ενοικίου κατοικίας ή της δόσης για δάνειο πρώτης κατοικίας. Το υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης στην Ελλάδα εξακολουθεί να απορροφά σημαντικό μέρος της καθημερινής οικονομικής πίεσης (αλλά και της «φτώχειας») και αποφορτίζει σημαντικά την οικονομική δυσπραγία, αν και το ποσοστό αυτό παρουσιάζει μικρή αλλά σταθερή διαχρονική αύξηση.
30% των Ελλήνων / ίδων, ήτοι περίπου 2.650.508 άτομα, αντιμετώπισαν δυσκολίες στην πληρωμή των οικιακών λογαριασμών (νερό, ηλεκτρικό ρεύμα, φυσικό αέριο, κ.λπ.).
21% των Ελλήνων / ίδων, ήτοι 1.855.355 άτομα, αντιμετώπισαν δυσκολίες στην πληρωμή δόσεων πιστωτικών καρτών, ή δόσεων διαφόρων δανείων. Σε σύγκριση με το 2008 το συγκεκριμένο ποσοστό παρουσιάζει μείωση κατά περίπου 5 ποσοστιαίες μονάδες, γεγονός που οφείλεται στη μειωμένη χρήση πιστωτικών καρτών και δανείων.
Για το 2009 καταγράφηκε ποσοστό 41% των πολιτών, οι οποίοι πληρώνουν μηνιαίως κάποιο ποσόν στις Τράπεζες για την εξόφληση καρτών, δόσεων ή δανείων. Το ποσοστό του πληθυσμού που βρίσκεται σε οποιαδήποτε μορφής δανειακή σχέση με τις Τράπεζες και τα άλλα πιστωτικά Ιδρύματα (π.χ. Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων) μειώθηκε κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2008, ένδειξη για την καταναλωτική συγκράτηση των νοικοκυριών που επικράτησε την προηγούμενη χρονιά.
77% των πολιτών της παραπάνω κατηγορίας επιβαρύνεται «πολύ» και «αρκετά» στα οικονομικά του από τις υποχρεώσεις αυτές, ενώ το 28% επιβαρύνεται «πολύ». Τα ποσοστά αυτά παραμένουν σταθερά σε σχέση με το 2008. Προβαλλόμενα στο σύνολο του πληθυσμού τα παραπάνω ποσοστά διαπιστώνεται ότι το ένα τρίτο του συνόλου των πολιτών (32%) βρίσκεται «πιεσμένο» από τις πάσης φύσεως δανειακές του υποχρεώσεις, ωστόσο τόσο το γενικό αυτό ποσοστό όσο και το υποσύνολό του της «μεγάλης επιβάρυνσης» δίνουν μια εικόνα σχετικής αντοχής της οικονομίας των νοικοκυριών.
63% των μισθωτών του Δημοσίου βρίσκεται χρεωμένο με δόσεις, πιστωτικές κάρτες και δάνεια, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα φτάνει το 51%. Τα ποσοστά αυτά είναι οριακά αυξημένα κατά δύο μονάδες στους μισθωτούς του Δημοσίου (λόγω περισσότερο σταθερών εισοδημάτων) και μειωμένα κατά πέντε μονάδες στους μισθωτούς του Ιδιωτικού τομέα (λόγω μεγαλύτερης επισφάλειας).
10% του συνολικού ενήλικου πληθυσμού της χώρας, ήτοι 883.503 άτομα, κατά δήλωσή τους ασκούν και άλλες – πλην της κύριας – εργασίες (δεύτερη δουλειά, εποχική / περιστασιακή δουλειά, κ.λπ.). Το αντίστοιχο ποσοστό για το 2008 είχε καταγραφεί στο 12%. Η οριακή μείωση οφείλεται στην αύξηση των δεικτών ανεργίας κατά το προηγούμενο έτος, γεγονός που προφανώς συμπαρασύρει και τις συμπληρωματικές της κύριας εργασίας.
14% των μισθωτών του δημοσίου έχουν δεύτερη εργασία (υπολογιζόμενος αριθμός 128.638 άτομα). Εδώ παρατηρήθηκε μικρή άνοδος της τάξεως του 4% σε σύγκριση με την προηγούμενη χρονιά.
13% των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα έχουν δεύτερη εργασία (υπολογιζόμενος αριθμός: 225.116 άτομα). Σε αντίθεση με τους μισθωτούς του δημοσίου τομέα, οι μισθωτοί ιδιωτικού τομέα με δεύτερη εργασία μειώθηκαν κατά 4% συγκριτικά με το 2008.
3% των συνταξιούχων ασκεί εργασία ή περιστασιακές εργασίες (υπολογιζόμενος αριθμός: 55.396 άτομα), ποσοστό μειωμένο κατά 7% σε σύγκριση με τα αποτελέσματα της περυσινής έκθεσης.
11% των μισθωτών του δημοσίου (υπολογιζόμενος αριθμός: 101.073 άτομα) δηλώνουν πέραν του μισθού της κύριας εργασίας και άλλες χρηματικές παροχές, όπως bonus, πριμ παραγωγικότητας, κ.λπ. Το αντίστοιχο ποσοστό στον πληθυσμό των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα φτάνει επίσης το 11% (υπολογιζόμενος αριθμός: 190.483 άτομα).
Και για τις δύο κατηγορίες μισθωτών τα ποσοστά παρέμειναν σταθερά σε σύγκριση με το 2008.
21% του συνολικού πληθυσμού της χώρας, ήτοι 1.855.355 άτομα εξακολουθεί να λαμβάνει οικονομική βοήθεια από την οικογένειά του (πέραν από τις αποδοχές μισθών ή συντάξεων), ποσοστό που παρέμεινε σχεδόν σταθερό σε σχέση με το αντίστοιχο του 2008.
18% των μισθωτών του δημοσίου τομέα (υπολογιζόμενος αριθμός:165.392 άτομα) λαμβάνουν οικονομική βοήθεια από την οικογένεια, ποσοστό οριακά μειωμένο σε σύγκριση με το αντίστοιχο της έκθεσης του 2008.
30% των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα (υπολογιζόμενος αριθμός: 519.499 άτομα) έχουν οικονομική βοήθεια από την οικογένεια, ποσοστό που εξακολουθεί να είναι αρκετά υψηλό αφού αφορά το ένα τρίτο της συγκεκριμένης κ/ε κατηγορίας.
Βοήθεια από την οικογένεια λαμβάνει και ένα σημαντικό ποσοστό νοικοκυρών και συνταξιούχων (11% των νοικοκυρών, 7% των συνταξιούχων).
Οι παραπάνω δείκτες αναδεικνύουν εκ νέου το γεγονός ότι το ύψος των αποδοχών από μισθούς και συντάξεις είναι χαμηλό και οπωσδήποτε δυσανάλογο με το κόστος ζωής. Η απόκλιση αυτή καλύπτεται από την πολυαπασχόληση σημαντικού μέρους του μισθωτού πληθυσμού, αλλά και από την οικονομική ενίσχυση των οικογενειών.
ΠΡΕΖΑ TV
3-2-2010
1 σχόλιο:
Στο διάγγελμά του είπε ο πρωθυπουργός «δεν έχουμε περιθώρια ως έθνος, ως λαός, να αντέξουμε παρατεταμένα μπλόκα, απεργίες και στάσεις».
Ρωτάμε, όμως: έχουμε περιθώρια να πληρώνουμε αυξημένα διόδια χωρίς αντίκρυσμα, στους εργολάβους της διαπλοκής;
Δημοσίευση σχολίου