Η κρίση στην Ελλάδα δεν μπορεί να περιγραφεί με νούμερα και στατιστικές. Είναι λάθος να περιγραφεί με γραφικά και πίνακες. Η κρίση (και η χρόνια θολωμένη κρίση μας) φαίνεται στα καθημερινά μικρά νούμερα. Όταν στηθείς στην ουρά δύο ώρες για δυό λίτρα βενζίνης , αντί να πεις πάω με το τραίνο ή το λεωφορείο. Όταν πληρώνεις έναν καφέ 4 ευρώ επειδή θεωρείς δικαιολογημένο πως τόσο πρέπει να κάνει αφού, ο μαγαζάτορας πληρώνει ενοίκιο στον ιδιοκτήτη ,το ποσό που χρειάζεται για να ζει χωρίς να δουλεύει. Αυτή η αυταπόδεικτη φυσικότητα του καθιερωμένου παραλογισμού.
Πού βρίσκεται όλος εκείνος ο παραλογισμός, πώς γεννιέται. Σίγουρα τον γεννά πρωτίστως το πολιτικό σύστημα. Αλλά πώς γίνεται και το σύστημα να μην αλλάζουμε και τον παραλογισμό να αναπαράγουμε; Τρομάζω στην ιδέα πως μπορεί ο Καραμανλής (ο κανονικός) να είχε δίκιο λέγοντας πως είμαστε ένα απέραντο φρενοκομείο. Φρόντιζε να ξεχνάει βέβαια πως το έχτισε με τα χεράκια του, (τη συνεργασία με το παλάτι, τις εκλογές της βίας και νοθείας, το παρακράτος,τα οικογενειακά δημόσια έργα), αλλά και εμάς να μας αρέσει τόσο πολύ να ζούμε σε φρενοκομείο;
Πάρτε την επικαιρότητα της τελευταίας βδομάδας. Η ΣΕΧΤΑ κάποιων αυτοπροσδιοριζόμενων επαναστών, με μια προκήρυξη που βρίθει από ζοριλίκη και ΖΟΡΟιλίκη, απειλεί να σκοτώσει τον εχθρό του λαού Πέτρο Κωστόπουλο. Το ότι η προκήρυξη έχει πολύ ΚΛΙΚάρικη γλώσσα, πράγμα που σημαίνει πως οι συγγραφείς της μεγάλωσαν ίσως με τα άρθρα και την αντίληψη Κωστόπουλου είναι ίσως μια σύμπτωση. Ο Κωστόπουλος πρέπει να πεθάνει, τέλος...Σε άλλο σημείο της προκήρυξης, οι ΣΕΧΤΑριστές απειλούν να χαρακώσουν (νέα μέθοδος που αφήνει μακράν πίσω Ερυθρές Ταξιαρχίες, Μπααντερ Μάινχοφ, 17 Νοέμβρη) κάποιον κύριο τον οποίο δεν γνωρίζω, αλλά είναι γνωστός ως συνοδός της κυρίας Έλενας Ράπτη. Και μένα δεν μ αρέσει η κυρία Ράπτη, αλλά δεν σκοτώνω για αυτό. Διότι άλλο λόγο δεν μπορώ να βρω για τον οποίο ένας τηλεοπτικός δικηγόρος, που βγαίνει κάθε μέρα στην τηλεόραση κατά τι μαυρισμένος κάθε μέρα, ενόχλησε την αντισυστημική αντίληψη της ΣΕΧΤΑΣ. Ποιός ξέρει ίσως η Ελλάδα να έχει τους τρομοκράτες που της αξίζουν. Οι οποίοι αν ποτέ συλληφθούν θα απαιτούν να εφαρμοστούν όλα τα συνταγματικά τους δικαιώματα. Τα οποία βεβαίως δεν αναγνώρισαν στα θύματά τους.
Το άλλο θέμα της εβδομάδας ήταν η αντιπαράθεση για το αν πρέπει ή όχι να υπάρχουν μπλογκς. Διάβασα με μεγάλο ενδιαφέρον και το άρθρο της φίλης μου της Ρίκας, η οποία ξέχασε πως «αν δεν υπήρχαμε εμείς δεν θα υπήρχανε οι άλλοι». Πως αν εμείς κάναμε τη δουλειά μας, όπως πρέπει να την κάνουμε, δεν θα υπήρχαν ανώνυμοι «λαοφιλείς» σχολιαστές. Ούτε νεκροί σχολιαστές. Οι δημοσιογράφοι είμαστε ηθικοί αυτουργοί για την επιτυχία αυτού του είδους των μπλογκς. Πολλά μπλογκς, στιγμάτισαν ανθρώπους, χτύπησαν άδικα υπολήψεις, απαξίωσαν αντιλήψεις που στάθηκαν απέναντί τους. Αλλά δεν θυμάμαι τα επίσημα ΜΜΕ να έκαναν κάτι άλλο. Με αυτό μάλλον θα συμφωνεί ο Κορκολής. Και θα αισθάνεται πολύ άσχημα ο συντάκτης της πολύ σοβαρής εφημερίδας που έγραψε ρεπορτάζ (ακόμη και περιγραφή χαμόγελων) για μια επίσκεψη του Ερτντογκάν που δεν έγινε ποτέ. Αν διαφωνούμε πάνω από το πτώμα ενός δημοσιογράφου, αφήνοντας την ΣΕΧΤΑ να πανηγυρίζει, είναι γιατί θάψαμε εδώ και καιρό τη δημοσιογραφία και την αξιοπρέπειά μας.
Από την μεριά της η κυβέρνηση, αποφασισμένη να τελειώνει με τα κλειστά επαγγέλματα, πήρε την απόφαση να προχωρήσει σε πολιτική επιστράτευση των ιδιοκτητών φορτηγών. Αναρωτιέμαι τι θα γίνει αν στην «εφευρετικότητα» της κυβέρνησης, οι φορτηγατζήδες, αντιτάξουν ένα μπουκάλι κρασί. Αν αποφασίσουν να πιουν δηλαδή και να δηλώσουν μεθυσμένοι. Οι οποίοι φορτηγατζήδες απαιτούν να μην ανοίξει το επάγγελμα και να διατηρήσουν τις άδειες αποκλειστικότητας. Οι περισσότερες απ αυτές δώθηκαν από την χούντα (ευνόητο σε ποιούς) και πουλήθηκαν στη συνέχεια με μαύρο αφορολόγητο χρήμα. Το οποίο απαιτούν από το κράτος να το αναγνωρίσει ως καλώς γενόμενο! Όχι πως αν ανοίξει το επάγγελμα θα γίνουν πιο φτηνές οι μεταφορές. Δεν θα γίνουν, όπως δεν έγινε πιο φτηνή η βενζίνη ή τα ακτοπλοικά εισητήρια με την απελευθέρωση, αλλά είναι παραλογισμός να κάνεις νόμο του κράτους την συντεχνιακή αντίληψη.
Εντυπωσιακή είναι η θέση του ΚΚΕ που θεωρεί πως το άνοιγμα του επαγγέλματος θα ευνοήσει μεγάλες μονοπωλιακές εταιρείες. Προφανώς και μπορεί να συμβεί, αλλά στους νόμους του καπιταλισμού αντιτάσεις αυτούς της συντεχνίας ή της υγειούς λειτουργίας; Όπως δείχνει άλλωστε η λειτουργία της ΤΥΠΟΕΚΔΟΤΙΚΗΣ (επιχείρησης του ΚΚΕ), μονοπώλειο μπορείς να κάνεις και με, και χωρίς απελευθέρωση. Με ποιό κριτήριο άραγε κάποια επαγγέλματα μπορούν να είναι κλειστά και κάποια ανοιχτά; Να μπορείς να ανοίξεις ας πούμε ιατρείο δίπλα σε άλλο, αλλά όχι φαρμακείο;
Μέσα σε όλα αυτά, ο Ανδρέας Λοβέρδος, ανακοίνωσε την απαγόρευση αυξήσεων και στον ιδιωτικό τομέα. Πού αυτό συμφέρει τη λειτουργία του κράτους και γιατί αντιμετωπίζει το δημοσιονομικό πρόβλημα; Αν ο εργαζόμενος πάρει μεγαλύτερο μισθό από τον επιχειρηματία, θα πληρώσει μεγαλύτερο φόρο στο κράτος και μεγαλύτερη ασφαλιστική εισφορά. Γιατί λοιπόν η κυβέρνηση αποφάσισε πως δεν θέλει χρήματα; Ή για να το πω χοντρά,γιατί αποφάσισε να δώσει λεφτά στους επιχειρηματίες; Ως κίνητρο; Τα δικαιούνται όλοι; Και αυτοί που χρωστάνε στο ΙΚΑ και αυτοί που χρωστάνε στην εφορία και αυτοί που κλέβουν το κράτος;
Για να τελειώνω. Ζούμε σε μια χώρα που για πολιτικούς ή για άλλους λόγους, ο παραλογισμός έχει τη θέση νόμου. Και είναι μεγάλη τέχνη, οι πολιτικοί εκπρόσωποι του παραλογισμού να καταφέρνουν με αυτόν να φιλοτεχνούν την καθημερινότητά μας. Μπορούμε να κουβεντιάζουμε ώρες για το πρωτεύων ή το δευτερεύων, για το αν είναι αναγκαίο να αλλάξει η πολιτική για να αλλάξουν τα υπόλοιπα ή αντίστροφα. Είμαι απ αυτούς που θεωρώ ως πρωτεύων την πολιτική αλλά πρέπει να δούμε το θέμα της προσωπικής ευθύνης απέναντι στα πράγματα. Στην Ελλάδα «οραματιζόμαστε» μεγάλες αλλαγές (πάνε με τις μεγάλες κουβέντες) αρκεί να μην αγγίξουν την σφαίρα του ιδιωτικού συμφέροντος. Αρκεί να πληρώσουν δηλαδή οι άλλοι και όχι εμείς. Έτσι δεν φτιάχνεις δίκαιο κράτος. Έτσι οικοδομείς τον παραλογισμό, τον οποίο ναι, χρειάζεται η κακή πολιτική.
http://www.koutipandoras.gr/
ΠΡΕΖΑ TV
29-7-2010
3 σχόλια:
Θυμάσαι;
Αναμνήσεις μιας εποχής χωρίς δόσεις, χωρίς δάνεια, χωρίς καταναλωτισμό.
Θυμάσαι; Τότε που δεν μπορούσες να πάρεις κάτι αν δεν είχες ολόκληρο το ποσό. Δούλευες δυο μήνες να συμπληρώσεις το ποσό που χρειαζόσουν για να πάρεις αυτό που ποθούσε η καρδιά σου. Δύο μήνες χωρίς όμως να στερηθείς πράγματα. Είχες έλεγχο στην τσέπη σου, στην πραγματικότητά σου.
Θυμάσαι; Δεν υπήρχε κινητό τηλέφωνο κι όμως μπορούσες να συνεννοηθείς με την παρέα σου, να κλείσεις τα ραντεβού σου χωρίς να χαθείς.
Θυμάσαι; τότε που πήγαινες στον γείτονα μπακάλη και αγόραζες τα ελληνικά σου προϊόντα γνωρίζοντας πως είναι αγνά; Τότε που στήριζες την ελληνική αγροτιά, που μοχθούσε καθημερινά για να σου δώσει το φαγητό σου στο τραπέζι. Ένα τραπέζι γεμάτο φαγητά χωρίς καρτέλ και έλεγχο.
Θυμάσαι; την ασπρόμαυρη τηλεόραση; Τον καφέ που έπινες; Την βόλτα στο χωριό; Τα λίγα αυτοκίνητα; Την δραχμή; Εμείς άρχοντες στα μέρη μας, την πατρίδα μας. Μαγαζιά μικρά, φίλων συγγενών, ελλήνων. Που σε έβλεπαν το πρωί και σου λέγαν καλημέρα. Χωρίς ψεύτικα χαμόγελα. Δικά μας μαγαζιά, όχι ξένες πολυεθνικές.
Θυμάσαι; Σε ένα κράτος πλούσιο χωρίς χρέη, χωρίς ανασφάλειες. Σε ένα κράτος που φτιάχτηκε με αίμα, με αίμα δικών μας ανθρώπων, συγγενών μας, φίλων μας, διπλανών μας. Αίμα που χύθηκε για να μας προσφέρουν ένα καλύτερο αύριο.
Θυμάσαι; Πού πήγε εκείνο το αύριο; Αυτό είναι το δικό τους αύριο. Το σήμερα. Το δικό μας σήμερα. Πώς έγινε έτσι το δικό τους αύριο; Πώς το επιτρέψαμε να γίνει;
ΤΩΡΑ Η ΜΑΦΙΑ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ΜΑΣ ΣΤΕΡΗΣΕ ΤΗΝ ΑΛΗΘΙΝΗ ΧΑΡΑ.
ΓΙΑ ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΜΙΑ ΖΩΗ ΔΟΥΛΟΙ ΤΟΥΣ.
ΚΡΕΜΑΛΑ, ΦΩΤΙΑ ΚΑΙ ΤΣΕΚΟΥΡΙ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΑΛΗΤΕΣ (ΔΝΤ, ΤΡΟΙΚΑ, ΤΡΑΠΕΖΙΤΕΣ, ΛΑΜΟΓΙΑ, ΠΟΛΥΕΘΝΙΚΕΣ)
Γραψτε το καθυστερημενο στα παπαρια σας και πηγαιντε για καφε.
Απετυχε και η τελευταια προσπαθεια της χουντας να επιβαλλει τις επιθυμιες της.
ΤΟυς δικαστες τους γραφουν ολοι εδω και καιρο στα τριχωτα τους οταν βγαζουν τις απεργιες παρανομες, και καλα κανουν αφου τους πηραν ολοι χαμπαρι.
Τωρα πλεον και το υστατο μετρο η επιστρατευση εφαγε πανηγυρικο ακυρο.
Μονο το MEGA παλευει ακομα με νυχια και με δοντια υπερ της πασοκοχουντας.
''Θυμάσαι; Δεν υπήρχαν πλυντήρια και οι γυναίκες έπλεναν στη σκάφη, αλλά, αφού κάναμε βόλτα στο χωριό, τι ωραία που ήτανε''.
Ρε συ 2:38, μάλλον έγραψες τέτοιo σχόλιο επίτηδες, γιά να ταιριάζει με τον τίτλο του post, ''Η Τέχνη του Παραλογισμού''.
Δημοσίευση σχολίου