Δευτέρα, Μαρτίου 23, 2015

Ο ΣΥΡΙΖΑ, Η ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΚΑΙ Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΡΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Δεν ισοδυναμεί κάθε διάψευση με κάθε άλλη. Έχει σημασία για ποια διάψευση μιλάει ο καθένας. Για να περιγράψουμε την πολιτική στιγμή πρέπει να δούμε κοντά σε όσα η κάθε διάψευση διατυπώνει και όσα αποσιωπά: και να εντοπίσουμε το πρόβλημα που προκύπτει από τη διαπίστωση της απώλειας κυριαρχίας και την επιθυμία για ρήξη.

Του Αυγουστίνου Ζενάκου – «Unfolow»


Υπάρχει μια σειρά ανεκδότων που, όπως και άλλα, δεν κουράζεται να γράφει και να ξαναγράφει ο Σλοβένος φιλόσοφος Σλάβοϊ Ζίζεκ -και, παραδόξως, δεν κουράζομαι να διαβάζω και να ξαναδιαβάζω-, η οποία καταπιάνεται με τις διαψεύσεις, τις ματαιώσεις, την αρνητικότητα. Για παράδειγμα: Στην κομμουνιστική Πολωνία, ένας τύπος μπαίνει σε ένα κατάστημα και ρωτάει αν έχουν φέρει βούτυρο. «Λάθος κατάστημα» του απαντάει ο υπάλληλος. «Εμείς είμαστε αυτοί που δεν έχουν χαρτί υγείας. Το κατάστημα που δεν έχει βούτυρο είναι απέναντι». Ή, πάλι: Πάει ένας τύπος σε ένα καφενείο και ζητάει έναν καφέ χωρίς γάλα. «Δεν βάζουμε γάλα στον καφέ» του λέει ο σερβιτόρος. «Βάζουμε κρέμα. Να σας φέρω έναν καφέ χωρίς κρέμα;»

Δεν ισοδυναμεί κάθε διάψευση με κάθε άλλη. Έχει σημασία για ποια διάψευση μιλάει ο καθένας.
Άλλοι διαμαρτύρονται που στις συσκέψεις του Eurogroup, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έκανε μεγάλες υποχωρήσεις – μ’ άλλα λόγια που η σύγκρουση δεν ήταν βιαιότερη και η ρήξη βαθύτερη. Άλλοι την απογοήτευση αυτή τη νιώθουν πιο έντονα ακόμη σε συνδυασμό με την υπενθύμιση της απόστασης που χωρίζει την κυβερνητική ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ από την αντιπολιτευτική. Άλλοι λένε πως η νέα κυβέρνηση δεν διαφέρει από την παλιά, τουλάχιστον ως προς τα κρίσιμα οικονομικά -μνημόνιο τότε, μνημόνιο και τώρα- και πως απλώς παίζει με τις λέξεις – «πρόγραμμα-γέφυρα», «θεσμοί» και πάει λέγοντας. Άλλοι διαπιστώνουν ότι η νέα κυβέρνηση δεν διαφέρει από την παλιά ούτε στα υπόλοιπα, καθώς δεν άνοιξε από την πρώτη μέρα διάπλατη την πόρτα στην Αμυγδαλέζα να ξεχυθούν όλοι οι έγκλειστοι μετανάστες έξω. Άλλοι επισημαίνουν την τοποθέτηση ανθρώπων σε θέσεις-κλειδιά που κάθε άλλο παρά υποστηρίζει τη διακήρυξη περί «αλλαγής σελίδας», όπως ο Σπύρος Σαγιάς, η Δούκα Κατσέλη, ο Γιάννης Ρουμπάτης, η Έλενα Παναρίτη.

Άλλοι εντοπίζουν συνεχώς, τόσο στα μεγάλα ζητήματα, όπως οι ιδιωτικοποιήσεις, όσο και στα μικρά, όπως τα βουλευτικά αυτοκίνητα, μια σειρά συμπεριφορές που, αν είναι κάτι, είναι πάνω από όλα «μη αριστερές» και οικτίρουν τον υποβιβασμό του δοξαστικού «πρώτη φορά αριστερά» σε κενό γράμμα. Άλλοι βροντοφωνάζουν δικαιωμένοι πως αυτοί πάντα έλεγαν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ψεύδεται και πως θα αναγκαζόταν να υποχωρήσει – μολονότι, την ίδια ώρα που το φωνάζουν, λένε και πως η καταστροφή έρχεται και πως ποτέ, αλίμονο, δεν θα γίνουμε κανονική χώρα, παρά θα λουζόμαστε τους Βαρουφάκηδες, τους Λαφαζάνηδες και πάνω απ’ όλα τους Κοτζιάδες που αξίζουν στον παρωχημένο, αντιδυτικό και αντιφιλελεύθερο όχλο μας.

Και, τέλος, άλλοι -κάποιοι ψύχραιμα, κάποιοι δειλά κι ενοχικά και κάποιοι με την επιθετικότητα μεταφορικών ή και κυριολεκτικών μισθοφόρων- συστήνουν υπομονή, ένας μήνας έχει περάσει, τόσο η διαπραγμάτευση όσο και το κυβερνητικό έργο μόλις έχει ξεκινήσει, πρέπει να περιμένουμε και να κρίνουμε το αποτέλεσμα, εντάξει, ας κάνουμε κριτική, αλλά όχι και να τα ισοπεδώνουμε όλα, όχι και να υπονομεύουμε την εθνική προσπάθεια, διότι κάτι πάει να γίνει εδώ, στο κάτω κάτω τι θέλουμε – Σαμαρά και Βενιζέλο;

Το ενδιαφέρον με κάθε διάψευση, όπως είναι φυσικό, δεν είναι τι λέει για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αλλά τι λέει γι’ αυτούς που τη διατυπώνουν. Ή, μάλλον, ακριβέστερα, όλες κάτι συλλαμβάνουν από την πολιτική στιγμή, στην οποία ο ΣΥΡΙΖΑ και οι ΑΝΕΛ είναι οι κύριοι παίκτες, αλλά είναι αδύνατον να περιγράψει κανείς στην πραγματικότητα τη στιγμή αν δεν δει κοντά σε όσα η κάθε διάψευση διατυπώνει και όσα αποσιωπά. Κι αν για τις περισσότερες -κι ιδίως για τις πιο μαξιμαλιστικές ή όσες προέρχονται από το «αντίπαλο» στρατόπεδο- δεν είναι δύσκολο να εντοπίσει κανείς τα κίνητρα της αποσιώπησης, δεν ισχύει το ίδιο για τις δύο σημαντικότερες, ίσως, ανάμεσά τους, εκείνη που διαπιστώνει απόσταση ανάμεσα στον αντιπολιτευτικό και τον κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ κι εκείνη που διαπιστώνει έλλειμμα σύγκρουσης, υπαναχώρηση και πενιχρά οφέλη από τη μέχρι τούδε διαπραγμάτευση. Πρόκειται ίσως, μάλιστα, ουσιαστικά για την ίδια, αλλά θεωρώ ότι εξυπηρετεί να τις δούμε ως δύο συγγενείς αλλά διακριτές διαψεύσεις.

Καταρχάς, είναι προφανές σε όλους ότι η κυβέρνηση πορεύεται μέχρι στιγμής με άλλη ρητορική από αυτήν που είχε ο ΣΥΡΙΖΑ -και οι ΑΝΕΛ- ως αντιπολίτευση. Δεν είναι μόνο η πολυπροβεβλημένη δήλωση περί «φετίχ», η οποία, για να είμαστε ακριβείς, την τελευταία προεκλογική περίοδο είχε ήδη δώσει τη θέση της στην απόλυτη διαβεβαίωση ότι δεν θα τεθεί σε αμφισβήτηση η συμμετοχή της χώρας στην ευρωζώνη, αλλά και η διαρκής αντίθεση στην ολότητα των μνημονιακών πολιτικών, κυρίως ως προς τα πλεονάσματα, τη δημοσιονομική πειθαρχία, το τραπεζικό σύστημα και τις ιδιωτικοποιήσεις.

Κανένας -ακόμη και αυτοί που δουλειά τους είναι να υπερασπίζονται τον ΣΥΡΙΖΑ- δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι όσα περιλαμβάνονται στο ανακοινωθέν του τελευταίου Eurogroup είναι τα ίδια με όσα λέγονταν πριν κάποιους μήνες πόσο μάλλον τα τελευταία χρόνια από τον ΣΥΡΙΖΑ.

Επίσης, κι εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα πολύ συνηθισμένο είδος αποσιώπησης που έγκειται στην αναγωγή ενός ειδικού πεδίου στην «κοινή λογική», η μομφή πως η κυβέρνηση δεν κάνει τίποτε άλλο από το να «αλλάζει τις λέξεις» -όχι «μνημόνιο» αλλά «δανειακή σύμβαση, όχι «τρόικα» αλλά «θεσμοί»-, ενώ η ουσία μένει ίδια, αποσιωπά πως η αλλαγή των λέξεων στη διπλωματία αφήνει πολιτικό ίχνος: το να χρησιμοποιήσει κανείς τις λέξεις «δανειακή σύμβαση» αντί για «μνημόνιο» σημαίνει την απολύτως πραγματική εξάρθρωση της σχέσης του δανεισμού με τα δεδομένα, μέχρι πρότινος αδιαπραγμάτευτα, προαπαιτούμενα· το να χρησιμοποιήσει κανείς τη λέξη «θεσμοί» αντί για «τρόικα» σημαίνει την απολύτως πραγματική χαλάρωση της μέχρι πρότινος αδιαπραγμάτευτης διοικητικής επιτροπείας στην καθημερινότητα των κυβερνητικών σχεδιασμών. Κι εδώ δεν θέλω διόλου να πω ότι αυτά συνιστούν μια «νίκη», διόλου δεν με απασχολεί τώρα η «νίκη» ή η «ήττα», θέλω μόνο να επισημάνω το παράδοξο αυτής της άρνησης να σημαίνουν κάτι οι λέξεις, να έχουν δηλαδή δυνατότητα με την αλλαγή τους να αλλάζουν και το νόημα. Είναι κι αυτή μια άσκηση στασιμότητας, μια αποσιώπηση που συγκρατεί τις εξελίξεις.

Ένα ακόμη στοιχείο που αποσιωπάται σε αυτήν τη διάψευση είναι ότι η απόσταση ανάμεσα στην προεκλογική και στη μετεκλογική ρητορική είναι μια σύμβαση που όλοι αποδέχονται: στην πραγματικότητα κανένας δεν εξαπατάται, όλοι τη γνωρίζουν, αλλά ο καθένας την αμφισβητεί καταπώς τον βολεύει ανάλογα με τη θέση στην οποία βρίσκεται. Η διεκδίκηση της διακυβέρνησης γίνεται με δραστικά διαφορετικούς όρους από ό,τι η διακυβέρνηση. Διεκδικείς τη διακυβέρνηση στο πλαίσιο μιας δημόσιας αντιπαράθεσης που διεξάγεται σε αδρές γραμμές και οξείες αντιθέσεις, κυβερνάς υπό διαβαθμίσεις συστημικής αδιαφάνειας με δυσθεώρητες αντικειμενικές δεσμεύσεις. Η διαφορά αυτή είναι λιγότερο αποτέλεσμα μιας φαυλότητας του συγκεκριμένου συστήματος -μολονότι υπάρχει και αυτή- και ΣΥΡΙΖΑ.

Ωστόσο, ένα στοιχείο που αποσιωπάται είναι και ότι το ανακοινωθέν του Eurogroup το χωρίζει απόσταση, επίσης, και από όσα έλεγε σε όλους τους τόνους το Βερολίνο πριν τις εκλογές και αμέσως μετά από αυτές. Διότι το διά ταύτα στη θέση του Βερολίνου ήταν ακριβώς η άρνηση πως υφίσταται ή είναι δυνατόν να υπάρξει καν διαπραγμάτευση. Έχουμε στ’ αλήθεια ξεχάσει ότι η γραμμή τόσο των «εταίρων» όσο και της προηγούμενης κυβέρνησης ήταν πως το υφιστάμενο πρόγραμμα πρέπει να ολοκληρωθεί ως έχει, να αξιολογηθεί από την τρόικα, και καμία συζήτηση πέραν αυτών δεν είναι νοητή επί του παρόντος; Πρέπει συνεπώς να προσέξουμε εδώ πως, στην επισήμανση ότι υπαναχώρησε η ελληνική κυβέρνηση, αποσιωπάται η υπαναχώρηση των «εταίρων», όσο κι αν ήταν μικρή, και πως αυτή η αποσιώπηση έχει την ιδιότητα να καθιστά τον πολιτικό χρόνο στατικό, να μεταμφιέζει μια εκκίνηση σε μια στάση.

Περισσότερο γνώρισμα της πολιτικής δομής: διεκδίκηση της εξουσίας και εξουσία είναι δύο καταστατικά διαφορετικές θέσεις. Η αποσιώπηση της ισχύος αυτής της σύμβασης λειτουργεί διαφορετικά για διαφορετικούς πρωταγωνιστές. Στην εναλλαγή κυβερνήσεων αποτελεί έναν ανεπίσημο κανόνα, η σιωπηρή αποδοχή είναι η εγγύηση ότι η σύμβαση ισχύει. Στην κριτική που ασκεί η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, το ΚΚΕ και η εσωκομματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί μια ηθικολογία, που συσκοτίζει ότι κανένας δεν αμφισβητεί την ίδια την πολιτική δομή: ας έχουμε μια πιο «έντιμη» φιλελεύθερη δημοκρατία, μια φιλελεύθερη δημοκρατία «αρχών» λένε οι ριζοσπαστικότεροι των Αριστερών. Μπαίνει κανείς στον πειρασμό να πει ότι το ριζοσπαστικό εδώ θα ήταν το αντίστροφο: να παραδεχτεί χωρίς καμιά περιστροφή ότι για να εκλεγεί κάποιος οφείλει να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο που θα τον φέρει στην εξουσία κι ύστερα να εκτελέσει απαρέγκλιτα το αληθινό του πρόγραμμα, με επίδικο όχι την «εντιμότητα» ή τη «συνέπειά» του, αλλά το περιεχόμενο των εφαρμοσμένων πολιτικών του.

Η διάψευση που έχει να κάνει με το έλλειμμα της σύγκρουσης, με το αβαθές της ρήξης, έχει ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Ο μεγάλος απών εδώ, η περιοχή της αποσιώπησης, είναι αυτός στο όνομα του οποίου γίνεται απαιτητή η ρήξη. Διότι ο προσδιορισμός αυτού του δυσδιάκριτου υποκειμένου είναι που πολύ κυριολεκτικά δύναται να παραγάγει τη ρήξη, δεν υπάρχει νοητή ρήξη δίχως αυτόν τον προσδιορισμό. Και δεν εννοώ εδώ τη λαϊκή εντολή, «ο λαός ψήφισε τέλος στη λιτότητα» κι άλλα τέτοια, εννοώ με όσο ευθύτερο τρόπο μπορώ να το πω ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι μ’ ένα πρόβλημα πολύ πιο βαθύ από όλα όσα συζητιούνται αυτές τις μέρες…

Διαβάζω τον Αντόνιο Νέγκρι (εκείνον που η ΝΔ είχε ζητήσει κάποτε από τον ΣΥΡΙΖΑ να «καταδικάσει») και τον Ραούλ Σάντσεθ Θεδίγιο στον Guardian (27/2/2015) να γράφουν ότι με το δεδομένο πως κανένα κράτος της Ευρώπης δεν διαθέτει πια πλήρη κυριαρχία -γεγονός όχι απαραίτητα κακό-, η Ευρώπη πρέπει να επιδράμει στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και να μετατρέψει το ευρωκοινοβούλιο σε συντακτική βουλή, μεταφέροντας την έδρα της κυριαρχίας από τις οικονομικές δυνάμεις στην εθνοσυνέλευση μιας ευρωπαϊκής ομοσπονδίας. Δεν θέλει πολύ κόπο για να δει κανείς τι βασανίζει τους Νέγκρι και Σάντσεθ Θεδίγιο: η άνοδος του εθνικισμού που, όπως υποστηρίζουν, χτίζεται πάνω στην επίθεση εναντίον των οικονομικών δυνάμεων στις οποίες έχει παραχωρηθεί η κυριαρχία των κρατών.

Αυτού του είδους η φαντασίωση, ο αριστερός ευρωπαϊκός φεντεραλισμός, μπορεί να έχει ευγενείς προθέσεις ως προς την αντιμετώπιση της εθνικιστικής ακροδεξιάς, συναντά όμως το όριό του στη γεωπολιτική του σύλληψη: αναπόφευκτα οδηγεί στην εννοιολόγηση της Ευρώπης ως μιας ακόμη «μεγάλης δύναμης», καθώς, στην αντίληψη αυτή, η ευρωπαϊκή ομοσπονδία εδραιώνει την κυριαρχία της στη διάσπαση του ευρωατλαντικού μετώπου. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, δεν πρόκειται για ένα αντιεθνικιστικό σχέδιο αλλά για μια μετάθεση του εθνικισμού σε έναν ευρύτερο χώρο: η εδραίωση της ομοσπονδιακής κυριαρχίας μετατρέπει το υπερεθνικό σε εθνικό – απλώς σε μεγαλύτερη κλίμακα. (Εδώ, με ενδιαφέροντα τρόπο, προβάλλει ξανά στην Ιστορία ο εθνικισμός ως αντιιμπεριαλισμός, αλλά το θέμα αυτό υπερβαίνει τις φιλοδοξίες τούτου του σημειώματος.)

Γι’ αυτό και η διαπίστωση των Νέγκρι και Σάντσεθ Θεδίγιο πως θέσεις σαν αυτές της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς βρίσκονται «άβολα κοντά» στον ΣΥΡΙΖΑ, στο Podemos και στις άλλες δυνάμεις της Νέας Ευρωπαϊκής Αριστερός, δεν στερείται μιας δόσης υποκρισίας. Αλλιώς πρέπει να το δούμε: το εθνικό κράτος εκτός από έδρα της εθνικής κυριαρχίας είναι και έδρα της δημοκρατικής κυριαρχίας. Σε ένα υπερεθνικό πλαίσιο, όπως αυτό της ΕΕ, όπου οι δημοκρατικοί υπερεθνικοί θεσμοί ατονούν και οι διοικητικοί και οικονομικοί γίνονται κέντρα της άσκησης εξουσίας, δεν έχει βρεθεί τρόπος προστασίας της δημοκρατικής κυριαρχίας παρεκτός της υπεράσπισης του εθνικού κράτους. Ακόμη περισσότερο, είμαστε υποχρεωμένοι να περιγράφουμε την εμφάνιση ενός φαινομένου που πηγάζει από το τραύμα της δημοκρατικής κυριαρχίας, αλλά δεν διαθέτει άλλο πεδίο άρθρωσης από την εθνική. Κι αυτό -εδώ έχουν δίκιο οι Νέγκρι και Σάντσεθ Θεδίγιο: η απώλεια κυριαρχίας των ευρωπαϊκών κρατών δεν είναι τόσο κακή, αν σκεφτεί κανείς την ιστορία τους- είναι βαθιά ανησυχητικό.

Το πιο βαθύ πρόβλημα, λοιπόν, στο οποίο αναφέρθηκα, είναι η «μητέρα των αποσιωπήσεων»: η ρήξη δεν μπορεί να απαιτηθεί παρά στο όνομα του εθνικού, το δυσδιάκριτο υποκείμενο είναι το εθνικό υποκείμενο, διότι κανένας πουθενά δεν έχει αντιληφθεί κάποιο άλλο. Στην Ελλάδα μπορεί η συγκυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ να ήταν αναπόφευκτη, δεδομένου ότι η εναλλακτική ήταν ένα κόμμα φτιαγμένο για να τορπιλίσει οποιαδήποτε διεκδίκηση, και μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να μην είχε επιλογή παρά να επιλέξει την πρωτεύουσα αντίθεση, αυτήν ανάμεσα στο «μνημόνιο» και το «αντιμνημόνιο», αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η συνεργασία με τους ΑΝΕΛ δεν συνιστά ταυτόχρονα μια επιθετική έκφραση του αδιεξόδου που περιγράφω.

Υποστηρίζω ότι αυτή η «διαπραγμάτευση» είναι μακροπρόθεσμα η πιο δύσκολη. Η πλήρης συγκρότηση αυτού του νέου «εθνικού» είναι κάτι στο οποίο πρέπει να αντισταθούμε λυσσαλέα – έστω και αν λύσεις όπως αυτή του αριστερού φεντεραλισμού μοιάζουν προς το παρόν ατελέσφορες. Σίγουρα η ρήξη με τη μεταδημοκρατική ΕΕ είναι ένα ζητούμενο, από ποιον, όμως, και με ποιους όρους; Από μια άποψη, είναι κι αυτό ένα ζήτημα διαχείρισης της αρνητικότητας. Εμείς είμαστε αυτοί που δεν έχουν δημοκρατική κυριαρχία. Αυτοί που δεν έχουν εθνική κυριαρχία είναι απέναντι. Καφέ χωρίς γάλα δεν έχουμε, θα θέλατε έναν καφέ χωρίς κρέμα;  

 ΠΡΕΖΑ TV
23-3-2015

Δεν υπάρχουν σχόλια: