Η αμερικανική Γερουσία δίνει σήμερα στη δημοσιότητα έκθεση για τις μεθόδους βασανιστηρίων που χρησιμοποιήθηκαν από τη CIA μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, παρά τη δυσαρέσκεια των Ρεπουμπλικανών που προειδοποιούν για πιθανές βίαιες αντιδράσεις σε όλο τον κόσμο.
Ενισχυμένα μέτρα ασφαλείας έχουν ληφθεί γύρω από τις εγκαταστάσεις διπλωματικών αποστολών και από αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις ενόψει της δημοσιοποίησης της περίληψης, της οποίας οι πιο ευαίσθητες πληροφορίες λογοκρίθηκαν, κοινοβουλευτικής έκθεσης που αναμενόταν εδώ και μήνες.
Αποτέλεσμα έρευνας τουλάχιστον τριών ετών (2009-2012), η έκθεση έχει στόχο να ρίξει φως στο πρόγραμμα που δημιουργήθηκε κρυφά από τη CIA για την ανάκριση κρατουμένων υπόπτων για διασυνδέσεις με την Αλ-Κάιντα, κυρίως με εικονικό πνιγμό ή στέρηση ύπνου.
"Ο πρόεδρος πιστεύει ότι είναι σημαντικό να δημοσιοποιηθεί, ώστε ο κόσμος στις ΗΠΑ και στις υπόλοιπες χώρες να καταλάβει τι ακριβώς συνέβη", δήλωσε ο Τζος Ερνεστ, εκπρόσωπος του Μπαράκ Ομπάμα. Ο αμερικανός πρόεδρος σταμάτησε το πρόγραμμα της CIA μόλις ανέλαβε την προεδρία τον Ιανουάριο του 2009.
Αναγνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει "κατάλληλη στιγμή" για τη δημοσιοποίηση μιας τέτοιας έκθεσης, ο Ερνεστ τόνισε ότι αυτό ήταν απαραίτητο για να διασφαλιστεί ότι "κάτι τέτοιο δεν θα ξανασυμβεί ποτέ".
Ο Στιβ Γουόρεν, εκπρόσωπος του Πενταγώνου, δήλωσε ότι τα περιφερειακά κέντρα διοίκησης είχαν ενημερωθεί για την "επικείμενη δημοσιοποίηση" και είχαν εντολή να "λάβουν τα κατάλληλα μέτρα προστασίας".
Η εμπιστευτική έκθεση εγκρίθηκε από την επιτροπή Πληροφοριών της Γερουσίας τον Δεκέμβριο του 2012 και τα μέλη της ψήφισαν τον Απρίλιο υπέρ της δημοσιοποίησης περίληψης περίπου 500 σελίδων.
Ωστόσο η διαδικασία συνεχίστηκε επί οκτώ μήνες, καθώς οι γερουσιαστές και ο Λευκός Οίκος διαφωνούσαν σχετικά με τον όγκο των πληροφοριών που πρέπει να λογοκριθεί, όπως κωδικές ονομασίες πρακτόρων της CIA ή χώρες που συνεργάστηκαν με το μυστικό πρόγραμμα.
Όταν ρωτήθηκε χθες βράδυ για τον στόχο αυτής της διαδικασίας, η Νταϊάν Φάινστάιν, η ισχυρή πρόεδρος της επιτροπής Πληροφοριών της Γερουσίας, δήλωσε ότι είναι ευεργετικό για μια "δίκαιη κοινωνία να βασίζεται στο νόμο". "Όταν κάνουμε σφάλματα, τα παραδεχόμαστε και προχωράμε μπροστά", πρόσθεσε η δημοκρατική γερουσιαστής η οποία έδωσε αγώνα προκειμένου η αποχαρακτηρισμένη εκδοχή της έκθεσης να μην υποστεί μεγάλη λογοκρισία.
Πολλοί Ρεπουμπλικανοί αποδοκίμασαν εκ των προτέρων τη δημοσιοποίηση της έρευνας την οποία θεωρούν μεροληπτική.
Ο πρώην αντιπρόεδρος Ντικ Τσένι (επί προεδρίας Τζορτζ Μπους) υπεραμύνθηκε με σθένος αυτών των μεθόδων ανάκρισης, λέγοντας ότι ήταν "απολύτως δικαιολογημένες".
"Το πρόγραμμα εγκρίθηκε και εξετάστηκε από νομικής άποψης από το υπουργείο Δικαιοσύνης", δήλωσε στους New York Times. Αναφερόμενος στους πράκτορες της CIA που έφεραν εις πέρας το πρόγραμμα δήλωσε ότι "θα έπρεπε να παρασημοφορηθούν αντί να επικρίνονται".
Για τον ρεπουμπλικανό γερουσιαστή Μάρκο Ρούμπιο, πιθανό υποψήφιο στις προεδρικές εκλογές του 2016, είναι "απερίσκεπτη και ανεύθυνη" η δημοσιοποίηση της έκθεσης η οποία "δεν είναι ούτε σοβαρή, ούτε εποικοδομητική".
Σε άρθρο που δημοσιεύθηκε στην Washinston Post, ο Χοσέ Ροντρίγκεζ, πρώην επικεφαλής του προγράμματος της CIA, κατήγγειλε την "μεγάλη υποκρισία" των πολιτικών στο θέμα αυτό. "Κάναμε αυτό που μας ζητήθηκε (...) και γνωρίζουμε ότι ήταν αποτελεσματικό", τόνισε. "Μια δεκαετία αργότερα, ακούμε κάποιους από αυτούς τους ίδιους πολιτικούς να εκφράζουν την αγανάκτησή τους και -- ακόμη χειρότερα -- να παραποιούν τα γεγονότα και να ελαχιστοποιούν τις επιτυχίες που υπήρξαν" από το πρόγραμμα.
Ένα από τα ερωτήματα που παραμένουν σε σχέση με το μυστικό αυτό πρόγραμμα είναι κατά πόσον αυτό συνέβαλε να αποσπαστούν κρίσιμες πληροφορίες που επέτρεψαν, μεταξύ άλλων, να εντοπιστεί ο Οσάμα Μπιν Λάντεν, που σκοτώθηκε στο Πακιστάν το 2011 στη διάρκεια αμερικανικής επιδρομής κομάντος.
Στις αρχές Αυγούστου, ο Ομπάμα είχε μιλήσει επί μακρόν για αυτές τις μεθόδους ανάκρισης "που κάθε έντιμος άνθρωπος θα πρέπει να τις θεωρεί βασανιστήρια", όπως τόνισε κρίνοντας ότι οι ΗΠΑ είχαν "ξεπεράσει τα όρια".
Παρότι είχε καταγγείλει τις μεθόδους αυτές, ο αμερικανός πρόεδρος είχε επίσης καλέσει --προκαλώντας έκπληξη σε ορισμένους Δημοκρατικούς-- να εξετασθούν τα γεγονότα όπως είχαν συμβεί τότε. "Είναι σημαντικό να θυμόμαστε πόσο φοβόταν ο κόσμος. Δεν ήξερε αν επίκειντο κι άλλες επιθέσεις. Υπήρχε τεράστια πίεση προς τις δυνάμεις ασφαλείας".
Ναυτεμπορική
................
Η υιοθέτηση βασανιστηρίων στην ανάκριση υπόπτων για τρομοκρατία από τη CIA, μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, ήταν βάρβαρη και αναποτελεσματική και η Υπηρεσία επανειλημμένα είχε πει ψέματα για την αποτελεσματικότητα της στρατηγικής της, αναφέρει έκθεση-καταπέλτης της Επιτροπής Πληροφοριών της αμερικανικής γερουσίας, μέρος της οποίας δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Αφού εξέτασε 20 περιπτώσεις, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα βασανιστήρια «συχνά είχαν ως αποτέλεσμα κατασκευασμένες πληροφορίες», είπε η Πρόεδρος της Νταϊάν Φέινσταϊν, «Στη διάρκεια των βάναυσων ανακρίσεων, η CIA συχνά δεν γνώριζε ότι οι πληροφορίες που αποσπούσε ήταν κατασκευασμένες».
Τα βασανιστήρια που έκανε η CIA πολλές φορές ήταν πιο ακραία από ότι τα παρουσίαζε στην αρμόδια επιτροπή της Γερουσίας και την τότε κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους, διαπιστώνεται στην έκθεση, αφού εφάρμοζε τεχνικές πιο βάρβαρες από αυτές που είχαν ήδη γίνει γνωστές, μέσω μιας δεκαετίας διαρροών και προσφυγών στα δικαστήρια, όπως οι εικονικές εκτελέσεις ή ο εικονικός πνιγμός (waterboarding). Τουλάχιστον 39 κρατούμενοι υπέστησαν βασανιστήριο που ποτέ δεν είχε εγκριθεί από το υπουργείο Δικαιοσύνης, υπάρχουν τουλάχιστον πέντε περιπτώσεις με ειδικά βασανιστήρια, απειλές θανάτου ή εκτέλεσης των παιδιών κaι των οικογενειών των κρατουμένων και «σεξουαλικών επιθέσεων» στις συζύγους τους. Επιπλέον τουλάχιστον 17 βασανίστηκαν, χωρίς έγκριση από το αρχηγείο της CIA.
Δυο ψυχίατροι, που είχαν αναλάβει εργολαβία την εκπόνηση αυτών των μεθόδων από την CIA, οι Τζέιμς Μίτσελ και Μπρους Γιέσεν, έπαιξαν κρίσιμο ρόλο στην υιοθέτηση του προγράμματος βασανιστηρίων το 2002 και η εταιρεία που ίδρυσαν για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, μέχρι τη λήξη του συμβολαίου τους το 2009, εισέπραξε από την CIA 81 εκατομμύρια δολάρια.
Η έρευνα αυτή - τα αποτελέσματα της οποίας ως επί το πλείστον απορρίπτονται ως αβάσιμα από την CIA - διήρκεσε μια τετραετία, κόστισε 40 εκατομμύρια δολάρια, επιδείνωσε δραματικά της σχέσεις της Υπηρεσίας με την Γερουσία, αλλά και τις σχέσεις της γερουσίας με τον Λευκό Οίκο, που ήταν αντίθετος με την δημοσιοποίηση της. Επί 10 μήνες- με την υποστήριξη και του Μπαράκ Ομπάμα, η CIA πάλεψε με νύχια και με δόντια για να μην γίνουν γνωστά στην κοινή γνώμη μεγάλα κομμάτια της έρευνας, με τον διευθυντή της Υπηρεσίας Πληροφοριών Τζον Μπρέναν να παραδέχεται μεν ότι υπήρξαν «ελλείψεις» και ότι έγιναν «λάθη», καθώς δεν ήταν προετοιμασμένοι καλά για την μαζικότητα των ανακρίσεων και των συλλήψεων, αλλά να υποστηρίζει ότι δική τους έρευνα έδειξε πως από τις ανακρίσεις προέκυψαν πληροφορίες που «απέτρεψαν τρομοκρατικές επιθέσεις και έσωσαν ζωές»
Τα σημεία-κλειδιά της έκθεσης
Μερικά από τα βασικά ευρήματα της έκθεσης της Επιτροπής της Γερουσίας, που στην ουσία «αθωώνουν» την πολιτική ηγεσία στην Ουάσιγκτον, είναι:
Η τακτική των βασανιστηρίων δεν ήταν αποτελεσματική στη συλλογή πληροφοριών ή στη συνεργασία των κρατουμένων.
Η δικαιολογία της CIA για την χρήση τέτοιων τεχνικών βασιζόταν σε ανακριβείς ισχυρισμούς για την αποτελεσματικότητά τους.
Οι ανακρίσεις της CIA ήταν βάρβαρες και πολύ χειρότερες απ'ότι η Υπηρεσία έλεγε στην προϊστάμενη αρχή της.
Οι συνθήκες κράτησης των κρατουμένων ήταν πιο σκληρές από ότι η CIA παραδεχόταν.
Η CIA είχε δώσει πολλές φορές ανακριβείς πληροφορίες στο υπουργείο Δικαιοσύνης, παρεμποδίζοντας έτσι τη συγκρότηση του κατάλληλου νομικού πλαισίου.
Η CIA παρεμπόδιζε ενεργά την επίβλεψη του Λευκού Οίκου στις δραστηριότητες της αυτές.
Η CIA συντόνιζε την διαρροή απόρρητων πληροφοριών στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, μεταξύ αυτών ανακριβών πληροφοριών για την αποτελεσματικότητα του ανακριτικού της προγράμματος.
Η CIA περιθωριοποίησε και αγνόησε πολλές κριτικές, επικρίσεις και αντιρρήσεις που προέρχονταν από το εσωτερικό της, σχετικά με το πρόγραμμα κράτησης και ανάκρισης.
Ο Μπαράκ Ομπάμα απαγόρευσε τις πρακτικές αυτές όταν ανέλαβε την εξουσία, αλλά η αδυναμία του δικαστικού συστήματος να επιβάλει ποινές τους βασανιστές της Υπηρεσίας, είχε φέρει σε απόγνωση τους ακτιβιστές, που είχαν αποθέσεις τις ελπίδες τους πλέον στην δημοσιοποίηση αυτής της έκθεσης, προκειμένου να αναγνωριστεί επίσημα και να τιμωρηθεί η πρακτική του βασανισμού. Παρότι όμως η Επιτροπή δημοσιοποίησε εκατοντάδες σελίδες (περίπου 500) της έκθεσης, η μεγάλη πλειοψηφία των 6.000 σελίδων παραμένει απόρρητη. Στην έκθεση αναφέρονται και περισσότερες από 50 χώρες- μεταξύ αυτών και η Ελλάδα- που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συνεργάστηκαν με τη CIA, είτε διευκολύνοντας την μεταφορά κρατουμένων είτε φιλοξενώντας στα εδάφη τους τις διαβόητες μυστικές φυλακές.
efsyn.gr
ΠΡΕΖΑ TV
9-12-2014
Ενισχυμένα μέτρα ασφαλείας έχουν ληφθεί γύρω από τις εγκαταστάσεις διπλωματικών αποστολών και από αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις ενόψει της δημοσιοποίησης της περίληψης, της οποίας οι πιο ευαίσθητες πληροφορίες λογοκρίθηκαν, κοινοβουλευτικής έκθεσης που αναμενόταν εδώ και μήνες.
Αποτέλεσμα έρευνας τουλάχιστον τριών ετών (2009-2012), η έκθεση έχει στόχο να ρίξει φως στο πρόγραμμα που δημιουργήθηκε κρυφά από τη CIA για την ανάκριση κρατουμένων υπόπτων για διασυνδέσεις με την Αλ-Κάιντα, κυρίως με εικονικό πνιγμό ή στέρηση ύπνου.
"Ο πρόεδρος πιστεύει ότι είναι σημαντικό να δημοσιοποιηθεί, ώστε ο κόσμος στις ΗΠΑ και στις υπόλοιπες χώρες να καταλάβει τι ακριβώς συνέβη", δήλωσε ο Τζος Ερνεστ, εκπρόσωπος του Μπαράκ Ομπάμα. Ο αμερικανός πρόεδρος σταμάτησε το πρόγραμμα της CIA μόλις ανέλαβε την προεδρία τον Ιανουάριο του 2009.
Αναγνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει "κατάλληλη στιγμή" για τη δημοσιοποίηση μιας τέτοιας έκθεσης, ο Ερνεστ τόνισε ότι αυτό ήταν απαραίτητο για να διασφαλιστεί ότι "κάτι τέτοιο δεν θα ξανασυμβεί ποτέ".
Ο Στιβ Γουόρεν, εκπρόσωπος του Πενταγώνου, δήλωσε ότι τα περιφερειακά κέντρα διοίκησης είχαν ενημερωθεί για την "επικείμενη δημοσιοποίηση" και είχαν εντολή να "λάβουν τα κατάλληλα μέτρα προστασίας".
Η εμπιστευτική έκθεση εγκρίθηκε από την επιτροπή Πληροφοριών της Γερουσίας τον Δεκέμβριο του 2012 και τα μέλη της ψήφισαν τον Απρίλιο υπέρ της δημοσιοποίησης περίληψης περίπου 500 σελίδων.
Ωστόσο η διαδικασία συνεχίστηκε επί οκτώ μήνες, καθώς οι γερουσιαστές και ο Λευκός Οίκος διαφωνούσαν σχετικά με τον όγκο των πληροφοριών που πρέπει να λογοκριθεί, όπως κωδικές ονομασίες πρακτόρων της CIA ή χώρες που συνεργάστηκαν με το μυστικό πρόγραμμα.
Όταν ρωτήθηκε χθες βράδυ για τον στόχο αυτής της διαδικασίας, η Νταϊάν Φάινστάιν, η ισχυρή πρόεδρος της επιτροπής Πληροφοριών της Γερουσίας, δήλωσε ότι είναι ευεργετικό για μια "δίκαιη κοινωνία να βασίζεται στο νόμο". "Όταν κάνουμε σφάλματα, τα παραδεχόμαστε και προχωράμε μπροστά", πρόσθεσε η δημοκρατική γερουσιαστής η οποία έδωσε αγώνα προκειμένου η αποχαρακτηρισμένη εκδοχή της έκθεσης να μην υποστεί μεγάλη λογοκρισία.
Πολλοί Ρεπουμπλικανοί αποδοκίμασαν εκ των προτέρων τη δημοσιοποίηση της έρευνας την οποία θεωρούν μεροληπτική.
Ο πρώην αντιπρόεδρος Ντικ Τσένι (επί προεδρίας Τζορτζ Μπους) υπεραμύνθηκε με σθένος αυτών των μεθόδων ανάκρισης, λέγοντας ότι ήταν "απολύτως δικαιολογημένες".
"Το πρόγραμμα εγκρίθηκε και εξετάστηκε από νομικής άποψης από το υπουργείο Δικαιοσύνης", δήλωσε στους New York Times. Αναφερόμενος στους πράκτορες της CIA που έφεραν εις πέρας το πρόγραμμα δήλωσε ότι "θα έπρεπε να παρασημοφορηθούν αντί να επικρίνονται".
Για τον ρεπουμπλικανό γερουσιαστή Μάρκο Ρούμπιο, πιθανό υποψήφιο στις προεδρικές εκλογές του 2016, είναι "απερίσκεπτη και ανεύθυνη" η δημοσιοποίηση της έκθεσης η οποία "δεν είναι ούτε σοβαρή, ούτε εποικοδομητική".
Σε άρθρο που δημοσιεύθηκε στην Washinston Post, ο Χοσέ Ροντρίγκεζ, πρώην επικεφαλής του προγράμματος της CIA, κατήγγειλε την "μεγάλη υποκρισία" των πολιτικών στο θέμα αυτό. "Κάναμε αυτό που μας ζητήθηκε (...) και γνωρίζουμε ότι ήταν αποτελεσματικό", τόνισε. "Μια δεκαετία αργότερα, ακούμε κάποιους από αυτούς τους ίδιους πολιτικούς να εκφράζουν την αγανάκτησή τους και -- ακόμη χειρότερα -- να παραποιούν τα γεγονότα και να ελαχιστοποιούν τις επιτυχίες που υπήρξαν" από το πρόγραμμα.
Ένα από τα ερωτήματα που παραμένουν σε σχέση με το μυστικό αυτό πρόγραμμα είναι κατά πόσον αυτό συνέβαλε να αποσπαστούν κρίσιμες πληροφορίες που επέτρεψαν, μεταξύ άλλων, να εντοπιστεί ο Οσάμα Μπιν Λάντεν, που σκοτώθηκε στο Πακιστάν το 2011 στη διάρκεια αμερικανικής επιδρομής κομάντος.
Στις αρχές Αυγούστου, ο Ομπάμα είχε μιλήσει επί μακρόν για αυτές τις μεθόδους ανάκρισης "που κάθε έντιμος άνθρωπος θα πρέπει να τις θεωρεί βασανιστήρια", όπως τόνισε κρίνοντας ότι οι ΗΠΑ είχαν "ξεπεράσει τα όρια".
Παρότι είχε καταγγείλει τις μεθόδους αυτές, ο αμερικανός πρόεδρος είχε επίσης καλέσει --προκαλώντας έκπληξη σε ορισμένους Δημοκρατικούς-- να εξετασθούν τα γεγονότα όπως είχαν συμβεί τότε. "Είναι σημαντικό να θυμόμαστε πόσο φοβόταν ο κόσμος. Δεν ήξερε αν επίκειντο κι άλλες επιθέσεις. Υπήρχε τεράστια πίεση προς τις δυνάμεις ασφαλείας".
Ναυτεμπορική
................
Η υιοθέτηση βασανιστηρίων στην ανάκριση υπόπτων για τρομοκρατία από τη CIA, μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, ήταν βάρβαρη και αναποτελεσματική και η Υπηρεσία επανειλημμένα είχε πει ψέματα για την αποτελεσματικότητα της στρατηγικής της, αναφέρει έκθεση-καταπέλτης της Επιτροπής Πληροφοριών της αμερικανικής γερουσίας, μέρος της οποίας δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα.
Αφού εξέτασε 20 περιπτώσεις, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα βασανιστήρια «συχνά είχαν ως αποτέλεσμα κατασκευασμένες πληροφορίες», είπε η Πρόεδρος της Νταϊάν Φέινσταϊν, «Στη διάρκεια των βάναυσων ανακρίσεων, η CIA συχνά δεν γνώριζε ότι οι πληροφορίες που αποσπούσε ήταν κατασκευασμένες».
Τα βασανιστήρια που έκανε η CIA πολλές φορές ήταν πιο ακραία από ότι τα παρουσίαζε στην αρμόδια επιτροπή της Γερουσίας και την τότε κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους, διαπιστώνεται στην έκθεση, αφού εφάρμοζε τεχνικές πιο βάρβαρες από αυτές που είχαν ήδη γίνει γνωστές, μέσω μιας δεκαετίας διαρροών και προσφυγών στα δικαστήρια, όπως οι εικονικές εκτελέσεις ή ο εικονικός πνιγμός (waterboarding). Τουλάχιστον 39 κρατούμενοι υπέστησαν βασανιστήριο που ποτέ δεν είχε εγκριθεί από το υπουργείο Δικαιοσύνης, υπάρχουν τουλάχιστον πέντε περιπτώσεις με ειδικά βασανιστήρια, απειλές θανάτου ή εκτέλεσης των παιδιών κaι των οικογενειών των κρατουμένων και «σεξουαλικών επιθέσεων» στις συζύγους τους. Επιπλέον τουλάχιστον 17 βασανίστηκαν, χωρίς έγκριση από το αρχηγείο της CIA.
Δυο ψυχίατροι, που είχαν αναλάβει εργολαβία την εκπόνηση αυτών των μεθόδων από την CIA, οι Τζέιμς Μίτσελ και Μπρους Γιέσεν, έπαιξαν κρίσιμο ρόλο στην υιοθέτηση του προγράμματος βασανιστηρίων το 2002 και η εταιρεία που ίδρυσαν για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους, μέχρι τη λήξη του συμβολαίου τους το 2009, εισέπραξε από την CIA 81 εκατομμύρια δολάρια.
Η έρευνα αυτή - τα αποτελέσματα της οποίας ως επί το πλείστον απορρίπτονται ως αβάσιμα από την CIA - διήρκεσε μια τετραετία, κόστισε 40 εκατομμύρια δολάρια, επιδείνωσε δραματικά της σχέσεις της Υπηρεσίας με την Γερουσία, αλλά και τις σχέσεις της γερουσίας με τον Λευκό Οίκο, που ήταν αντίθετος με την δημοσιοποίηση της. Επί 10 μήνες- με την υποστήριξη και του Μπαράκ Ομπάμα, η CIA πάλεψε με νύχια και με δόντια για να μην γίνουν γνωστά στην κοινή γνώμη μεγάλα κομμάτια της έρευνας, με τον διευθυντή της Υπηρεσίας Πληροφοριών Τζον Μπρέναν να παραδέχεται μεν ότι υπήρξαν «ελλείψεις» και ότι έγιναν «λάθη», καθώς δεν ήταν προετοιμασμένοι καλά για την μαζικότητα των ανακρίσεων και των συλλήψεων, αλλά να υποστηρίζει ότι δική τους έρευνα έδειξε πως από τις ανακρίσεις προέκυψαν πληροφορίες που «απέτρεψαν τρομοκρατικές επιθέσεις και έσωσαν ζωές»
Τα σημεία-κλειδιά της έκθεσης
Μερικά από τα βασικά ευρήματα της έκθεσης της Επιτροπής της Γερουσίας, που στην ουσία «αθωώνουν» την πολιτική ηγεσία στην Ουάσιγκτον, είναι:
Η τακτική των βασανιστηρίων δεν ήταν αποτελεσματική στη συλλογή πληροφοριών ή στη συνεργασία των κρατουμένων.
Η δικαιολογία της CIA για την χρήση τέτοιων τεχνικών βασιζόταν σε ανακριβείς ισχυρισμούς για την αποτελεσματικότητά τους.
Οι ανακρίσεις της CIA ήταν βάρβαρες και πολύ χειρότερες απ'ότι η Υπηρεσία έλεγε στην προϊστάμενη αρχή της.
Οι συνθήκες κράτησης των κρατουμένων ήταν πιο σκληρές από ότι η CIA παραδεχόταν.
Η CIA είχε δώσει πολλές φορές ανακριβείς πληροφορίες στο υπουργείο Δικαιοσύνης, παρεμποδίζοντας έτσι τη συγκρότηση του κατάλληλου νομικού πλαισίου.
Η CIA παρεμπόδιζε ενεργά την επίβλεψη του Λευκού Οίκου στις δραστηριότητες της αυτές.
Η CIA συντόνιζε την διαρροή απόρρητων πληροφοριών στα μέσα μαζικής ενημέρωσης, μεταξύ αυτών ανακριβών πληροφοριών για την αποτελεσματικότητα του ανακριτικού της προγράμματος.
Η CIA περιθωριοποίησε και αγνόησε πολλές κριτικές, επικρίσεις και αντιρρήσεις που προέρχονταν από το εσωτερικό της, σχετικά με το πρόγραμμα κράτησης και ανάκρισης.
Ο Μπαράκ Ομπάμα απαγόρευσε τις πρακτικές αυτές όταν ανέλαβε την εξουσία, αλλά η αδυναμία του δικαστικού συστήματος να επιβάλει ποινές τους βασανιστές της Υπηρεσίας, είχε φέρει σε απόγνωση τους ακτιβιστές, που είχαν αποθέσεις τις ελπίδες τους πλέον στην δημοσιοποίηση αυτής της έκθεσης, προκειμένου να αναγνωριστεί επίσημα και να τιμωρηθεί η πρακτική του βασανισμού. Παρότι όμως η Επιτροπή δημοσιοποίησε εκατοντάδες σελίδες (περίπου 500) της έκθεσης, η μεγάλη πλειοψηφία των 6.000 σελίδων παραμένει απόρρητη. Στην έκθεση αναφέρονται και περισσότερες από 50 χώρες- μεταξύ αυτών και η Ελλάδα- που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο συνεργάστηκαν με τη CIA, είτε διευκολύνοντας την μεταφορά κρατουμένων είτε φιλοξενώντας στα εδάφη τους τις διαβόητες μυστικές φυλακές.
efsyn.gr
ΠΡΕΖΑ TV
9-12-2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου