Οικονομικές αλλά και γεωγραφικές παραμένουν οι ανισότητες στην πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας στη χώρα μας παρά τη συμβολή της πολύχρονης λειτουργίας του ΕΣΥ στον περιορισμό τους.
Συνυφασμένη με την κακή υγεία, η φτώχεια δημιουργεί έναν αυτοτροφοδοτούμενο φαύλο κύκλο καθώς είναι τα άτομα που ζουν σε συνθήκες κοινωνικού αποκλεισμού εκείνα που αντιμετωπίζουν πολλαπλάσιο κίνδυνο να υποφέρουν από σοβαρές, ακόμη και θανατηφόρες ασθένειες, ενώ έχουν και τις μεγαλύτερες δυσκολίες πρόσβασης σε υπηρεσίες υγείας. Προς επίρρωσιν του κλισέ «κάλλιο πλούσιος και υγιής, παρά φτωχός και άρρωστος». Ταυτόχρονα η άρση αυτού του αποκλεισμού, ή, διαφορετικά, η επίτευξη ισονομίας και δικαιοσύνης στην Υγεία αποτελεί την πρόκληση για μια πολιτική υγείας. Και αναδεικνύεται σε έναν δύσκολο στόχο τη στιγμή που ο χώρος της Υγείας συνέβαλε πέρσι στη γιγάντωση του ελλείμματος, συνεισφέροντας ένα έλλειμμα της τάξης του 3% του ΑΕΠ σε σύνολο 13,7%. Ελλειμμα που αναπόφευκτα θίγει τις προσφερόμενες υπηρεσίες και τις δυνατότητες κάλυψης του πιο «εύθραυστου» πληθυσμού των αποκλεισμένων...
Θέλοντας να φωτίσει τη σχέση της φτώχειας και των κοινωνικών ανισοτήτων ως προς τη γενική κατάσταση της υγείας υπό το πρίσμα των πρόσφατων ερευνητικών δεδομένων που συγκέντρωσε η ΕΣΥΕ για το αυτοαξιολογούμενο επίπεδο υγείας των ατόμων, ο ερευνητής του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ) Μανώλης Χρυσάκης οδηγείται σε ορισμένες διαπιστώσεις που αποτυπώνει στην πρόσφατη έκδοση «Το Κοινωνικό Πορτραίτο της Ελλάδας 2010» του Ινστιτούτου Κοινωνικής Πολιτικής του ΕΚΚΕ.
Ανάμεσα σε άλλα ο ερευνητής καταλήγει ότι:
* Η απουσία ασφαλιστικής ή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης φτώχειας σε περισσότερους από τον έναν στους τρεις ανασφάλιστους, αφού αγγίζει το 35,43% έναντι 19,66% όσων καλύπτονται, κίνδυνος που αφορά και τα άτομα με καλύτερο σχετικά επίπεδο υγείας. Ακόμη, τα ανασφάλιστα άτομα που αξιολογούν ως πολύ κακή την κατάσταση της υγείας τους κινδυνεύουν σε ακραίο βαθμό, σχεδόν στην πλειονότητά τους, από φτώχεια σε ποσοστό 81,5%.
* Ανεξάρτητα από ηλικιακή ομάδα ή φύλο, οι φτωχοί δηλώνουν μεγαλύτερα ποσοστά κακής ή πολύ κακής κατάστασης υγείας σε σχέση με τους μη φτωχούς. Γεγονός που έχει και γεωγραφική κατανομή, καθώς με εξαίρεση την Αττική στις υπόλοιπες περιοχές το επίπεδο υγείας των φτωχών περιγράφεται αρνητικά σε υπερδιπλάσια ποσοστά σε σχέση με τους μη φτωχούς της περιοχής τους, με την Κρήτη και τα νησιά του Βορείου και Νοτίου Αιγαίου να εμφανίζουν τη μεγαλύτερη ανισότητα και το πιο υψηλό ποσοστό φτωχών με κακή υγεία- σχεδόν ένας στους πέντε (19,13%).
* Συγκεκριμένα, προκύπτει ότι οι φτωχοί σε μικρότερο βαθμό αυτοαξιολογούν την κατάσταση της υγείας τους ως καλή-πολύ καλή (ποσοστό 68,8%) σε σχέση με τους μη φτωχούς (αντίστοιχο ποσοστό 78,6%). Ακόμη, οι φτωχοί εμφανίζουν μεγαλύτερα ποσοστά μέτριου επιπέδου υγείας (17,9%) σε σχέση με τους μη φτωχούς (13,8%). Ωστόσο, οι διαφορές ανάμεσα στις δύο κοινωνικές ομάδες σχεδόν υπερδιπλασιάζονται όταν αξιολογούν ως κακό ή πολύ κακό το επίπεδο της υγείας τους, που για τους φτωχούς είναι 13,3% και για τους μη φτωχούς 7,6%. Επιπλέον, τα άτομα που αυτοαξιολογούν ως κακή/πολύ κακή την κατάσταση της υγείας τους εμφανίζουν τα υψηλότερα ποσοστά κινδύνου φτώχειας (30,1%).
* Περιορισμένη είναι και η πρόσβαση των ατόμων χαμηλού εισοδήματος στη χρήση υπηρεσιών υγείας, κυρίως όταν η δαπάνη βαραίνει τα ίδια -όπως για παράδειγμα στην οδοντιατρική περίθαλψη και άλλες υπηρεσίες που δεν καλύπτουν οι ασφαλιστικοί φορείς: έτσι οι φτωχοί σε υπερδιπλάσια ποσοστά δεν καταφέρνουν να επισκεφτούν τον ειδικό γιατρό για την αντιμετώπιση προβλημάτων τους. Το εισόδημα αποτελεί επίσης δυσχερή παράγοντα πρόσβασης στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, καθώς οι φτωχοί σε σχεδόν διπλάσιο ποσοστό (37,9%) δυσκολεύονται σε σχέση με τους μη φτωχούς (22%). Από την άλλη, αν και έχει γίνει σημαντικό βήμα με τη λειτουργία εδώ και χρόνια του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ), σημαντικό ποσοστό φτωχών (62,1%) μπορεί να έχει σχετικά εύκολη πρόσβαση σε πρωτοβάθμιες υπηρεσίες υγείας, υπολείπεται όμως του αντίστοιχου ποσοστού των μη φτωχών (78%). Δεν παύουν να υπάρχουν ωστόσο γεωγραφικοί αποκλεισμοί και ανισότητες καθώς εκτός Αττικής σημαντικά ποσοστά μη φτωχών δυσκολεύονται στην πρόσβασή τους σε υπηρεσίες υγείας, με αποκορύφωμα τον άξονα Ηπείρου, Ιονίων Νήσων, Δυτικής-Στερεάς Ελλάδας και Πελοποννήσου, στον οποίο η δυσκολία πρόσβασης αφορά περισσότερους από τους μισούς φτωχούς (52%).
* Κάπως έτσι γίνονται η σύνθεση και η αλληλοτροφοδότηση του φαύλου κύκλου καθώς η ασθένεια περιορίζει τις επαγγελματικές ευκαιρίες και τις εκπαιδευτικές δυνατότητες, στερώντας το άτομο αφενός από εισόδημα και αφετέρου από γνώσεις για τις απειλές κατά της υγείας, χώρια την υποβαθμισμένη διαβίωση στην οποία εξαναγκάζονται λόγω ένδειας. Με αυτά τα εμπόδια στην πρόσβαση σε ποιοτικές υπηρεσίες υγείας δεν είναι τυχαίο που για αρκετά φτωχά νοικοκυριά η αντιμετώπιση κάποιου αιφνίδιου ή σοβαρού προβλήματος υγείας οδηγεί στη χρεοκοπία, καθώς μπορεί οι ιδιωτικές δαπάνες, με εξαίρεση αυτές για φάρμακα, να είναι μικρότερες για τους φτωχούς, δεν παύουν όμως να είναι δυσανάλογα βαρύτερες. Αυτή τη διαπίστωση επιτείνουν δύο πράγματα: αφενός ότι η χώρα μας έχει από τις υψηλότερες ιδιωτικές ιατρικές δαπάνες και αφετέρου το εύρημα ότι πιο συχνά οι φτωχοί αντιμετωπίζουν κάποια χρόνια πάθηση (27,9%) έναντι των μη φτωχών (20%). Και είναι τα άτομα με χρόνια προβλήματα υγείας εκείνα που σε μεγαλύτερο ποσοστό (25,6%) αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο φτώχειας.
ΠΡΕΖΑ TV
22-7-2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου