Δευτέρα, Απριλίου 18, 2011

Ο «Έλληνας φίλος» και ο Άκης Τσοχατζόπουλος

Με το χαρακτηριστικό τίτλο: «Ο Έλληνας φίλος», σημερινό δημοσίευμα του γερμανικού περιοδικού Der Spiegel εμπλέκει σαφώς τον πρώην υπουργό Άμυνας Άκη Τσοχατζόπουλο στο σκάνδαλο αναφορικά με την προμήθεια γερμανικών υποβρυχίων από την Ελλάδα. «Η εταιρεία Ferrostaal με έδρα το Έσσεν δεν αποδέχεται τις κατηγορίες περί διαφθοράς από την εισαγγελία του Μονάχου και επιτίθεται κατά μέτωπο στη μεγαλομέτοχο ΜΑΝ», αναφέρει ο υπότιτλος του δημοσιεύματος, μεταφέροντας τον απόηχο της υπόθεσης στη Γερμανία.

Ακολουθεί αυτούσιο το σχετικό ρεπορτάζ των Jürgen Dahlkamp και Jörg Schmitt:

Παλιότερα έπρεπε να υπερασπίζεται τη χώρα του. Σήμερα υπερασπίζεται μόνο την τιμή του. Κάποτε ο Άκης Τσοχατζόπουλος ήταν υπουργός Άμυνας της Ελλάδας και υπάρχουν κάποιοι που πιστεύουν ότι βρισκόταν εκεί για να εξυπηρετεί περισσότερο τον εαυτό του, παρά τη χώρα του. Το νεότερο ωστόσο είναι ότι μερικοί από αυτούς βρίσκονται και στο Μόναχο, και ασκούν το επάγγελμα του εισαγγελέα.

Ο άνδρας από την Αθήνα θεωρείται άνθρωπος - κλειδί όσον αφορά αμφισβητούμενες πληρωμές, με τις οποίες η εταιρεία Ferrostaal AG, με έδρα το Έσεν, φέρεται να προώθησε την πώληση γερμανικών υποβρυχίων στην Ελλάδα (SPIEGEL, 6/2011). Γι’ αυτό οι εισαγγελείς του Μονάχου συνέταξαν κατηγορητήριο σε βάρος δύο πρώην «μάνατζερ».





Το κατηγορητήριο αναφέρει ότι οι αποδέκτες των χρημάτων -εκτός από τον τότε Έλληνα υπουργό Άμυνας Τσοχατζόπουλο- ήταν Έλληνες δημόσιοι υπάλληλοι. «Εκτός από τον Τσοχατζόπουλο» και «ήταν», όπως αναφέρεται: Για τη διατύπωση δεν χρησιμοποιείται η γερμανική επιφυλακτική υποτακτική, ούτε το «φέρεται να» ή το «προφανώς» ή το «φερόμενος». Οι κατήγοροι εμφανίζονται βέβαιοι: Ο πρώην υπουργός κάτι πήρε.

Αλλά δεν είναι μόνο παράγοντες από το Μόναχο που γνωρίζουν αν οι Γερμανοί εξαγόρασαν έναν υψηλά ιστάμενο πολιτικό: Σχεδόν ταυτόχρονα, ανακριτές στην Ελλάδα παρέπεμψαν την υπόθεση στη Βουλή, προκειμένου να ξεκινήσει έρευνα. Επίσης, η εισαγγελία Αθηνών κλήτευσε 37 δημόσιους λειτουργούς και στρατιωτικούς ως ύποπτους.

Συνεπώς, τα πράγματα μπορεί να «σφίξουν» για τον Τσοχατζόπουλο, για τους δύο κατηγορούμενους στο Μόναχο και κυρίως για τη Ferrostaal: Αν οι έρευνες μπορέσουν να αποδείξουν πράγματι την ύπαρξη της ομάδας αγγελιοφόρων μέχρι τον υπουργό, όπως υποθέτουν, θα πρέπει να πληρώσει και ο όμιλος. Κινδυνεύει να του επιβληθεί πρόστιμο και αφαίρεση των κερδών, σε σημείο που θα μπορούσε «να απειλήσει την ύπαρξή του», όπως παραδέχεται το Δ.Σ. σε πρωτόκολλο το οποίο συντάχθηκε το Μάρτιο.

Το ελληνικό σκάνδαλο ανάγεται στο έτος 2000, όταν η χώρα αγόρασε 4 υποβρύχια της HDW. Τότε η Ferrostaal είχε αναλάβει να κερδίσει την ανάθεση του έργου για την HDW, έναντι σκληρών ανταγωνιστών. Γιατί και οι Γάλλοι ήθελαν τότε να αναλάβουν τη δουλειά, αξίας 1,6 δις ευρώ.

Οι Γερμανοί όμως είχαν υπογράψει σύμβαση με μια ομάδα συμβούλων, η οποία εσωτερικά αποκαλούνταν «κύκλος προσευχής» και γνώριζε στην Ελλάδα τους σωστούς ανθρώπους -η εισαγγελία του Μονάχου πιστεύει ότι «λάδωνε».

Μεγάλο μέρος της προμήθειας λένε ότι κατέληξε σε ανθρώπους που λάμβαναν τις αποφάσεις. Και στο τέλος της αλυσίδας των αποφάσεων βρισκόταν και ο υπουργός Άμυνας Τσοχατζόπουλος, ο οποίος πάντως διαμαρτύρεται, υποστηρίζοντας ότι δεν έχουν τίποτα να του προσάψουν:

«Ουδέποτε ζήτησα ή έλαβα χρήματα ή ανταλλάγματα σε σχέση με την αγορά γερμανικών υποβρυχίων από την Ελλάδα». Άλλωστε -λέει- δεν έλαβε εκείνος την απόφαση αλλά το «ελληνικό υπουργικό Συμβούλιο», με την έγκριση των αρμόδιων κυβερνητικών οργάνων και κατόπιν πρότασης του πολεμικού ναυτικού.

Αντιθέτως, το κατηγορητήριο της εισαγγελίας του Μονάχου εναντίον του πρώην διευθύνοντος συμβούλου της Ferrostaal Johann Friedrich Haun, και ενός συνεργάτη του, αναφέρει ότι και οι δύο γνώριζαν πως «έπρεπε να σταλούν» χρήματα σε συνεργάτες σε υπουργεία και υπηρεσίες, ιδιαίτερα όμως «στον υπουργό Άμυνας Τσοχατζόπουλο».

Για τους εισαγγελείς, το πράγμα είναι ξεκάθαρο: Χρήματα πήγαν και στον υπουργό. Όπως είχε προηγουμένως συμφωνήσει μαζί με εκείνον και με άλλους συναποφασίζοντες ο «κύκλος προσευχής», γράφεται στο κατηγορητήριο.

Ωστόσο, δεν υπάρχουν σαφείς αποδείξεις, παρά μόνον ενδείξεις. Έτσι κατέθεσε πρώην διευθύνων σύμβουλος της HDW: Ένας σύμβουλος, ένας από τον «κύκλο προσευχής», που είχε καλές σχέσεις με το κυβερνών κόμμα του ΠΑΣΟΚ, αποτέλεσε την «πρόσβαση» στον υπουργό: Αν οι Γερμανοί ήθελαν κάτι από τον Τσοχατζόπουλο, έπρεπε να απευθυνθούν πρώτα σε αυτόν τον άνδρα, ισχυρίστηκε ο μάρτυρας.

Επιπλέον, ο Τσοχατζόπουλος υποστήριξε σθεναρά το γερμανικό υποβρύχιο, αν και οι Γάλλοι υπέβαλαν φθηνότερη προσφορά. Αυτό όμως έγινε για καθαρά αντικειμενικούς λόγους, δηλώνει σήμερα ο πρώην υπουργός.

Άλλα ίχνη οδηγούν μεν στο περιβάλλον του -όχι όμως και πιο πέρα. Σε επιστολές που κατασχέθηκαν, γίνεται επανειλημμένα λόγος για ένα δυσοίωνο «φίλο» -«το φίλο μας»- που μετέφερε εμπιστευτικές πληροφορίες από το υπουργείο ή την επιτροπή ανάθεσης.

Έτσι, σε έγγραφο που βρέθηκε στη Ferrostaal αναφέρεται ότι «ο φίλος μας» μίλησε με παράγοντα λήψης αποφάσεων για το πώς ένας κλονιζόμενος υποψήφιος, μέλος της επιτροπής ανάθεσης, μπορεί να πεισθεί να συμπράξει ή να αποπεμφθεί.

«Ο φίλος μας» ήταν επίσης προφανώς εκείνος ο οποίος παρέδωσε επιστολή στους «μάνατζερ» της Ferrostaal: επιστολή παραπόνων, την οποία είχε στείλει ο θυμωμένος επικεφαλής της γαλλικής ανταγωνίστριας εταιρείας DCN, στις 28 Σεπτεμβρίου 1999, στο Τσοχατζόπουλο, κάτι το οποίο ο πρώην υπουργός δηλώνει ότι δεν γνωρίζει.

Ανοιχτό παραμένει όμως ακόμα και για τους εισαγγελείς το ερώτημα ποιος ήταν «ο φίλος μας». Δεν υπάρχει πραγματική απόδειξη, που να παραπέμπει άμεσα στο Τσοχατζόπουλο. Επομένως, εικάζουν οι κατήγοροι του Μονάχου ότι ίσως οι έρευνες στην Ελλάδα θα οδηγήσουν σε αποτέλεσμα το οποίο θα στηρίξει τους ισχυρισμούς τους;

Η υπόθεση είναι για όλους «καυτή». Για τους ενάγοντες, που δεν αναφέρουν τον Τσοχατζόπουλο στην αγωγή ούτε καν ως κατηγορούμενο. Για τους δύο κατηγορούμενους, που κατέθεσαν ότι δεν μπορούν μεν να αποκλείσουν ότι μερικά από τα χρήματα του συμβουλευτικού έργου κατέληξαν σε παράγοντες λήψης αποφάσεων, όμως στη συνέχεια δεν ρώτησαν να μάθουν. Και προπαντός για τη Ferrostaal.

Το Μάρτιο του 2010, οι εισαγγελείς είχαν προσάψει στην εταιρεία ότι κάνει μόνο τα απολύτως απαραίτητα για την αποκάλυψη κρουσμάτων διαφθοράς, και πως κάτι τέτοιο δεν αρκεί. Ο διευθυντής του εποπτικού συμβουλίου Georg Thoma υποσχέθηκε τότε ότι θα συνεργαστεί στενά με τις αρχές και θα επιτρέψει στους δικηγόρους της Debevoise & Plimpton «φωτίσουν» τη Ferrostaal.

Ωστόσο, η γραμμή του «χαϊδέματος» δεν έφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Όχι μόνο επειδή οι εσωτερικές έρευνες ήταν υπερβολικά ακριβές, περίπου 100 εκατ. ευρώ. Ακόμα και η έκπτωση για το πρόστιμο ήταν απογοητευτική: αντί των 240 εκατ. ευρώ τα οποία είχε υπαινιχθεί ο ανώτατος εισαγγελέας Manfred Nötzel, έπρεπε να είναι τώρα 196 εκατ. ευρώ. Αλλά τόσα χρήματα είναι πάρα πολλά για τον όμιλο ο οποίος φέρεται να μην μπορεί να τα πληρώσει.

Για ένα διάστημα φαινόταν ότι στην ανάγκη θα αναλάμβανε κάποιος άλλος να πληρώσει το πρόστιμο: ο όμιλος ΜΑΝ, πρώην μητρική της Ferrostaal και μέχρι σήμερα μεγαλομέτοχος. Η εταιρεία κατασκευής φορτηγών με έδρα το Μόναχο θέλει να συγχωνευθεί με τη Scania και τα προβλήματα με τη Ferrostaal αποτελούν εμπόδιο. Αλλά στη συνέχεια «φούντωσε» η διαμάχη με τον έτερο μεγαλομέτοχο της Ferrostaal, την IPIC, ένα κρατικό χρηματοδότη από το Αμπού Ντάμπι.

Εξαιτίας του σκανδάλου με τις «μίζες», οι Άραβες επιδιώκουν να αποχωρήσουν εκ νέου από τον όμιλο ή τουλάχιστον να μειωθεί η τιμή των υπόλοιπων μετοχών που ανήκουν στη ΜΑΝ. Το αποτέλεσμα της αψιμαχίας είναι ότι η ΜΑΝ δεν θέλει να πληρώσει το πρόστιμο. Και το Δ.Σ. της Ferrostaal είναι στο μεταξύ σε τροχιά σύγκρουσης με τη ΜΑΝ. Και με την εισαγγελία του Μονάχου.

Φοβούμενη προφανώς το υψηλό πρόστιμο, η νέα ηγεσία υπό το Σουηδό Jan Secher δεν παριστάνει πλέον τον μετανοημένο παραβάτη, που ελπίζει σε επιείκεια. Ξαφνικά, «το παίζει» πάλι αθώα. Ο νέος τρόπος ανάγνωσης των γεγονότων είναι ο εξής: Πολύ πιθανό να «λάδωσαν» συνεργάτες με χρήματα του ομίλου. Τότε όμως πρόκειται για «απιστία σε βάρος της επιχείρησης», όπως αναφέρει το πρωτόκολλο του Δ.Σ. που συντάχθηκε το Μάρτιο. Δηλαδή, η Ferrostaal θεωρεί τον εαυτό της θύμα άπιστων συνεργατών, και όχι δράστη.

Ταυτόχρονα, οι δικηγόροι της Debevoise & Plimpton μιλούν στην τελική τους έκθεση για «μίζες» ύψους μόνο 8 εκατ. ευρώ, που θα είχαν ποινική σημασία. Δηλαδή λιγότερα χρήματα απ’ όσα αναμενόταν. Τα ύποπτα ποσά σε σύμβουλους σε όλο τον κόσμο μπορεί να ήταν μεν πολύ μεγαλύτερα. Αναφέρονται μικρότερα τριψήφια ποσά εκατομμυρίων. Ωστόσο, πολλά από αυτά μπορεί να έχουν παραγραφεί και συχνά -λένε οι δικηγόροι- παραμένει «θολό» ποιος τελικά τα εισέπραξε.

Γιατί λοιπόν να καταβληθεί τόσο μεγάλο πρόστιμο;

Η εισαγγελία αντέδρασε στη νέα «ξεροκεφαλιά» με ακόμα μεγαλύτερη αυστηρότητα. Αν ο Haun και οι συνεργάτες του καταδικαστούν, οι εισαγγελείς θα επιβάλουν αφαίρεση κερδών στη Ferrostaal, και υπολογίζουν περί τα 100 εκατ. ευρώ για τις «μίζες» των υποβρυχίων. Κι αν υπάρξουν νέες αγωγές, το ποσό θα αυξηθεί κατά μερικά εκατομμύρια ακόμα. Γιατί η Ferrostaal πλήρωσε «μίζες» και στο Τουρκμενιστάν, προκειμένου να κατασκευαστεί σταθμός συμπίεσης αερίου για τον κρατικό όμιλο Turkmenneft. Και γι’ αυτή την υπόθεση η εισαγγελία του Μονάχου διεξάγει έρευνες.

Η ηγεσία της εταιρείας δεν θέλει να σχολιάσει τη συγκεκριμένη υπόθεση, αλλά διαβλέπει μόνο μία διέξοδο: Η ΜΑΝ θα πληρώσει, αν όχι οικειοθελώς, τότε αναγκαστικά. Γι’ αυτό το Δ.Σ. της Ferrostaal αποφάσισε να εξαπολύσει μια σχεδόν απονενοημένη επίθεση κατά του μεγαλομετόχου της.

Σε επιστολή που απέστειλε στις 3 Μαρτίου στην εισαγγελία η Ferrostaal εισηγήθηκε στις ερευνητικές αρχές να βάλουν στη θέση της τη ΜΑΝ. Οι κατήγοροι πρέπει «να ερευνήσουν τις ευθύνες σε όλα τα επίπεδα του ομίλου», έγραψε μία δικηγόρος της εταιρείας. Ως πρώην μητρική, η ΜΑΝ ήλεγχε όλες τις μεγάλες δουλειές της Ferrostaal και εισέπραττε τα κέρδη. Γι’ αυτό πρέπει η ΜΑΝ, και όχι η Ferrostaal, να λογοδοτήσει για τις ατασθαλίες.

«Είμαστε άναυδοι για το πώς από το Έσσεν προσπαθούν να πετάξουν το μπαλάκι των ευθυνών», λένε οι επικεφαλής της ΜΑΝ, αφού η δικηγόρος συνέστησε στους ανακριτές να καλέσουν στην ανάκριση μέλη του Δ.Σ. της ΜΑΝ. Επίσης, η ίδια δικηγόρος απέστειλε ένα πακέτο με έγγραφα της ΜΑΝ, σημειώνοντας ότι και μόνο αυτά τα έγγραφα είναι εντυπωσιακά.

Τα υπόλοιπα όμως θα πρέπει να τα εξασφαλίσουν οι ερευνητικές αρχές από την ίδια τη ΜΑΝ, δηλαδή πρωτόκολλα του Δ.Σ. και του εποπτικού συμβουλίου, έντυπα, λογαριασμούς. Ακουγόταν σαν να ήθελε να δοθεί εισαγγελική παραγγελία: για έφοδο.

ΠΡΕΖΑ TV
18/04/2011

Δεν υπάρχουν σχόλια: