Στο φως οι δικογραφίες από τις Αρχές των ΗΠΑ για την υπόθεση, η οποία μοιάζει με το πολύκροτο σκάνδαλο της Siemens, που λειτούργησε ως «πλυντήριο» μαύρου πολιτικού χρήματος στην Ελλάδα και παρέμενε στην αμερικανική Δικαιοσύνη από το 2008, χωρίς να έχει κινηθεί διαδικασία στη χώρα μας μέχρι σήμερα
Πέντε νέα σκάνδαλα «μαύρων ταμείων», που αφορούν μίζες δεκάδων εκατομμυρίων δολαρίων, οι οποίες δόθηκαν το χρονικό διάστημα 1997-2008 σε Ελληνες δημόσιους λειτουργούς, αλλά και σε ιδιώτες, από αμερικανικές πολυεθνικές εταιρείες-κολοσσούς βρίσκονται στα χέρια των οικονομικών εισαγγελέων Γρηγόρη Πεπόνη και Σπύρου Μουζακίτη.
Οι μίζες είχαν δοθεί από τις παραπάνω εταιρείες προκειμένου να συναφθούν συμφωνίες για την προώθηση των προϊόντων τους στην ελληνική αγορά.
Το δίδυμο των οικονομικών εισαγγελέων αναμένεται να δρομολογήσει δικαστική έρευνα για τον εντοπισμό των Ελλήνων αποδεκτών του «μαύρου χρήματος», έτσι ώστε τα συγκεκριμένα πρόσωπα να λογοδοτήσουν για τις πράξεις τους.
H υπόθεση, η οποία προσιδιάζει με το πολύκροτο σκάνδαλο της Siemens, παρέμενε στα αρχεία της αμερικανικής Δικαιοσύνης από το 2008, χωρίς μέχρι σήμερα να έχει κινηθεί διαδικασία στη χώρα μας. Την περασμένη εβδομάδα ο γενικός γραμματέας Διαφάνειας του υπουργείου Δικαιοσύνης Γιώργος Σούρλας διαβίβασε στους οικονομικούς εισαγγελείς τους φακέλους με συγκεκριμένα, αναλυτικά έγγραφα των αμερικανικών δικαστικών αρχών.
Η μόνη από τις πέντε υποθέσεις που είχε απασχολήσει τις ελληνικές δικαστικές αρχές ήταν το σκάνδαλο της προμήθειας ορθοπεδικού υλικού της Jonhson & Johnson DePuY, που φέρεται ότι ενέκρινε πληρωμές ύψους 16,5 εκατ. δολαρίων από το 1997 μέχρι το 2006, που αντιστοιχούσαν σε μίζες για τη σύναψη συμβάσεων με δημόσια νοσοκομεία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία των εγγράφων των αμερικανικών δικαστικών αρχών, που βρίσκονται στη διάθεση του «Εθνους της Κυριακής», οι πέντε εισηγμένες στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης εταιρείες που δραστηριοποιούνται στους τομείς του ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού και ορθοπεδικού υλικού, στην αυτοκινητοβιομηχανία, στις τηλεπικοινωνίες και στην εμπορία καπνού, έχουν δωροδοκήσει κατ' επανάληψη Ελληνες γιατρούς, αξιωματούχους και λειτουργούς της δημόσιας υγείας. Συγκεκριμένα πρόκειται για τις εταιρείες Smith & Nephew, Johnson & Johnson ? DePuy, Daimler AG, Comverse Technology και Alliance One International.
Ηδη, σύμφωνα με πληροφορίες του «Εθνους της Κυριακής», οι οικονομικοί εισαγγελείς εξετάζουν -σε πρώτη φάση- το ενδεχόμενο να ζητήσουν μέσω δικαστικής συνδρομής τα στοιχεία των Ελλήνων που συνεργάστηκαν με τις αμερικανικές πολυεθνικές, προκειμένου να προχωρήσουν σε άρση του τραπεζικού τους απορρήτου.
Παράλληλα, αναμένεται να ζητήσουν στοιχεία και από τις ελληνικές δικαστικές αρχές και συγκεκριμένα το αποδεικτικό υλικό, που αφορά στην υπόθεση της προμήθειας ορθοπεδικού υλικού (τεχνητά γόνατα, ισχύα κ.λπ.) της πολυεθνικής Jonhson & Johnson-DePuy, για την οποία έχουν δρομολογηθεί ποινικές διαδικασίες που αφορούν 12 γιατρούς του δημόσιου Συστήματος Υγείας.
Αλλο σκέλος της ίδιας υπόθεσης αφορά δύο Ελληνες επιχειρηματίες, που λειτουργούσαν ως μεσάζοντες της αμερικανικής εταιρείας αλλά και τους αξιωματούχους των δημόσιων νοσοκομείων, οι οποίοι προμηθεύονταν το ορθοπεδικό υλικό της παραπάνω εταιρείας. Τη σχετική ανάκριση χειρίζεται η εφέτης - ανακρίτρια κ. Ζαΐρη.
Υπόθεση Johnson & Johnson- DePuy / Εταιρεία ορθοπεδικού υλικού
16,5 εκατ. $ σε «ελληνικές» μίζες 1997 - 2006
Τουλάχιστον από το 1998 και έως τις αρχές του 2006, υπάλληλοι και αντιπρόσωποι των θυγατρικών εταιρειών της J&J δωροδοκούσαν γιατρούς και στελέχη του ΕΣΥ προκειμένου να επιλέγουν τα ορθοπεδικά εμφυτεύματα (τεχνητά γόνατα, ισχία κλπ.) και τα άλλα προϊόντα της αμερικανικής εταιρείας.
Μόνο για το 2009, οι πωλήσεις του επιχειρηματικού κολοσσού των 250 θυγατρικών εταιρειών και των 100.000 εργαζομένων ανήλθαν σε 61,8 δισ. δολάρια.
Η εταιρεία ορθοπεδικών εμφυτευμάτων DePuy Inc. με έδρα το Ντελάγουερ των ΗΠΑ, εξαγοράστηκε από την J&J to 1998. Οι πωλήσεις της στην Ελλάδα γίνονταν από τη βρετανική θυγατρική DePuy International Ltd (DPI) μέσω ελληνικής εταιρείας, ιδιοκτησίας του Ελληνα αντιπροσώπου.
Τον Ιανουάριο του 2001, η J&J αγόρασε την ελληνική εταιρεία και τη μετονόμασε σε DePuy Medec S.A. Στα μέσα του 2003, η εταιρεία μετονομάστηκε και πάλι σε DePuy Hellas S.A.
Από το 1998 έως το 2006, η J&J αποκόμισε κέρδη ύψους 24.528.072 δολαρίων από τις πωλήσεις που βασίζονταν στο σύστημα δωροδοκιών που είχε εγκαθιδρυθεί.
O Ελληνας αντιπρόσωπος προσελήφθη από την DPI το 1997 και σύμφωνα με τα επίσημα αμερικανικά έγγραφα, ήταν «πολύ αναγνωρίσιμο πρόσωπο στην ελληνική ορθοπεδική βιομηχανία, που διατηρούσε μακρόχρονους δεσμούς με την κοινότητα των χειρουργών». Ο ίδιος άνθρωπος έστησε άμεσα (τον Οκτώβριο του 1997) εταιρεία μαϊμού με έδρα το Νησί του Μαν, όπου η DPI κατέθετε προμήθεια ύψους 25% για οτιδήποτε αγόραζε η εταιρεία του Ελληνα αντιπροσώπου. Η DPI «φούσκωνε» τις τιμές χρέωσης του Ελληνα αντιπροσώπου και στη συνέχεια πλήρωνε αυτή την «προμήθεια» στο Νησί του Μαν.
Ο Ελληνας αντιπρόσωπος, που καλούνται να αποκαλύψουν και να προσαγάγουν στη Δικαιοσύνη οι αρχές, χρησιμοποιούσε τις προμήθειες (οι οποίες αυξήθηκαν σε 35% το 1998) για να δωροδοκεί τους γιατρούς του ΕΣΥ.
Φυσικά, όλα αυτά βρίσκονταν σε γνώση των στελεχών της DPI. Μετά την εξαγορά από την J&J, τα πράγματα άρχισαν να περιπλέκονται καθώς οι κορυφαίοι επιτελείς της μητρικής εταιρείας άρχισαν να ανησυχούν για την ολοένα και πιο πιθανή αποκάλυψη του σκανδάλου. Στην ηλεκτρονική αλληλογραφία τους συζητούσαν το ενδεχόμενο της διακοπής της συνεργασίας με τον Ελληνα αντιπρόσωπο, ενώ παράλληλα παραδέχονταν ότι κινδύνευαν έτσι να χάσουν έως και τον μισό ετήσιο τζίρο τους, δηλαδή περίπου 4 εκατ. δολάρια, εξέλιξη που έσπευδαν να χαρακτηρίσουν ως «απολύτως μη αποδεκτή».
Η DPI απάλλαξε από τα καθήκοντά του τον Ελληνα αντιπρόσωπο το 2003, μετά από πολύμηνη αναταραχή που αφορούσε τη μερική δημοσιοποίηση στοιχείων για την πώληση χειρουργικών εμφυτευμάτων και προσθετικού ορθοπεδικού υλικού στη χώρα μας. Θυμίζουμε ότι η πολύκροτη υπόθεση είχε παραμείνει για ιδιαίτερα μεγάλο χρονικό διάστημα στην επικαιρότητα. Η DPI δεν έχασε χρόνο, ούτε ολιγώρησε εξαιτίας της αρνητικής δημοσιότητας. Προσέλαβε αμέσως τον αντικαταστάτη του Ελληνα αντιπροσώπου της, προκειμένου να αναλάβει τον ίδιο ακριβώς, δοκιμασμένο και ιδιαίτερα επιτυχή ρόλο στη διαδικασία των δωροδοκιών.
Τον Ιανουάριο του 2005, οι νέες νόρμες που εισήγαγε ο φορέας EUCOMED, ανάγκασαν έναν από τους αντιπροέδρους της DPI να στείλουν στον επικεφαλής της DePuy Hellas το εξής μήνυμα: «Οι άνθρωποι που εμπλέκονται στη βιομηχανία μας, βρίσκονται ένα εκατ. μίλια μακριά από την εφαρμογή του γράμματος ή του πνεύματος του κώδικα του EUCOMED. Οι περισσότεροι παίκτες στη βιομηχανία μας παραβιάζουν όλους τους διαθέσιμους κανόνες (ενθαρρύνουν τα ταξίδια των ιατρών μετά των συζύγων τους, προσφέρουν μη ιατρικά δώρα κ.λπ.). Εάν εφαρμόζαμε τις νέες οδηγίες σήμερα, θα χάναμε το 95% του κύκλου εργασιών μας στο τέλος της χρονιάς».
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο Ελληνας αντιπρόσωπος και ο αντικαταστάτης του αργούσαν να «εξοφλήσουν» τους γιατρούς. Ετσι, υπάλληλοι της DePuy Hellas πραγματοποίησαν αναλήψεις συνολικού ύψους 590.000 δολαρίων προκειμένου να τους πληρώσουν απευθείας με μετρητά. Μέσα σε λίγες ημέρες οι παραπάνω λογαριασμοί πιστώνονταν με τα αντίστοιχα ποσά.
Μετά τον σχετικό συμβιβασμό, οι αμερικανικές αρχές επέβαλαν στον πολυεθνικό κολοσσό πρόστιμο ύψους 21,4 εκατ. δολαρίων. Δώδεκα γιατροί του ΕΣΥ έχουν, μέχρι στιγμής, καταστεί ποινικά υπόλογοι για τα κακουργήματα της δωροδοκίας και του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος.
Ο ισραηλινός πράκτορας και οι χρυσές μπίζνες
Υπόθεση Comverse Technology/ Εταιρεία τηλεπικοινωνιών
536.000 $ σε «ελληνικές» δωροδοκίες 2003 - 2006
ΗComverse Technology Inc. (CTI) είναι εταιρεία παροχής συστημάτων λογισμικού για τηλεπικοινωνίες. Η θυγατρική της Comverse Ltd. ήταν εταιρεία ισραηλινών συμφερόντων με έδρα το Τελ Αβίβ. Την εποχή που μας ενδιαφέρει, ο ΟΤΕ ελεγχόταν ακόμα από το ελληνικό Δημόσιο που ήταν και ο κύριος μέτοχος.
Τα επίσημα αμερικανικά έγγραφα αναφέρονται με κωδικές ονομασίες σε διάφορα πρόσωπα- κλειδιά της συγκεκριμένης υπόθεσης. Ενα από αυτά είναι και ο ισραηλινός υπήκοος, «πράκτορας G» που προσελήφθη το 2000 ως ανεξάρτητος σύμβουλος για τις ελληνικές δουλειές της Comverse Ltd. Το πρόσωπο αυτό δημιούργησε, για λογαριασμό του εργοδότη του, εταιρεία με έδρα την Κύπρο και αντικείμενο την καταβολή πληρωμών σε εκπροσώπους πελατών της Comverse Ltd.
Στις αρχές του 2003, έμαθε από τους εργοδότες του ότι ήταν απαραίτητο να συσταθεί και άλλη εταιρεία που θα χειριζόταν την καταβολή μετρητών σε κορυφαίο στέλεχος ελληνικής εταιρείας. Δύο λογαριασμοί, ένας σε δολάρια και ένας σε ευρώ, ανοίχτηκαν στο όνομα της νέας εταιρείας που δεν είχε γραφεία ή υπαλλήλους και την οποία ο ίδιος ο «πράκτορας G» περιέγραψε αργότερα ως «πλυντήριο χρημάτων».
Τα έγγραφα του υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ εξηγούν αναλυτικά την εξέλιξη και τις τροποποιήσεις των τεχνικών διακίνησης μαύρου χρήματος, ανάλογα με τις διαρκώς τροποποιούμενες ανάγκες. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι από τον Μάιο έως τον Δεκέμβριο του 2005, ο πράκτορας G πραγματοποίησε έξι ημερήσια ταξίδια με επιστροφή από το Τελ Αβιβ στη Ρώμη, δέκα ημερήσια ταξίδια με επιστροφή από το Τελ Αβιβ στη Λάρνακα, ενώ είχε παράλληλα πετάξει εξίσου πολλές φορές και στην Αθήνα. Τα αλλεπάλληλα ταξίδια κίνησαν τις υποψίες των ισραηλινών αρχών ασφαλείας που ενημέρωσαν τον υπεύθυνο ανθρώπινων πόρων της Comverse Ltd. Στο τέλος του 2006, η Comverse Ltd. σταμάτησε να πληρώνει τον πράκτορα G (ο μισθός του ήταν 5.500 δολάρια συν 15% προμήθεια επί των πωλήσεων - το υπόλοιπο 85% χρησιμοποιούνταν για τις επιστρεφόμενες δωροδοκίες).
Κατά το διάστημα 2003 - 2006, η Comverse Ltd. μεταβίβασε 536.000 δολάρια στην κυπριακή εικονική εταιρεία προκειμένου να μεταβιβαστούν σε ανθρώπους που συνδέονταν με τον ΟΤΕ και τις θυγατρικές του Cosmote, Cosmofon και Cosmorom. Σε αντάλλαγμα, τα πρόσωπα αυτά θα φρόντιζαν για την τοποθέτηση παραγγελιών στη Comverse Ltd. ύψους 10 εκατ. δολαρίων που θα απέφεραν κέρδη 1,2 εκατ. δολαρίων. Η Comverse Technology Inc. έχει ήδη καταβάλει 1,2 εκατ. δολάρια στο αμερικανικό δημόσιο, στο πλαίσιο εξωδικαστικού συμβιβασμού διετούς διάρκειας που περιλαμβάνει την αναστολή των νομικών διαδικασιών μέχρι τον Απρίλιο του 2013, οπότε και αναμένεται η συνέχεια.
Κανέναν τομέα της επιχειρηματικότητας δεν άφηναν (και πιθανότατα εξακολουθούν να μην αφήνουν) να πάει χαμένο τα εγχώρια εθισμένα αρπακτικά της μίζας..
Από τις προμήθειες ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού μέχρι τα προϊόντα... καπνού, οι «ευκαιρίες» για δωροδοκίες εκατομμυρίων δολαρίων, αλλά και για σχετικά «ψιλικατζίδικες αρπαχτές» της τάξης των 96.000 δολαρίων, αποτελούν συστατικό στοιχείο της οικονομικής δραστηριότητας. Στα ηλεκτρονικά μηνύματα που αντάλλασσαν μεταξύ τους τα στελέχη της Smith & Nephew παραδέχονταν ότι ο μοναδικός λόγος ύπαρξης των εικονικών εξωχώριων εταιρειών ήταν «η διαρκής ανάγκη για δωροδοκίες. Ενα διαρκές, περίπλοκο πρόβλημα που αναδεικνύεται σε αναπόφευκτο ρυθμιστή της ελληνικής πραγματικότητας».
Υπόθεση Smith & Nephew / Εταιρεία ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού
9,5 εκατ. $ σε «ελληνικές» μίζες 1997 - 2008
Η Smith & Nephew είναι πολυεθνική εταιρεία που δραστηριοποιείται διεθνώς στον τομέα του ιατρικού τεχνολογικού εξοπλισμού. Από το 1997 έως και τον Ιούνιο του 2008, δυο θυγατρικές της εταιρείες και ο Ελληνας αντιπρόσωπός τους ενεπλάκησαν σε παράνομες πληρωμές γιατρών του ΕΣΥ. Με έδρα το Λονδίνο, η S&N plc έκανε πωλήσεις ύψους 3,962 δισ. δολαρίων για το οικονομικό έτος 2010, παρουσιάζοντας κέρδη 920 εκατ. δολαρίων.
Η S&N Ιnc., αμερικανική θυγατρική της S&N plc, πωλούσε ορθοπεδικά προϊόντα στην Ελλάδα μέσω αντιπροσώπου. Η S&N GmbH, γερμανική θυγατρική της S&N plc, πωλούσε και αυτή ορθοπεδικά προϊόντα στην Ελλάδα και πάλι μέσω (διαφορετικού) αντιπροσώπου. Τα δύο φυσικά πρόσωπα- αντιπρόσωποι, συνιστούσαν την ελληνική αντιπροσωπεία. Οι πωλήσεις των δύο θυγατρικών της S&N στην Ελλάδα, χρονολογούνταν από τη δεκαετία του '70.
Το 1997 δημιουργήθηκε ειδικό εξωχώριο σχήμα με σκοπό την καταβολή μιζών σε γιατρούς του ΕΣΥ. Η ελληνική αντιπροσωπεία έστησε δύο εταιρείες-μαϊμού στο Ηνωμένο Βασίλειο. Οι δύο θυγατρικές της S&N χρέωναν την ελληνική αντιπροσωπεία με τιμές καταλόγου και στη συνέχεια κατέβαλλαν στις δύο εξωχώριες εταιρείες το ποσοστό (από 25-40%) που προοριζόταν για τις μίζες. Στα «χαρτιά» φαινόταν ότι οι δυο θυγατρικές της S&N πλήρωναν τις δύο εξωχώριες εταιρείες για υπηρεσίες μάρκετινγκ. Ετσι, η ελληνική αντιπροσωπεία αποκτούσε εξωχώριους, αφορολόγητους πόρους με τους οποίους δωροδοκούσε τους Ελληνες γιατρούς.
Το ηλεκτρονικό μήνυμα που περιλαμβάνεται στα επίσημα έγγραφα των αμερικανικών υπηρεσιών είναι χαρακτηριστικό και η έμφαση αυθεντική: «η προμήθεια των εξωχώριων εταιρειών δεν μπορεί να μειωθεί προς το παρόν, αφού έτσι κι αλλιώς δεν επαρκεί για να καλύψει τις τρέχουσες απαιτήσεις ρευστότητας. Οι ανταγωνιστές μας πληρώνουν 30-40% περισσότερο. Χρειάζομαι απολύτως αυτούς τους πόρους για να προωθήσω τις πωλήσεις μου στους χειρουργούς, όταν ο ανταγωνισμός προσφέρει σημαντικά υψηλότερα ποσά. Σας παρακαλώ να καταλάβετε ότι πληρώνω μεγάλα ποσά σε μετρητά αμέσως μετά την ολοκλήρωση των χειρουργικών επεμβάσεων», έγραφε ο Ελληνας αντιπρόσωπος το 2002 στον Αμερικανό υπήκοο, αντιπρόεδρο και υπεύθυνο διεθνών πωλήσεων που ζούσε στο Μέμφις του Τενεσί. Το συγκεκριμένο στέλεχος έφυγε από την εταιρεία το 2004.
Διάφορα φορολογικά προβλήματα της S&N GmbH, οδήγησαν το 2005 στη δημιουργία τρίτης εξωχώριας εταιρείας εκ μέρους του Ελληνα αντιπροσώπου, που και πάλι λειτουργούσε ως αφανής πόρος για τις δωροδοκίες των Ελλήνων γιατρών. Τα προϊόντα πωλούνταν πλέον με «έκπτωση» στη νέα εταιρεία η οποία, με τη σειρά της, τα μεταπωλούσε στην ελληνική αντιπροσωπεία. Την ίδια χρονιά η S&N GmbH σταμάτησε τη συνεργασία της με την ελληνική αντιπροσωπεία. Τον Μάιο της ίδιας χρονιάς, οι υπεύθυνοι της ελληνικής αντιπροσωπείας έμαθαν από εκπρόσωπο της S&N Ιnc. ότι η μαμά εταιρεία δεν ήταν πλέον διατεθειμένη να δίνει μίζες στους Ελληνες γιατρούς, αλλά η πρακτική δεν άλλαξε. Τον Ιούνιο του 2007, η S&N Ιnc. ενεργοποίησε μια νέα θυγατρική, μια ιδιωτική ελβετική εταιρεία, για να προωθεί τα προϊόντα της στην ελληνική αγορά. Η ελληνική αντιπροσωπεία προσπάθησε να διατηρήσει τη σχέση της με την S&N Ιnc., την οποία και ενημέρωσε ότι «επί των ημερών της» οι Ελληνες γιατροί κόστιζαν λιγότερο. Η S&N Ιnc. έμαθε αργότερα ότι η ελβετική εταιρεία είχε εμπλακεί σε «μη αποδεκτές πρακτικές πωλήσεων» πριν από την έναρξη της συνεργασίας τους. Σε κάθε περίπτωση και μέχρι τον Ιούνιο του 2008, η S&N Ιnc. συνέχισε να προμηθεύει με προϊόντα την ελληνική αντιπροσωπεία, έτσι ώστε να εξυπηρετεί τα μακροπρόθεσμα συμβόλαια που είχε κλείσει με ελληνικά νοσοκομεία. Συνολικά, για το διάστημα 1997 - 2008, οι «ελληνικές» μίζες της Smith & Nephew ανήλθαν σε 9,5 εκατ. δολάρια.
Υπόθεση Alliance One International / Εταιρεία εμπορίας καπνού
96.000 $ σε μίζες που δόθηκαν σε Ελληνες το 2003
Προϊόν της συγχώνευσης των Dimon Inc. και Standard Commercial Corp., η εταιρεία εμπορίας καπνού Alliance One International ιδρύθηκε στις 13 Μαΐου 2005.
Τον Απρίλιο του 2003, η θυγατρική της Dimon στην Ελλάδα δωροδόκησε Ελληνα αξιωματούχο των φορολογικών και τελωνειακών αρχών με ποσό 96.000 δολαρίων που πέρασε στα βιβλία της εταιρείας ως «εξειδικευμένα έξοδα μάρκετινγκ».
Σύμφωνα με τα επίσημα έγγραφα των αμερικανικών υπηρεσιών, ο αξιωματούχος διεξήγαγε λογιστικό έλεγχο στην ελληνική θυγατρική εταιρεία.
Οι «ασυνέχειες» που εντόπισε είχαν ως αποτέλεσμα την προσφορά των 96.000 δολαρίων. Η εταιρεία πλήρωσε έτσι φόρους μόλις 600.000 ευρώ αντί για τα περίπου 2,5 εκατ. ευρώ που ήταν η κανονική της οφειλή προς το ελληνικό Δημόσιο, το οποίο ζημιώθηκε 1,9 εκατ. ευρώ. Το παραπάνω «μικροποσό» θυμίζει συνηθισμένο χρηματισμό εφοριακών και τελωνειακών υπαλλήλων που έχει ελάχιστη σχέση με τις γιγαντιαίες μίζες των προμηθειών.
Παρόμοιες πρακτικές της πολυεθνικής εταιρείας εμπορίας καπνού βεβαιώθηκαν σε πολλές άλλες χώρες.
Το υπόμνημα για «τις πτήσεις» της μεγάλης μπίζνας
Μετά το επεισόδιο του Σεπτεμβρίου του 2005, όταν οι ισραηλινές Αρχές ασφαλείας ενημέρωσαν τον υπεύθυνο ανθρωπίνων πόρων της Comverse Ltd για τα αλλεπάλληλα, ημερήσια, ταξίδια- αστραπή του «πράκτορα G» σε Αθήνα, Ρώμη και Λάρνακα, ο διευθυντής ασφαλείας της εταιρείας συνέταξε υπόμνημα, με ημερομηνία 01/01/2006 και αποδέκτες τον διευθυντή ανθρωπίνων πόρων και τον πρόεδρο του τομέα «Ευρώπης, Μέσης Ανατολής και Αφρικής» συγκεκριμένης επιχειρησιακής μονάδας ενός ευρύτερου επιχειρηματικού σχήματος που περιελάμβανε την Comverse Ltd. Το υπόμνημα έλεγε ότι τα ταξίδια του πράκτορα G, που αποδεδειγμένα διοργάνωνε η Comverse Ltd, γίνονταν για λογαριασμό της εταιρείας. Εξηγούσε ότι ο πράκτορας G λειτουργούσε ως μεταφορέας χρημάτων.
Οτι τα ποσά σε μετρητά που είχε επάνω του υπερέβαιναν κατά πολύ τα επιτρεπτά όρια για επιβάτες που ταξίδευαν προς την Ελλάδα ή την Ιταλία, γεγονός που πιθανόν θα οδηγούσε σε κατηγορίες για ξέπλυμα χρημάτων. Οτι, στο αεροδρόμιο της Ρώμης ή πολύ κοντά σε αυτό, ο πράκτορας G παρέδιδε φακέλους γεμάτους με χρήματα στον Ιταλό υπήκοο που ήταν ο διευθύνων σύμβουλος της ιταλικής θυγατρικής της Comverse Ltd και πρόεδρος της Comverse Europe. Το υπόμνημα έλεγε επίσης ότι πιθανή ανακάλυψη των φακέλων που μετέφερε ο πράκτορας G συνιστούσε σοβαρή απειλή για τα συμφέροντα της εταιρείας. Ακολουθούσαν προτάσεις για την αποφυγή ενός τέτοιου ενδεχομένου.
Ετσι, εις το εξής τα ταξίδια του πράκτορα G έπρεπε να τα διοργανώνει ταξιδιωτικός πράκτορας που δεν είχε καμία εμφανή σχέση με την Comverse Ltd. Ο πράκτορας G όφειλε να διαμένει σε διαφορετικά ξενοδοχεία, προκειμένου να μην αναγνωρίζεται ως υπάλληλος της Comverse Ltd.
Επιπλέον, όφειλε να παραμένει μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα στους κατά τόπους προορισμούς, έτσι ώστε να μη δημιουργεί υποψίες. Σε σχετικό βάθος χρόνου, πρότεινε το υπόμνημα, ο πράκτορας G έπρεπε να «αποσυνδεθεί» από την Comverse Ltd και τελικά να «λήξει» γιατί «γνώριζε πολλά». Καταλήγοντας, το υπόμνημα έλεγε ότι για όσο διάστημα το παρόν σύστημα εξακολουθούσε να παραμένει σε ισχύ, o πράκτορας G χρειαζόταν κατάλληλη κάλυψη με πλαστά έγγραφα που θα ήταν αδύνατον να τον συνδέσουν καθ' οιονδήποτε τρόπο με την Comverse Ltd.
Σύμφωνα με τα επίσημα έγγραφα των αμερικανικών υπηρεσιών, τα λογιστικά βιβλία της Converse Ltd. έβριθαν ασυνεχειών. Διάφορες συναλλαγές και παράνομες πληρωμές μέσω της Fintron χαρακτηρίζονταν λανθασμένα ως «προμήθειες αντιπροσώπων». Οταν η μητρική Comverse ενσωμάτωσε τα οικονομικά αποτελέσματα της Converse Ltd στα δικά της βιβλία, «φορτώθηκε» στην ουσία όλες τις, πολλές, λογιστικές παρατυπίες της. Οταν τελικά ήρθε η ώρα του ελέγχου, η Comverse, η οποία επισήμως υποτίθεται ότι είχε υιοθετήσει πολιτικές «ενάντια στη διαφθορά» που απαγόρευαν κάθε είδους αντικανονικές πληρωμές, ήταν έκθετη. Αποδείχθηκε, επιπλέον, ότι οι δυο εταιρείες δεν είχαν θεσπίσει πολιτικές εσωτερικού ελέγχου που να επιτρέπουν στον επικεφαλής ασφαλείας να ενημερώνει τα ανώτερα στελέχη για τη δράση του διαβόητου ισραηλινού μεσάζοντα που τα επίσημα έγγραφα αποκαλούν «πράκτορα G». Η δράση του τελευταίου στη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου, που ορίζεται από το τρίγωνο «Ρώμη- Αθήνα- Λάρνακα», αποτελεί άλλη μία από τις προφανώς πολλές σχετικές υποθέσεις που αναμένουν την ανακάλυψη και αξιοποίησή τους από τις διεθνείς διωκτικές Αρχές.
Μ. Μπενέα - Κ. Λουκόπουλος
ΕΘΝΟΣ
ΠΡΕΖΑ TV
21-10-2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου