Σάββατο, Ιανουαρίου 28, 2017

UNFOLLOW:ΟΙ ΑΔΙΕΞΟΔΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΕΡΟΥ ΑΝΤΙΜΝΗΜΟΝΙΑΚΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ

Στις 21 Αυγούστου 2015, ομάδα 25 βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ υποβάλλει αίτημα ανεξαρτητοποίησης και ανακοινώνει τη συγκρότηση νέου κομματικού φορέα με το όνομα «Λαϊκή Ενότητα». Έχει προηγηθεί η συνθηκολόγηση της κυβέρνησης Τσίπρα στη «διαπραγμάτευση» με τους δανειστές της χώρας, ελάχιστες μέρες μετά το «Όχι» της πλειοψηφίας των πολιτών στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, και η υπερψήφιση του τρίτου μνημονίου από τη Βουλή των Ελλήνων. Η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ είναι γεγονός. Οι αποχωρούντες βουλευτές καταγγέλλουν την ηγετική ομάδα για προδοτική στάση και δηλώνουν ότι προχωρούν στη συγκρότηση «αντιμνημονιακού μετώπου», μιας συσπείρωσης ευρύτερων αντιμνημονιακών, ριζοσπαστικών, αριστερών και δημοκρατικών δυνάμεων.

Δεκάξι μήνες αργότερα, την Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2016, πολλοί από τους πρωταγωνιστές εκείνων των ημερών, μεταξύ άλλων ο Γιάνης Βαρουφάκης, η Ζωή Κωνσταντοπούλου, ο Παναγιώτης Λαφαζάνης, αλλά και ο Αλέκος Αλαβάνος και ο Μανώλης Γλέζος, συγκεντρώνονται σε παρουσίαση του βιβλίου της Νάντιας Βαλαβάνη. Ένας εξ αυτών, ο Κώστας Λαπαβίτσας, επισημαίνει: «Ή θα νικήσουμε όλοι μαζί, ή θα πεθάνουμε χωριστά. Είναι φανερό ότι χρειαζόμαστε Μέτωπο». O πρώην βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ περιέγραψε την κατάσταση με ακρίβεια: το «αντιμνημονιακό μέτωπο» της Αριστεράς δεν συγκροτήθηκε ποτέ.


Η αποτυχία της ΛΑΕ να εισέλθει στη Βουλή τον Σεπτέμβριο του 2016 σηματοδότησε την αρχή του τέλους ενός εγχειρήματος, το οποίο από την πρώτη στιγμή φανέρωσε τις αδυναμίες του: κλειστές ομάδες, ανύπαρκτες συμμαχίες, απουσία πραγματικού διαλόγου, μοναχικές πορείες, εγωισμοί, ηγεμονισμοί, βοναπαρτισμοί. Παράλληλα, η απουσία ενός ολοκληρωμένου σχεδίου για την απαγκίστρωση της χώρας από τα μνημόνια και τις πολιτικές λιτότητας με ριζικές αλλαγές στο υπάρχον πολιτικοοικονομικό οικοδόμημα, όπως και οι αμφιταλαντεύσεις σε σχέση με ερωτήματα όπως αυτό του ευρώ και των σχέσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση, εγκλώβισε τα πρώην στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ σε μονότονες καταγγελίες της εφαρμοζόμενης κυβερνητικής πολιτικής, οι οποίες όμως ποτέ δεν συνδέθηκαν με εναλλακτικές προτάσεις διεξόδου. Η απουσία στρατηγικού στόχου άφησε όλο το χώρο σε προσωπικές επιθέσεις και ύβρεις κυρίως κατά του Αλέξη Τσίπρα, οι οποίες όμως στην πραγματικότητα απέπνεαν περισσότερο αμηχανία και έλλειψη πολιτικής πρότασης παρά αυτοπεποίθηση για τη δυνατότητα να υπάρξει μια εναλλακτική στρατηγική.

Αυτό απηχούσε και ένα άλλο βασικό έλλειμμα: αυτό της απουσίας κριτικού αναστοχασμού σχετικά με το πώς ηττήθηκε η «πρώτη φορά Αριστερά». Το διαρκώς επαναλαμβανόμενο σχήμα της «προδοσίας» Τσίπρα και το συναφές αφήγημα της «μνημονιακής μετάλλαξης» μικρή υπηρεσία προσφέρουν στην κατανόηση των πολιτικών ελλειμμάτων και της στρατηγικής απρονοησίας που έφερε το σύνολο ΣΥΡΙΖΑ αντιμέτωπο με το δίλημμα είτε της υποταγής είτε της ρήξης – μια ρήξη για την οποία κανείς στην πραγματικότητα δεν ήταν έτοιμος όσο κι αν οι κοινωνικές δυναμικές φάνηκε να την ευνοούν. Όσο κι αν ισχύει ότι τμήματα της στενής ηγετικής ομάδας είχαν κάνει εκ των προτέρων τους συμβιβασμούς τους, κυρίως με την αποδοχή του αναπόδραστου της συνεννόησης με τους δανειστές και τα ευήκοα ώτα προς την επιχειρηματική ελίτ, εντούτοις τα περισσότερα στελέχη που έμειναν μοιράζονταν κοινές διαδρομές, ιδεολογικές αναφορές, στρατηγικά ελλείμματα με αυτούς που έφυγαν. Το γεγονός ότι όσοι έφυγαν αρνήθηκαν εντέλει τα οφέλη της εξουσίας προφανώς αποτέλεσε ηθική στάση, αυτό όμως δεν τους απαλλάσσει και από την ανάγκη να δώσουν απαντήσεις για το πώς έφτασαν τα πράγματα σε αυτό το σημείο ή από τις ευθύνες που φέρουν και οι ίδιοι για την εξέλιξη…

U61_XaralaZenakos_3_900

Όλα αυτά σε συνδυασμό με την απουσία ουσιαστικού πολιτικού διαλόγου ανάμεσα στα διάφορα αριστερά κόμματα, κινήσεις και πρωτοβουλίες αποτέλεσαν τροχοπέδη στη δράση τους. Το στοιχείο, ωστόσο, που σηματοδοτεί την ολοκληρωτική αποτυχία τους δεν είναι άλλο από την αδυναμία τους να κινητοποιήσουν τα λαϊκά στρώματα, να αφυπνίσουν συνειδήσεις και να παρουσιάσουν τελικά ένα πρόγραμμα που, πέρα από τις αντιμνημονιακές κατάρες, θα μπορούσε να γίνει αντικείμενο πάλης και διεκδίκησης ενός ευρύτερου κοινωνικού και πολιτικού μετώπου για ριζικές αλλαγές στο επίπεδο της οικονομίας και της πολιτικής.

Ενάμιση χρόνο μετά τη γενναία –αν και καθυστερημένη– ρήξη του με τον ΣΥΡΙΖΑ και καθώς η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα κοιτάζει με ολοένα εντεινόμενη, κυνική επιμονή προς το μέλλον, το «αντιμνημονιακό μέτωπο» βυθίζεται σε γραφειοκρατικές αντιμαχίες και εκφυλίζεται σε μοναχικές θνησιγενείς πορείες.

Ο αποσιωπημένος ριζοσπαστισμός της ΛΑΕ

Τον Αύγουστο του 2015, μετά τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ, προσχώρησε στη ΛΑΕ περίπου το 1/4 της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής του κόμματος: συνολικά 27 βουλευτές που είχαν εκλεγεί τον Ιανουάριο του 2015, το μεγαλύτερο τμήμα του Νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ, μεγάλος αριθμός κομματικών και νομαρχιακών οργανώσεων, καθώς και η συντριπτική πλειοψηφία των μελών των συνδικαλιστικών παρατάξεων του ΣΥΡΙΖΑ στο Δημόσιο και τις ΔΕΚΟ. Αυτό το κομματικό δυναμικό, πέρα από τον μεγάλο όγκο του για τα δεδομένα του ΣΥΡΙΖΑ, αποτελούσε κατά γενική ομολογία ένα από τα πιο μαχητικά, κινηματικά τμήματά του. Τα στελέχη που συγκρότησαν τη ΛΑΕ, ειδικά όσοι από αυτούς υπήρξαν και βουλευτές, κατείχαν επιπλέον το παράσημο της καταψήφισης του τρίτου μνημονίου.

Η ΛΑΕ διαμόρφωσε ένα πρόγραμμα σε τέσσερις βασικούς άξονες: την ανατροπή των μνημονίων και της λιτότητας• τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους• την εθνικοποίηση και τον κοινωνικό έλεγχο των τραπεζών και την εφαρμογή μεταβατικού προγράμματος με ορίζοντα το σοσιαλισμό. Ωστόσο, παρά τη ριζοσπαστική επιφάνεια του προγράμματος, οι θέσεις της δεν έγιναν ποτέ ξεκάθαρες. Μολονότι σε δηλώσεις τους τα στελέχη της ΛΑΕ ανέφεραν ότι έχουν στόχο την αποδέσμευση της χώρας «από την Ευρωζώνη-ευρώ και τη σύγκρουση με τις νεοφιλελεύθερες επιλογές και πολιτικές της ΕΕ», στην πραγματικότητα δεν μπόρεσαν να εξηγήσουν πώς θα οδηγούσαν χωρίς μνημόνιο τη χώρα σε παραγωγική ανασυγκρότηση. Η συζήτηση για το εθνικό νόμισμα παρέμεινε εγκλωβισμένη σε ένα πολύ στενό πλαίσιο και ορισμένες φορές παρουσιαζόταν ως μια ιδιότυπη οικονομική πανάκεια, ενώ άλλες –συχνά υπό το βάρος της φόρτισης– αποσιωπούνταν. Το πρόβλημα είναι ότι ενώ η ρήξη με τη νομισματική, θεσμική και δημοσιονομική αρχιτεκτονική της Ευρωζώνης έχει όντως αποδειχθεί αναγκαία συνθήκη για οποιαδήποτε εναλλακτική λύση, εντούτοις δεν επαρκεί• είναι ολοφάνερο ότι απαιτείται και μια ολοκληρωμένη πρόταση για την παραγωγική ανασυγκρότηση στο νέο τοπίο, τις κοινωνικές δυνάμεις που θα τη στηρίζουν, τις πραγματικές δυνατότητες αλλά και τις δυσκολίες, τα πεδία πειραματισμού και τις πρωτοβουλίες που πρέπει να ενεργοποιηθούν. Και όχι μόνο. Αυτό που κυρίως απουσίασε ή και αποσιωπήθηκε ήταν ότι εδώ δεν επρόκειτο για μια πρόταση αλλαγής της οικονομικής πολιτικής, αλλά για μια συνολικότερη ρήξη όχι απλώς με την Ευρωπαϊκή Ένωση –στοιχείο αναγκαίο και εξαιτίας της εμφανούς κρίσης του «ευρωπαϊκού οράματος»– αλλά και το όλο πλέγμα αυτού που δεν μπορούμε να περιγράψουμε με άλλο τρόπο παρά μόνο ως ιμπεριαλιστικό σύστημα. Μ’ άλλα λόγια, η «ρήξη» που ευαγγελιζόταν η ΛΑΕ και η δυνατότητα εφαρμογής έστω και μιας ρανίδας του προγράμματός της συνεπάγεται μια γεωπολιτική αναδιάταξη μνημειωδών διαστάσεων, μια σεισμική ιστορική σύγκρουση με το σύνολο των συστημάτων στα οποία διαπλέκονται οι διεθνείς σχέσεις και οι παγκοσμιοποιημένες οικονομικές πολιτικές. Κανένας δεν το παραδέχτηκε ποτέ αυτό ρητά – ούτε βέβαια περιέγραψε έστω και κατά διάνοια πώς κάτι τέτοιο θα γινόταν εφικτό. Μοιάζει σαν η ΛΑΕ να επιθυμούσε να γίνει ένα ατόφια επαναστατικό κόμμα, δίχως ποτέ να το παραδεχτεί ούτε στον ίδιο της τον εαυτό – πόσο μάλλον να το προτείνει και να το περιγράψει στους πολίτες.

Μέσα σε λίγους μόλις μήνες από τη συγκρότηση της ΛΑΕ και αφού προηγήθηκε η εκλογική συντριβή και το γκρέμισμα των ψευδαισθήσεων –στελέχη της πριν από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 μιλούσαν για διψήφια ποσοστά!–, ακολούθησε μια εντυπωσιακή τάση μελών και οπαδών να φυλλορροούν, αλλά και μια παρατεταμένη αδράνεια στελεχών, κάποια εκ των οποίων στην συνέχεια αποχώρησαν. Από την πρώτη μέρα, άλλωστε, στο οργανωτικό κομμάτι υπήρξε υπερσυγκέντρωση της πολιτικής παρουσίας και εκπροσώπησης στο Αριστερό Ρεύμα, η οποία διατηρείται μέχρι σήμερα. Ο Παναγιώτης Λαφαζάνης, σε αντίθεση με την ιστορική του διαδρομή που ποτέ δεν χαρακτηρίστηκε από διάθεση προβολής (παρότι ηγείτο της τάσης που πάντα ήταν η πιο ισχυρή στον ενιαίο Συνασπισμό, πάντα διάλεγε την «πίσω θέση» τόσο επί Α. Αλαβάνου όσο και επί Α. Τσίπρα), επέλεξε τώρα να βγει πιο μπροστά μάλλον όχι από φιλοδοξία, αλλά περισσότερο προς αποφυγή «λαθών του παρελθόντος». Αυτό, όμως, στην πράξη σήμαινε συγκεντρωτισμό και κυριαρχία της ηγετικής ομάδας του Αριστερού Ρεύματος. Ο ηγετικός πυρήνας της ΛΑΕ απέφυγε να προχωρήσει στην άμεση διοργάνωση μιας πλατιάς δημοκρατικής διαδικασίας μετά την εκλογική ήττα. Το ιδρυτικό συνέδριο έλαβε χώρα δέκα μήνες μετά την ίδρυσή της, τον Ιούνιο του 2016, και ανέδειξε γραμματέα του Πολιτικού Συμβουλίου τον Π. Λαφαζάνη, ενώ τα μέλη του Αριστερού Ρεύματος υπερίσχυσαν στα όργανα και του «νέου» κόμματος. Το δε πρόβλημα της απόλυτης κυριαρχίας του Αριστερού Ρεύματος στο μηχανισμό της ΛΑΕ και την αποτυχία διαμόρφωσης μιας εσωκομματικής κουλτούρας με φρεσκάδα και δημοκρατικότητα ήρθε να επιτείνει η επί μακρόν ανολοκλήρωτη ρήξη με τον ΣΥΡΙΖΑ: η για μεγάλο διάστημα διατήρηση κοινών σχημάτων στη ΓΣΕΕ και την Αυτοδιοίκηση, με εμβληματική την περίπτωση της Περιφέρειας Αττικής, αποτέλεσε στοιχείο πολιτικής φθοράς, με την τελική ρήξη προς το τέλος του 2016 να έρχεται πολύ αργά και περισσότερο ως αναγκαστική λύση παρά ως προωθητική τομή.

Έτσι, τον Ιούλιο του 2016 αποχωρεί από το μέτωπο η Κομμουνιστική Τάση, για να ακολουθήσει τον Οκτώβριο και η Αριστερή Ριζοσπαστική Κίνηση (ΑΡΚ), ενώ σημειώνονται και αρκετές ατομικές αποστασιοποιήσεις. Η διεύρυνση προς άλλους χώρους της Αριστεράς έμελλε να αποδειχθεί ένα ακόμα ευχολόγιο, με την εξαίρεση ίσως του Σχεδίου Β’ του Αλέκου Αλαβάνου. Μετά το αρχικό ναυάγιο των συζητήσεων με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ –που επίσης αναδιπλώθηκε σε μια πολύ πιο αυτοαναφορική τοποθέτηση «επαναστατικής καθαρότητας»–, δεν υπήρξε καμία απόπειρα να δημιουργηθούν γέφυρες επικοινωνίας, διαλόγου ή έστω κοινών κινηματικών δράσεων με οποιονδήποτε. Τα μέλη και τα στελέχη της ΛΑΕ πήραν μέρος σε μικρές και μεγάλες κινητοποιήσεις στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας, αλλά δεν κατόρθωσαν ποτέ να προσελκύσουν νέες δυνάμεις, ενώ πλέον χάνουν και τις λιγοστές που τους είχαν απομείνει.

Ζωή Κωνσταντοπούλου: Νέα πολιτικός μόνη, ψάχνει…

Η αποτυχία της ΛΑΕ να εισέλθει στη Βουλή τον Σεπτέμβριο του 2015 ετεροκαθόρισε και τη στάση πολλών άλλων στελεχών προερχόμενων από τον ΣΥΡΙΖΑ. Ένα από αυτά είναι και η Ζωή Κωνσταντοπούλου. Η πρώην πρόεδρος της Βουλής φρόντισε από την πρώτη στιγμή της διάσπασης του ΣΥΡΙΖΑ να ακολουθήσει μια αυτόνομη πορεία. Συμμετείχε στη ΛΑΕ ως ανεξάρτητη, ενώ, όταν δεν εξασφαλίστηκε η είσοδος στη Βουλή, ξεκίνησε άμεσα τις διεργασίες για τη δημιουργία πολιτικής κίνησης.

Τελικά, στις 19 Απριλίου 2016, παρουσιάστηκε και επίσημα η Πλεύση Ελευθερίας. Η πολιτική κίνηση της Ζωής Κωνσταντοπούλου –για κόμμα δεν μπορούμε να μιλάμε αφού δεν έχει καμία δομή που να παραπέμπει σε αυτό τον ορισμό– έθεσε ως πρώτιστους στόχους «τη δημοκρατία, τη δικαιοσύνη, τη διαφάνεια, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη διαγραφή χρέους και τη διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών». Σύμφωνα με την ιδρυτική διακήρυξή της, η κίνηση στρέφεται κατά «της ολιγαρχίας, της ευρωγραφειοκρατίας, της τραπεζοκρατίας», ενώ στις κατά καιρούς τοποθετήσεις και δηλώσεις της, η Ζωή Κωνσταντοπούλου βάλλει κατά της μιντιοκρατίας και του συστήματος διαπλοκής. Ωστόσο, οι θέσεις της στο επίπεδο της οικονομίας δεν θίγουν τις δομές του συστήματος που γεννά και αναπαράγει αυτά τα φαινόμενα. Η διαγραφή του χρέους και η καθιέρωση νέων, πιο δημοκρατικών σχέσεων ανάμεσα στους πολίτες και το κράτος, που υπόσχεται η Ζωή Κωνσταντόπουλου, είναι ασφαλώς κρίσιμα ζητούμενα στην ελληνική πραγματικότητα, αλλά η αλήθεια είναι ότι εντός του υπάρχοντος πολιτικοοικονομικού οικοδομήματος, οι ρηξικέλευθες ανατροπές φαντάζουν απίθανες. Στην πραγματικότητα, όσο κι αν η Ζωή Κωνσταντοπούλου δεν υιοθετεί τις στερεότυπες αριστερές διατυπώσεις που χαρακτηρίζουν το λόγο της ΛΑΕ, βρίσκεται υπό το καθεστώς της ίδιας αποσιώπησης• όλα όσα διακηρύσσει απαιτούν μια τεραστίων διαστάσεων ρήξη με κάθε πτυχή του όλου διεθνούς συστήματος, ωστόσο λέγονται με τέτοια φυσικότητα που θα πίστευε κανείς ότι αρκεί να απορρίψει ο κόσμος τον «προδότη» Τσίπρα, ώστε να γίνουν με κάποιον μαγικό τρόπο πραγματικότητα. «Μικροπροβλήματα», όπως το ερώτημα στο όνομα ποιου ακριβώς υποκειμένου θα καθίστατο νοητή μια τέτοια κοσμοϊστορική ανατροπή, απλώς δεν τίθενται.

Ακόμη, όμως, και σε ένα επίπεδο «πολέμου σημείων», όπου ο στόχος θα ήταν να καταφέρει έστω κανείς ορισμένα πλήγματα στην πολιτική και οικονομική ολιγαρχία με όποιο –πολιτικό, νομικό ή άλλο– όπλο τυχαίνει να διαθέτει, η τακτική της Ζωής Κωνσταντοπούλου έχει πολλά κενά: αφήνει στο απυρόβλητο το υπάρχον ιδιοκτησιακό καθεστώς τραπεζών• καταγγέλλει τη δράση του ΤΑΙΠΕΔ, αλλά δεν μιλάει για εθνικοποίηση των στρατηγικών υποδομών• καταγγέλλει τη διαπλοκή, αλλά, παρότι έχει στην κατοχή της από τη θητεία της στην προεδρία της Βουλής φακέλους με μεγάλα σκάνδαλα, δεν ανοίγει θέμα ώστε να υπάρξει παρέμβαση της Δικαιοσύνης.

Γι’ αυτό και, όπως προκύπτει από την πορεία της ως τώρα, το σύστημα το οποίο καταγγέλλει όχι μόνο δεν τη θεωρεί πλέον ιδιαίτερα επικίνδυνη, αλλά της έχει βρει και ρόλο: αυτόν του σκληρού επικριτή του Αλέξη Τσίπρα, που δεν φείδεται προσωπικών επιθέσεων, ακόμη και προσβολών, ένα ρόλο που η ίδια παίζει με όρεξη όταν συχνά πυκνά της δίνεται βήμα από τα ισχυρά μιντιακά κέντρα. Σε αυτό το σημείο διαφαίνεται και μια σχέση με τη δημοσιότητα που μοιάζει πλέον να μην υποτάσσεται στην ανάγκη μετάδοσης ενός ανατρεπτικού μηνύματος από το χαρισματικό πρόσωπο το οποίο έχει τις μεγαλύτερες πιθανότητες να το κάνει να ακουστεί, αλλά στην ανάγκη να παραμείνει το ίδιο το πρόσωπο πάση θυσία στο προσκήνιο.

Zoe-Lycabettus
Φωτογραφία: Νίκος Λιμπερτάς / SOOC
Η στοχοποίηση του πρωθυπουργού από τη Ζωή Κωνσταντοπούλου παρουσιάζει αυτόνομο ενδιαφέρον: από την ψήφιση του τρίτου μνημονίου και μετά, αλλά ιδιαίτερα μετά την αποτυχία της να μπει στη Βουλή με τη ΛΑΕ, έχει καταφερθεί εναντίον του με ένα μένος που δικαιολογείται μόνο αν αναλογιστεί κανείς ότι μέχρι την έλευση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία η ίδια είχε υπάρξει στενότατη συνεργάτιδα του αρχηγού και απολάμβανε την εύνοιά του, ενώ μέχρι και το καλοκαίρι του 2015 πίστευε ότι ο Αλέξης Τσίπρας όχι μόνο δεν συμμετείχε, αλλά την υποστήριζε στις εσωκομματικές επιθέσεις που δεχόταν. Ίσως με αυτές τις επιθέσεις αισθάνεται ότι κερδίζει δημοσκοπικούς πόντους, γεγονός που την απαλλάσσει από το πιο κοπιαστικό καθήκον να αναλύσει τους στρατηγικούς στόχους της κίνησής της, όμως με έναν ιδιότυπο τρόπο η στάση της απέναντι στον πρωθυπουργό φωτίζει και την όλη κατηγορία περί «προδοσίας»: η προδομένη εδώ είναι η Ζωή Κωνσταντοπούλου.

Ο «προσωπικός» χαρακτήρας που δίνει τον τόνο στη διένεξη με τον πρωθυπουργό κυριαρχεί και στη συνολική αντίληψη της Ζωής Κωνσταντοπούλου για το πολιτεύεσθαι μετά τον ΣΥΡΙΖΑ. Παρά τις διαβεβαιώσεις για «ανοικτότητα», «πολυσυλλεκτικότητα», «δημοκρατικότητα» κτλ. που μπορεί κανείς να δει στα ομολογουμένως λιγοστά κείμενα της Πλεύσης Ελευθερίας, στην πραγματικότητα ισχύει το δόγμα «μιας γυνής αρχή». Η υποστήριξη προς την κίνηση αυξάνει ανάλογα με την απόσταση από τον πυρήνα, ενώ μειώνεται δραματικά με την εγγύτητα: τα στελέχη της κίνησής της είτε ζουν στη σκιά της, υπό… ενδιαφέρουσες εργασιακές συνθήκες, είτε αποχωρούν διακριτικά. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμα και η Ραχήλ Μακρή, που βρέθηκε από την πρώτη στιγμή κοντά στη Ζωή Κωνσταντοπούλου, παρά τις αντιρρήσεις πολλών που προέρχονταν από την Αριστερά και τότε διατηρούσαν ελπίδες για την κίνηση αυτή, επέλεξε πρόσφατα να δηλώσει ότι αποσύρεται από την πολιτική, δίνοντας μια ιδιαίτερα δηκτική αλλά μάλλον ακριβή περιγραφή των πραγμάτων: μίλησε για τη δημιουργία «μονοπρόσωπης ΕΠΕ» και όχι κόμματος.

Δίπλα στο ελλειμματικό πολιτικό κριτήριο που αποκαλύπτεται, όταν κάποιος που ήταν εκεί σε κάθε στιγμή και σε κεντρικό πολιτικό ρόλο, ξάφνου αρχίζει κατόπιν εορτής να κραυγάζει «προδοσία!», οφείλει κανείς να αναγνωρίσει ότι η Ζωή Κωνσταντοπούλου από την τροπή της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ πήρε το μάθημα που άλλοι δεν εννοούν να κατανοήσουν: αντιλήφθηκε ότι αυτό που κατέρρευσε δεν ήταν η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ με τη στενή έννοια, αλλά μια ολόκληρη νομιμοποίηση της Αριστεράς και μια δυνατότητα να επιστρατεύονται τα βασικά πολιτικά της εργαλεία. Ως εκ τούτου, ήταν οξυδερκής η επιμονή της να μην ορίσει την Πλεύση Ελευθερίας ως αριστερή κίνηση, αλλά να ψαρέψει με τα μάτια ορθάνοιχτα στα θολά νερά της αντιμνημονιακότητας, επικαλούμενη κάποιες νεφελώδεις –και ανύπαρκτες– κινηματικές διαδικασίες. Η επιλογή αυτή, μαζί με το αρχέτυπο του λαϊκιστή ηγέτη που ενσαρκώνει –η «Ζωή» πάντα σε απευθείας επικοινωνία με το «λαό»– της δίνει σίγουρα αυξημένες πιθανότητες να μπει στη Βουλή, βασισμένη αποκλειστικά στις δικές της δυνάμεις. Η διαφορά, όμως, από τον ΣΥΡΙΖΑ, που είχε κάνει μια παρόμοια επιλογή, υποβαθμίζοντας σταδιακά τα αριστερά του χαρακτηριστικά και προσχωρώντας από μια κινηματική δράση σε μια λογική της ανάθεσης, είναι ότι εκεί ουδέποτε σημειώθηκε μια τόσο βασική άρνηση της κεντρικότητας της διάκρισης ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά. Όσο, λοιπόν, κι αν η επιλογή αυτή μπορεί να αποδειχτεί στρατηγικά επωφελής, δεν μπορεί παρά να τη δει κανείς ως πλήρη παράδοση στη μεταδημοκρατική ιστορική συγκυρία και, βέβαια, δεν μπορεί να αγνοήσει ότι πρόκειται για ένα επικίνδυνο φλερτ με μια «υπέρβαση» που σε άλλες χώρες υπήρξε κατεξοχήν αφετηρία για την επιστροφή της Ακροδεξιάς στην πολιτική ζωή.

Δεν αποτελεί έκπληξη, συνεπώς, ότι πάνω από όλα το βασικό σύμπτωμα που συγκεφαλαιώνει η Ζωή Κωνσταντοπούλου είναι αυτό μιας ορισμένης κρίσης της ικανότητας να υπάρχει αριστερή πολιτική. Αντί δηλαδή για την τριβή με τις εργαζόμενες τάξεις, τους αγώνες και τις διεκδικήσεις του, αντί για την αποτίμηση της ιστορίας και της προοπτικής των κινημάτων χειραφέτησης, αντί για τη θεωρητική και στρατηγική συζήτηση, αντί για την προγραμματική δουλειά και επεξεργασία απαντήσεων με βάση τη δράση και διεκδίκηση των κινημάτων, αυτό που κυριαρχεί είναι η επικοινωνία, η αισθητική, η δημοτικότητα, η υποκατάσταση της πολιτικής γραμμής από την κρουστικότητα του ηγετικού προσώπου.

Και όλα αυτά δεν είναι, βέβαια, εάν τα δει κανείς από απόσταση, παρά τα συμπτώματα της ίδιας της κρίσης της αντιμνημονιακής Αριστεράς, ο πραγματικός και ουδέποτε αποκοπείς ομφάλιος λώρος με τον Αλέξη Τσίπρα ως φαινόμενο.

DiEM25: Ο ΣΥΡΙΖΑ ως ευρωφεντεραλιστικό όραμα

Την ίδια ώρα, στα φώτα της δημοσιότητας αλλά προς το παρόν μακριά από τα εγχώρια πολιτικά δρώμενα, κινείται ο Γιάνης Βαρουφάκης. Τον περασμένο Φεβρουάριο παρουσίασε στο Βερολίνο την Κίνηση για τη Δημοκρατία στην Ευρώπη 2025 (DiEM25). Από τότε μέχρι σήμερα έχει δώσει πλήθος συνεντεύξεων, αλλά η δράση της κίνησής του –αν υπάρχει– είναι άγνωστη στο πλατύ κοινό τόσο της Ευρώπης όσο και της Ελλάδας.

Ο Γιάνης Βαρουφάκης βρίσκεται πάντα φυσικά στον πολιτικό αφρό και γίνεται viral ειδικά όταν, καρφώνοντας τον Τσίπρα, φέρνει στο φως άγνωστες πτυχές της δραματικής διαπραγμάτευσης με τους δανειστές. Το πρόβλημα εδώ έγκειται στο ότι παρά την αντίθεσή του στην κυβέρνηση Τσίπρα, ο Γ. Βαρουφάκης παραμένει στην πραγματικότητα θιασώτης της πολιτικής της, δηλαδή της παραμονής εντός ευρώ και της διαπραγμάτευσης με την ΕΕ, έστω και εάν διατείνεται ότι η δική του τακτική θα είχε αντίθετα αποτελέσματα. Παρ’ όλα αυτά, από όλους τους «προδομένους» που σκόρπισε πίσω του ο ΣΥΡΙΖΑ, παραμένει ο μόνος που διαθέτει μια συνεκτική πρόταση, έστω κι αν δεν είναι τόσο καινούργια• η ιδέα της εμβάθυνσης του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, με την επάνοδο των καταστατικών αρχών της ισοτιμίας των κρατών-μελών και μια ριζοσπαστικότερη δημοκρατική δομή, ένα αριστερό ευρωφεντεραλιστικό όραμα, δεν μπορεί παρά να γοητεύει αρκετούς, σ’ ένα τοπίο όπου η πνιγμένη αντιμνημονιακότητα έχει πάψει να πιάνεται έστω και από τα μαλλιά της.

Κοντά στους πρωταγωνιστές αυτούς που μονοπώλησαν το αίτημα ύπαρξης αντιμνημονιακού μετώπου και κινήθηκαν ιδιοκτησιακά ως προς το «λαϊκό Όχι» του δημοψηφίσματος του Ιουλίου 2015, ενώ παλεύουν –με την εξαίρεση ίσως του DiEM25– πρωτίστως για μια θέση στη Βουλή, υπάρχουν πολλοί, λιγότερο προβεβλημένοι, που επέστρεψαν στην κινηματική τους καθημερινότητα μετά το αλλόκοτο διάλειμμα της αριστερής διακυβέρνησης. Κάποιοι συνεχίζουν να προσφέρουν, στη δικαιωματική πάλη, στα φεμινιστικά και τα ΛΟΑΤ κινήματα, στην αλληλεγγύη στους μετανάστες και τους πρόσφυγες, στο συνδικαλισμό βάσης. Ανάμεσά τους, άλλοι διατηρούν και μια τόση δα δυνατότητα συνεννόησης με τον ΣΥΡΙΖΑ –είτε με την ελπίδα της επανόδου, είτε λόγω μακρών προσωπικών σχέσεων και κοινών αγώνων–, ενώ άλλοι «όταν λένε όχι, εννοούν όχι».

Δεν έχει μεγάλη σημασία. Διότι αυτό που η εξ αριστερών αντιπολίτευση στη «δεύτερη φορά Αριστερά» κυρίως δεν κατάλαβε ήταν ότι η μεγαλύτερη επικοινωνιακή επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ ήταν πως, όταν προχώρησε στο «ξεκαθάρισμα», είχε ήδη έτοιμη και σε λειτουργία τη δικής του κατασκευής εσωκομματική αντιπολίτευση: με την τάση των «53+» να πρωτοστατεί, μεθοδικά οικοδομήθηκε ένας χώρος για να αναλάβει τη διάσωση της «αριστερής ψυχής» του ΣΥΡΙΖΑ• ένας χώρος όπου κανείς θα μπορούσε να επισημαίνει τα κακώς κείμενα, ακόμη και να θρηνεί για τις «αποτυχίες» της Αριστεράς, αλλά που ποτέ δεν θα έφτανε ως το σημείο να απειλήσει την κυβέρνηση ή την κατοχή της εξουσίας. Οι συχνές στιγμές στις οποίες ένα κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ καλεί τον κόσμο να αντισταθεί στις πολιτικές που εφαρμόζει ένα άλλο κομμάτι του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι παρά οι ακραίες –και γι’ αυτό γκροτέσκες– εκφάνσεις αυτού του εξόχως αποτελεσματικού μονοπωλίου που έχει επιβάλει η «κυβερνητική Αριστερά» σε κάθε πτυχή της αριστερής δημόσιας συζήτησης. Η κυριότερη δυσκολία των αντιμνημονιακών να λειτουργήσουν ως εξ αριστερών αντιπολίτευση είναι ότι εξ αριστερών αντιπολίτευση ήδη υπάρχει. Μόνο που δεν έπαψε ποτέ να στηρίζει την κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα.


 Αυγουστίνος Ζενάκος
Λευτέρης Χαραλαμπόπουλος
http://unfollow.com.gr/print-edition/oi-adiexodes-diadromes-tou-aristerou-antimnimoniakou-metopou/


ΠΡΕΖΑ TV
28-1-2017

Δεν υπάρχουν σχόλια: