Τα 94 χρόνια μάχιμου και ενεργού βίου αντιπροσωπεύουν ένα πολύτιμο απόθεμα εμπειρίας, που βοηθάει όποιον το κατέχει να κατανοεί προς τα πού βαδίζει ο κόσμος. Και επειδή ο Στεφάν Εσέλ έβλεπε ότι ο κόσμος βαδίζει σε λάθος δρόμο και ήθελε να προτρέψει τους νέους να αγωνιστούν για να αλλάξει πορεία και να μπει στον σωστό δρόμο, έγραψε ένα βιβλίο επαναπροτείνοντας τις αξίες της Αντίστασης, που ενέπνευσαν τη δική του νεότητα. Και έτσι, πλησιάζοντας στο τέλος της ζωής του, ο 94χρονος ήρωας της γαλλικής Αντίστασης γνώρισε μια νέα και αναπάντεχη φήμη. Το μικρό βιβλίο του με τίτλο «Αγανακτήστε» αποτέλεσε μοναδικό εκδοτικό φαινόμενο, καθώς μέσα σε λίγους μήνες πούλησε πάνω από 1,5 εκατομμύριο αντίτυπα στη Γαλλία. Ηδη το βιβλίο μεταφράζεται σε δεκαεπτά χώρες του κόσμου, ενώ πρόσφατα κυκλοφόρησε και στη γλώσσα μας από τις Εκδόσεις Πατάκη (σε μετάφραση της Σώτης Τριανταφύλλου). Στην Ισπανία το βιβλίο του Εσέλ έγινε μια από τις πηγές έμπνευσης του κινήματος των «Αγανακτισμένων» (Indignados), των νέων που κατέλαβαν την πλατεία Πουέρτα ντε Σολ της Μαδρίτης για να διαμαρτυρηθούν και να ζητήσουν αλλαγή πορείας. Αναμφίβολα η έκκληση του Στεφάν Εσέλ για μιαν ειρηνική εξέγερση έπεσε σε ένα ιδιαίτερα γόνιμο κοινωνικό και πολιτικό έδαφος.
Η παγκόσμια οικονομική κρίση, η συνακόλουθη αποκάλυψη της ηθικής χρεοκοπίας και του καταστροφικού κερδοσκοπικού χαρακτήρα του αχαλίνωτου καπιταλισμού, η έκρηξη των ανισοτήτων, η πολιτική διαφθορά, οι ξενοφοβικές και ρατσιστικές αντιδράσεις στην παρουσία των μεταναστών, οι παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων, το θέαμα των απαράδεκτων καταστάσεων και των πελώριων αδικιών που διαιωνίζονται σε ολόκληρο τον πλανήτη είναι πηγές που τροφοδοτούν αισθήματα αγανάκτησης. Και όπως γράφει ο Εσέλ: «Οταν κάτι μας κάνει να αγανακτούμε, όπως αγανάκτησα εγώ με τον ναζισμό, γινόμαστε δυνατοί, μαχητικοί και αφοσιωμένοι».
Ο Στεφάν Εσέλ γεννήθηκε στο Βερολίνο το 1917 και η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στο Παρίσι το 1924. Ο εβραίος πατέρας του μετέφραζε τον Προυστ στα γερμανικά μαζί με τον φίλο του τον Βάλτερ Μπένγιαμιν. Η αντιστασιακή δράση του θα οδηγήσει τον Στεφάν στο στρατόπεδο του Μπούχενβαλντ. Θα γλιτώσει μάλιστα την εκτέλεση, ανταλλάσσοντας την ταυτότητά του με εκείνη ενός Γάλλου που είχε πεθάνει από τύφο στο στρατόπεδο.
«Για πολύ μεγάλο διάστημα παραμείναμε αδιάφοροι», λέει ο Στεφάν Εσέλ μιλώντας για το βιβλίο του στην ιταλική «La Repubblica». «Αποδεχθήκαμε το απαράδεκτο. Το χάσμα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς ποτέ άλλοτε δεν υπήρξε τόσο βαθύ. Απειλούνται θεμελιώδη δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στην υγεία, τη σύνταξη, τη συνδικαλιστική οργάνωση, την υποδοχή των μεταναστών. Οφείλουμε να υπερασπιστούμε ένα σύστημα αξιών, στη δημιουργία του οποίου συνέβαλε η δική μου γενιά και πάνω στο οποίο βασίζονται οι σύγχρονες δημοκρατίες. Οι αξίες αυτές περιγράφονται στην Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και στο πρόγραμμα του Εθνικού Συμβουλίου Αντίστασης. Την εποχή της Αντίστασης η χώρα μας κατεχόταν από τους ναζιστές και υπήρχε το καθεστώς του Βισί. Σήμερα όλα είναι διαφορετικά, δεν έχουμε πλέον τον εχθρό στη χώρα μας και ευτυχώς οι ολοκληρωτισμοί έχουν ηττηθεί. Οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε νέες προκλήσεις στο περιβαλλοντικό, οικονομικό και κοινωνικό πεδίο.
Προφανώς τα ερωτήματα δεν είναι τα ίδια με εκείνα του 1943, αλλά οι απαντήσεις πρέπει σε κάθε περίπτωση να βασίζονται στις αρχές της ελευθερίας, της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Απευθύνομαι στους νέους επειδή αυτοί είναι που πρέπει να διαφυλάξουν αυτήν την κοινή κληρονομιά. Δεν πρέπει βέβαια να τρέφουμε αυταπάτες. Η πλειονότητα των ανθρώπων σε κάθε εποχή προτιμά να παραμένει σιωπηλή, να κλείνεται στο καβούκι της.
Στη διάρκεια του πολέμου, οι νέοι που στήριζαν την Αντίσταση ήταν μόλις το δέκα τοις εκατό του πληθυσμού. Πιθανότατα και σήμερα υπάρχει μόνον μια φωτισμένη μειονότητα. Αλλά η εμπειρία μας καταδεικνύει ότι μπορεί να είναι αρκετή για να αλλάξει την πορεία της ιστορίας. Εγώ καταδικάστηκα σε θάνατο και μόνο για λόγους τυχαίους δεν εκτελέστηκα. Με συνέλαβαν έπειτα από μιαν απόδραση, αλλά δεν φρόντισαν να με κρεμάσουν αμέσως. Τελικά επέζησα από το Μπούχενβαλντ αλλάζοντας την ταυτότητά μου με εκείνη ενός ήδη νεκρού Γάλλου. Η στράτευσή μου γεννιέται και από την ανάμνηση όλων των φίλων που έχασα στη διάρκεια του πολέμου και εκείνου του παιδιού που κάηκε με το όνομά μου.
Το 1948 συμμετείχα ως γάλλος διπλωμάτης στη σύνταξη της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Επιμένω πάντοτε στη λέξη Οικουμενική. Δεν είναι ένα δυτικό κείμενο, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι.
Με εκείνη τη Διακήρυξη δημιουργήθηκε ένα κίνημα δημοκρατικής προόδου, αν και μπορεί να συμβαίνουν οπισθοδρομήσεις. (...) Να αγανακτούμε σημαίνει να εστιάζουμε στο πρόβλημα. Είναι σαν να ονομάζεις έναν στόχο για να μπορέσεις να πετύχεις το κέντρο του. Μόνον έτσι μπορεί να αναζητηθούν οι λύσεις. Η γενιά μου γνώρισε ιστορικές αλλαγές. Εζησα τον ναζισμό αλλά και την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του ανθρώπου, την αποικιοκρατία και την ανατροπή της, τον σταλινισμό και την πτώση της σοβιετικής αυτοκρατορίας, είδα τη Γερμανία διαιρεμένη και επανενωμένη, γνώρισα την Αφρική με το απαρτχάιντ και έπειτα συνάντησα τον Νέλσον Μαντέλα. Μπορώ να καταθέσω τη μαρτυρία μου ότι και τα σοβαρότερα προβλήματα μπορούν να λυθούν».
Από τον ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ
ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
ΠΡΕΖΑ TV
5-6-2011
Η παγκόσμια οικονομική κρίση, η συνακόλουθη αποκάλυψη της ηθικής χρεοκοπίας και του καταστροφικού κερδοσκοπικού χαρακτήρα του αχαλίνωτου καπιταλισμού, η έκρηξη των ανισοτήτων, η πολιτική διαφθορά, οι ξενοφοβικές και ρατσιστικές αντιδράσεις στην παρουσία των μεταναστών, οι παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων, το θέαμα των απαράδεκτων καταστάσεων και των πελώριων αδικιών που διαιωνίζονται σε ολόκληρο τον πλανήτη είναι πηγές που τροφοδοτούν αισθήματα αγανάκτησης. Και όπως γράφει ο Εσέλ: «Οταν κάτι μας κάνει να αγανακτούμε, όπως αγανάκτησα εγώ με τον ναζισμό, γινόμαστε δυνατοί, μαχητικοί και αφοσιωμένοι».
Ο Στεφάν Εσέλ γεννήθηκε στο Βερολίνο το 1917 και η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στο Παρίσι το 1924. Ο εβραίος πατέρας του μετέφραζε τον Προυστ στα γερμανικά μαζί με τον φίλο του τον Βάλτερ Μπένγιαμιν. Η αντιστασιακή δράση του θα οδηγήσει τον Στεφάν στο στρατόπεδο του Μπούχενβαλντ. Θα γλιτώσει μάλιστα την εκτέλεση, ανταλλάσσοντας την ταυτότητά του με εκείνη ενός Γάλλου που είχε πεθάνει από τύφο στο στρατόπεδο.
«Για πολύ μεγάλο διάστημα παραμείναμε αδιάφοροι», λέει ο Στεφάν Εσέλ μιλώντας για το βιβλίο του στην ιταλική «La Repubblica». «Αποδεχθήκαμε το απαράδεκτο. Το χάσμα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς ποτέ άλλοτε δεν υπήρξε τόσο βαθύ. Απειλούνται θεμελιώδη δικαιώματα, όπως το δικαίωμα στην υγεία, τη σύνταξη, τη συνδικαλιστική οργάνωση, την υποδοχή των μεταναστών. Οφείλουμε να υπερασπιστούμε ένα σύστημα αξιών, στη δημιουργία του οποίου συνέβαλε η δική μου γενιά και πάνω στο οποίο βασίζονται οι σύγχρονες δημοκρατίες. Οι αξίες αυτές περιγράφονται στην Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και στο πρόγραμμα του Εθνικού Συμβουλίου Αντίστασης. Την εποχή της Αντίστασης η χώρα μας κατεχόταν από τους ναζιστές και υπήρχε το καθεστώς του Βισί. Σήμερα όλα είναι διαφορετικά, δεν έχουμε πλέον τον εχθρό στη χώρα μας και ευτυχώς οι ολοκληρωτισμοί έχουν ηττηθεί. Οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε νέες προκλήσεις στο περιβαλλοντικό, οικονομικό και κοινωνικό πεδίο.
Προφανώς τα ερωτήματα δεν είναι τα ίδια με εκείνα του 1943, αλλά οι απαντήσεις πρέπει σε κάθε περίπτωση να βασίζονται στις αρχές της ελευθερίας, της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Απευθύνομαι στους νέους επειδή αυτοί είναι που πρέπει να διαφυλάξουν αυτήν την κοινή κληρονομιά. Δεν πρέπει βέβαια να τρέφουμε αυταπάτες. Η πλειονότητα των ανθρώπων σε κάθε εποχή προτιμά να παραμένει σιωπηλή, να κλείνεται στο καβούκι της.
Στη διάρκεια του πολέμου, οι νέοι που στήριζαν την Αντίσταση ήταν μόλις το δέκα τοις εκατό του πληθυσμού. Πιθανότατα και σήμερα υπάρχει μόνον μια φωτισμένη μειονότητα. Αλλά η εμπειρία μας καταδεικνύει ότι μπορεί να είναι αρκετή για να αλλάξει την πορεία της ιστορίας. Εγώ καταδικάστηκα σε θάνατο και μόνο για λόγους τυχαίους δεν εκτελέστηκα. Με συνέλαβαν έπειτα από μιαν απόδραση, αλλά δεν φρόντισαν να με κρεμάσουν αμέσως. Τελικά επέζησα από το Μπούχενβαλντ αλλάζοντας την ταυτότητά μου με εκείνη ενός ήδη νεκρού Γάλλου. Η στράτευσή μου γεννιέται και από την ανάμνηση όλων των φίλων που έχασα στη διάρκεια του πολέμου και εκείνου του παιδιού που κάηκε με το όνομά μου.
Το 1948 συμμετείχα ως γάλλος διπλωμάτης στη σύνταξη της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Επιμένω πάντοτε στη λέξη Οικουμενική. Δεν είναι ένα δυτικό κείμενο, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι.
Με εκείνη τη Διακήρυξη δημιουργήθηκε ένα κίνημα δημοκρατικής προόδου, αν και μπορεί να συμβαίνουν οπισθοδρομήσεις. (...) Να αγανακτούμε σημαίνει να εστιάζουμε στο πρόβλημα. Είναι σαν να ονομάζεις έναν στόχο για να μπορέσεις να πετύχεις το κέντρο του. Μόνον έτσι μπορεί να αναζητηθούν οι λύσεις. Η γενιά μου γνώρισε ιστορικές αλλαγές. Εζησα τον ναζισμό αλλά και την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του ανθρώπου, την αποικιοκρατία και την ανατροπή της, τον σταλινισμό και την πτώση της σοβιετικής αυτοκρατορίας, είδα τη Γερμανία διαιρεμένη και επανενωμένη, γνώρισα την Αφρική με το απαρτχάιντ και έπειτα συνάντησα τον Νέλσον Μαντέλα. Μπορώ να καταθέσω τη μαρτυρία μου ότι και τα σοβαρότερα προβλήματα μπορούν να λυθούν».
Από τον ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗ
ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
ΠΡΕΖΑ TV
5-6-2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου