Τέσσερις δεκαετίες μετά τη δημοκρατική τομή της Μεταπολίτευσης, μια κρίσιμη πτυχή της ελληνικής ιστορίας του εικοστού αιώνα ίσως πάψει επιτέλους να παραμένει στη σκιά.
Ο λόγος για τα αρχεία της Ελληνικής Αστυνομίας, το άνοιγμα των οποίων στους ερευνητές εξαγγέλθηκε από τον αναπληρωτή υπουργό Εσωτερικών Γιάννη Πανούση κατά τις πρόσφατες προγραμματικές δηλώσεις του (17/4).
Απαντώντας σε σχετικό ερώτημά μας, ο κ. Πανούσης επιβεβαιώνει πως «το αρχειακό αυτό υλικό αποτελεί κομμάτι της ιστορίας μας και θα πρέπει να είναι στη διάθεση των ερευνητών και κάθε ενδιαφερόμενου», ξεκαθαρίζοντας πως «η μελέτη της πραγματικής ιστορίας του τόπου μας σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί αναμόχλευση παθών».
Διατυπώνει, μάλιστα, την υπόθεση ότι «μέσα σ’ αυτούς τους υπηρεσιακούς φακέλους μπορεί να εντοπίσουμε και δημοκρατικά ψήγματα της Ελληνικής Αστυνομίας, παρά τα όσα συνήθως θρυλούνται».
Οσον αφορά τη χρηματοδότηση του έργου, ο αναπληρωτής υπουργός επισημαίνει τη δυνατότητα αξιοποίησης κονδυλίων του ΕΣΠΑ μέσω του Κέντρου Μελετών Ασφάλειας (ΚΕΜΕΑ), της ημιεπίσημης «δεξαμενής σκέψης» που ιδρύθηκε το 2005 επί υπουργίας Βουλγαράκη.
Ατομικοί φάκελοι...
Επί της ουσίας, το άνοιγμα του ιστορικού αρχείου της ΕΛ.ΑΣ. αφορά δυο διαφορετικές κατηγορίες τεκμηρίων. Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει 2.110 ατομικούς φακέλους «προσωπικοτήτων» που διασώθηκαν το 1989 από την «εθνοενωτική» πυρά της Χαλυβουργικής, για να δοθούν αργότερα στην ιστορική έρευνα. Βάσει της σχετικής υπουργικής απόφασης της 7ης Σεπτεμβρίου 1989 (ΦΕΚ 672/Β/1989), το περιεχόμενό τους θα γινόταν προσιτό στους ενδιαφερόμενους ύστερα από μία 20ετία.
Λίγες όμως μέρες προτού εκπνεύσει αυτή η προθεσμία, νέα απόφαση των υπουργών Εσωτερικών και Δικαιοσύνης της κυβέρνησης Καραμανλή μετέθεσε χρονικά το άνοιγμά τους για άλλα 20 χρόνια (ΦΕΚ 1832/Β/2009 της 3/9/2009).
Η σημερινή κυβέρνηση εξετάζει το ενδεχόμενο επίσπευσης αυτής της διαδικασίας για το 2017, οι σχετικές αποφάσεις δεν έχουν ωστόσο ακόμη οριστικοποιηθεί.
Ας ελπίσουμε ότι τελικά θα κατανικηθούν όσες αναστολές έχουν κληρονομηθεί από το παρελθόν, από τη στιγμή μάλιστα που παρόμοια υλικά είναι προσβάσιμα σε διεθνές επίπεδο.
Οπως και να το κάνουμε, είναι μάλλον προβληματικό οι Ελληνες ιστορικοί να μπορούν να μελετήσουν ατομικούς φακέλους Ελλήνων αντιστασιακών (π.χ. του Αρη Βελουχιώτη) που καταρτίστηκαν από τη βρετανική SOE και φυλάσσονται στα Εθνικά Αρχεία του Λονδίνου, όχι όμως και τα αντίστοιχα υλικά των ελληνικών υπηρεσιών Ασφαλείας!
...και υπηρεσιακό αρχείο
Το δεύτερο «ανενεργό» αρχείο που αναμένεται ν’ αξιοποιηθεί, αποτελείται από περίπου 1.000 υπηρεσιακούς φακέλους της ΕΛ.ΑΣ. και των προκατόχων της (Χωροφυλακή και Αστυνομία Πόλεων), δεν περιλαμβάνει ατομικούς φακέλους και καλύπτει το χρονικό διάστημα από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια μέχρι τη δεκαετία του 1980.
Ο συνολικός όγκος του εκτιμάται σε περίπου 1.000.000 σελίδες και μεγάλο αριθμό φωτογραφιών.Είναι προφανές ότι το υλικό αυτό συνιστά πολύτιμη πηγή για τη μελέτη, τόσο της ποινικής εγκληματικότητας όσο και των μεθόδων καταπολέμησης του «εσωτερικού εχθρού» κατά τα μεταπολεμικά χρόνια.
Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, των Βαλκάνιων γειτόνων μας συμπεριλαμβανομένων, τα αντίστοιχα αρχεία έχουν από καιρό ανοίξει στους ιστορικούς, τουλάχιστον κατά το μέρος τους που αφορά τον σχεδιασμό και την άσκηση της κρατικής πολιτικής.
Το χρονικό
Το πρώτο βήμα για την αξιοποίηση αυτού του αρχείου σημειώθηκε τον περασμένο Δεκέμβριο, επί υπουργίας Κικίλια, όταν αποφασίστηκε η σύσταση πενταμελούς υπηρεσιακής επιτροπής για τη «συστηματική καταγραφή, ταξινόμηση, αρχειοθέτηση, ιστορική τεκμηρίωση [sic] και ψηφιοποίηση του υλικού».
Στο έργο αυτό κλήθηκαν να υποβάλουν υποψηφιότητα συμμετοχής όσοι πτυχιούχοι υπάλληλοι της ΕΛ.ΑΣ. πληρούν τις σχετικές προϋποθέσεις (βιβλιοθηκονόμοι κ.λπ.).
Η ανταπόκριση υπήρξε όμως πολύ περιορισμένη, για οικονομικούς κυρίως λόγους: η εν λόγω επιστημονική υπηρεσία δεν περιλαμβάνει νυχτερινές βάρδιες και τις συνακόλουθες μισθολογικές προσαυξήσεις.Μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο κ. Πανούσης ανέθεσε τη μελέτη του ζητήματος στην Κωνσταντίνα Μπότσιου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας και αναπληρώτρια πρύτανη του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
Επιλογή που συμβαδίζει με τη γενικότερη κυβερνητική πολιτική «εθνικής ενότητας», καθώς η κ. Μπότσιου, όχι μόνο προέρχεται από τον χώρο της Ν.Δ., αλλά έχει χρηματίσει ακόμη και γενική διευθύντρια του επίσημου κομματικού... θινκ τανκ (Ινστιτούτο Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής).Η γραπτή εισήγησή της υποβλήθηκε στις 31 Μαρτίου, επιβεβαιώνει τη μεγάλη αξία του επίμαχου υλικού και καταλήγει στη διατύπωση ενός ολοκληρωμένου χρονοδιαγράμματος 16-36 μηνών για τη λεπτομερή καταγραφή, ψηφιοποίηση, ταξινόμηση και διαβάθμιση του αρχείου, με σκοπό την άμεση διάθεση ενός τμήματός του στους ερευνητές.
Ειδικά όσον αφορά τη διαβάθμιση των ντοκουμέντων, η κ. Μπότσιου εισηγείται τη δημοσιοποίηση των «εμπιστευτικών» εγγράφων σε 15 χρόνια, των «απόρρητων» σε 20 χρόνια, των «άκρως απόρρητων» σε 25 χρόνια, όσων αφορούν την «εθνική ασφάλεια» σε 60 χρόνια και όσων θίγουν ζητήματα ιδιωτικού βίου σε 75 χρόνια από τη σύνταξή τους.
Δεδομένου ότι οι έννοιες τόσο της «εθνικής ασφάλειας» όσο και της «ιδιωτικότητας» έχουν αποδειχθεί εξαιρετικά εύπλαστες, καθοριστική για το εύρος του ανοίγματος των αρχείων της ΕΛ.ΑΣ. στους ιστορικούς θ’ αποδειχθεί -εκ των πραγμάτων- η επιλογή των επιστημόνων που θ’ αναλάβουν αυτόν τον επαναχαρακτηρισμό.
Εξίσου αποφασιστικό ρόλο θα διαδραματίσει -λογικά- και το θεσμικό πλαίσιο, εντός του οποίου θα οργανωθεί η πρόσβαση των ερευνητών στο αποχαρακτηρισμένο υλικό.
Η εισήγηση της κ. Μπότσιου υποδεικνύει τρεις δυνητικές επιλογές για τη στέγαση και φύλαξη των αρχείων: (α) το υπηρεσιακό «Τμήμα Ιστορίας-Εκδόσεων» της ΕΛ.ΑΣ., β) το «Πολιτιστικό Κέντρο Ελληνικής Αστυνομίας», νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου που ιδρύθηκε επί Καραμανλή (2008) και στεγάζεται στο κτίριο της πάλαι ποτέ Σχολής Χωροφυλακής στου Γουδή, και (γ) στα καθ’ ύλην αρμόδια Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ), τα οποία «έχουν το πλεονέκτημα ότι διαθέτουν την τεχνογνωσία και τις υποδομές να δεχθούν και να οργανώσουν πλήρως το αρχείο, συμβάλλοντας στην ψηφιοποίηση και τη διάθεσή του στην έρευνα».
Με δεδομένη την αρνητική εμπειρία από παρεμφερή δημόσια αρχεία (π.χ. το πολύπαθο Ιστορικό Αρχείο του ΥΠΕΞ), αλλά και τους αποκλεισμούς που υφίστανται αντιφρονούντες ερευνητές από στρατευμένα ιδιωτικά κέντρα (π.χ. Ιδρυμα Καραμανλή), είναι πάντως προφανές πως η επιλογή των ΓΑΚ θα διασφαλίζει περισσότερες εγγυήσεις για την ορθή διαχείριση ενός τόσο ευαίσθητου υλικού και την απαραίτητη ισονομία όσον αφορά την απρόσκοπτη πρόσβαση των ερευνητών σε αυτό.
Στα ΓΑΚ έχει άλλωστε ήδη κατατεθεί ένας αριθμός από παλαιότερους φακέλους της Αστυνομίας Πόλεων και της Χωροφυλακής, πολλοί από τους οποίους έχουν όμως οφθαλμοφανώς ή και παντελώς αποψιλωθεί προκαταβολικά από το μεγαλύτερο μέρος του περιεχομένου τους. Ο φάκελος 689.3 του Αρχείου της Αστυνομίας Πόλεων, με τίτλο «Εκτοπισμένοι-υπό περιορισμόν-δηλωσίαι», περιέχει λ.χ. ένα όλο κι όλο έγγραφο του 1976, κι αυτό περιορισμένης αξίας!
Εξίσου απελπιστικά φτωχός είναι ο φάκελος 682.1 («Μειονότητες-Μουσουλμάνοι») κ.ο.κ.
Ελπίζουμε πως το άνοιγμα που επιχειρεί ο τωρινός αναπληρωτής υπουργός θ’ αποφύγει τις ενδοϋπηρεσιακές παγίδες που παράγουν τέτοιου είδους φαιδρότητες...
Αρχεία ΕΥΠ: μήπως ήρθε η ώρα;
Εκτός από τους φακέλους της ΕΛ.ΑΣ. υπάρχουν όμως και άλλες συλλογές ιστορικών τεκμηρίων, που καιρός είναι πλέον ν’ ανοίξουν στην επιστημονική έρευνα. Στην περίπτωση λ.χ. της ΕΥΠ, ο ισχύων σήμερα Ν. 3649 έχει προβλέψει από το 2008 τη σύσταση και λειτουργία Ιστορικού Αρχείου της υπηρεσίας, με αποχαρακτηρισμό όσων εγγράφων έχουν συνταχθεί πριν από 50 χρόνια και η δημοσιοποίησή τους δεν βλάπτει την εθνική ασφάλεια ή την προσωπικότητα συγκεκριμένων προσώπων. Μολονότι αυτό το άνοιγμα έμεινε μέχρι σήμερα στα χαρτιά, το νομικό πλαίσιο για την υλοποίησή του παραμένει ενεργό.
Δεν περιμένει φυσικά κανείς να δοθούν στους ιστορικούς κατάλογοι πρακτόρων, χαφιέδων ή άλλα «καυτά» ντοκουμέντα. Υπάρχουν ωστόσο ολόκληρες κατηγορίες εγγράφων που, ενώ αποτελούν πολύτιμα τεκμήρια για τους ιστορικούς, η απόκρυψή τους δεν έχει πλέον την παραμικρή σχέση με την κρατική ασφάλεια. Ορισμένα από αυτά, μάλιστα, δεν προέρχονται καν από τις υπηρεσίες ασφαλείας, αλλά αποτελούν λάφυρα των τελευταίων κατά τις μετακατοχικές διώξεις του «εσωτερικού εχθρού».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα αρχεία του ΕΛΑΣ και της Εθνικής Πολιτοφυλακής, που κατασχέθηκαν στη διάρκεια των Δεκεμβριανών κι ένα ελάχιστο δείγμα τους χρησιμοποιήθηκε επιλεκτικά σε μετεμφυλιακή προπαγανδιστική έκδοση («Βίβλος της εθνοπροδοσίας»), η σύνταξη της οποίας είχε ανατεθεί στην τότε ΚΥΠ. Μήπως θα έπρεπε η κοινότητα των Ελλήνων ιστορικών να διατυπώσει το συντομότερο σχετικό αίτημα για την παράδοση αυτών των τελευταίων στα καθ’ ύλην αρμόδια Γενικά Αρχεία;
Συντάκτης: Τάσος Κωστόπουλος
http://www.efsyn.gr/arthro/vgainoyn-sto-fos-ta-arheia-tis-elas
Ο λόγος για τα αρχεία της Ελληνικής Αστυνομίας, το άνοιγμα των οποίων στους ερευνητές εξαγγέλθηκε από τον αναπληρωτή υπουργό Εσωτερικών Γιάννη Πανούση κατά τις πρόσφατες προγραμματικές δηλώσεις του (17/4).
Απαντώντας σε σχετικό ερώτημά μας, ο κ. Πανούσης επιβεβαιώνει πως «το αρχειακό αυτό υλικό αποτελεί κομμάτι της ιστορίας μας και θα πρέπει να είναι στη διάθεση των ερευνητών και κάθε ενδιαφερόμενου», ξεκαθαρίζοντας πως «η μελέτη της πραγματικής ιστορίας του τόπου μας σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί αναμόχλευση παθών».
Διατυπώνει, μάλιστα, την υπόθεση ότι «μέσα σ’ αυτούς τους υπηρεσιακούς φακέλους μπορεί να εντοπίσουμε και δημοκρατικά ψήγματα της Ελληνικής Αστυνομίας, παρά τα όσα συνήθως θρυλούνται».
Οσον αφορά τη χρηματοδότηση του έργου, ο αναπληρωτής υπουργός επισημαίνει τη δυνατότητα αξιοποίησης κονδυλίων του ΕΣΠΑ μέσω του Κέντρου Μελετών Ασφάλειας (ΚΕΜΕΑ), της ημιεπίσημης «δεξαμενής σκέψης» που ιδρύθηκε το 2005 επί υπουργίας Βουλγαράκη.
Ατομικοί φάκελοι...
Επί της ουσίας, το άνοιγμα του ιστορικού αρχείου της ΕΛ.ΑΣ. αφορά δυο διαφορετικές κατηγορίες τεκμηρίων. Η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει 2.110 ατομικούς φακέλους «προσωπικοτήτων» που διασώθηκαν το 1989 από την «εθνοενωτική» πυρά της Χαλυβουργικής, για να δοθούν αργότερα στην ιστορική έρευνα. Βάσει της σχετικής υπουργικής απόφασης της 7ης Σεπτεμβρίου 1989 (ΦΕΚ 672/Β/1989), το περιεχόμενό τους θα γινόταν προσιτό στους ενδιαφερόμενους ύστερα από μία 20ετία.
Λίγες όμως μέρες προτού εκπνεύσει αυτή η προθεσμία, νέα απόφαση των υπουργών Εσωτερικών και Δικαιοσύνης της κυβέρνησης Καραμανλή μετέθεσε χρονικά το άνοιγμά τους για άλλα 20 χρόνια (ΦΕΚ 1832/Β/2009 της 3/9/2009).
Η σημερινή κυβέρνηση εξετάζει το ενδεχόμενο επίσπευσης αυτής της διαδικασίας για το 2017, οι σχετικές αποφάσεις δεν έχουν ωστόσο ακόμη οριστικοποιηθεί.
Ας ελπίσουμε ότι τελικά θα κατανικηθούν όσες αναστολές έχουν κληρονομηθεί από το παρελθόν, από τη στιγμή μάλιστα που παρόμοια υλικά είναι προσβάσιμα σε διεθνές επίπεδο.
Οπως και να το κάνουμε, είναι μάλλον προβληματικό οι Ελληνες ιστορικοί να μπορούν να μελετήσουν ατομικούς φακέλους Ελλήνων αντιστασιακών (π.χ. του Αρη Βελουχιώτη) που καταρτίστηκαν από τη βρετανική SOE και φυλάσσονται στα Εθνικά Αρχεία του Λονδίνου, όχι όμως και τα αντίστοιχα υλικά των ελληνικών υπηρεσιών Ασφαλείας!
...και υπηρεσιακό αρχείο
Το δεύτερο «ανενεργό» αρχείο που αναμένεται ν’ αξιοποιηθεί, αποτελείται από περίπου 1.000 υπηρεσιακούς φακέλους της ΕΛ.ΑΣ. και των προκατόχων της (Χωροφυλακή και Αστυνομία Πόλεων), δεν περιλαμβάνει ατομικούς φακέλους και καλύπτει το χρονικό διάστημα από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια μέχρι τη δεκαετία του 1980.
Ο συνολικός όγκος του εκτιμάται σε περίπου 1.000.000 σελίδες και μεγάλο αριθμό φωτογραφιών.Είναι προφανές ότι το υλικό αυτό συνιστά πολύτιμη πηγή για τη μελέτη, τόσο της ποινικής εγκληματικότητας όσο και των μεθόδων καταπολέμησης του «εσωτερικού εχθρού» κατά τα μεταπολεμικά χρόνια.
Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, των Βαλκάνιων γειτόνων μας συμπεριλαμβανομένων, τα αντίστοιχα αρχεία έχουν από καιρό ανοίξει στους ιστορικούς, τουλάχιστον κατά το μέρος τους που αφορά τον σχεδιασμό και την άσκηση της κρατικής πολιτικής.
Το χρονικό
Το πρώτο βήμα για την αξιοποίηση αυτού του αρχείου σημειώθηκε τον περασμένο Δεκέμβριο, επί υπουργίας Κικίλια, όταν αποφασίστηκε η σύσταση πενταμελούς υπηρεσιακής επιτροπής για τη «συστηματική καταγραφή, ταξινόμηση, αρχειοθέτηση, ιστορική τεκμηρίωση [sic] και ψηφιοποίηση του υλικού».
Στο έργο αυτό κλήθηκαν να υποβάλουν υποψηφιότητα συμμετοχής όσοι πτυχιούχοι υπάλληλοι της ΕΛ.ΑΣ. πληρούν τις σχετικές προϋποθέσεις (βιβλιοθηκονόμοι κ.λπ.).
Η ανταπόκριση υπήρξε όμως πολύ περιορισμένη, για οικονομικούς κυρίως λόγους: η εν λόγω επιστημονική υπηρεσία δεν περιλαμβάνει νυχτερινές βάρδιες και τις συνακόλουθες μισθολογικές προσαυξήσεις.Μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο κ. Πανούσης ανέθεσε τη μελέτη του ζητήματος στην Κωνσταντίνα Μπότσιου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Σύγχρονης Ιστορίας και αναπληρώτρια πρύτανη του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.
Επιλογή που συμβαδίζει με τη γενικότερη κυβερνητική πολιτική «εθνικής ενότητας», καθώς η κ. Μπότσιου, όχι μόνο προέρχεται από τον χώρο της Ν.Δ., αλλά έχει χρηματίσει ακόμη και γενική διευθύντρια του επίσημου κομματικού... θινκ τανκ (Ινστιτούτο Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής).Η γραπτή εισήγησή της υποβλήθηκε στις 31 Μαρτίου, επιβεβαιώνει τη μεγάλη αξία του επίμαχου υλικού και καταλήγει στη διατύπωση ενός ολοκληρωμένου χρονοδιαγράμματος 16-36 μηνών για τη λεπτομερή καταγραφή, ψηφιοποίηση, ταξινόμηση και διαβάθμιση του αρχείου, με σκοπό την άμεση διάθεση ενός τμήματός του στους ερευνητές.
Ειδικά όσον αφορά τη διαβάθμιση των ντοκουμέντων, η κ. Μπότσιου εισηγείται τη δημοσιοποίηση των «εμπιστευτικών» εγγράφων σε 15 χρόνια, των «απόρρητων» σε 20 χρόνια, των «άκρως απόρρητων» σε 25 χρόνια, όσων αφορούν την «εθνική ασφάλεια» σε 60 χρόνια και όσων θίγουν ζητήματα ιδιωτικού βίου σε 75 χρόνια από τη σύνταξή τους.
Δεδομένου ότι οι έννοιες τόσο της «εθνικής ασφάλειας» όσο και της «ιδιωτικότητας» έχουν αποδειχθεί εξαιρετικά εύπλαστες, καθοριστική για το εύρος του ανοίγματος των αρχείων της ΕΛ.ΑΣ. στους ιστορικούς θ’ αποδειχθεί -εκ των πραγμάτων- η επιλογή των επιστημόνων που θ’ αναλάβουν αυτόν τον επαναχαρακτηρισμό.
Εξίσου αποφασιστικό ρόλο θα διαδραματίσει -λογικά- και το θεσμικό πλαίσιο, εντός του οποίου θα οργανωθεί η πρόσβαση των ερευνητών στο αποχαρακτηρισμένο υλικό.
Η εισήγηση της κ. Μπότσιου υποδεικνύει τρεις δυνητικές επιλογές για τη στέγαση και φύλαξη των αρχείων: (α) το υπηρεσιακό «Τμήμα Ιστορίας-Εκδόσεων» της ΕΛ.ΑΣ., β) το «Πολιτιστικό Κέντρο Ελληνικής Αστυνομίας», νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου που ιδρύθηκε επί Καραμανλή (2008) και στεγάζεται στο κτίριο της πάλαι ποτέ Σχολής Χωροφυλακής στου Γουδή, και (γ) στα καθ’ ύλην αρμόδια Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ), τα οποία «έχουν το πλεονέκτημα ότι διαθέτουν την τεχνογνωσία και τις υποδομές να δεχθούν και να οργανώσουν πλήρως το αρχείο, συμβάλλοντας στην ψηφιοποίηση και τη διάθεσή του στην έρευνα».
Με δεδομένη την αρνητική εμπειρία από παρεμφερή δημόσια αρχεία (π.χ. το πολύπαθο Ιστορικό Αρχείο του ΥΠΕΞ), αλλά και τους αποκλεισμούς που υφίστανται αντιφρονούντες ερευνητές από στρατευμένα ιδιωτικά κέντρα (π.χ. Ιδρυμα Καραμανλή), είναι πάντως προφανές πως η επιλογή των ΓΑΚ θα διασφαλίζει περισσότερες εγγυήσεις για την ορθή διαχείριση ενός τόσο ευαίσθητου υλικού και την απαραίτητη ισονομία όσον αφορά την απρόσκοπτη πρόσβαση των ερευνητών σε αυτό.
Στα ΓΑΚ έχει άλλωστε ήδη κατατεθεί ένας αριθμός από παλαιότερους φακέλους της Αστυνομίας Πόλεων και της Χωροφυλακής, πολλοί από τους οποίους έχουν όμως οφθαλμοφανώς ή και παντελώς αποψιλωθεί προκαταβολικά από το μεγαλύτερο μέρος του περιεχομένου τους. Ο φάκελος 689.3 του Αρχείου της Αστυνομίας Πόλεων, με τίτλο «Εκτοπισμένοι-υπό περιορισμόν-δηλωσίαι», περιέχει λ.χ. ένα όλο κι όλο έγγραφο του 1976, κι αυτό περιορισμένης αξίας!
Εξίσου απελπιστικά φτωχός είναι ο φάκελος 682.1 («Μειονότητες-Μουσουλμάνοι») κ.ο.κ.
Ελπίζουμε πως το άνοιγμα που επιχειρεί ο τωρινός αναπληρωτής υπουργός θ’ αποφύγει τις ενδοϋπηρεσιακές παγίδες που παράγουν τέτοιου είδους φαιδρότητες...
Αρχεία ΕΥΠ: μήπως ήρθε η ώρα;
Εκτός από τους φακέλους της ΕΛ.ΑΣ. υπάρχουν όμως και άλλες συλλογές ιστορικών τεκμηρίων, που καιρός είναι πλέον ν’ ανοίξουν στην επιστημονική έρευνα. Στην περίπτωση λ.χ. της ΕΥΠ, ο ισχύων σήμερα Ν. 3649 έχει προβλέψει από το 2008 τη σύσταση και λειτουργία Ιστορικού Αρχείου της υπηρεσίας, με αποχαρακτηρισμό όσων εγγράφων έχουν συνταχθεί πριν από 50 χρόνια και η δημοσιοποίησή τους δεν βλάπτει την εθνική ασφάλεια ή την προσωπικότητα συγκεκριμένων προσώπων. Μολονότι αυτό το άνοιγμα έμεινε μέχρι σήμερα στα χαρτιά, το νομικό πλαίσιο για την υλοποίησή του παραμένει ενεργό.
Δεν περιμένει φυσικά κανείς να δοθούν στους ιστορικούς κατάλογοι πρακτόρων, χαφιέδων ή άλλα «καυτά» ντοκουμέντα. Υπάρχουν ωστόσο ολόκληρες κατηγορίες εγγράφων που, ενώ αποτελούν πολύτιμα τεκμήρια για τους ιστορικούς, η απόκρυψή τους δεν έχει πλέον την παραμικρή σχέση με την κρατική ασφάλεια. Ορισμένα από αυτά, μάλιστα, δεν προέρχονται καν από τις υπηρεσίες ασφαλείας, αλλά αποτελούν λάφυρα των τελευταίων κατά τις μετακατοχικές διώξεις του «εσωτερικού εχθρού».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα αρχεία του ΕΛΑΣ και της Εθνικής Πολιτοφυλακής, που κατασχέθηκαν στη διάρκεια των Δεκεμβριανών κι ένα ελάχιστο δείγμα τους χρησιμοποιήθηκε επιλεκτικά σε μετεμφυλιακή προπαγανδιστική έκδοση («Βίβλος της εθνοπροδοσίας»), η σύνταξη της οποίας είχε ανατεθεί στην τότε ΚΥΠ. Μήπως θα έπρεπε η κοινότητα των Ελλήνων ιστορικών να διατυπώσει το συντομότερο σχετικό αίτημα για την παράδοση αυτών των τελευταίων στα καθ’ ύλην αρμόδια Γενικά Αρχεία;
Συντάκτης: Τάσος Κωστόπουλος
http://www.efsyn.gr/arthro/vgainoyn-sto-fos-ta-arheia-tis-elas
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου