Εντελώς ανοχύρωτοι μπροστά στη φθορά της υγείας τους και στις επαγγελματικές ασθένειες βρίσκονται οι εργαζόμενοι. Από τη μία η καπιταλιστική οργάνωση της παραγωγής, όπου ο εργαζόμενος αντιμετωπίζεται σαν «κόστος», άρα και η προστασία της υγείας και της ζωής του. Από την άλλη, το καπιταλιστικό κράτος που νομοθετεί για να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα και την κερδοφορία των επιχειρήσεων και στέκεται με εγκληματική απαξίωση απέναντι στους εργαζόμενους που σακατεύονται στους τόπους δουλειάς. Είναι ενδεικτικό ότι μόλις από το 2003 έχει ξεκινήσει το ΙΚΑ να καταγράφει τα περιστατικά επαγγελματικών ασθενειών και από τότε μέχρι το 2009 έχουν συνταξιοδοτηθεί λόγω επαγγελματικής ασθένειας μόλις 112 άτομα. Δεν υπάρχει καμία καταμέτρηση και παρακολούθηση επαγγελματικών ασθενειών στην πρωτοβάθμια υγεία ή στα νοσοκομεία. Οι κρατικοί ελεγκτικοί μηχανισμοί λειτουργούν με τεράστιες ελλείψεις, ενώ οι γιατροί Εργασίας κι οι τεχνικοί Ασφαλείας είναι εξαρτημένοι υπάλληλοι των επιχειρήσεων ή των ιδιωτικών ΕΞΥΠΠ. Οι γραπτές εκθέσεις του επαγγελματικού κινδύνου είναι τυπικές «εκθέσεις ιδεών». Η επαγγελματική ασθένεια αναγνωρίζεται από το ασφαλιστικό ταμείο μόνο όταν η βλάβη στον εργαζόμενο φτάσει στο σημείο που δεν μπορεί πλέον να εργαστεί, ενώ ένας νέος «Γολγοθάς» ξεκινάει για τον εργαζόμενο μέχρι να συνταξιοδοτηθεί.
Ο «Ρ» μίλησε με τον Σπύρο Δρίβα, γιατρό Εργασίας, για την κατάσταση που επικρατεί όσον αναφορά την καταγραφή, την πρόληψη, την αναγνώριση και την ασφαλιστική κάλυψη του επαγγελματικού κινδύνου.
Οπως εξηγεί, η καλύτερη πρόληψη είναι η αλλαγή των συνθηκών και των σχέσεων εργασίας. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα κρίσιμο ζήτημα για την ίδια τη ζωή των εργαζομένων, κρίσιμο και για τις οικογένειές τους. Η προστασία της υγείας και της ζωής του εργαζόμενου πρέπει να μπει στην πρώτη γραμμή της πάλης του εργατικού - λαϊκού κινήματος, να γίνει υπόθεση των συνδικάτων και των προοδευτικών επιστημόνων. Πάλη που θα πρέπει να στοχοποιεί τον τρόπο που οργανώνεται η παραγωγή, δηλαδή με γνώμονα τα καπιταλιστικά κέρδη.
Ως επαγγελματική ασθένεια ορίζεται επιστημονικά κάθε βλάβη που προκαλείται από την έκθεση του εργαζόμενου στους βλαπτικούς παράγοντες του εργασιακού περιβάλλοντος και μειώνει ή καταργεί την ικανότητά του προς εργασία. Ο παραπάνω επιστημονικός ορισμός δε σημαίνει τίποτα χωρίς τον «ασφαλιστικό ορισμό», δηλαδή την ασφαλιστική αναγνώριση και κάλυψη της επαγγελματικής ασθένειας από τον ασφαλιστικό φορέα. Γιατί μόνο τότε θα έχει ο εργαζόμενος την αναγνώριση και την κάλυψη. Ωστόσο, όταν μιλάμε για ασφαλιστικό φορέα στην Ελλάδα που θα αναγνωρίζει την επαγγελματική ασθένεια, εννοούμε αποκλειστικά το ΙΚΑ, καθώς αν και από το 1993 ο κατάλογος των επαγγελματικών ασθενειών του ΙΚΑ γίνεται εθνικός κατάλογος επαγγελματικών ασθενειών και άρα αφορά όλα τα ασφαλιστικά ταμεία, αυτό στην πράξη δεν ισχύει.
Η λίστα του ΙΚΑ
Στην Ελλάδα, ισχύει η λίστα του ΙΚΑ όπως καταρτίστηκε το 1979 και περιλαμβάνει 52 επαγγελματικές ασθένειες. Η λίστα είναι ένας κλειστός κατάλογος. Δηλαδή, καθορίζει την επαγγελματική ασθένεια - π.χ. βαρηκοΐα - τον παράγοντα που την προκαλεί (π.χ. έκθεση σε θόρυβο) και σε ποιες βιομηχανίες ο εργαζόμενος είναι εκτεθειμένος σε αυτόν τον βλαπτικό παράγοντα. Αν κάποιος εργαζόμενος που δουλεύει σε μια άλλη - εκτός καταλόγου - βιομηχανία προσβληθεί από αυτήν την ασθένεια, δεν αναγνωρίζεται ως επαγγελματική. Θα μπορούσε να ισχύει η έννοια του μεικτού καταλόγου, δηλαδή να υπάρχει και η δυνατότητα μια ασθένεια - από την ιατρική και επιστημονική πρακτική, τη βιβλιογραφία κ.λπ. - να αναγνωρίζεται ως επαγγελματική κι ας μην υπάρχει στον κατάλογο. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Πόσο μάλλον, που στην πραγματικότητα ακόμη και αν κάποιος εργαζόμενος έχει αποδεδειγμένα προσβληθεί από ασθένεια που είναι εντός καταλόγου, σπάνια αυτή αναγνωρίζεται από το ΙΚΑ εντελώς ως επαγγελματική.
Τέλος, υπάρχει και ο ευρωπαϊκός κατάλογος επαγγελματικών ασθενειών, ο οποίος περιλαμβάνει περίπου 200 ασθένειες. Η Ελλάδα τυπικά έχει εναρμονιστεί με αυτόν, όμως δεν ενεργοποιήθηκε ποτέ. Το ζήτημα, ωστόσο, δεν είναι απλά η ύπαρξη, ακόμα και ο εμπλουτισμός, της λίστας των επαγγελματικών ασθενειών. Το ζήτημα είναι, ότι ο εργαζόμενος σε επίπεδο καπιταλιστικής παραγωγής και καπιταλιστικού κράτους αντιμετωπίζεται σαν κόστος και όχι ως ο παραγωγός πλούτου, που στην πραγματικότητα είναι. Ετσι, κράτος και εργοδότες έχουν φροντίσει όλο το πλαίσιο να «λειτουργεί» με τέτοιο τρόπο που να μην αναγνωρίζεται σχεδόν ποτέ η επαγγελματική ασθένεια ή να αναγνωρίζεται όταν ο εργαζόμενος είναι πλέον εντελώς ανίκανος να εργαστεί.
Το «κόστος» του εργαζόμενου
«(...) το κόστος σήμερα των εργατικών ατυχημάτων ξεπερνάει τα 42 δισ. (σ.σ. δραχμές) για το ΙΚΑ, εκτός από το ότι δεν έχουν προσμετρηθεί ακόμη το κόστος των επαγγελματικών νοσημάτων και ο χαρακτηρισμός τους, με αποτέλεσμα να αποφεύγει την ταλαιπωρία ο ασφαλισμένος για τη συνταξιοδότησή του και προτιμάει το δρόμο της κοινής νόσου». Αυτά τα λόγια ανήκουν στον πρώην διοικητή του ΙΚΑ, Γ. Σολωμό. Αφού έχει υπολογίσει και αναφέρει το «κόστος» των εργατικών «ατυχημάτων» λέει ότι οι εργαζόμενοι προτιμούν (!) να αναγνωρίζεται η ασθένειά τους ως κοινή. Στην πραγματικότητα εξαναγκάζονται.
Το ΙΚΑ το συμφέρει να αναγνωρίσει τα επαγγελματικά νοσήματα σαν κοινά νοσήματα, γιατί στο κοινό νόσημα το ΙΚΑ πληρώνει λιγότερο απ' ό,τι στην επαγγελματική ασθένεια (π.χ. το κοινό νόσημα ασφαλίζεται από την τρίτη μέρα και μετά, η επαγγελματική ασθένεια από την πρώτη μέρα. Στο κοινό νόσημα ο εργαζόμενος πληρώνει ένα μέρος της φαρμακευτικής αγωγής, στην επαγγελματική ασθένεια δεν πληρώνει τίποτα).
Η αναγγελία της επαγγελματικής ασθένειας μπορεί να γίνει στον ασφαλιστικό φορέα από κάθε γιατρό ή από τον γιατρό Εργασίας μιας επιχείρησης. Στη συνέχεια, το ΙΚΑ πάει στον εργοδότη και ελέγχει αν όντως ο εργαζόμενος εργάζεται εκεί και αν η ασθένεια και το είδος της εργασίας περιλαμβάνονται στη λίστα. Ο εργαζόμενος περνάει από την υγειονομική επιτροπή, η οποία κρίνει το ποσοστό αναπηρίας του, δηλαδή το ποσοστό ανικανότητας προς εργασία (π.χ. 30% αναπηρία σημαίνει 30% ανικανότητα προς εργασία). Με 50% - 67% αναπηρία ο εργαζόμενος παίρνει το 50% της σύνταξης, με 67% - 80% αναπηρία παίρνει το 75% της σύνταξης και με αναπηρία πάνω από 80% συνταξιοδοτείται πλήρως, ανεξάρτητα από τα ένσημα που έχει συμπληρώσει. Την τελική απόφαση για το ποσοστό αναπηρίας την παίρνει ο διοικητής του παραρτήματος του ΙΚΑ κατόπιν πρότασης των υγειονομικών επιτροπών. Στην πραγματικότητα, ελάχιστοι από όσους δικαιούνται παίρνουν τελικά την αναπηρική σύνταξη.
Ανύπαρκτη η καταγραφή των επαγγελματικών ασθενειών
Ουσιαστικά καταγραφή των επαγγελματικών ασθενειών δεν υπάρχει. Τα υπάρχοντα, ελάχιστα στοιχεία αφορούν μόνο αναγγελίες που γίνονται στο ΙΚΑ, όπου απευθύνονται οι ασφαλισμένοι για χορήγηση σύνταξης. Αυτή η καταγραφή δεν περιλαμβάνει όσους προσφεύγουν στην πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια περίθαλψη, όπου δεν υπάρχει σύστημα αναγγελίας Επαγγελματικών Νόσων από τους υγειονομικούς σχηματισμούς και τους ιατρούς καθώς και από τα νοσοκομεία. Επιπλέον, η καταγραφή άρχισε μόλις το 2003. Αν συνυπολογιστεί η «μαύρη», ανασφάλιστη εργασία, αλλά και το γεγονός ότι ένας εργαζόμενος επιλέγει συχνά τη νομική οδό - και όχι την αναγγελία στο ΙΚΑ - μήπως αποσπάσει από τον εργοδότη κάποια αποζημίωση, τότε η καταγραφή είναι πέρα από κάθε πραγματικότητα.
Για παράδειγμα, σύμφωνα με στοιχεία του ΙΚΑ «για το έτος 2009 καταγράφηκαν 19 περιπτώσεις επαγγελματικών νόσων»! Από αυτές οι 14 αφορούσαν επανεξέταση παλιότερου αιτήματος και μόλις 5 ήταν τα νέα περιστατικά. Από το 2003 που έχει ξεκινήσει η καταγραφή και επεξεργασία των επαγγελματικών νόσων έως και το 2009 έχουν καταγραφεί μόλις 112 διαφορετικές περιπτώσεις νοσούντων, οι οποίοι έχουν συνταξιοδοτηθεί από το ΙΚΑ. Ωστόσο, έχει μια αξία να αναφερθούν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά αυτών των περιπτώσεων. Συνοπτικά από αυτές τις 112 περιπτώσεις προκύπτει:
Η μέση ηλικία που για τελευταία φορά εξετάστηκαν από επιτροπή είναι 57,9 έτη.
Η μέση ηλικία πρώτης διάγνωσης είναι 51,1 έτη, ο μέσος χρόνος παρακολούθησης είναι 6,8 έτη.
99 (88,4%) είναι άνδρες και 13 (11,6%) είναι γυναίκες.
Ως επί το πλείστον είναι ανειδίκευτοι εργάτες (42%) και ειδικευμένοι τεχνίτες (40,2%).
Οι μεταποιητικές βιομηχανίες (49,1%) και οι κατασκευές (31,3%) είναι οι βασικές οικονομικές δραστηριότητες που απασχολήθηκαν.
Οι περισσότεροι διαγνώσθησαν με αλλεργική δερματίτιδα εξ επαφής (33,9%), μολυβδίαση (13,4%) και άσθμα (11,6%).
Οι χημικοί παράγοντες (ανόργανες ενώσεις) και οι βιομηχανικοί παράγοντες (υλικά και προϊόντα) είναι οι συνηθέστεροι αιτιολογικοί παράγοντες έκθεσης στη νόσο και τα κατασκευαστικά - οικοδομικά υλικά το κυριότερο προϊόν έκθεσης στη νόσο με 39,3% , 21,4% και 31,3% αντίστοιχα.
Η φθορά της υγείας δεν «αποζημιώνεται»
Οπως εξηγεί ο Σπ. Δρίβας, πολύ σημαντικό είναι το εξής: Η φθορά της υγείας του εργαζόμενου δεν υπολογίζεται πουθενά, πολύ δε περισσότερο δεν «αποζημιώνεται». Πρώιμη φθορά της υγείας είναι η σωματική και ψυχική καταπόνηση του εργαζόμενου. Η πρώιμη φθορά της υγείας, είναι η ασθένεια που δεν έχει εκδηλωθεί ακόμα, ωστόσο μειώνει την ικανότητα προς εργασία. Το ΙΚΑ μόνο συνταξιοδοτεί, δεν δίνει επίδομα ανικανότητας προς εργασία. Δηλαδή, σε έναν εργαζόμενο που διαπιστωθεί 30% αναπηρία από επαγγελματική ασθένεια, δεν δίνεται κάποιο επίδομα. Μπορεί να μην είναι για συνταξιοδότηση, αλλά πρέπει να καλυφθεί κάπως αυτό το ποσοστό «ανικανότητας προς εργασία».
«Ακόμη όμως και να συνταξιοδοτηθεί ο εργαζόμενος από το ΙΚΑ λόγω επαγγελματικής ασθένειας που προκάλεσε αναπηρία, "αποζημιώνεται" από χρήματα που έχει δώσει κι αυτός ο ίδιος ενώ το "κουσούρι" του το έχει προκαλέσει ο εργοδότης, οι συνθήκες εργασίας. Θα έπρεπε να υπάρχει 100% εργοδοτική ευθύνη, δηλαδή ο εργοδότης να πληρώνει έξτρα ασφάλιστρο ανάλογα με την επικινδυνότητα της εργασίας και με αυτά τα χρήματα να καλύπτει το ταμείο τα εργατικά ατυχήματα και τις επαγγελματικές ασθένειες», υπογραμμίζει.
Γραπτή εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Η εκτίμηση και η πρόληψη του επαγγελματικού κινδύνου είναι η δουλειά του γιατρού Εργασίας και του τεχνικού Ασφάλειας της κάθε επιχείρησης, αλλά και των κρατικών ελεγκτικών μηχανισμών.
Οπως εξηγούν οι σχετικοί επιστήμονες, η γενική θεώρηση είναι πως ο εργαζόμενος είναι υγιής και αρρωσταίνει, γιατί είναι εκτεθειμένος στους βλαπτικούς παράγοντες του εργασιακού περιβάλλοντος. Οπως αρρωσταίνει από τον ιό της γρίπης και εκδηλώνει γρίπη, έτσι αρρωσταίνει κι από τον χημικό παράγοντα, από την υψηλή θερμοκρασία, από τη σκόνη κ.λπ., γιατί είναι εκτεθειμένος μέσα στο χώρο εργασίας. Οι γιατροί Εργασίας και οι τεχνικοί Ασφάλειας πρέπει να εντοπίσουν αυτούς τους βλαπτικούς παράγοντες, την επίδρασή τους στην υγεία και να προτείνουν μέτρα πρόληψης, μείωσης, ελαχιστοποίησης των βλαπτικών παραγόντων, μέτρα πρόληψης της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων.
Σύμφωνα με την υπάρχουσα νομοθεσία (ΠΔ 17/96), ο εργοδότης πρέπει να έχει στα χέρια του τη γραπτή εκτίμηση του επαγγελματικού κινδύνου, ώστε να γνωρίζει τους κινδύνους και ποια είναι η επίδρασή τους στην υγεία των εργαζομένων και τι μέτρα έχουν παρθεί ή πρέπει να παρθούν για να μετριαστούν οι κίνδυνοι.
«Θεωρητικά θα έπρεπε να γίνονται εκτιμήσεις, μετρήσεις και μελέτες ανά βιομηχανία, ανά θέση εργασίας, ανά κλάδο, να συγκεντρωθούν όλα τα δεδομένα και να προκύψει μια συνολική εκτίμηση για κάθε επιχείρηση. Στην πραγματικότητα, η γραπτή έκθεση του επαγγελματικού κινδύνου έχει εκφυλιστεί και είναι μια έκθεση ιδεών χωρίς ιατρικό έλεγχο, χωρίς μετρήσεις των βλαπτικών παραγόντων, αλλάζοντας απλά το όνομα της βιομηχανίας», λέει στον «Ρ» ο Σπ. Δρίβας. Εξάλλου, οι γιατροί Εργασίας και οι τεχνικοί Ασφαλείας είτε είναι υπάλληλοι της επιχείρησης, είτε έχουν άλλη επαγγελματική σχέση εξάρτησης μαζί του ως ελεύθεροι επαγγελματίες, είτε είναι υπάλληλοι των ιδιωτικών ΕΞΥΠΠ (Εξωτερικές Υπηρεσίες Προστασίας και Πρόληψης), δηλαδή έχουν «πάνω από το κεφάλι τους» και τον εργοδότη - ιδιοκτήτη της ΕΞΥΠΠ και τον επιχειρηματία - πελάτη. Οι Επιθεωρήσεις παίρνουν στα χέρια τους αυτήν την «εκτίμηση» αλλά δεν έχουν τη δυνατότητα επαλήθευσής της.
«Υπάρχει ένα τεράστιο έλλειμμα. Πώς θα τεκμηριώσεις την έκθεση στον κίνδυνο; Δεν υπάρχουν εκτιμήσεις επαγγελματικού κινδύνου, μελέτες, τίποτα. Οπότε αν πω εγώ ότι είμαι εκτεθειμένος στο θόρυβο μπορεί να είμαι, μπορεί και να μην είμαι και αυτό το θολό τοπίο δημιουργεί παραθυράκια που στην πράξη το χρησιμοποιούν ενάντια στον εργαζόμενο», συμπληρώνει.
Ελένη ΜΑΪΛΗ-ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΠΡΕΖΑ TV
12-6-2011
Ο «Ρ» μίλησε με τον Σπύρο Δρίβα, γιατρό Εργασίας, για την κατάσταση που επικρατεί όσον αναφορά την καταγραφή, την πρόληψη, την αναγνώριση και την ασφαλιστική κάλυψη του επαγγελματικού κινδύνου.
Οπως εξηγεί, η καλύτερη πρόληψη είναι η αλλαγή των συνθηκών και των σχέσεων εργασίας. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα κρίσιμο ζήτημα για την ίδια τη ζωή των εργαζομένων, κρίσιμο και για τις οικογένειές τους. Η προστασία της υγείας και της ζωής του εργαζόμενου πρέπει να μπει στην πρώτη γραμμή της πάλης του εργατικού - λαϊκού κινήματος, να γίνει υπόθεση των συνδικάτων και των προοδευτικών επιστημόνων. Πάλη που θα πρέπει να στοχοποιεί τον τρόπο που οργανώνεται η παραγωγή, δηλαδή με γνώμονα τα καπιταλιστικά κέρδη.
Ως επαγγελματική ασθένεια ορίζεται επιστημονικά κάθε βλάβη που προκαλείται από την έκθεση του εργαζόμενου στους βλαπτικούς παράγοντες του εργασιακού περιβάλλοντος και μειώνει ή καταργεί την ικανότητά του προς εργασία. Ο παραπάνω επιστημονικός ορισμός δε σημαίνει τίποτα χωρίς τον «ασφαλιστικό ορισμό», δηλαδή την ασφαλιστική αναγνώριση και κάλυψη της επαγγελματικής ασθένειας από τον ασφαλιστικό φορέα. Γιατί μόνο τότε θα έχει ο εργαζόμενος την αναγνώριση και την κάλυψη. Ωστόσο, όταν μιλάμε για ασφαλιστικό φορέα στην Ελλάδα που θα αναγνωρίζει την επαγγελματική ασθένεια, εννοούμε αποκλειστικά το ΙΚΑ, καθώς αν και από το 1993 ο κατάλογος των επαγγελματικών ασθενειών του ΙΚΑ γίνεται εθνικός κατάλογος επαγγελματικών ασθενειών και άρα αφορά όλα τα ασφαλιστικά ταμεία, αυτό στην πράξη δεν ισχύει.
Η λίστα του ΙΚΑ
Στην Ελλάδα, ισχύει η λίστα του ΙΚΑ όπως καταρτίστηκε το 1979 και περιλαμβάνει 52 επαγγελματικές ασθένειες. Η λίστα είναι ένας κλειστός κατάλογος. Δηλαδή, καθορίζει την επαγγελματική ασθένεια - π.χ. βαρηκοΐα - τον παράγοντα που την προκαλεί (π.χ. έκθεση σε θόρυβο) και σε ποιες βιομηχανίες ο εργαζόμενος είναι εκτεθειμένος σε αυτόν τον βλαπτικό παράγοντα. Αν κάποιος εργαζόμενος που δουλεύει σε μια άλλη - εκτός καταλόγου - βιομηχανία προσβληθεί από αυτήν την ασθένεια, δεν αναγνωρίζεται ως επαγγελματική. Θα μπορούσε να ισχύει η έννοια του μεικτού καταλόγου, δηλαδή να υπάρχει και η δυνατότητα μια ασθένεια - από την ιατρική και επιστημονική πρακτική, τη βιβλιογραφία κ.λπ. - να αναγνωρίζεται ως επαγγελματική κι ας μην υπάρχει στον κατάλογο. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Πόσο μάλλον, που στην πραγματικότητα ακόμη και αν κάποιος εργαζόμενος έχει αποδεδειγμένα προσβληθεί από ασθένεια που είναι εντός καταλόγου, σπάνια αυτή αναγνωρίζεται από το ΙΚΑ εντελώς ως επαγγελματική.
Τέλος, υπάρχει και ο ευρωπαϊκός κατάλογος επαγγελματικών ασθενειών, ο οποίος περιλαμβάνει περίπου 200 ασθένειες. Η Ελλάδα τυπικά έχει εναρμονιστεί με αυτόν, όμως δεν ενεργοποιήθηκε ποτέ. Το ζήτημα, ωστόσο, δεν είναι απλά η ύπαρξη, ακόμα και ο εμπλουτισμός, της λίστας των επαγγελματικών ασθενειών. Το ζήτημα είναι, ότι ο εργαζόμενος σε επίπεδο καπιταλιστικής παραγωγής και καπιταλιστικού κράτους αντιμετωπίζεται σαν κόστος και όχι ως ο παραγωγός πλούτου, που στην πραγματικότητα είναι. Ετσι, κράτος και εργοδότες έχουν φροντίσει όλο το πλαίσιο να «λειτουργεί» με τέτοιο τρόπο που να μην αναγνωρίζεται σχεδόν ποτέ η επαγγελματική ασθένεια ή να αναγνωρίζεται όταν ο εργαζόμενος είναι πλέον εντελώς ανίκανος να εργαστεί.
Το «κόστος» του εργαζόμενου
«(...) το κόστος σήμερα των εργατικών ατυχημάτων ξεπερνάει τα 42 δισ. (σ.σ. δραχμές) για το ΙΚΑ, εκτός από το ότι δεν έχουν προσμετρηθεί ακόμη το κόστος των επαγγελματικών νοσημάτων και ο χαρακτηρισμός τους, με αποτέλεσμα να αποφεύγει την ταλαιπωρία ο ασφαλισμένος για τη συνταξιοδότησή του και προτιμάει το δρόμο της κοινής νόσου». Αυτά τα λόγια ανήκουν στον πρώην διοικητή του ΙΚΑ, Γ. Σολωμό. Αφού έχει υπολογίσει και αναφέρει το «κόστος» των εργατικών «ατυχημάτων» λέει ότι οι εργαζόμενοι προτιμούν (!) να αναγνωρίζεται η ασθένειά τους ως κοινή. Στην πραγματικότητα εξαναγκάζονται.
Το ΙΚΑ το συμφέρει να αναγνωρίσει τα επαγγελματικά νοσήματα σαν κοινά νοσήματα, γιατί στο κοινό νόσημα το ΙΚΑ πληρώνει λιγότερο απ' ό,τι στην επαγγελματική ασθένεια (π.χ. το κοινό νόσημα ασφαλίζεται από την τρίτη μέρα και μετά, η επαγγελματική ασθένεια από την πρώτη μέρα. Στο κοινό νόσημα ο εργαζόμενος πληρώνει ένα μέρος της φαρμακευτικής αγωγής, στην επαγγελματική ασθένεια δεν πληρώνει τίποτα).
Η αναγγελία της επαγγελματικής ασθένειας μπορεί να γίνει στον ασφαλιστικό φορέα από κάθε γιατρό ή από τον γιατρό Εργασίας μιας επιχείρησης. Στη συνέχεια, το ΙΚΑ πάει στον εργοδότη και ελέγχει αν όντως ο εργαζόμενος εργάζεται εκεί και αν η ασθένεια και το είδος της εργασίας περιλαμβάνονται στη λίστα. Ο εργαζόμενος περνάει από την υγειονομική επιτροπή, η οποία κρίνει το ποσοστό αναπηρίας του, δηλαδή το ποσοστό ανικανότητας προς εργασία (π.χ. 30% αναπηρία σημαίνει 30% ανικανότητα προς εργασία). Με 50% - 67% αναπηρία ο εργαζόμενος παίρνει το 50% της σύνταξης, με 67% - 80% αναπηρία παίρνει το 75% της σύνταξης και με αναπηρία πάνω από 80% συνταξιοδοτείται πλήρως, ανεξάρτητα από τα ένσημα που έχει συμπληρώσει. Την τελική απόφαση για το ποσοστό αναπηρίας την παίρνει ο διοικητής του παραρτήματος του ΙΚΑ κατόπιν πρότασης των υγειονομικών επιτροπών. Στην πραγματικότητα, ελάχιστοι από όσους δικαιούνται παίρνουν τελικά την αναπηρική σύνταξη.
Ανύπαρκτη η καταγραφή των επαγγελματικών ασθενειών
Ουσιαστικά καταγραφή των επαγγελματικών ασθενειών δεν υπάρχει. Τα υπάρχοντα, ελάχιστα στοιχεία αφορούν μόνο αναγγελίες που γίνονται στο ΙΚΑ, όπου απευθύνονται οι ασφαλισμένοι για χορήγηση σύνταξης. Αυτή η καταγραφή δεν περιλαμβάνει όσους προσφεύγουν στην πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια περίθαλψη, όπου δεν υπάρχει σύστημα αναγγελίας Επαγγελματικών Νόσων από τους υγειονομικούς σχηματισμούς και τους ιατρούς καθώς και από τα νοσοκομεία. Επιπλέον, η καταγραφή άρχισε μόλις το 2003. Αν συνυπολογιστεί η «μαύρη», ανασφάλιστη εργασία, αλλά και το γεγονός ότι ένας εργαζόμενος επιλέγει συχνά τη νομική οδό - και όχι την αναγγελία στο ΙΚΑ - μήπως αποσπάσει από τον εργοδότη κάποια αποζημίωση, τότε η καταγραφή είναι πέρα από κάθε πραγματικότητα.
Για παράδειγμα, σύμφωνα με στοιχεία του ΙΚΑ «για το έτος 2009 καταγράφηκαν 19 περιπτώσεις επαγγελματικών νόσων»! Από αυτές οι 14 αφορούσαν επανεξέταση παλιότερου αιτήματος και μόλις 5 ήταν τα νέα περιστατικά. Από το 2003 που έχει ξεκινήσει η καταγραφή και επεξεργασία των επαγγελματικών νόσων έως και το 2009 έχουν καταγραφεί μόλις 112 διαφορετικές περιπτώσεις νοσούντων, οι οποίοι έχουν συνταξιοδοτηθεί από το ΙΚΑ. Ωστόσο, έχει μια αξία να αναφερθούν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά αυτών των περιπτώσεων. Συνοπτικά από αυτές τις 112 περιπτώσεις προκύπτει:
Η μέση ηλικία που για τελευταία φορά εξετάστηκαν από επιτροπή είναι 57,9 έτη.
Η μέση ηλικία πρώτης διάγνωσης είναι 51,1 έτη, ο μέσος χρόνος παρακολούθησης είναι 6,8 έτη.
99 (88,4%) είναι άνδρες και 13 (11,6%) είναι γυναίκες.
Ως επί το πλείστον είναι ανειδίκευτοι εργάτες (42%) και ειδικευμένοι τεχνίτες (40,2%).
Οι μεταποιητικές βιομηχανίες (49,1%) και οι κατασκευές (31,3%) είναι οι βασικές οικονομικές δραστηριότητες που απασχολήθηκαν.
Οι περισσότεροι διαγνώσθησαν με αλλεργική δερματίτιδα εξ επαφής (33,9%), μολυβδίαση (13,4%) και άσθμα (11,6%).
Οι χημικοί παράγοντες (ανόργανες ενώσεις) και οι βιομηχανικοί παράγοντες (υλικά και προϊόντα) είναι οι συνηθέστεροι αιτιολογικοί παράγοντες έκθεσης στη νόσο και τα κατασκευαστικά - οικοδομικά υλικά το κυριότερο προϊόν έκθεσης στη νόσο με 39,3% , 21,4% και 31,3% αντίστοιχα.
Η φθορά της υγείας δεν «αποζημιώνεται»
Οπως εξηγεί ο Σπ. Δρίβας, πολύ σημαντικό είναι το εξής: Η φθορά της υγείας του εργαζόμενου δεν υπολογίζεται πουθενά, πολύ δε περισσότερο δεν «αποζημιώνεται». Πρώιμη φθορά της υγείας είναι η σωματική και ψυχική καταπόνηση του εργαζόμενου. Η πρώιμη φθορά της υγείας, είναι η ασθένεια που δεν έχει εκδηλωθεί ακόμα, ωστόσο μειώνει την ικανότητα προς εργασία. Το ΙΚΑ μόνο συνταξιοδοτεί, δεν δίνει επίδομα ανικανότητας προς εργασία. Δηλαδή, σε έναν εργαζόμενο που διαπιστωθεί 30% αναπηρία από επαγγελματική ασθένεια, δεν δίνεται κάποιο επίδομα. Μπορεί να μην είναι για συνταξιοδότηση, αλλά πρέπει να καλυφθεί κάπως αυτό το ποσοστό «ανικανότητας προς εργασία».
«Ακόμη όμως και να συνταξιοδοτηθεί ο εργαζόμενος από το ΙΚΑ λόγω επαγγελματικής ασθένειας που προκάλεσε αναπηρία, "αποζημιώνεται" από χρήματα που έχει δώσει κι αυτός ο ίδιος ενώ το "κουσούρι" του το έχει προκαλέσει ο εργοδότης, οι συνθήκες εργασίας. Θα έπρεπε να υπάρχει 100% εργοδοτική ευθύνη, δηλαδή ο εργοδότης να πληρώνει έξτρα ασφάλιστρο ανάλογα με την επικινδυνότητα της εργασίας και με αυτά τα χρήματα να καλύπτει το ταμείο τα εργατικά ατυχήματα και τις επαγγελματικές ασθένειες», υπογραμμίζει.
Γραπτή εκτίμηση επαγγελματικού κινδύνου
Η εκτίμηση και η πρόληψη του επαγγελματικού κινδύνου είναι η δουλειά του γιατρού Εργασίας και του τεχνικού Ασφάλειας της κάθε επιχείρησης, αλλά και των κρατικών ελεγκτικών μηχανισμών.
Οπως εξηγούν οι σχετικοί επιστήμονες, η γενική θεώρηση είναι πως ο εργαζόμενος είναι υγιής και αρρωσταίνει, γιατί είναι εκτεθειμένος στους βλαπτικούς παράγοντες του εργασιακού περιβάλλοντος. Οπως αρρωσταίνει από τον ιό της γρίπης και εκδηλώνει γρίπη, έτσι αρρωσταίνει κι από τον χημικό παράγοντα, από την υψηλή θερμοκρασία, από τη σκόνη κ.λπ., γιατί είναι εκτεθειμένος μέσα στο χώρο εργασίας. Οι γιατροί Εργασίας και οι τεχνικοί Ασφάλειας πρέπει να εντοπίσουν αυτούς τους βλαπτικούς παράγοντες, την επίδρασή τους στην υγεία και να προτείνουν μέτρα πρόληψης, μείωσης, ελαχιστοποίησης των βλαπτικών παραγόντων, μέτρα πρόληψης της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων.
Σύμφωνα με την υπάρχουσα νομοθεσία (ΠΔ 17/96), ο εργοδότης πρέπει να έχει στα χέρια του τη γραπτή εκτίμηση του επαγγελματικού κινδύνου, ώστε να γνωρίζει τους κινδύνους και ποια είναι η επίδρασή τους στην υγεία των εργαζομένων και τι μέτρα έχουν παρθεί ή πρέπει να παρθούν για να μετριαστούν οι κίνδυνοι.
«Θεωρητικά θα έπρεπε να γίνονται εκτιμήσεις, μετρήσεις και μελέτες ανά βιομηχανία, ανά θέση εργασίας, ανά κλάδο, να συγκεντρωθούν όλα τα δεδομένα και να προκύψει μια συνολική εκτίμηση για κάθε επιχείρηση. Στην πραγματικότητα, η γραπτή έκθεση του επαγγελματικού κινδύνου έχει εκφυλιστεί και είναι μια έκθεση ιδεών χωρίς ιατρικό έλεγχο, χωρίς μετρήσεις των βλαπτικών παραγόντων, αλλάζοντας απλά το όνομα της βιομηχανίας», λέει στον «Ρ» ο Σπ. Δρίβας. Εξάλλου, οι γιατροί Εργασίας και οι τεχνικοί Ασφαλείας είτε είναι υπάλληλοι της επιχείρησης, είτε έχουν άλλη επαγγελματική σχέση εξάρτησης μαζί του ως ελεύθεροι επαγγελματίες, είτε είναι υπάλληλοι των ιδιωτικών ΕΞΥΠΠ (Εξωτερικές Υπηρεσίες Προστασίας και Πρόληψης), δηλαδή έχουν «πάνω από το κεφάλι τους» και τον εργοδότη - ιδιοκτήτη της ΕΞΥΠΠ και τον επιχειρηματία - πελάτη. Οι Επιθεωρήσεις παίρνουν στα χέρια τους αυτήν την «εκτίμηση» αλλά δεν έχουν τη δυνατότητα επαλήθευσής της.
«Υπάρχει ένα τεράστιο έλλειμμα. Πώς θα τεκμηριώσεις την έκθεση στον κίνδυνο; Δεν υπάρχουν εκτιμήσεις επαγγελματικού κινδύνου, μελέτες, τίποτα. Οπότε αν πω εγώ ότι είμαι εκτεθειμένος στο θόρυβο μπορεί να είμαι, μπορεί και να μην είμαι και αυτό το θολό τοπίο δημιουργεί παραθυράκια που στην πράξη το χρησιμοποιούν ενάντια στον εργαζόμενο», συμπληρώνει.
Ελένη ΜΑΪΛΗ-ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
ΠΡΕΖΑ TV
12-6-2011
1 σχόλιο:
Τουλαχιστον για τα τεχνικά έργα (οικοδομή, οδοποιία κλπ) υπάρχει η εκτίμηση κινδύνου (ΣΑΥ-ΦΑΥ), αλλά δεν εφαρμόζεται παρά τον νόμο.
Δημοσίευση σχολίου