Κυριακή, Ιανουαρίου 30, 2011

ΠΩΣ ΤΟ ΔΑΚΡΥΓΟΝΟ, ΑΠΟ ΟΠΛΟ ΤΟΥ Α' ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ, ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΩΣ ΜΕΣΟ ΚΑΤΑΣΤΟΛΗΣ ΤΟΥ «ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ ΕΧΘΡΟΥ» ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΕΣ

Είναι γνωστό ότι τα «δακρυγόνα», οι χημικές ουσίες που οι αστυνομίες όλης της υφηλίου χρησιμοποιούν ως μέσα καταστολής διαδηλώσεων, από την άποψη του ισχύοντος διεθνούς δικαίου συνιστούν πολεμικά όπλα, η χρήση των οποίων στις διακρατικές συγκρούσεις συνιστά έγκλημα πολέμου (βλ. «Ιός» 26.1.2002).

Μάλλον άγνωστη παραμένει, αντίθετα, η προϊστορία τους: το γεγονός, δηλαδή, πως κατασκευάστηκαν ακριβώς για να χρησιμοποιηθούν ως πολεμικά όπλα στα πεδία των (πραγματικών) μαχών. Η δε εισαγωγή τους στο αστυνομικό οπλοστάσιο έγινε μόνο μετά από έντονους προβληματισμούς και αντιπαραθέσεις.

Η πρώτη μαζική χρήση «δακρυγόνων» σημειώθηκε από το γαλλικό στρατό τον Αύγουστο του 1914, στις αρχές του Α' Παγκόσμιου Πολέμου. Με τη γενίκευση της σύρραξης όλοι οι εμπόλεμοι χρησιμοποίησαν τότε, εκτός από τα πασίγνωστα θανατηφόρα αέρια, και σημαντικές ποσότητες «δακρυγόνων». Τα τελευταία θεωρούνταν πρόσφορα για την προσωρινή εξουδετέρωση των αντίπαλων στρατιωτών, καθώς επιδρούσαν στον ανθρώπινο οργανισμό σε πολύ μικρότερες δόσεις απ' ό,τι τα ασφυξιογόνα.

Στη διάρκεια του Α' Παγκόσμιου Πολέμου παρασκευάστηκε για πολεμική χρήση και η χλωρακετοφενόνη (CN), το ευρύτερα χρησιμοποιημένο «δακρυγόνο» στη διάρκεια του 20ού αιώνα και προπομπός του CS που -σε διάφορες παραλλαγές- δοκιμάζουν σήμερα στο πετσί τους διαδηλωτές, απεργοί και λοιποί «ταραξίες». Η σχετική απόφαση για τη στρατιωτική παραγωγή και χρήση του πάρθηκε από το τμήμα ερευνών του αμερικανικού στρατού στις 11 Απριλίου 1918, ο σχετικά σύντομος όμως τερματισμός των εχθροπραξιών δεν επέτρεψε τη χρήση του στο πεδίο της μάχης.

Απέμεινε η δυνατότητα αξιοποίησής του εναντίον του «εσωτερικού εχθρού». Αντιμέτωπα με άγριες απεργίες, βίαιες διαδηλώσεις και «φυλετικές» ταραχές, στελέχη της αμερικανικής αστυνομίας θα εισηγηθούν στη στρατιωτική Υπηρεσία Χημικού Πολέμου (CWS) την προσφυγή στο νέο όπλο για την αποτελεσματικότερη πάταξη του «όχλου». Η δραματική εμπειρία του χημικού πολέμου στα χαρακώματα ήταν ωστόσο πολύ νωπή και η κοινή γνώμη απρόβλεπτη, ενώ ακόμη και ανώτερα κυβερνητικά στελέχη σοκάρονταν στην ιδέα του ψεκάσματος αμερικανών πολιτών σαν να ήταν εχθρικά στρατεύματα ή κατσαρίδες. Με εμπιστευτική διαταγή του στις 7 Νοεμβρίου 1919, ο υπουργός Πολέμου Νιούτον Μπέικερ θα απαγορεύσει έτσι πλήρως κάθε ρίψη χημικών εναντίον «όχλων αποτελούμενων από κατοίκους των ΗΠΑ».

Εξίσου χαρακτηριστικές επιφυλάξεις καταγράφονται και στη σχετική υπηρεσιακή αλληλογραφία: βολιδοσκοπώντας π.χ. την CWS για πιθανή χρήση «δακρυγόνων» ενάντια σε «πλήθη απεργών και πρόσωπα που εκτρέπονται κατά τη διάρκεια ταραχών ή άλλων τέτοιων αναστατώσεων», ένας αξιωματικός της αστυνομίας της Ν. Υόρκης θεωρεί αυτονόητο ότι πρέπει πρώτα να ελεγχθεί «αν υπάρχει πιθανότητα μόνιμων επιπτώσεων πάνω στους ανθρώπους που θα ψεκαστούν», αλλά και «εάν η κοινή γνώμη θα ανεχθεί τη χρήση τους».

Υπέρ της αξιοποίησης των «δακρυγόνων» για την επιβολή της δημόσιας τάξης θα δραστηριοποιηθεί ένα συγκεκριμένο λόμπι, με κέντρο την Υπηρεσία Χημικού Πολέμου. Τα στελέχη της τελευταίας ανησυχούσαν για ενδεχόμενο παροπλισμό τους και διάλυση της υπηρεσίας, ενόψει της απαγόρευσης της χρήσης χημικών αερίων σε μελλοντικές συρράξεις. «Η CWS χρειαζόταν να δείξει τη χρησιμότητά της σε καιρό ειρήνης, κι ένα πεδίο τεχνογνωσίας στο χημικό πόλεμο ήταν τα δακρυγόνα», εξηγεί ο Ντάνιελ Τζόουνς, καθηγητής Ιστορίας στο πανεπιστήμιο του Ορεγκον, σε εμπεριστατωμένη σχετική μελέτη του.

«Από την οπτική γωνία της CWS, η δυνατότητα χρήσης δακρυγόνων για τον αποτελεσματικό έλεγχο της τρέχουσας διατάραξης της δημόσιας τάξης θα επιδείκνυε τη χρησιμότητα του ερευνητικού τους προγράμματος, μπορούσε να παράσχει στη CWS την αποστολή εκπαίδευσης αστυνομικών δυνάμεων στη χρήση δακρυγόνων και, πιθανόν, θα διέλυε το φόβο και την απέχθεια του κοινού για το χημικό πόλεμο, που είχαν προκαλέσει κάποια δυσφορία για τη CWS» (Daniel Jones, «From Military to Civilian Technology: the Introduction of Tear gas for Civil Riot Control», Technology and Culture, 4.1978, σ.158-9).

Οπως γίνεται συνήθως σ' αυτές τις περιπτώσεις, η εισαγωγή του νέου όπλου ξεκίνησε με την επιστράτευσή του σε «εξαιρετικές» περιστάσεις. Τον Αύγουστο του 1921 εξαπολύθηκε μια ενορχηστρωμένη επικοινωνιακή καμπάνια για την επικείμενη ρίψη «δακρυγόνων», ακόμη και από αεροπλάνα, εναντίον των ένοπλων απεργών που είχαν καταλάβει τα ορυχεία σε πέντε κομιτείες της Δυτικής Βιρτζίνια. Τον Ιούλιο του 1922 εκδόθηκε «προσωρινή άδεια» για τη χρήση δακρυγόνων κατά των απεργών σιδηροδρομικών. Ενα μήνα αργότερα, στις 14.8.1922, εγκρίθηκε η χρήση τους σε μόνιμη βάση στις αποικίες (Φιλιππίνες, Χαβάη) και τη Ζώνη του Παναμά.

Ενα πρόβλημα νομιμότητας που προέκυψε στο μεταξύ, με την υπογραφή της πρώτης διεθνούς συμφωνίας για την απαγόρευσης της πολεμικής χρήσης χημικών όπλων (8.1.1922), επιλύθηκε διά της «ερμηνείας» πως το διεθνές δίκαιο δεν δεσμεύει τα κράτη σε εσωτερικά ζητήματα δημόσιας τάξης. Εμπνευστής αυτής της συλλογιστικής, που ενσωματώθηκε αργότερα στις διεθνείς συμβάσεις, δεν ήταν άλλος από την Υπηρεσία Χημικού Πολέμου.

Το αποφασιστικό βήμα για τη γενικευμένη χρήση «δακρυγόνων» από τα σώματα ασφαλείας δεν έγινε ωστόσο διά της διοικητικής οδού αλλά με την προσφυγή των κρατικών υπηρεσιών στην «ιδιωτική πρωτοβουλία»: πρώην στελέχη ή συνεργάτες της CWS, με την ενθάρρυνση και υλική βοήθεια της υπηρεσίας, άρχισαν να στήνουν ιδιωτικές επιχειρήσεις παραγωγής χημικών όπλων για αστυνομική χρήση. Το πρώτο βήμα έγινε από τον πρώην λοχαγό της CWS Ρούμπεν Λόρενς, που το 1922 ίδρυσε την Federal Laboratories Inc.

Η υπηρεσία του χορήγησε ένα δειγματολόγιο αερίων και βομβίδων διασποράς, η δε Federal εξελίχθηκε ταχύτατα σ' έναν από τους μεγαλύτερους προμηθευτές δακρυγόνων σε παγκόσμια κλίμακα. Το εργοστάσιό της θα επισκεφθούν, το 1960, οι αξιωματικοί της ελληνικής Αστυνομίας και Χωροφυλακής που, στο πλαίσιο εκπαιδευτικού προγράμματος του FBI και της CIA, είχαν επιφορτιστεί με την εισαγωγή της τεχνολογίας του εμφύλιου χημικού πολέμου (και) στη χώρα μας.

Του ΤΑΣΟΥ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΥ

ΠΡΕΖΑ TV
30-1-2011

Δεν υπάρχουν σχόλια: