Τετάρτη, Μαρτίου 29, 2017

ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΚΟΥΜΠΑΡΑΔΕΣ ΣΤΑ «ΚΟΚΚΙΝΑ ΔΑΝΕΙΑ»: ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Λίγα πράγματα επηρεάζουν την οικονομική ζωή όλων μας όσο το τραπεζικό σύστημα. Οι τράπεζες δεν είναι απλώς τα ATM ή τα στεγαστικά δάνεια. Λειτουργούν σαν να είναι το νευρικό σύστημα ολόκληρης της οικονομίας. Χωρίς την τραπεζική πίστη δεν μπορεί να υπάρξει οποιαδήποτε οικονομική δραστηριότητα μεγάλης κλίμακας. Η χρονική απόσταση ανάμεσα στην παραγωγή και την πώληση των προϊόντων, η ανάγκη των επιχειρήσεων να έχουν εκ των προτέρων κεφάλαια για να καταβάλουν μισθούς και να πληρώσουν προμηθευτές, η διαρκής ανάγκη να προεξοφλούνται μελλοντικές οικονομικές συναλλαγές, η εύρεση πόρων για μελλοντικές επενδύσεις, απαιτούν την τραπεζική. Κατά κάποιο τρόπο, οι τράπεζες εν τοις πράγμασι «παράγουν νέο χρήμα» που θα μετατραπεί σε πραγματικό κοινωνικό πλούτο στο μέλλον.


Ο ρόλος των τραπεζών δεν περιορίζεται απλώς στο να αναζητούν καταθέσεις, να δίνουν δάνεια και να επενδύουν μέρος των κεφαλαίων τους στις αγορές χρήματος, στα κρατικά χρεόγραφα ή σε άλλα επενδυτικά εργαλεία. Όταν μια τράπεζα δανείζει μια επιχείρηση, αποκτά λόγο σε αυτήν. Οι απαιτήσεις φερεγγυότητας μιας επιχείρησης για την εξυπηρέτηση του δανείου, σημαίνουν ότι μια τράπεζα επιβάλλει κατευθύνσεις σε μια επιχείρηση. Παγκοσμίως, μεγάλες αναδιαρθρώσεις επιχειρήσεων, αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, απολύσεις και μειώσεις μισθών έχουν συχνά την αφετηρία τους στην πίεση των τραπεζών. Ο τρόπος με τον οποίο το τραπεζικό σύστημα κατανέμει τις χρηματοδοτήσεις μπορεί να αναβαθμίσει ή να υποβαθμίσει ολόκληρους κλάδους της οικονομίας. Συχνά οι ίδιες οι τράπεζες, αποκτώντας εκτεταμένες συμμετοχές σε επιχειρήσεις, μετατρέπονται άμεσα ή έμμεσα σε σημαντικούς οικονομικούς κόμβους.

Στον αστερισμό της χρηματιστικοποίησης

Βασικό στοιχείο της εποχής μας αποτελεί η διόγκωση όλων των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με τον χρηματοπιστωτικό τομέα, είτε αυτών που αφορούν στενά τον τραπεζικό τομέα, είτε αυτών που αφορούν τις αγορές χρήματος και χρεογράφων, ως αποτέλεσμα της επέκτασης και της διεθνοποίησης των οικονομικών δραστηριοτήτων. Όμως, για να βρίσκει εύκολα κεφάλαια μια επιχείρηση με δημόσια εγγραφή, ή για να αντλούν κεφάλαια οι επενδυτικές εταιρείες και οι τράπεζες, πρέπει να υπάρχει το κίνητρο ενός κέρδους που δεν προέρχεται από την παραγωγή υλικών αγαθών και υπηρεσιών, αλλά μέσα από την αγορά και πώληση μετοχών, χρεογράφων κ.λπ. Αυτό που κοινώς ονομάζουμε «κερδοσκοπία», στην πραγματικότητα είναι σήμερα όρος για να λειτουργεί το τραπεζικό σύστημα και οι χρηματαγορές.

Όμως, αυτό ενέχει έναν κίνδυνο: να παράγονται «φούσκες», δηλαδή τεχνητές αυξήσεις αξιών, που φτιάχνονται με όρους ψυχολογίας της αγοράς (χαρακτηριστικό παράδειγμα η ελληνική «τρέλα του χρηματιστηρίου») και οι οποίες, όταν αποδεικνύεται ότι δεν αντιστοιχούν σε προϊόντα και υπηρεσίες που όντως παράγονται και πωλούνται, οδηγούν σε καταρρεύσεις και κραχ.

Διεθνώς αυτή η τάση ήρθε εκρηκτικά στο προσκήνιο με την οικονομική κρίση του 2007-8 –στις παραμονές της οποίας έγκριτοι οικονομολόγοι διαβεβαίωναν ότι δεν υπάρχει ενδεχόμενο κρίσης! Αφετηρία ήταν η «φούσκα» των στεγαστικών δανείων.

Μιλάμε για δάνεια που δόθηκαν σε φτωχούς πελάτες στις ΗΠΑ οι οποίοι ήταν πολύ πιθανό στο μέλλον να έχουν πρόβλημα με την αποπληρωμή τους. Στη συνέχεια τα δάνεια αυτά τιτλοποιήθηκαν, δηλαδή εκδόθηκαν «τίτλοι», η αποπληρωμή των οποίων στηριζόταν στις ταμειακές ροές που δημιουργούσαν τα δάνεια κατά την αποπληρωμή τους. Περίπλοκες διαδικασίες τιτλοποίησης υπόσχονταν μεγάλες αποδόσεις και αποτελούσαν ελκυστικά προϊόντα. Όταν, όμως, αποδείχτηκε ότι τα αρχικά δάνεια δεν μπορούσαν να εξυπηρετηθούν, συμπαρέσυραν τα επενδυτικά προϊόντα και μαζί τους το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα και την παγκόσμια οικονομία, με αφετηρία την κατάρρευση της Lehman Brothers, της τέταρτης μεγαλύτερης επενδυτικής τράπεζας των ΗΠΑ.

Η διαχείριση κινδύνου οδηγούσε σε όλο και πιο σύνθετα τραπεζικά και χρηματοπιστωτικά προϊόντα που απομακρύνονταν ολοένα και περισσότερο από τις πραγματικές συναλλαγές. Η έκρηξη των παραγώγων (ιδίως μετά την εξέλιξη των μαθηματικών μοντέλων για τον υπολογισμό τους) επέτεινε αυτή την κατάσταση, διαμορφώνοντας κινδύνους για το σκάσιμο της «φούσκας». Άλλωστε, σίγουρες προβλέψεις δεν υπάρχουν. Ο Robert C. Merton πήρε το βραβείο Νόμπελ στα οικονομικά το 1997 για την έρευνά του πάνω στον υπολογισμό της αξίας των χρηματοοικονομικών παραγώγων, όμως το 1998 το fund Long-Term Capital Management, του οποίου ήταν συνιδρυτής, έχασε 4,6 δισ. δολάρια σε 4 μήνες!

Τα τραπεζικά συστήματα γίνονταν, σε παγκόσμια κλίμακα, ολοένα και πιο ασταθή, με υπερβολική μόχλευση και τελικά κίνδυνο να συσσωρεύσουν επισφάλειες. Αυτό συνδυάστηκε με την αύξηση του δημόσιου χρέους. Όχι μόνο γιατί οι τεράστιες ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών μετακυλίονταν στη διόγκωση του δημόσιου χρέους, αλλά και γιατί η κρίση του δημόσιου χρέους σήμαινε ότι οι κρατικοί τίτλοι, που αποτελούσαν βασικό στήριγμα των τραπεζών, έπαυαν να είναι τόσο σταθεροί.

Η έκθεση των τραπεζών σε τέτοιες χρηματοπιστωτικές πρακτικές ήρθε και ως αποτέλεσμα του γεγονότος ότι αρκετές μεγάλες επιχειρήσεις προτιμούσαν να αντλούν κεφάλαια από τις ανοιχτές αγορές παρά από τον τραπεζικό δανεισμό. Οι τράπεζες άρχισαν να βλέπουν τις αποδοχές των εργαζόμενων ως πηγή δικού τους πλουτισμού, εξωθώντας αυτά τα κοινωνικά στρώματα να υπερχρεώνονται και διαρκώς να αποπληρώνουν χρέη. Σε χώρες όπως οι ΗΠΑ πλέον για έναν μισθωτό, η μισθοδοσία είναι απλώς ένα ποσό με το οποίο αποπληρώνει ένα χρέος που διαρκώς διογκώνεται, είτε πρόκειται για τα στεγαστικά δάνεια, είτε για το σπουδαστικό δάνειο είτε για τις καταναλωτικές δαπάνες.

Τα πρώτα βήματα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος

Το ξεκίνημα του τραπεζικού κλάδου στην Ελλάδα αντιστοιχούσε σε μια οικονομία κατά βάση αγροτική, με τον πλούτο να συγκεντρώνεται σε εύπορους εμπόρους που συχνά είχαν τις δραστηριότητές τους εκτός συνόρων, στις ανθούσες τότε παροικίες. Η πρώτη ελληνική τράπεζα, η Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα, που ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του Ιωάννη Καποδίστρια, είχε μικρή ανταπόκριση στην προσέλκυση κεφαλαίων, παρότι προσέφερε ως ενυπόθηκες εγγυήσεις αμπελώνες και ελαιώνες, τις αλυκές της Μήλου και της Νάξου, την παραγωγή σμυρίδας της Νάξου και των ορυχείων της Μήλου. Τελικά έκλεισε το 1833. Το 1841 θα ιδρυθεί η Εθνική Τράπεζα, με ελληνικά και ξένα κεφάλαια, που θα έχει και το εκδοτικό δικαίωμα (το δικαίωμα να εκδίδει χρήμα). Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα ιδρύονται και άλλες τράπεζες εκπροσωπώντας συχνά και παροικιακά συμφέροντα. Ιδρύονται τοπικές τράπεζες, κάποιες φορές με πρωτοβουλία εμπόρων που είχαν ανάγκη τις τραπεζικές συναλλαγές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι επιχειρήσεις του Ιωάννη Φ. Κωστόπουλου στην Καλαμάτα, που οδηγούν αργότερα στην ίδρυση της Τράπεζας Καλαμών, μακρινό πρόδρομο της σημερινής Alpha Bank.

Το 1893 ιδρύεται η Τράπεζα Αθηνών, η πρώτη τράπεζα καταθέσεων, με πρωτοβουλία εμπόρων, τραπεζιτών και εφοπλιστών. Η τράπεζα αυτή για μισό αιώνα θα είναι ο μόνος πραγματικός ανταγωνιστής της Εθνικής. Μέχρι την ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος, η Εθνική Τράπεζα απολαμβάνει τα πολλαπλά πλεονεκτήματα να είναι τράπεζα εκδοτική (άρα να απολαμβάνει το όφελος από το εκδοτικό προνόμιο), καταθέσεων, χορηγήσεων (και προς το κράτος με ιδιαίτερα προνομιακούς όρους) και προεξοφλητική.

Μέχρι την ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος, ο κύριος όγκος του τραπεζικού συστήματος είναι ιδιωτικός. Υπάρχουν δεκάδες τράπεζες αλλά ουσιαστικά ξεχωρίζουν πέντε: η Εθνική, η Αθηνών, η Εμπορική, η Ιονική και η Ανατολής. Αυτές συγκεντρώνουν το 85% των καταθέσεων. Αυτή η τραπεζική εικόνα αντιστοιχεί σε μια οικονομία με βάση την αγροτική παραγωγή, με αναπτυγμένο το εμπόριο, ιδίως το παροικιακό και με τη βιομηχανία να κάνει ακόμη τα πρώτα της βήματα. Μεγαλύτερος πελάτης  ως προς τις χορηγήσεις,  ιδίως για την Εθνική Τράπεζα, θα είναι το κράτος.

Τα πράγματα αλλάζουν στην περίοδο μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή. Οι μεγάλες ανάγκες της χώρας για δανειακά κεφάλαια την οδηγούν σε προσφυγή στη δημοσιονομική επιτροπή της Κοινωνίας των Εθνών. Όρος για τη χορήγηση του δανείου θα είναι η ίδρυση κεντρικής τράπεζας που θα έχει το εκδοτικό προνόμιο αλλά δεν θα έχει εμπορικές δραστηριότητες. Η Εθνική Τράπεζα αρνήθηκε να δεχτεί αυτόν τον περιορισμό και έτσι έχασε το εκδοτικό δικαίωμα, το οποίο πέρασε στην Τράπεζα της Ελλάδος που άρχισε να λειτουργεί το 1928.

Η δημιουργία κεντρικής τράπεζας, που έχει ως εργαλεία παρέμβασης, πέραν της έκδοσης του νομίσματος, τη διαμόρφωση του προεξοφλητικού επιτοκίου και τις υποχρεωτικές καταθέσεις σε αυτήν, αποτελούσε πλευρά μιας συνολικότερης στροφής προς την ενεργότερη παρέμβαση του δημόσιου τομέα στην οικονομία. Κατά την ίδια περίοδο έχουμε άλλωστε την ίδρυση της Εθνικής Κτηματικής Τράπεζας (1927) και της Αγροτικής Τράπεζας (1929). Η συμβολή του κράτους στην αγροτική πίστη, στην οποία ο ιδιωτικός τραπεζικός τομέας δεν είχε να επιδείξει ιδιαίτερη ενεργοποίηση ως τότε, αντανακλούσε στοχεύσεις του κράτους και των κομμάτων για τη σύναψη συμμαχιών με τα αγροτικά στρώματα.

Με τον τρόπο αυτό αντιμετωπίστηκε η προπολεμική οικονομική κρίση που οδήγησε στην έξοδο της Ελλάδας από τον «κανόνα του χρυσού» και την αναστολή της μετατρεψιμότητας της δραχμής το 1932. Η Τράπεζα της Ελλάδος θα παίζει κομβικό ρόλο στις συμφωνίες clearing (συμφωνίες εμπορικού συμψηφισμού και ανταλλαγής σε είδος χωρίς μεσολάβηση συναλλάγματος) που είχε συνάψει η Ελλάδα με χώρες όπως η Γερμανία προκειμένου να ξεπεράσει τα προβλήματα από την κατάρρευση των διεθνών νομισματικών συναλλαγών.  

Ανασυγκρότηση και αυξημένη παρέμβαση του κράτους

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήδη από την περίοδο της βρετανικής και αμερικανικής βοήθειας και του σχεδίου Μάρσαλ αλλά και του Εμφυλίου πολέμου, το τραπεζικό σύστημα μπαίνει κάτω από στενό δημόσιο έλεγχο. Για πολλά χρόνια τις κρίσιμες αποφάσεις τις έπαιρνε η Νομισματική Επιτροπή, ενώ κρίσιμα ζητήματα όπως η πολιτική επιτοκίων αποτελούσαν πολιτικές αποφάσεις και όχι προϊόν «ελεύθερου ανταγωνισμού». Εποπτεία καθιερώθηκε και στις πιστώσεις, σε μια περίοδο με μεγάλη ζήτηση πιστώσεων από τις επιχειρήσεις.

Με εργαλεία όπως οι υποχρεωτικές καταθέσεις των τραπεζών σε αυτήν, αλλά και η υποχρεωτική χαμηλότοκη κατάθεση των αποθεματικών των δημοσίων οργανισμών και των ασφαλιστικών ταμείων, η Τράπεζα της Ελλάδος ισχυροποιείται. Κατά την πρώτη φάση της είχε επίσης άμεσο ρόλο στη χορήγηση πιστώσεων προς τη βιομηχανία και άλλες επενδύσεις. Μετά το 1952 τον ρόλο αυτό ανέλαβαν οι εμπορικές κυρίως τράπεζες.

Από την προπολεμική περίοδο οι μεγάλες ελληνικές τράπεζες αποκτούν σημαντική θέση μέσα σε ελληνικές επιχειρήσεις ή μετατρέπονται σε κέντρα πολυσχιδών επιχειρηματικών ομίλων. Η Εθνική Τράπεζα και, μεταπολεμικά, η Εμπορική είναι τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα με συμμετοχές ή και έλεγχο σε ασφαλιστικές εταιρείες, σε ξενοδοχειακές μονάδες, σε μεταλλευτικές επιχειρήσεις, σε παραγωγικές επιχειρήσεις κάθε είδους.

Οι πολιτικές παρεμβάσεις είναι συχνές. Από τις ατομικές διαδρομές των ελλήνων τραπεζιτών και τις συχνές περιπτώσεις πολιτικών προσώπων που εναλλάχτηκαν ανάμεσα σε τραπεζικές και σε πολιτικές θέσεις, μέχρι τον κομβικό ρόλο της δημόσιας ιδιοκτησίας, το τραπεζικό σύστημα μπλέκεται ενεργά στις πολιτικές εξελίξεις. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι επιλογές όπως η συγχώνευση της Εθνικής Τράπεζας με την Τράπεζα Αθηνών (1953) δεν ήταν απλώς οικονομικές αλλά πολιτικές αποφάσεις, σχετιζόμενες με την προσπάθεια ανασυγκρότησης της εύθραυστης μεταπολεμικής οικονομίας. Όμως, πολλές επιχειρήσεις είχαν τη λογική των «δανεικών κι αγύριστων». Μεγάλο μέρος των χορηγήσεων που δόθηκαν στην περίοδο του Σχεδίου Μάρσαλ μένουν ανεξόφλητες: είναι οι περιβόητες «παγωμένες πιστώσεις».

Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα εμπλέκεται με τη μεταπολεμική οικονομική ανάπτυξη. Αυτό αφορά και τη χρηματοδότηση των μεγάλων δημόσιων επενδύσεων. Ευνοούνται βέβαια και από συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές. Για παράδειγμα, τα ασφαλιστικά ταμεία υποχρεώθηκαν να καταθέτουν τα αποθεματικά τους άτοκα ή με πολύ χαμηλό επιτόκιο στην Τράπεζα της Ελλάδος με τεράστιες σωρευτικές απώλειες. Η Τράπεζα της Ελλάδος χορηγούσε μετά στις εμπορικές τράπεζες που δάνειζαν με υψηλό επιτόκιο εμπορικές, βιομηχανικές και ναυτιλιακές επιχειρήσεις, συχνά όχι φερέγγυες και σίγουρα με τελική απώλεια για τα ασφαλιστικά ταμεία.

Κατά την περίοδο της δικτατορίας κυριαρχούν οι παρεμβάσεις των χουντικών στελεχών στις τράπεζες για χορήγηση δανείων σε «ημέτερους». Έγγραφα της ίδιας της… χουντικής ΚΥΠ, που δημοσιεύτηκαν το 1974, αποκάλυψαν πλήθος σκανδαλωδών χορηγήσεων σε συγγενείς και φίλους. Την ίδια ώρα η χούντα ενίσχυσε προκλητικά τον Όμιλο Ανδρεάδη (Εμπορική Τράπεζα).

Σε όλη τη μεταπολεμική περίοδο ο δημόσιος τομέας μέσα από την Εθνική, την Αγροτική και την Κτηματική έπαιζε πολύ μεγάλο ρόλο. Ωστόσο, υπάρχει και ένας άλλος μεγάλος ιδιωτικός όμιλος, αυτός των επιχειρήσεων στις οποίες πρωταγωνιστούσε ο καθηγητής Στρατής Ανδρεάδης, γύρω από την Εμπορική Τράπεζα. Ήταν η κυβέρνηση Καραμανλή, με αρμόδιο υπουργό τον Παναγή Παπαληγούρα, που το 1975 αποφασίζει να εθνικοποιήσει τον όμιλο, με αφορμή το γεγονός ότι η τράπεζα είχε χορηγήσει παράνομα μεγάλο δάνειο σε επιχείρηση του ομίλου της. Στην πραγματικότητα, ήταν μια πολιτική επιλογή για αυξημένο δημόσιο έλεγχο στην οικονομία.

Κατά τη Μεταπολίτευση θα κυριαρχήσουν οι τράπεζες δημόσιας ιδιοκτησίας, κατάσταση που διατηρείται μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980. Οι τράπεζες που δεν είναι κρατικές εκείνη την περίοδο είναι λίγες: η Τράπεζας Πίστεως, η Εργασίας, οι ξένες τράπεζες. Αυτό δίνει μια ιδιαίτερη πολιτική βαρύτητα στις αποφάσεις που λαμβάνονται και βέβαια αφήνει κάθε περιθώριο σε πολιτικές παρεμβάσεις για το ποιες επιχειρήσεις θα έπαιρναν δάνεια και ποιες όχι. Όμως, γενικότερα δεν είναι περίοδος αρνητική για τις τράπεζες, παρά τη σταδιακή σώρευση επισφαλειών από τις μετέπειτα «προβληματικές επιχειρήσεις». Η ελληνική κοινωνία παρέμεινε μια κοινωνία αποταμίευσης παρά δανεισμού. Τα υψηλά επιτόκια καταθέσεων προσέλκυαν καταθέτες, τα υψηλά επιτόκια χορηγήσεων δεν επέτρεπαν εύκολο δανεισμό, η διαφορά επιτοκίων καταθέσεων και επιτοκίων χορηγήσεων έδινε εγγυημένα κέρδη, η νοοτροπία των λαϊκών στρωμάτων ήταν η αποφυγή του υπέρμετρου χρέους.

Το ίδιο διάστημα οι τραπεζοϋπάλληλοι κατορθώνουν να έχουν σημαντικές κατακτήσεις και ως προς τα μισθολογικά και ως προς την εργασιακή σταθερότητα. Η ύπαρξη ενός μεγάλου δημόσιου τραπεζικού τομέα πίεζε και τον ιδιωτικό τραπεζικό τομέα να προσφέρει ανάλογες συνθήκες εργασίας. Ωστόσο, η πίεση για την ανάπτυξη και του ιδιωτικού τομέα στις τράπεζες παρέμενε ενεργή. Αυτό οδηγεί σε μια σταδιακή ανάπτυξή του, που θα επιταχυνθεί στη δεκαετία του 1990.

Βέβαια, στα πρώτα στάδια είχαμε και ορισμένα παρατράγουδα με κορυφαίο το σκάνδαλο Κοσκωτά. Ο Γιώργος Κοσκωτάς, διαπιστώνει τα περιθώρια που υπάρχουν για μια δυναμική ιδιωτική τράπεζα ως κέντρο ενός εκδοτικού και επιχειρηματικού ομίλου, σε μια εποχή που το ΠΑΣΟΚ αντιμέτωπο με την «επενδυτική αποχή» των «παλαιών τζακιών» αναζητά εναγωνίως τα «νέα τζάκια». Ο Κοσκωτάς αποκτά την Τράπεζα Κρήτης και, χρησιμοποιώντας τα κεφάλαιά της με παράνομο τρόπο, αρχίζει να διαμορφώνει έναν εκδοτικό όμιλο, αγοράζει μια ποδοσφαιρική ομάδα, τον Ολυμπιακό και απολαμβάνει ευνοϊκής κυβερνητικής μεταχείρισης (π.χ. πίεση να διατηρούν εκεί καταθέσεις οι δημόσιοι οργανισμοί). Η δραστηριότητά του γεννά εχθρότητα σε άλλους εκδότες και επιχειρηματίες και υποψίες για την προέλευση των χρημάτων του. Το σκάνδαλο γίνεται καταλύτης για ευρύτερες πολιτικές εξελίξεις, με τον τότε Συνασπισμό να συνεργάζεται με την ΝΔ στην κυβέρνηση Τζαννετάκη το 1989 για την «κάθαρση».

Η περίοδος της απελευθέρωσης του τραπεζικού συστήματος

Σταδιακά, όμως, και εντός του πλαισίου των οδηγιών της ΕΟΚ, αρχίζει η απορρύθμιση της ελληνικής τραπεζικής αγοράς. Το 1987 η έκθεση της Επιτροπής για τον Εκσυγχρονισμό και την Αναμόρφωση του Τραπεζικού Συστήματος, υπό τον Θ. Καρατζά, μετέπειτα διοικητή της Εθνικής Τράπεζας, προτείνει σταδιακή άρση των διοικητικών παρεμβάσεων, απελευθέρωση του τραπεζικού αλλά και του χρηματοπιστωτικού κλάδου, θεωρώντας ότι οι επιχειρήσεις δεν πρέπει να επιδιώκουν να αντλούν κεφάλαια μόνο μέσα από τον τραπεζικό χώρο.

Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 είχαν αρθεί οι περισσότεροι περιορισμοί ως προς τις τραπεζικές εργασίες και τα επιτόκια, ενώ από την κυβέρνηση Μητσοτάκη ξεκινά το μεγάλο κύμα ιδιωτικοποιήσεων. Το 1991 ιδιωτικοποιήθηκε η Τράπεζα Πειραιώς, που εξελίσσεται σε μεγάλη ιδιωτική τράπεζα και λίγα χρόνια αργότερα, επί κυβέρνησης Σημίτη, πωλείται η Ιονική και Λαϊκή Τράπεζα στην Alpha Πίστεως για να διαμορφωθεί η σημερινή Alpha Bank. Αργότερα η Crédit Agricole μπαίνει στην Εμπορική Τράπεζα. Οι κινήσεις αυτές αλλάζουν το τραπεζικό τοπίο, ενώ μπαίνουν και άλλοι παίκτες στο παιχνίδι όπως ο όμιλος Λάτση που σταδιακά χτίζει τον όμιλο της Eurobank.

Μετά την ύφεση των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του 1990, η ελληνική οικονομία μπαίνει σε τροχιά ανάπτυξης (ίσως και με πήλινα πόδια όπως αποδείχτηκε αργότερα) οι ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις τροφοδοτούν τα «μεγάλα έργα», που με τη σειρά τους ενισχύουν τη ζήτηση για τραπεζικό δανεισμό. Το πάρτυ του χρηματιστηρίου ενισχύει τη θέση των τραπεζών, αφού η άνοδος των τιμών των μετοχών αυξάνει την αξία τους και δίνει τη δυνατότητα για εύκολες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου. Επίσης, οι τράπεζες εμπλέκονται άμεσα ως ανάδοχοι στις δημόσιες εγγραφές και τις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου των επιχειρήσεων, κι έτσι αρχίζουν να παίζουν έναν όλο και πιο σημαντικό οικονομικό ρόλο, ειδικά κατά την περίοδο προετοιμασίας της Ολυμπιάδας του 2004. Η εμπλοκή αυτή δεν σήμαινε μόνο άμεσα επιπλέον έσοδα, προμήθειες κ.λπ. αλλά και έναν αυξανόμενο οικονομικό ρόλο στη διαχείριση των επιχειρήσεων.

Οι ελληνικές τράπεζες διεθνοποιούνται. Τα Βαλκάνια αντιμετωπίζονται ως μια οικονομική ενδοχώρα. Πληθαίνουν οι θυγατρικές των ελληνικών τραπεζών στις βαλκανικές χώρες αλλά και στην Τουρκία. Βέβαια, αρκετές από αυτές θα αναγκαστούν να τις πουλήσουν μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης.

Ταυτόχρονα αλλάζει και η λιανική τραπεζική. Ένα κύμα καταναλωτικού ευδαιμονισμού κατακλύζει την ελληνική κοινωνία. Από κοινωνία αποταμίευσης γινόμαστε κοινωνία υπερχρέωσης. Αυτή είναι μια διαδικασία που δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη (οι αποταμιεύσεις των προηγούμενων γενεών αποτέλεσαν το άτυπο δίχτυ ασφαλείας για πολλές ελληνικές οικογένειες στην περίοδο της κρίσης) και δεν αφορά απλώς τα μεγέθη του ιδιωτικού χρέους, αλλά και τις ίδιες τις αντιλήψεις της κοινωνίας, τον τρόπο που βλέπει τον εαυτό της. Καθώς οι τράπεζες αρχίζουν να προσφέρουν ένα ευρύτερο φάσμα υπηρεσιών, πέραν της κλασικής τραπεζικής (καταθέσεις-χορηγήσεις), με τη συμμετοχή σε αυξήσεις μετοχικών κεφαλαίων και δημόσιες εγγραφές, τη λειτουργία τους ως συμβούλων επιχειρήσεων, την εξυπηρέτηση των πελατών ακόμη και για την εξόφληση λογαριασμών ΔΕΚΟ, διευρύνουν τις πηγές των εσόδων τους.

Η ανάπτυξη του ιδιωτικού τραπεζικού τομέα διευκόλυνε συνολικά και τον κόσμο των επιχειρήσεων. Ο λόγος ήταν ότι πολλές επιχειρήσεις δεν επιθυμούσαν να καταφεύγουν

στην πολιτική εύνοια για να πάρουν χορηγήσεις από το δημόσιο πιστωτικό σύστημα. Χρειάζονταν ιδιωτικές τράπεζες, τις οποίες οι ίδιοι να έχουν στηρίξει για να στηθούν (π.χ. με το να συνεισφέρουν στα μετοχικά κεφάλαια) και οι οποίες με τη σειρά τους να τους εξασφαλίζουν πιστωτικές ροές. Τράπεζες όπως η Πίστεως/Alpha ή η Πειραιώς κατεξοχήν διεκδίκησαν αυτό τον ρόλο των τραπεζών που στηρίζονται σε επιχειρηματίες και βοηθούν επιχειρηματίες.

Η είσοδος της Ελλάδας στο ευρώ είναι μια κρίσιμη τομή. Ενώ στην καθημερινότητα των πολιτών η είσοδος στο ευρώ κυρίως σήμαινε την αύξηση του κόστους βασικών αγαθών μέσα από την γενικευμένη στρογγυλοποίηση των τιμών προς τα πάνω, για τις τράπεζες κυρίως σήμαινε πρόσβαση σε φτηνά κεφάλαια για δανεισμό. Εξαρχής παρατηρείται μια τάση σύγκλισης ως προς τα βασικά επιτόκια με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους. Αυτό επιτρέπει ένα νέο γύρο πολύ πιο επιθετικής πολιτικής από τις τράπεζες για την προσέλκυση δανειοληπτών.

Τα δάνεια καταλήγουν στον επιχειρηματικό τομέα αλλά ένα μεγάλο μέρος καταλήγει και στα νοικοκυριά. Είναι η χρυσή εποχή των «διακοποδανείων», της εύκολης απόκτησης πιστωτικής κάρτας με σχετικά υψηλό πιστωτικό όριο, των άφθονων στεγαστικών δανείων που αντανακλούσαν και μια φαινομενική αίσθηση ότι υπάρχει διαθέσιμο εισόδημα. Οι τράπεζες με μια πολύ επιθετική διαφημιστική τακτική μοιράζουν αβέρτα δάνεια και διογκώνουν το ιδιωτικό χρέος σε μια περίοδο κατά την οποία σταδιακά το οικονομικό κλίμα αλλάζει, οι ρυθμοί ανάπτυξης παύουν να είναι τόσο μεγάλοι και ήδη από το 2007-8 πυκνώνουν τα σύννεφα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.

Την ίδια περίοδο αρχίζει έμμεσα να αλλάζει και το εργασιακό καθεστώς. Οι εργασιακοί όροι χειροτερεύουν για τους υπαλλήλους των τραπεζών, που εργάζονται όλο και πιο σκληρά, ενώ πολλά σωματεία κάνουν ανοιχτά φιλοεργοδοτική στροφή (π.χ. στην Alpha Bank). Ταυτόχρονα, οι τράπεζες εκμεταλλεύονται εργαζόμενους από εταιρείες υπενοικίασης προσωπικού, που δουλεύουν σε δυσμενέστερη εργασιακή συνθήκη παρότι κάνουν συνήθως εργασία ανάλογη ή παραπλήσια με εκείνη των τραπεζοϋπαλλήλων.

Υπάρχει, όμως, και ένα άλλο στοιχείο, που σχετίζεται άμεσα με το ευρώ: η ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας. Παρότι η συζήτηση για τη σημασία των ανεξάρτητων κεντρικών τραπεζών (και τραπεζιτών, βέβαια…) έχει αναχθεί σε… οικονομική ορθοδοξία, εντούτοις στην περίπτωση του ευρωσυστήματος, του δικτύου δηλαδή των κεντρικών τραπεζών των χωρών του ευρώ, αυτό παίρνει μια διαφορετική διάσταση. Η ύπαρξη μιας Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που επί της ουσίας έχει το εκδοτικό δικαίωμα για όλη την Ευρώπη και η οποία δεν είναι υπόλογη σε καμιά κυβέρνηση, παρά μόνο στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, με κεντρικές τράπεζες στα κράτη μέλη, που επίσης στην πραγματικότητα δεν λογοδοτούν στις κυβερνήσεις, έστω και εάν, για παράδειγμα, οι κυβερνήσεις είναι αυτές που ορίζουν τον διοικητή της εκάστοτε «εθνικής» κεντρικής τράπεζας, συνιστά μια μεγάλη ανατροπή.

Μια κρίσιμη πλευρά της κρατικής δραστηριότητας, ιστορικά ταυτισμένη με την ίδια την ύπαρξη του «έθνους-κράτους», η έκδοση και η κυκλοφορία νομίσματος, εκχωρείται σε έναν υπερεθνικό οργανισμό. Οι κεντρικοί τραπεζίτες λειτουργούν πλέον ως τοποτηρητές του ευρωσυστήματος σε κάθε χώρα. Ο τρόπος που ο Γιάννης Στουρνάρας, για να δώσουμε ένα οικείο παράδειγμα, συμπεριφέρεται ως αυτόνομος πόλος οικονομικής εξουσίας, είναι από αυτή την άποψη ενδεικτικός. Ούτε ήταν τυχαίο ότι όταν η Τρόικα έψαξε για… πρωθυπουργό, τον Λουκά Παπαδήμο, τέως διοικητή της ΤτΕ και τέως μέλος της ΔΣ της ΕΚΤ προτίμησε.

Η εποχή της κρίσης

Όταν πια η κρίση ξεσπάει, μπαίνουμε στην εποχή των μνημονίων και των μειούμενων εισοδημάτων. Πλάι στην ύφεση, προκύπτει η δυσκολία να εξυπηρετηθούν τα δάνεια. Αυτό δεν αφορά τα δάνεια καταναλωτικής αφροσύνης αλλά ακόμη και στεγαστικά δάνεια που ως τότε εξυπηρετούνταν κανονικά. Την ίδια στιγμή η οικονομική κρίση εκτινάσσει και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια των επιχειρήσεων.

Παρά τις διαβεβαιώσεις του τότε υπουργού Εθνικής Οικονομίας Γ. Αλογοσκούφη ότι το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι «θωρακισμένο απέναντι στην κρίση», ήταν εμφανές ήδη από το 2008 ότι τα σύννεφα πύκνωναν γύρω από τις ελληνικές τράπεζες και ότι υπήρχε πιθανότητα να μην έχουν την αντοχή που απαιτούνταν για να αντεπεξέλθουν στην κρίση. Σε μια συμβολική σύμπτωση που δεν έμεινε απαρατήρητη η κυβέρνηση Καραμανλή λίγες μέρες πριν τη δολοφονία του 15χρονου Αλέξη Γρηγορόπουλου τον Δεκέμβριο του 2008 ψηφίζει το νόμο 3723/2008 που επέτρεπε στις τράπεζες να εκδώσουν ομόλογα με εγγύηση δημοσίου, με αντάλλαγμα προνομιούχες μετοχές, για να ενισχύσουν τη θέση τους. Το σύνθημα «στις τράπεζες λεφτά στη νεολαία σφαίρες» ακούγεται σε όλη την Ελλάδα, ως έκφραση μιας βαθύτερης δυσπιστίας απέναντι στο τραπεζικό σύστημα.

Ωστόσο, τα μέτρα αυτά δεν ήταν αρκετά. Όσο προχωρά η κρίση, τόσο περισσότερο εντείνεται και το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αλλά και το πρόβλημα της υποτίμησης των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών. Και βέβαια αυτές οι εξελίξεις συνδυάζονται με το ότι ο κόσμος τραβάει τις καταθέσεις του, είτε γιατί πιστεύει ότι αυτό θα τις προστατεύσει σε μια στιγμή κατάρρευσης του συστήματος, είτε γιατί πολύ απλά χωρίς ανάλωση αποταμιεύσεων δεν μπορεί να επιβιώσει. Η κατάσταση αυτή γεννούσε από τη μια ανάγκες για διαρκείς ενέσεις ρευστότητας μέσω του ELA και από την άλλη ανάγκες ανακεφαλαιοποίησης προκειμένου να μπορούν να αντέξουν οι τράπεζες σε κάποια επόμενη φάση της κρίσης. Τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα όταν, εξαιτίας της διαδικασίας απομείωσης του δημόσιου χρέους μέσω του διαβόητου PSI (κουρέματος), η θέση των τραπεζών χειροτέρευσε ακόμη περισσότερο.

Η διαδικασία της ανακεφαλαιοποίησης σε συνδυασμό με το PSI θα αποτελέσει και μοχλό αναδιάρθρωσης του τραπεζικού συστήματος. Δύο τράπεζες θεωρούμενες και φιλέτα, η Αγροτική και το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο θα θεωρηθούν «μη συστημικές», θα εξαιρεθούν από την ανακεφαλαιοποίηση μέσω ΤΧΣ και θα εξωθηθούν στην πώληση κυριολεκτικά κοψοχρονιά. Βέβαια, άλλοι όμιλοι θα βγουν αλώβητοι από αυτή τη συνθήκη κρίσης, όπως για παράδειγμα ο όμιλος Λάτση που κατορθώνει αυτή την περίοδο να απεμπλακεί από την Eurobank χωρίς καθόλου απώλειες!

Το κενό κάλυψε η διαδικασία της ανακεφαλαιοποίησης του 2012 μέσω δανεισμού από τον EFSF (Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας), τον πρόδρομο του ESM (Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας) που θα συμπληρωθεί με ένα νέο γύρο ανακεφαλαιοποίησης το 2014. Παρότι το δημόσιο θα καταβάλει τεράστια ποσά μέσω του ΤΧΣ για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και παρότι η συμμετοχή του στο μετοχικό κεφάλαιο θα είναι πλειοψηφική, εντούτοις οι μετοχές που θα πάρει θα είναι προνομιούχες με αποτέλεσμα τον έλεγχο του μάνατζμεντ να τον διατηρήσουν οι ιδιώτες.

Την ίδια στιγμή η κρίση του κυπριακού τραπεζικού συστήματος και το κούρεμα των καταθέσεων τον Μάρτιο του 2013 αποτέλεσε ένα ισχυρό σοκ. Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα διαπίστωνε ξαφνικά πού μπορεί να οδηγήσει μια κρίση ρευστότητας. Παρότι βέβαια η κρίση δεν παύει ποτέ να είναι και μια ευκαιρία για κάποιους, όπως π.χ. για την Τράπεζα Πειραιώς που, μέσα σε αυτό το κλίμα, απέκτησε κοψοχρονιά τα υποκαταστήματα των κυπριακών τραπεζών στην Ελλάδα.

Ωστόσο, η επιδείνωση της οικονομίας και η διαρκής φυγή καταθέσεων μαζί με το πρόβλημα των κόκκινων δανείων σήμαιναν ότι και το 2015 οι ελληνικές τράπεζες βρίσκονταν κάτω από τα όρια κεφαλαιακής επάρκειας που ήταν αναγκαία. Εδώ, σε αντίθεση με τις προηγούμενες περιπτώσεις, δεν προκρίθηκε να μπει μόνο ή κυρίως το δημόσιο αλλά να προσελκυστούν και ιδιώτες, στο πλαίσιο της αντίληψης ότι έπρεπε οι εξυγιασμένες (με δημόσιο χρήμα!) τράπεζες να δοθούν ουσιαστικά προίκα στους ιδιώτες. Αυτό δεν ακύρωνε βέβαια την ανάγκη να εισρεύσει και πάλι δημόσιο χρήμα. Όμως οι όροι της ανακεφαλαιοποίησης ήταν τέτοιοι ώστε με το ίδιο ποσό ο ιδιώτης επενδυτής αγόραζε περισσότερες μετοχές από όσες το δημόσιο. Επιπλέον οι νέες μετοχές δεν αποτιμήθηκαν στη λογιστική τιμή τους αλλά πολύ χαμηλότερα, κοντά στην αγοραία αποτίμηση. Δηλαδή, οι ιδιώτες πήραν μεγάλα πακέτα μετοχών σε πολύ συμφέρουσα τιμή, την ώρα που το δημόσιο είδε να εξανεμίζονται οι αξίες των μετοχών που πλειοψηφικά κατείχε και βρέθηκε να ελέγχει πολύ μικρό τμήμα του μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών, παρά τα δισεκατομμύρια που είχε ήδη διαθέσει. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, στο τέλος του 2015, το δημόσιο έλεγχε περίπου το 25% του κλάδου, παρότι είχε διαθέσει και στις τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις περί τα 31 δισ. ευρώ. Την ίδια στιγμή οι ιδιώτες βρέθηκαν να ελέγχουν την πλειοψηφία των μετοχών (75%) παρότι είχαν βάλει μόνο 12 δισ. ευρώ.

Άλλωστε, πέραν της ανακεφαλαιοποίησης, στόχος των «θεσμών» εξαρχής ήταν και μια συνολικότερη αναδιάρθρωση του τραπεζικού κλάδου, με απώτερο στόχο να μείνουν λίγες τράπεζες ικανές να αντέξουν. Αυτό εξηγεί και την ώθηση για συγχωνεύσεις, αλλά και για την είσοδο ξένων funds. Την ίδια στιγμή, με βάση τους όρους ανακεφαλαιοποίησης, ο Ενιαίος Μηχανισμός Εποπτείας, ο SSM, έχει αναβαθμισμένο ρόλο σε όλες τις κρίσιμες αποφάσεις για τη στελέχωση και εν γένει λειτουργία των τραπεζών.

Ξένα funds όπως το Fairfax ελέγχουν πια την Eurobank. Ξένοι θεσμικοί επενδυτές έχουν το μεγαλύτερο ποσοστό της Alpha Bank, συμπεριλαμβανομένων και κεφαλαίων από το Κατάρ αλλά και των κεφαλαίων του Τζον Πόλσον, έστω και εάν η τράπεζα παραμένει κατά βάση υπό ελληνικό μάνατζμεντ. Ο Πόλσον έχει σημαντική συμμετοχή και στην Τράπεζα Πειραιώς –στην οποία αποτελεί ρυθμιστικό παράγοντα, όπως φάνηκε από τον ρόλο που έπαιξε στην απομάκρυνση του Μιχάλη Σάλλα. Το ελληνικό δημόσιο διατηρεί αναβαθμισμένο ρόλο στην Εθνική Τράπεζα, αν και πλέον η όποια δυνατότητά του να επηρεάζει εξαρτάται και από τη σχέση του με τον μηχανισμό εποπτείας.

Ένας κύκλος κλείνει…

Στην πραγματικότητα είναι σαν να κλείνει ένας ολόκληρος κύκλος για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Από το κατά κύριο λόγο δημόσιο τραπεζικό σύστημα της μεταπολίτευσης περάσαμε στην έκρηξη των ιδιωτικών τραπεζών μετά τη δεκαετία του 1990, περίοδο κατά την οποία παράλληλα συσσωρεύονται οι όροι της σημερινής κρίσης. Μετά την καταλυτική εμπειρία των ανακεφαλαιοποιήσεων, όταν τεράστια ποσά δημοσίου χρήματος δόθηκαν για να διατηρηθούν οι ιδιωτικές τράπεζες ως… ιδιωτικές, έρχεται η ώρα για ένα νέο τοπίο, όπου οι παίκτες δεν θα είναι πια, ή δεν θα είναι κυρίως, οι έλληνες κεφαλαιούχοι ή το ελληνικό δημόσιο, αλά κυρίως οι ξένοι επενδυτικοί όμιλοι, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που συνηθίσαμε να λέμε «αρπαχτικά funds», σε ένα τοπίο όπου την επιτήρηση θα την ασκούν ουσιαστικά οι πιστωτές της χώρας μας.
 Παναγιώτης Σωτήρης 
https://report.com.gr/ 

ΠΡΕΖΑ TV
29-3-2017

Δεν υπάρχουν σχόλια: