Λιώνουν τα μάτια μου στο φως της τηλεόρασης
Με νανουρίζει μια στριμμένη μελωδία
Όσοι περνούν τη χώρα της απόγνωσης
παθαίνουν αμνησία.
Γ.Α.
1985
Στην αρχή του φύλακα στη σίκαλη, ο Χόλντεν Κώλφηλντ αναφέρει πως: αν υπάρχει κάτι που σιχαίνεται, είναι ο σινεμάς. Αν υπάρχει κάτι, όμως, που σιχαίνομαι εγώ, είναι η σημερινή τηλεόραση. Θα μου πεις, βέβαια, ποιος είμαι εγώ και τι λόγο έχω να γράψω ένα κείμενο γι’ αυτό το πράγμα που σιχαίνομαι. Ένας απλός τηλεθεατής είμαι και δεν έχω κανέναν λόγο απολύτως. Απλώς, έχω τις αμυγδαλές μου κι έχω νεύρα και θέλω κάπου να ξεσπάσω. Δεν το χρωστάω σε κανέναν, λοιπόν, διότι απλούστατα κανένας δε με ξέρει και δεν έχω και καμιά διάθεση να με μάθει και κανείς. Απλώς μ’ έχει πιάσει μια τρελή απόγνωση τώρα και δέκα ημέρες και θέλω να βγω να το φωνάξω, άλλα όπως προανέφερα, καμία διάθεση δεν έχω να με μάθουνε γι αυτό και προτίμησα να γράψω. Σκέφτηκα τα παιδιά απ’ το πρέζα τιβι –και λόγω του ονόματος αλλά κυρίως λόγω του ότι και αυτοί θυμώνουν συνεχώς– και πιστεύω ότι τους ταιριάζει αυτή η δημοσίευση.
Τώρα και δέκα μερόνυχτα λοιπόν με ταλαιπωρούν οι αμυγδαλές μου κι όσες αντιβιώσεις κι αντιφλεγμονώδη και να πάρω δε λέει να επανέλθει ο οργανισμός και δε μπορώ να βγω να πληρώσω το ίντερνετ που μου ‘χουν κόψει απ’ την ημέρα που αρρώστησα και είμαι αναγκασμένος να βλέπω όλη μέρα τηλεόραση. Έχω προσπαθήσει να διαβάσω, αλλά δέκα ημέρες τώρα, ίσα που μπόρεσα να τελειώσω δυο νουβέλες. Ξέρεις, όταν είμαι άρρωστος δεν τα καταφέρνω να διαβάζω πολλές ώρες, διότι με παίρνει ο ύπνος. Νισάφι πια. Έχω κοιμηθεί πολλές ώρες το τελευταίο δεκαήμερο για να προσκαλώ τον Μορφέα κι άλλο. Οπότε, όπως σου είπα, αναγκάζομαι να βλέπω όλη μέρα τηλεόραση. Και δεν αντέχω άλλο.
Βαρέθηκα να βλέπω τα ίδια και τα ίδια, οι παραπληγές μου πρήξαν τα… Αν είναι δυνατόν, σου μιλάω ειλικρινά, δεν έχει σημασία ποιο κανάλι παρακολουθείς και ποιος μελαχρινός η ξανθιά παρουσιάζει την εκπομπή, διότι όλα είναι μία ρέπλικα. Ρέπλικα του μεσημεριανού απ’ τις αρχές του δυο χιλιάδες. Που κατάντησαν τα κανάλια, εκεί που δεκαπέντε χρόνια πριν όλοι έκραζαν τη Λαμπίρη και τη Στεφανίδου ως μεσημεριανές κουτσομπολίστικες εκπομπές σε κάτι b-channels, να θέλουν τώρα όλοι αυτό το προϊόν από το πρωί ως το βράδυ.
Ανήκω στη γενιά του ογδόντα εφτά. Για την ακρίβεια έκλεισα τα είκοσι οχτώ στις τριάντα Νοεμβρίου. Την ημέρα που ‘χε γεννηθεί κι ο Βλάσσης. Οπότε, όπως καταλαβαίνεις, μεγάλωσα βλέποντάς τον. Το Βλάσση και τους άλλους απαράδεκτους, τους αυθαίρετους, το εκμέκ παγωτό, τον Μάινα στους Μεν και Δεν, τη Μαλβίνα, τους δύο ξένους, είμαστε στον αέρα με Σακελαρίου κι Αθερίδη, τους αλλοπαρμένους από το κομφούζιο και το Α.Μ.Α.Ν., τον Ηρακλή και φυσικά τη Ζίνα, το Δόγκανο, το Μπάμ, τις Ανατριχίλες, το συν και πλην και Μπήλιω Τσουκαλά, κάθε Σάββατο μεσημέρι Μέγκα στις τρείς και είκοσι, art attack, παιχνίδια χωρίς σύνορα, ταύρος με τοξότη, Δέκα Μικρούς Μήτσους νύχτες κωμωδίας και άλλα πολλά ήταν αυτά με τα οποία μεγάλωσα εγώ και η γενιά μου.
Τώρα με τι μεγαλώνουν, ειλικρινά έχεις αναρωτηθεί με τι; Έχεις συνειδητοποιήσει ότι το παιδί σου όταν σχολάσει και εσύ εργάζεσαι, εκείνο κάθεται στην τηλεόραση και βλέπει τους πάντες να ξεκατινιάζονται; Να σου πω και κάτι που μπορεί να σου διαφεύγει; για όλα εμάς τα παιδιά του δημοσίου που οι γονείς μας δεν είχαν χρήματα να μας πάνε σε ιδιωτικά σχολεία, η τηλεόραση λειτούργησε κάπως σαν σχολείο. Τι εννοώ, στο δημόσιο οι περισσότεροι δάσκαλοι και μετέπειτα καθηγητές –όχι όλοι, επισημαίνω, αλλά σίγουρα οι περισσότεροι– ήταν κάτι τύποι που κοιτάζαν το ρολόι για το πότε σχολάμε, χωρίς να δίνουν ιδιαίτερη σημασία για το αν μάθαμε κάτι. Οπότε κι εμείς, χωρίς να καταλαβαίνουμε τι ακριβώς κάνουμε λάθος, γυρνούσαμε και βλέπαμε πολύ περισσότερη ώρα τηλεόραση απ’ το να προετοιμαστούμε για την επόμενη ημέρα του σχολείου. Αυτό είναι κάτι που πρέπει να το καταλάβουνε πολύ καλά αυτοί οι οποίοι εμπλέκονται με την τηλεόραση, διότι απ’ το να κράζουν όλη μέρα την εκάστοτε κυβέρνηση, καλύτερα θα ήταν να παράγουν λίγο καλύτερη παιδεία μέσω αυτής. Όλα από εκεί ξεκινάνε, από τη παιδεία –και ας με διαψεύσει όποιος θέλει.
Δε λέω, κι είκοσι χρόνια πριν είχαμε γελοιότητες τύπου ραντεβού στα τυφλά, αλλά τουλάχιστον το παρουσίαζε η Βάσια Τριφύλλη με το μοναδικό της χιούμορ. Δείξε μου τώρα μία Βάσια, διότι από τριφύλλια έχουμε πολλά. Πάρα πολλά. Ακόμα και η νέα γενιά παρουσιαστών –ο Ουγγαρέζος με τη Συνατσάκη φερ’ ειπείν– την όποια φρεσκάδα μπορεί να είχαν πριν από οχτώ χρόνια στο mad, τους ανάγκασαν να την ευνουχίσουν και τους έκαναν κεντρικούς στο πανελίστικο στυλ.
Ξυπνάς το πρωί, Λαμπίρη, Τσιμτσιλή, Παπανώτας και κουτσομπολιά, άσε τον Παπαδάκη και τον Καμπουράκη, διότι όπως έχουνε πει και άλλοι, είμαστε η μοναδική χώρα που καταφέρνει να μετατρέπει τους ιδιωτικούς υπάλληλους σε δημόσιους. Λίγο αργότερα, πρωινάδικα σε ύφος μεσημεριανού κουτσομπολιού και συνταγής εικοσαετίας. Μεσημεριάζει. Κι εκεί είναι που γίνεται το ολοκαύτωμα: πλέον η νοικοκυρά βγαίνει από τη δική της κουζίνα και μπαίνουν όλοι οι άλλοι, διότι ως γνωστόν τα μεγαλύτερα μυστικά λέγονται στην κουζίνα. Καινούριου, Περρής, Φώτης και Μαρία και μόνο ειλικρινά μόνο, βίντεο από άλλες εκπομπές και φουλ κουτσομπολιά. Απογευματιάζει λίγο και αρχίζουμε τις σαπουνόπερες στα μεγάλα κανάλια –εντάξει, είχαμε κι εμείς Φώσκολο οπότε δε μπορώ να επέμβω και πολύ εδώ, αν και είκοσι χρόνια μετά θα έπρεπε να είχε αλλάξει αυτό όχι να ψάχνουμε για αντικαταστάτες της Λάμψης και του Καλημέρα Ζωή. Τώρα για τα τούρκικα δεν έχω και πολλά να πω, καταλαβαίνω σε πόσο ξεφτίλα τιμή τ’ αγοράζουν. Είναι μέχρι να καταλάβουν και οι ίδιοι οι διευθυντές προγράμματος πόσο σοβαρές πένες υπάρχουν εκεί έξω, να τους κεντρίσουν και να τους αφήσουνε να γράψουν κάτι ελεύθερα. Όπως είχαν κάνει και παλιότερα στην αρχή της ιδιωτικής τηλεόρασης και έδωσαν χώρο στους Ρέππα – Παπαθανασίου να μας χαρίσουν τις τρείς χάριτες, στη Δήμητρα να μας γνωρίσει τους Απαράδεκτους και στους Ρώμα-Χατζησοφιά να μας συστήσουν τα εξάρχεια πλάι στο Κολωνάκι, δηλαδή τους Μεν και Δεν.
Δεν με νοιάζει αν σου άρεσαν όλα αυτά ή αν τα εκτιμάς, με νοιάζει να σκεφτείς τι έχουμε σήμερα στη θέση τους. Σήριαλ διασκευές απ’ έξω, λες και μου ‘ναι δύσκολο να το κατεβάσω, να το δώσω στον πατέρα μου να το δει, το πρωτότυπο, όχι αυτό το φτηνιάρικο προϊόν που μας λανσάρουν τα κανάλια σχεδόν καθημερινά.
Το πρόβλημα είναι πολύ πιο βαθύ όμως, διότι αν ο Φοίβος ευθύνεται που η ελληνική δισκογραφία έχει εξαφανιστεί (κάτσε και σκέψου ποιος είναι αυτός που έφερε το χωρίς ουσία τραγούδι στην Ελλάδα και έδωσε χώρο σε εκατοντάδες ακόμα να το υπηρετήσουν και να συνεχίζουν να το κάνουν), τότε νομίζω πως η αρχή της καταστροφής ήρθε με το big brother .Δεν θα σου κρυφτώ, άλλωστε σου είπα είμαι εικοσιοκτώ, οπότε κι εγώ πέρασα απ’ το δύο χιλιάδες ένα στο δύο χιλιάδες δύο βλέποντας τον Τσάκα να ξεχρεώνει. Δεν φταίω όμως εγώ, ήμουν μικρός και έβλεπα ότι παίζει, όπως δεν φταίνε και οι σημερινοί πιτσιρικάδες, που δεν θέλω να σκέφτομαι τι βλέπουν κάθε μέρα στην τηλεόραση.
Δεν σου λέω ότι είμαι ένας ρομαντικός νοσταλγός του ροκ εντ ρολλ που νομίζει πως η δική του εποχή δεν είχε λάθη. Θυμάμαι πολύ καλά και τα ριάλιτι του Μάρκου στον Σκάι και το ερωτοδικείο, τα μεσημεριανά και φυσικά τις ντροπές του Μικρούτσικου, απλώς όλα αυτά τότε ξέραμε ότι τα βλέπουνε μονάχα κάτι λούμπεν τύποι και τα σνόμπαραν οι περισσότεροι. Τώρα, όμως, κυριαρχεί αυτό το είδος, τι κυριαρχεί δηλαδή, μονοπωλεί το ενδιαφέρον, διότι απλούστατα δεν υπάρχει και κάτι άλλο να δεις. Πίστεψε με σου λέω, δέκα μέρες τώρα δεν έχω βγει από το σπίτι μου και ντρέπομαι για ολ’ αυτά που έχω παρακολουθήσει. Αντί να ντρέπονται όλοι αυτοί που τα υπηρετούν, ντρέπομαι εγώ που τα βλέπω. Πέθανε ο άνθρωπος ο Χατζησάββας κι όλοι ‘βγήκαν και καλά να τον υπερασπιστούν –παπάρια, νούμερα θέλουν να κάνουν. Κατάφεραν έναν τόσο διακριτικό άνθρωπο, κι αυτόν και το σύντροφό του, να τους διαμορφώσουν σε σαπουνόπερα βραζιλιάνικη όπως αυτές τις παλιές που έβλεπε η γιαγιά μου πριν είκοσι χρόνια.
Για να συνεχίσω εκεί που είχα μείνει, όμως, λίγο πριν τις ειδήσεις έχουμε τηλεπαιχνίδια. Ο Φερεντίνος είναι πολύ ωραίος τύπος κι αυτό πάντα πουλάει –κι οι κόντρες του Βλάση πουλούσαν και το κόντρα πλακέ του Σπύρου το ίδιο, είναι παλιό το κόλπο και η αλήθεια είναι ότι είναι πολύ αστείο, οπότε το τρώω. Αυτό που δεν τρώω, όμως, ξέρεις ποιο είναι; και στο άκου τι είπαν και στον τροχό της τύχης και γενικά σε όλα τα τηλεπαιχνίδια, είτε μαγειρικής είτε όχι, παίζουνε μονάχα Έλληνες. Άκου παράδειγμα: πάω το αυτοκίνητό μου σε ένα πάρκινγκ όπου εργάζεται ένας συνομήλικος μου απ’ την Αλβανία. Μια μέρα, λοιπόν, ήταν πολύ χαρούμενος που θα πήγαινε σε ένα απ’ αυτά τα τηλεπαιχνίδια για δοκιμαστικό, την επόμενη ήταν στεναχωρημένος, όμως, διότι τον είχαν κόψει, για τους ευνόητους ρατσιστικούς λόγους. Δεν μπορώ να το καταλάβω, ρε φίλε, πόσο αλαζόνες πια προς την καταγωγή μας. Οι Αλβανοί, οι Σύριοι, οι Πακιστανοί, οι Ουκρανοί, οι Ρώσσοι κι όλοι αυτοί οι άνθρωποι, μένουν πλέον στην χώρα που γεννήθηκα κι εγώ και εσύ, τους νοικιάζουμε τα σπίτια μας και παίρνουνε τσιγάρα απ’ τα περίπτερά μας, γιατί πρέπει να τους κρύβουμε απ’ το μέσο τηλεθεατή, γιατί να μην τους δώσουμε την ευκαιρία να τζογάρουν και να παίξουνε κι αυτοί μέσω όλων αυτών των τηλεπαιχνιδιών. Ειλικρινά, ποιοί είναι όλοι αυτοί που επιλέγουνε να παίζουν μόνο Έλληνες κι ας μου απαντήσουνε, γιατί νομίζουν ότι οι Έλληνες είμαστε πιο γαμάτοι από όλους αυτούς τους λαούς.
Φτάνοντας σιγά σιγά στον επίλογο, θέλω να σου πω –σε σένα που θα βιαστείς να με κρίνεις ότι μπορούσα και ν ’αλλάξω κανάλι– ότι, ναι, και κρατική τηλεόραση είδα και ειδήσεις στον Σκάι, αλλά πόσο πια ενημέρωση, δε μπορώ όλη μέρα να ενημερώνομαι για το ποιο πολιτικό έδειραν ή πόσο ακόμα θα κατεβάσουν τη σύνταξη του πατέρα μου, ούτε για το πόσα χρόνια ακόμα πρέπει να δουλέψει η μητέρα μου για να πάρει σύνταξη κι εκείνη. Ήθελα κι εγώ λίγο να χαλαρώσω απ’ την αρρώστια που με ταλαιπωρεί, απλώς αντί να χαλαρώσω, τέντωσα, όχι εγώ, τα νεύρα μου. Όσο για σένα, που επίσης θα βιαστείς να μου απαντήσεις ότι πάντα έτσι ήταν η τηλεόραση, έχω να σου απαντήσω ότι όσο κι αν οι ΤΡΥΠΕΣ που λατρεύω την έκραζαν από πάντα, αν δεν υπήρχε, εγώ δεν θα είχα δει τους δύο ξένους, οπότε δεν θα είχα κάνει δώρο από τα δεκατέσσερα μου στο κορίτσι μου το μονόγραμμα του Ελύτη, ούτε θα είχα δει το cheek to cheek του Φραγκιόγλου, άρα δε θα είχα πάει να νοικιάσω την Casablanca στα δέκα μου, δεν θα είχα δει ποτέ τον Μητροπάνο στο Χαι Ροκ να μιλάει κι όχι να μόνο να τραγουδάει, δε θα είχα δει για μία και μοναδική φορά τον Βλάση πλάι στον Τουρνά να τραγουδάει το ήλιε μου στο άλλα κόλπα, δε θα είχα ακούσει τον Ταρκόφσκι από τις τρεις Χάριτες για να ψάξω αργότερα το ποιος είναι, δεν θα είχα δει το stand by me του Rob Reiner στο mega απ’ τα οχτώ μου και γενικά θα είχα αργήσει πολλά να μάθω, όπως έκαναν κι οι προηγούμενοι από μένα, διότι μπορεί οι επόμενοι μου να έχουν το ίντερνετ το οποίο βοηθάει σε πολλά, η καλή τηλεόραση όμως πιστεύω ότι μπορεί να βοηθήσει σε πολλά περισσότερα.
Για το τέλος, δεν σου λέω ότι περιμένω πως κάτι θα αλλάξει, σου λέω ότι εμένα οι αμυγδαλές κάποια στιγμή θα επανέλθουν και θα βγω ξανά απ’ το σπίτι μου, θα γυρίσω στη δουλειά μου και στην καθημερινότητά μου με το ίντερνετ και την κλειστή τηλεόραση, εσύ όμως που την έχεις ανοιχτή ένα έχω να σου πω. Κλείστην.
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ
ΠΡΕΖΑ TV
16-12-2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου