Σάββατο, Μαρτίου 09, 2013

ΜΕΝΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ :«ΦΟΒΑΜΑΙ ΜΗΠΩΣ ΟΙ ΝΕΟΝΑΖΙ ΧΑΛΑΣΟΥΝ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΟΥ»


Της ΣΤΑΥΡΟΥΛΑΣ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Την επομένη του θανάτου τού Ερικ Χόνεκερ, το 1994, ο εκπρόσωπος Τύπου του Χέλμουτ Κολ δήλωσε τα εξής: «Ο θάνατος του Ανατολικογερμανού ηγέτη, που ήταν ασθενής εδώ και αρκετά χρόνια, δεν αποτέλεσε έκπληξη. Ο γενικός γραμματέας και πρόεδρος του Κρατικού Συμβουλίου απέτυχε στους πολιτικούς του στόχους. Η πολιτική του προκάλεσε μονάχα πόνο και οδύνη σε αμέτρητους Γερμανούς πολίτες. Από σεβασμό στο νεκρό, οφείλουμε να πούμε λίγα λόγια για το ρόλο του στη μεταπολεμική ιστορία»...


Ηπαραπάνω ανακοίνωση ενσωματώνεται ατόφια στο νέο μυθιστόρημα του Μένη Κουμανταρέα «Θάνατος στο Βαλπαραΐζο» (εκδ. Πατάκη). Προς το τέλος του βιβλίου, όμως, όχι στην αρχή. Στο μεγαλύτερο μέρος τού «πιο πολιτικού μυθιστορήματος που έγραψε ποτέ» ο 82χρονος συγγραφέας, ο Χόνεκερ εμφανίζεται γέρος κι εξόριστος στη μακρινή Χιλή, να υπομένει μια σειρά από χημειοθεραπείες, πιστός στην κομμουνιστική ιδεολογία του, γεμάτος νοσταλγία για τα περασμένα κι ώς το μεδούλι πεπεισμένος ότι οι κατηγορίες περί ανελευθερίας και νομενκλατούρας στην πρώην Ανατολική Γερμανία δεν ήταν παρά «μυθεύματα» των πολιτικών εχθρών του. Κινούμενος ανάμεσα στο Σαντιάγκο και το θρυλικό λιμάνι του Βαλπαραΐζο, όπου βρίσκουν καταφύγιο από μοιραίες εταίρες μέχρι αμετανόητοι ναζί, ο Χόνεκερ είναι ένας εύθραστος άνθρωπος, που ίσως δεν διασκέδασε ποτέ με την ψυχή του, και που τώρα, ενώ πεθαίνει, λες και το ρίχνει έξω λιγάκι, σαν παιδί... Δείχνει εμπιστοσύνη στον Ελληνα γιατρό που βρίσκεται ξαφνικά μέσα στο στενό του περιβάλλον, παίζει τη γάτα με το ποντίκι με τον μυστηριώδη, νεοναζιστή κροίσο που τυγχάνει να είναι ο χορηγός-οικοδεσπότης του, παίρνει μια γεύση ηδονής από το νυχτερινό Βαλπαραΐζο, θέλει να «φύγει» ελεύθερος από κάθε λογής καταναγκασμούς. Ο Χόνεκερ του Κουμανταρέα αντιμετωπίζεται με συμπάθεια και κατανόηση. Κι όταν βγαίνει απ' το στόμα του η φράση «Θα ξανάρθω», ούτε σαν ανέκδοτο ακούγεται ούτε σαν απειλή.

- Οπως έχετε ομολογήσει, οι πρώτες γραφές τού «Θάνατος στο Βαλπαραΐζο» χρονολογούνται από τα μέσα της δεκαετίας του '90, και κανένα άλλο χειρόγραφό σας δεν σας έχει παιδέψει τόσο πολύ. Σε παλαιότερη μάλιστα συνέντευξή σας στην «Ε» ισχυριζόσασταν πως όσο ζείτε δεν πρόκειται να το δημοσιεύσετε! Πώς κι αλλάξατε γνώμη;

«Πράγματι, επειδή αυτό το βιβλίο έχει περάσει από σαράντα κύματα, είχα πάντα μια αμφιβολία, ένα μούδιασμα απέναντί του. Ισως έπαιξαν το ρόλο τους και οι γνώμες κάποιων φίλων που το είχαν διαβάσει στην αρχική του εκδοχή και θεωρούσαν πως δεν θα μπορούσα ν' αντεπεξέλθω ούτε στις πολιτικές του διαστάσεις ούτε απέναντι σε μια τόσο αμφιλεγόμενη ηγετική μορφή, όπως ο Χόνεκερ. Εφτασε εν τούτοις μια στιγμή που δεν ένιωθα κανένα κράτημα. Δεν είναι ότι ήθελα να παρουσιάσω κάτι παλιό σαν καινούργιο. Εχω καινούργιο βιβλίο, ολόκληρο μυθιστόρημα! Δημοσιεύω το "Βαλπαραΐζο", επειδή πιστεύω ότι είναι ένα ώριμο έργο όπου και την κόκκινη τρομοκρατία δείχνω και την ανικανότητα της Δύσης να τα βγάλει πέρα μόνη της, χωρίς το αντίπαλον δέος του κομμουνισμού».

- Ο Ελληνας γιατρός, που κουράρει τον ήρωά σας στη Χιλή, σκέφτεται πως αν δεν είχε μείνει νέος, για λίγο, στο Βερολίνο, πιθανόν η πτώση του Τείχους να μην ήταν γι' αυτόν τίποτε περισσότερο από ένα απλό δημοσιογραφικό γεγονός. Εχετε αφήσει κι εσείς ένα μικρό «ενέχυρο» στο Βερολίνο, έτσι δεν είναι;

«Βρέθηκα εκεί το 1972 ως υπότροφος της DAAD κι επί επτά μήνες ζούσα το διχασμό του σε Ανατολικό και Δυτικό. Πηγαινοερχόμουν συνεχώς. Χωρίς εκείνη την εμπειρία, δεν θα 'χα ποτέ καταπιαστεί με τον Χόνεκερ. Τι παράξενη πόλη το Ανατολικό Βερολίνο! Δεν κυκλοφορούσαν αυτοκίνητα... Υπήρχαν όμως μεγάλα μαγαζιά όπου έβρισκες πάμφηνα βιβλία και δίσκους, ενώ οι παραστάσεις στα θέατρα και την όπερα ήταν εξαιρετικές. Ταυτόχρονα όμως υπήρχε και κάτι φοβιστικό στην ατμόσφαιρα. Η Αθήνα της κρίσης ωχριά μπροστά του... Εκεί, στη γιορτή της Πρωτομαγιάς έτυχε να δω από μακριά και τον Χόνεκερ. Ηταν σε μια εξέδρα με άλλους αξιωματούχους -δεν χαιρετούσαν, καφέδες έπιναν, ήταν ένας τρόπος να συμμετέχουν στη γιορτή. Κι εγώ, ήμουν στη μέση μιας τεράστιας λαοθάλασσας από κόκκινες σημαίες και σφυροδρέπανα, εντελώς σοκαρισμένος -είχαμε χούντα εδώ!».

- Το τι πραγματικά ήταν ο Χόνεκερ πότε το ανακαλύψατε;

«Το ανακάλυψα γράφοντας το βιβλίο και διαβάζοντας πολλά δικά του κείμενα. Ηταν μονολιθικός, σίγουρα, αλλά εμφορείτο κι από μια ακέραιη ιδεολογία. Το γεγονός ότι βρέθηκε άρρωστος να πεθαίνει σε μια ξένη χώρα, μου φαινόταν τραγικό. Αν είχα συμπάθεια στο πρόσωπό του σ' αυτό οφείλειται: στο ότι ήταν ένα πρόσωπο που έπεσε και που οι ιδέες του πήγαν στράφι. Ενα από τα πράγματα που με συγκίνησαν ιδιαίτερα ήταν ότι τον έβαλαν στην ίδια φυλακή όπου τον είχαν βάλει κι επί Χίτλερ».

- Μήπως όμως τον εξωραΐζετε;

«Αφησα να καλπάσει η φαντασία μου κι έβαλα και μια σκιά κωμωδίας στην ιστορία. Παρουσιάζω σταδιακά και τις δύο όψεις του. Στα χρόνια της παντοδυναμίας του, πάντως, ήταν ο "καλοκάγαθος πατερούλης", εμφανιζόταν συνήθως χαμογελαστός... Το πώς πρέπει να ένιωθε στα τελευταία του, έπρεπε να το ζήσω για να το καταλάβω. Μέχρι να κάνω χημειοθεραπείες, ήμουν ανίδεος πόσο βασανιστική υπόθεση είναι, πόσο ρίχνει τις αντοχές του οργανισμού... Ο ορός που κουβαλάει ο Χόνεκερ είναι ο ορός που κουβαλούσα εγώ. Συγχρόνως όμως είμαι κι ο γιατρός!».


- Εσείς πότε περίπου αποκτήσατε πολιτική συνείδηση;

«Η δικτατορία με προσγείωσε στην πραγματικότητα, από εκεί κι έπειτα άρχισα να σκέφτομαι πολιτικά, μέχρι τότε ήμουν χωμένος στο δικό μου κόσμο. Οχι βέβαια πως και σήμερα δεν χώνομαι... Αν μη τι άλλο, όμως, ξέρω πού βρίσκομαι. Ζω σε μια πόλη πολιορκημένη από τη μιζέρια, όπου ούτε τους δρόμους δεν αναγνωρίζεις, όπου οι άνθρωποι στρέφονται ο ένας εναντίον του άλλου, όταν δεν αφηνιάζουν λέγοντας το μακρύ τους και το κοντό τους στο facebook και στα μπλογκ. Μ' εκνευρίζει αυτή η ανευθυνότητα, το ότι ψάχνουν όλοι να βρουν ένα εξιλαστήριο θύμα... Εν πάση περιπτώσει, δεν υπήρξα ποτέ κομμουνιστής. Οταν όμως έπεσε το Τείχος, και στενοχωρέθηκα και τρόμαξα. Αυτό το ξαφνικό κατρακύλισμα ηγετών και απλών ανθρώπων με συγκλόνισε. Κι όπως αποδείχτηκε άλλαξε τον ρου της Ιστορίας».

- Στο βιβλίο, οι ήρωές σας αφουγκράζονται το νεοναζιστικό κίνδυνο που απειλεί την Ευρώπη πολύ πριν φτάσει στα μέρη μας. Θα τα βγάλουμε πέρα με τη Χρυσή Αυγή, τι λέτε;

«Το θέμα του υφέρποντος ρατσισμού έγινε από πολύ νωρίς αισθητό στην Ανατολική Γερμανία, ακριβώς επειδή οι πολίτες της πλασματικής αυτής χώρας βρέθηκαν περισσότερο εκτεθειμένοι από τους Τσέχους, τους Ούγγρους, τους Πολωνούς. Είχαν μια βολή, μια εξασφάλιση, έπαιρναν λίγα αλλά τα έπαιρναν σταθερά, φορούσαν φτηνά ρούχα αλλά είχαν ρούχα, κι από τη μια μέρα στην άλλη, με την ενοποίηση, έγιναν πολίτες β' κατηγορίας. Είχαν κάθε λόγο να δυσανασχετήσουν. Η άνθηση εδώ της Χρυσής Αυγής είναι αποτέλεσμα του φιάσκου που ζήσαμε και με τη Νέα Δημοκρατία και με το ΠΑΣΟΚ στη διάρκεια της επίπλαστης ευημερίας. Απέχθεια και φόβο. Να τι νιώθω απέναντι στους χρυσαυγίτες. Ο φόβος όμως είναι κακός σύμβουλος, γιατί μπορεί να σε οδηγήσει ν' αναζητήσεις ακόμα και την "προστασία" τους. Ο δικός μου φόβος είναι μη μου χαλάσει η Χρυσή Αυγή τη ζωή και την πατρίδα μου».

- Χορτάσαμε ιδεολογίες, γράφετε σ' ένα σημείο. Αν το δίλημμα Αριστερά - Δεξιά δεν έχει πια νόημα, ποια είναι σήμερα η διαχωριστική γραμμή στην κοινωνία;

«Αυτό που μας διχάζει τώρα είναι το Μνημόνιο, ένα ψεύτικο ιδεολόγημα που δεν καλύπτει παρά την επιφάνεια των πραγμάτων. Από κάτω, βρίσκεται η αγωνία της Ευρώπης ολόκληρης, και της Ευρώπης του Νότου ακόμη περισσότερο, για το αν μπορεί να σταθεί η Ευρωπαϊκή Ενωση. Προσωπικά πιστεύω πως μακροπρόθεσμα, ως καθαρά οικονομική ένωση που είναι, θα διαλυθεί».

- Πώς βλέπετε να εξελίσσονται εδώ τα πράγματα; Για πόσο ακόμη θα υπάρχει, σε γενικές γραμμές, κοινωνική ειρήνη;

«Οι άνθρωποι δεν έχουν τη δύναμη να διαμαρτυρηθούν μαζικά. Δεν ποθούν την επανάσταση, ούτε έχουν διάθεση να ταλαιπωρηθούν περισσότερο. Σ' αυτήν τη μεταβατική περίοδο που διανύουμε, μας δίνεται κι ένα τρομερό μάθημα για το μέλλον. Αρκετά πια με τον αχαλίνωτο καταναλωτισμό, αρκετά και με την αχαλίνωτη ματαιοδοξία. Ας συμφιλιωθούμε με τις πραγματικές ανάγκες μας. Η διεστραμμένη αντίληψη περί ευτυχίας μάς οδήγησε σ' αυτή τη δυστυχία. Από αυτή την τιμωρία ίσως βγούμε καλύτεροι. Προφανώς όμως και οι πολιτικοί πρέπει να συνέλθουν. Δεν είναι αλώβητοι, ελέγχονται».

- Για τον ΣΥΡΙΖΑ τι γνώμη έχετε;

«Δεν είμαι διατεθειμένος να πιστέψω σε κανένα πολιτικό κόμμα απ' όσα βρίσκονται αυτή τη στιγμή στη Βουλή. Η απογοήτευσή μου από το ΠΑΣΟΚ με κάνει να μη θέλω να βγει ένα νέο ΠΑΣΟΚ από τη λεοντή του ΣΥΡΙΖΑ. Το ότι υπάρχουν εκεί άνθρωποι που εκτιμώ, δεν είναι λόγος να τον ψηφίσω κιόλας. Πρόσωπα που εκτιμώ, υπάρχουν κι αλλού. Ο κύριος Δένδιας, για παράδειγμα, που τον γνώρισα κι από κοντά, μια χαρά μου φαίνεται...».

- Εχετε περάσει σχεδόν μια ζωή στον «Κέδρο». Γιατί δώσατε αλλού το «Θάνατος στο Βαλπαραΐζο»;

«Τον "Κέδρο" τον πονάω γιατί αυτός στήριξε τα περισσότερα βιβλία μου. Αλλά αφ' ης στιγμής έγινε καράβι ακυβέρνητο, και όχι μόνο εξαιτίας της κρίσης, αποφάσισα το βιβλίο αυτό να βγει αλλού. Δεν τρέφω έχθρα προς το πρόσωπο της Κάτιας Λεμπέση, κάθε άλλο, δεν μ' αρέσει όμως καθόλου αυτό που είναι ο "Κέδρος" σήμερα. Επαιξε και το οικονομικό το ρόλο του, για έναν χρόνο με είχαν απλήρωτο. Δεν είμαι νεόφτωχος, αλλά έχω κι εγώ τις ανάγκες μου, μέρος των οποίων καλύπτονται από τα δικαιώματα των βιβλίων. Κι επειδή δεν ήθελα να είμαι ένας από τους πολλούς που άφησαν τον "Κέδρο" για το "Μεταίχμιο", το 'δωσα στον "Πατάκη" και ησύχασα».

- Μάθατε τι συνέβη με τον Δημήτρη Μυταρά και την Ακαδημία Αθηνών;

«Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα για έναν ζωγράφο από το να χάσει το φως του... Αν όντως τον διέγραψε η Ακαδημία, δεν μου προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση. Με κάποιες δαχτυλοδεικτούμενες εξαιρέσεις, είναι ένα σώμα ανάλγητων που δεν έχουν επαφή με την πραγματικότητα. Μου είχαν προετοιμάσει το έδαφος για να γίνω κι εγώ μέλος, αλλά δεν είχα καμιά επιθυμία ν' αναπνέω τον ίδιο αέρα μαζί τους. Κι επωφελήθηκαν άλλοι, βέβαια».

- Η Ελλάδα εξακολουθεί να είναι μια μικρή επαρχία στα μάτια σας;

«Ακούω ακόμη ανθρώπους που πρόκειται να ταξιδέψουν να λένε, θα πάμε στην Ευρώπη. Η Ευρώπη, δεν είναι εδώ... Ούτε Ευρώπη είμαστε ούτε Ασία, ούτε Δυτικοί ούτε Ανατολικοί. Παρ' όλα όσα μας καταμαρτυρούν όμως, όλοι σ' εμάς επιστρέφουν. Οχι στο "λίκνο του πολιτισμού", αλλά σ' έναν τόπο όπου οι άνθρωποι αγκαλιάζονται, αστειεύονται, κουβεντιάζουν, μακριά από την αποστειρωμένη ατμόσφαιρα των βορινών χωρών».

- Ζείτε μόνος. Η μητέρα σας έφυγε πλήρης ημερών, πρόσφατα χάσατε και τη Λιλή, τη γυναίκα σας. Οι περισσότεροι της γενιάς σας έχουν αποχωρήσει. Σε ποιον δίνετε λογαριασμό, ενδόμυχα;

«Εχω πάρα πολλούς συγγενείς από τη μεριά της Λιλής, εξαιρετικούς ανθρώπους, που τους θεωρώ οικογένειά μου. Αυτοί μου δίνουν τη δύναμη να μπορώ να έχω μέτρο σε ό,τι κάνω. Στο καινούργιο, όμως, το ανέκδοτο μυθιστόρημά μου, δεν έχω την παραμικρή αναστολή να πω πράγματα που ίσως θα μπορούσαν να ενοχλήσουν είτε εκείνους είτε φίλους μου. Το ότι είμαι μόνος μού δίνει περισσότερη δύναμη ν' αποφασίζω ποιος είμαι, πού βρίσκομαι και τι θέλω να κάνω πραγματικά. Το λέμφωμα δε που με ταλαιπώρησε πέρσι, πιστεύω ότι με όπλισε με ακόμα μεγαλύτερη συναίσθηση».

info

Το νέο μυθιστόρημα του Μ. Κουμανταρέα παρουσιάζεται την Τρίτη, πρώτη μέρα της κυκλοφορίας του, στον «Ιανό» (20.00). Ο κριτικός Β. Χατζηβασιλείου συνομιλεί με το συγγραφέα, ενώ αποσπάσματα από το «Θάνατος στο Βαλπαραΐζο» διαβάζει η ηθοποιός Αλεξία Καλτσίκη.

enet.gr

ΠΡΕΖΑ TV
9-3-2013

Δεν υπάρχουν σχόλια: