Της ΒΑΝΑΣ ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΥ
«Παντελώς διάτρητο» χαρακτηρίζει ο καθηγητής του Ποινικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, Λ.Μαργαρίτης, το νομικό καθεστώς που ισχύει στη χώρα μας για τη λήψη γενετικού υλικού αλλά και τη λειτουργία τράπεζας DNA από την Ελληνική Αστυνομία.
Οι φωνές αμφισβήτησης πληθαίνουν και η ανάγκη τροποποίησης του θεσμικού πλαισίου για τη λήψη, συλλογή και αποθήκευση δειγμάτων DNA προβάλλει επιτακτικά. «Το πρώτο που επείγει είναι μια ψύχραιμη νομοθετική παρέμβαση με σεβασμό στο κράτος δικαίου», υπογραμμίζει και ο ποινικολόγος, δρ Ν. Χατζηνικολάου.
Πεδίο εφαρμογής
Χωρίς να έχουν εξασφαλιστεί βασικές θεσμικές εγγυήσεις, το γενετικό υλικό συλλέγεται από τις διωκτικές αρχές και μάλιστα υποχρεωτικά για όλους όσοι θεωρούνται βάσει σοβαρών ενδείξεων ύποπτοι, ακόμη και για πλημμέλημα που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τριών μηνών.
Με άλλα λόγια, το πεδίο εφαρμογής του τεράστιου αρχείου γενετικού υλικού πολιτών, υπόπτων, κατηγορουμένων διευρύνεται υπέρμετρα και αφορά πλέον σχεδόν το σύνολο των αδικημάτων του Ποινικού Κώδικα. Αποθηκεύεται στην ΕΛ.ΑΣ. για απεριόριστο χρόνο και χρησιμοποιείται κατά βούληση σε εγκληματικές έρευνες, με τους κατηγορουμένους παντελώς «αφοπλισμένους» δικονομικά να αμφισβητήσουν τα ευρήματα. Αρκεί να έχει γίνει λήψη γενετικού υλικού για μια συγκεκριμένη ποινική δικογραφία, για να αξιοποιηθεί το συγκεκριμένο δείγμα που δόθηκε για τη διαλεύκανση άλλων απεριόριστων δικογραφιών.
«Δυστυχώς σήμερα δεν υπάρχει καμια δικαστική εγγύηση», τονίζει στην «Κ.Ε.» ο κ. Μαργαρίτης. «Ολες οι ξένες νομοθεσίες έχουν θέσει το μέτρο της λήψης DNA υπό την εγγύηση της δικαστικής αρχής. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και στη χώρα μας, όπου ο νομοθέτης εισάγει τον όρο διωκτικές αρχές».
Πράγματι, από το 2009, με νόμο τού τότε υπουργού Δικαιοσύνης Ν. Δένδια, ανατράπηκε το προηγούμενο καθεστώς, το οποίο προέβλεπε ότι το γενετικό υλικό λαμβάνεται ύστερα από απόφαση του δικαστικού συμβουλίου. Με τη νομοθετική ρύθμιση Δένδια, το δικαίωμα αυτό εκχωρήθηκε στις διωκτικές αρχές, δηλαδή την Αστυνομία, και συγχρόνως άνοιξε διάπλατα παράθυρο αυθαιρεσιών.
Στην ουσία αφέθηκε στην ευχέρεια των αστυνομικών να κρίνουν εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη διενέργεια ανάλυσης DNA, δηλαδή εάν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την τέλεση αδικήματος και αν το μέτρο τηρεί την αρχή της αναλογικότητας. «Θα μπορούσε», λέει ο κ. Μαργαρίτης, «να διασωθεί η κατάσταση, εάν οριζόταν ότι με τον όρο διωκτικές, εννοούμε μόνον τις εισαγγελικές και όχι τις αστυνομικές αρχές».
Παράλληλα θεσπίστηκε και το υποχρεωτικό της λήψης. Τι γίνεται όμως όταν ο πολίτης αρνηθεί να δώσει DNA; Η έννοια της υποχρεωτικότητας περιλαμβάνει και την άσκηση βίας; Μπορεί και με ποιο τρόπο να εξαναγκαστεί κάποιος; Η υπόθεση στις Σκουριές και το γενετικό φακέλωμα των κατοίκων της βορειοανατολικής Χαλκιδικής με τη γενικευμένη, αλλά και προληπτική, όπως καταγγέλλεται, λήψη γενετικού υλικού, συμπυκνώνει τα παραπάνω ερωτήματα.
Η αναφορά των δικηγόρων-υπερασπιστών των κατοίκων κατά των αστυνομικών τού Τμήματος Ασφαλείας της Θεσσσαλονίκης που κατήγγειλαν «τυφλές προσαγωγές» και διά της βίας λήψη DNA από δεκάδες υπόπτους, με μοναδικό κριτήριο την αντίθεσή τους στα μεταλλεία χρυσού, έδωσε το έναυσμα για δικαστική ερευνα. Ο εισαγγελέας Εφετών Θεσσαλονίκης, Ηλ. Σεφερίδης, αφού εξέτασε μία περίπτωση, για την οποία έκρινε ότι δεν χρησιμοποιήθηκε βία, αποφάνθηκε ότι η Αστυνομία έχει το δικαίωμα να λαμβάνει δείγμα γενετικού υλικού υπόπτων, χωρίς τη θέλησή τους, ανοίγοντας τον ασκό του Αιόλου.
«Η σημερινή νομοθεσία προβλέπει την υποχρεωτικότητα, χωρίς να διευκρινίζει εάν το υποχρεωτικό εξασφαλίζεται με τη βία», ξεκαθαρίζει ο καθηγητής, προσθέτοντας ότι το ζήτημα δεν έχει ρυθμιστεί και παραμένει ασαφές. Ο ίδιος καταλήγει στην άποψη ότι όταν πρόκειται για γενετικό υλικό μη προσωπικό, δηλαδή λήψη μιας τρίχας ή σιέλου, η προκαλούμενη προσβολή μπορεί να είναι ασήμαντη.
Οταν όμως το υλικό είναι προσωπικό (λήψη αίματος, σπέρματος), ο εξαναγκασμός θα πρέπει κατ' αρχήν να απαγορευθεί -εκτός εάν πρόκειται για ακραίας βαρύτητας εγκλήματα. Πόσω μάλλον, αναφέρει ο κ. Μαργαρίτης, όταν έχουμε να κάνουμε με πλημμελήματα, όπου σε καμία περίπτωση δεν μπορεί κάποιος να εξαναγκαστεί με το ζόρι να δώσει γενετικό υλικό, αφού θεωρείται προσβολή της προσωπικότητας.
Αδικαιολόγητη
Η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων έχει γνωμοδοτήσει ότι το δημόσιο συμφέρον δεν μπορεί να δικαιολογήσει την τήρηση για απεριόριστο χρονικό διάστημα των γενετικών αποτυπωμάτων ούτε για καταδικασθέντες, δεδομένου ότι το κράτος έχει υποχρέωση αυξημένης προστασίας απέναντί τους για επανένταξη μετά την έκτιση της ποινής.
Παράλληλα, έχει καυτηριάσει και το γεγονός ότι η λειτουργία τράπεζας DNA, χωρίς την εποπτεία της ανεξάρτητης αρχής που διαθέτει την κατάλληλη στελέχωση και τεχνογνωσία, προσκρούει στο άρθρο 9Α του Συντάγματος και την απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης (2008/615 /ΔΕΥ).
http://www.enet.gr/
ΠΡΕΖΑ TV
21-10-2013
«Παντελώς διάτρητο» χαρακτηρίζει ο καθηγητής του Ποινικού Δικαίου στη Νομική Σχολή του ΑΠΘ, Λ.Μαργαρίτης, το νομικό καθεστώς που ισχύει στη χώρα μας για τη λήψη γενετικού υλικού αλλά και τη λειτουργία τράπεζας DNA από την Ελληνική Αστυνομία.
Οι φωνές αμφισβήτησης πληθαίνουν και η ανάγκη τροποποίησης του θεσμικού πλαισίου για τη λήψη, συλλογή και αποθήκευση δειγμάτων DNA προβάλλει επιτακτικά. «Το πρώτο που επείγει είναι μια ψύχραιμη νομοθετική παρέμβαση με σεβασμό στο κράτος δικαίου», υπογραμμίζει και ο ποινικολόγος, δρ Ν. Χατζηνικολάου.
Πεδίο εφαρμογής
Χωρίς να έχουν εξασφαλιστεί βασικές θεσμικές εγγυήσεις, το γενετικό υλικό συλλέγεται από τις διωκτικές αρχές και μάλιστα υποχρεωτικά για όλους όσοι θεωρούνται βάσει σοβαρών ενδείξεων ύποπτοι, ακόμη και για πλημμέλημα που τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τριών μηνών.
Με άλλα λόγια, το πεδίο εφαρμογής του τεράστιου αρχείου γενετικού υλικού πολιτών, υπόπτων, κατηγορουμένων διευρύνεται υπέρμετρα και αφορά πλέον σχεδόν το σύνολο των αδικημάτων του Ποινικού Κώδικα. Αποθηκεύεται στην ΕΛ.ΑΣ. για απεριόριστο χρόνο και χρησιμοποιείται κατά βούληση σε εγκληματικές έρευνες, με τους κατηγορουμένους παντελώς «αφοπλισμένους» δικονομικά να αμφισβητήσουν τα ευρήματα. Αρκεί να έχει γίνει λήψη γενετικού υλικού για μια συγκεκριμένη ποινική δικογραφία, για να αξιοποιηθεί το συγκεκριμένο δείγμα που δόθηκε για τη διαλεύκανση άλλων απεριόριστων δικογραφιών.
«Δυστυχώς σήμερα δεν υπάρχει καμια δικαστική εγγύηση», τονίζει στην «Κ.Ε.» ο κ. Μαργαρίτης. «Ολες οι ξένες νομοθεσίες έχουν θέσει το μέτρο της λήψης DNA υπό την εγγύηση της δικαστικής αρχής. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και στη χώρα μας, όπου ο νομοθέτης εισάγει τον όρο διωκτικές αρχές».
Πράγματι, από το 2009, με νόμο τού τότε υπουργού Δικαιοσύνης Ν. Δένδια, ανατράπηκε το προηγούμενο καθεστώς, το οποίο προέβλεπε ότι το γενετικό υλικό λαμβάνεται ύστερα από απόφαση του δικαστικού συμβουλίου. Με τη νομοθετική ρύθμιση Δένδια, το δικαίωμα αυτό εκχωρήθηκε στις διωκτικές αρχές, δηλαδή την Αστυνομία, και συγχρόνως άνοιξε διάπλατα παράθυρο αυθαιρεσιών.
Στην ουσία αφέθηκε στην ευχέρεια των αστυνομικών να κρίνουν εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη διενέργεια ανάλυσης DNA, δηλαδή εάν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις για την τέλεση αδικήματος και αν το μέτρο τηρεί την αρχή της αναλογικότητας. «Θα μπορούσε», λέει ο κ. Μαργαρίτης, «να διασωθεί η κατάσταση, εάν οριζόταν ότι με τον όρο διωκτικές, εννοούμε μόνον τις εισαγγελικές και όχι τις αστυνομικές αρχές».
Παράλληλα θεσπίστηκε και το υποχρεωτικό της λήψης. Τι γίνεται όμως όταν ο πολίτης αρνηθεί να δώσει DNA; Η έννοια της υποχρεωτικότητας περιλαμβάνει και την άσκηση βίας; Μπορεί και με ποιο τρόπο να εξαναγκαστεί κάποιος; Η υπόθεση στις Σκουριές και το γενετικό φακέλωμα των κατοίκων της βορειοανατολικής Χαλκιδικής με τη γενικευμένη, αλλά και προληπτική, όπως καταγγέλλεται, λήψη γενετικού υλικού, συμπυκνώνει τα παραπάνω ερωτήματα.
Η αναφορά των δικηγόρων-υπερασπιστών των κατοίκων κατά των αστυνομικών τού Τμήματος Ασφαλείας της Θεσσσαλονίκης που κατήγγειλαν «τυφλές προσαγωγές» και διά της βίας λήψη DNA από δεκάδες υπόπτους, με μοναδικό κριτήριο την αντίθεσή τους στα μεταλλεία χρυσού, έδωσε το έναυσμα για δικαστική ερευνα. Ο εισαγγελέας Εφετών Θεσσαλονίκης, Ηλ. Σεφερίδης, αφού εξέτασε μία περίπτωση, για την οποία έκρινε ότι δεν χρησιμοποιήθηκε βία, αποφάνθηκε ότι η Αστυνομία έχει το δικαίωμα να λαμβάνει δείγμα γενετικού υλικού υπόπτων, χωρίς τη θέλησή τους, ανοίγοντας τον ασκό του Αιόλου.
«Η σημερινή νομοθεσία προβλέπει την υποχρεωτικότητα, χωρίς να διευκρινίζει εάν το υποχρεωτικό εξασφαλίζεται με τη βία», ξεκαθαρίζει ο καθηγητής, προσθέτοντας ότι το ζήτημα δεν έχει ρυθμιστεί και παραμένει ασαφές. Ο ίδιος καταλήγει στην άποψη ότι όταν πρόκειται για γενετικό υλικό μη προσωπικό, δηλαδή λήψη μιας τρίχας ή σιέλου, η προκαλούμενη προσβολή μπορεί να είναι ασήμαντη.
Οταν όμως το υλικό είναι προσωπικό (λήψη αίματος, σπέρματος), ο εξαναγκασμός θα πρέπει κατ' αρχήν να απαγορευθεί -εκτός εάν πρόκειται για ακραίας βαρύτητας εγκλήματα. Πόσω μάλλον, αναφέρει ο κ. Μαργαρίτης, όταν έχουμε να κάνουμε με πλημμελήματα, όπου σε καμία περίπτωση δεν μπορεί κάποιος να εξαναγκαστεί με το ζόρι να δώσει γενετικό υλικό, αφού θεωρείται προσβολή της προσωπικότητας.
Αδικαιολόγητη
Η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων έχει γνωμοδοτήσει ότι το δημόσιο συμφέρον δεν μπορεί να δικαιολογήσει την τήρηση για απεριόριστο χρονικό διάστημα των γενετικών αποτυπωμάτων ούτε για καταδικασθέντες, δεδομένου ότι το κράτος έχει υποχρέωση αυξημένης προστασίας απέναντί τους για επανένταξη μετά την έκτιση της ποινής.
Παράλληλα, έχει καυτηριάσει και το γεγονός ότι η λειτουργία τράπεζας DNA, χωρίς την εποπτεία της ανεξάρτητης αρχής που διαθέτει την κατάλληλη στελέχωση και τεχνογνωσία, προσκρούει στο άρθρο 9Α του Συντάγματος και την απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης (2008/615 /ΔΕΥ).
http://www.enet.gr/
ΠΡΕΖΑ TV
21-10-2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου