Τετάρτη, Μαρτίου 29, 2017

Ο ΟΠΑΠ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΤΙ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟΥ - ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑ ΠΑΣΟΚ

Η εισαγωγή του ΟΠΑΠ στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών τον Απρίλιο του 2001 συντελέστηκε ως success story σε μια στιγμή που η τότε κυβέρνηση Σημίτη ήθελε  να διαψεύσει  όσους  είχαν ήδη χάσει περιουσίες ολόκληρες μετά την κορύφωση  του 1999 και την κατρακύλα που ακολούθησε. Πολλούς μήνες πριν οι μετοχές του ΟΠΑΠ καρφωθούν στο ταμπλό, η κυβέρνηση  διατυμπάνιζε  ότι από τα έσοδα της μετοχοποίησης θα καλυφθεί το κόστος για την κατασκευή των ολυμπιακών έργων που είχαν ήδη καθυστερήσει και όλοι καταλάβαιναν ότι θα πληρωθούν  ακριβά για να παραδοθούν εγκαίρως.

Την άνοιξη του 2001 κόντευαν να κλείσουν δύο χρόνια από το καλοκαίρι της χρηματιστηριακής τρέλας του 1999. Τότε που μπορεί να μην υπήρχαν tablet και smartphone για να χώνονται στην τσάντα με τα αντηλιακά,  αλλά  σε κάθε παραλία μπορούσες να εντοπίσεις άνετα τους επίδοξους λαϊκούς καπιταλιστές που έκρυβαν στο τσεπάκι της βερμούδας επενδυτικές ευκαιρίες και έδιναν εντολές αγοράς και πώλησης από τα κινητά της εποχής. Το κλίμα ευφορίας διογκωνόταν συνεχώς ήδη από το 1998 εν όψει ΟΝΕ, αλλά από τον Αύγουστο του 1999 μέχρι τις 17 Σεπτεμβρίου, ο Γενικός Δείκτης τιμών των μετοχών είχε ανέβει κατά 50% φτάνοντας εκεί όπου ουδέποτε έφτασε έκτοτε, στις 6.355 μονάδες (έναντι περίπου 600 στις μέρες μας)! Η εκτόξευση του Γενικού Δείκτη ουδόλως επηρεάστηκε από τον μεγάλο σεισμό της Αθήνας με τους δεκάδες νεκρούς στις 7 Σεπτεμβρίου 1999, ούτε και από το τραγικό αεροπορικό δυστύχημα με το πρωθυπουργικό Falcon στις 14/9. Όμως, την Παρασκευή 17/9 ακολούθησε η Δευτέρα και ο μακρύς κατήφορος…


Ο  Γενικός Δείκτης έχασε 17% σε μία εβδομάδα και συνέχισε οδυνηρά χάνοντας μέσα στο 2000 ποσοστό 38,77% και ακόμη ένα 23,6% το 2001.  Η συνολική πτώση ανάμεσα στον Σεπτέμβριο του 1999 και το τέλος του 2001 ήταν 60%. Ωστόσο, η πορεία του μέσα στο 2001 δεν ήταν γραμμικά καθοδική. Η εισαγωγή του ΟΠΑΠ τον Απρίλιο αλλά και άλλων μεγάλων επιχειρήσεων (ΔΕΗ, Motor Oil) αναζωογόνησαν το ενδιαφέρον των επενδυτών ως big story της εποχής. Ο Γενικός Δείκτης ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2001 στις 3.265 μονάδες, τον Απρίλιο βρέθηκε  ψηλότερα στις 3.287, αλλά τον Αύγουστο ήταν ήδη στις 2.762 και τον Σεπτέμβριο με την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους κατρακύλησε στις 2.226. Ξανανέβηκε προς το τέλος του έτους με τη θρυλική ανακοίνωση της συμφωνίας μεταξύ Εθνικής Τράπεζας και Alpha Bank.

Στη μακρά αλληλουχία προσδοκιών και διαψεύσεων που χαρακτήρισαν όλα εκείνα τα χρόνια που το Χρηματιστήριο ρούφηξε τις αποταμιεύσεις χιλιάδων  Ελλήνων («ας πρόσεχαν», όπως είπε ο Κ. Σημίτης), η μετοχοποίηση του ΟΠΑΠ ερχόταν ως «φυσικό και επόμενο» γεγονός. Ενδόμυχα ή και φανερά, οι μικροεπενδυτές της εποχής παραδέχονταν  ότι «τζογάρουν» αγοράζοντας μετοχές ελπίζοντας να αποδείξουν πόσο μεγάλοι παίκτες είναι. Τι πιο φυσικό λοιπόν από το να μπουν και στη δημόσια εγγραφή του ΟΠΑΠ που ήταν κατεξοχήν και με τη βούλα  η δημόσια εταιρεία του τζόγου.

Η συνολική αξία των χρηματιστηριακών συναλλαγών που γέννησε τον ορυμαγδό του 1999 ήταν 58 τρισ. δραχμές (σχεδόν 170 δισ. ευρώ), αλλά έπεσε στα 34 τρισ. δραχμές (100 δισ. ευρώ) το 2000 και δεν έπρεπε να «μηδενιστεί» το 2001. Οι δημόσιες εγγραφές που τελικώς πραγματοποιήθηκαν  μέσα στο 2001 άντλησαν μισό τρισεκατομμύριο δραχμές και κράτησαν το σύνολο των συναλλαγών στα 16,4 τρισ. δραχμές (48 δισ. ευρώ). Στην πρώτη πεντάδα από πλευράς αντλήσεως κεφαλαίων ήταν και η μετοχοποίηση του ΟΠΑΠ που απορρόφησε 32 δισ. δραχμές (93 εκατ. ευρώ) πουλώντας το 5,4% των μετοχών του.

Το 2001, ο ΟΠΑΠ βρέθηκε να έχει αυξήσει κατά 24,2% τα έσοδά του σε σχέση με την προηγούμενη  χρονιά και να τα έχει τριπλασιάσει (!) σε σχέση με το 1999 φτάνοντας να τζιράρει συνολικά 1,8 δισ. ευρώ. Η τεράστια αυτή αύξηση αποδόθηκε κυρίως στο «Πάμε Στοίχημα» που ξεκίνησε μέσα στο 2000 αποφέροντας  το 73% των εσόδων του ΟΠΑΠ το 2001. Ταυτόχρονα, ο Οργανισμός ήταν μέσα στις πρώτες δέκα κερδοφόρες επιχειρήσεις με κέρδη προ φόρων 374 εκατ. ευρώ,  κατά 14,4% αυξημένα συγκριτικά με το 2000 και κατά 82% σε σχέση με το 1999.

Για να είναι ελκυστική η εισαγωγή της εταιρείας, η τιμή της μετοχής ορίστηκε στα 5,5 ευρώ, αλλά με αυτό το δεδομένο η συνολική αποτίμηση της εταιρείας διαμορφώθηκε  στα 1,76 δισ. ευρώ. Εν ολίγοις, η εταιρεία αποτιμήθηκε όσο τα συνολικά έσοδά της για το συγκεκριμένο έτος εισαγωγής, λες και το μοναδικό στοιχείο προσδιορισμού της επενδυτικής της αξίας ήταν οι πωλήσεις και δεν διέθετε άλλες άυλες αξίες, τεχνογνωσία ή προοπτικές. Είπαμε όμως. Αυτό που προείχε ήταν ο λαϊκός καπιταλισμός, το χάιδεμα των «κλαμένων» μικροεπενδυτών και το άνοιγμα μιας κερδοφόρας εταιρείας στους μελλοντικούς της ιδιοκτήτες.

Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, ο στόχος είχε εν μέρει επιτευχθεί. Το επενδυτικό ενδιαφέρον διατηρήθηκε ζωντανό. Ο αριθμός των 350 εισηγμένων εταιρειών έφτασε το 2001 σε επίπεδα ρεκόρ παρά το γεγονός της αποχώρησης της Interamerican. Το Χρηματιστήριο είχε αρκετά ξεφουσκώσει καθώς η συνολική χρηματιστηριακή αξία των εισηγμένων εταιρειών είχε πέσει στο 73% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ), ενώ το 2000 ήταν στο 96% και το 1999 στο 169%. Η πτώση του Γενικού Δείκτη συνεχίστηκε μέχρι τον Μάρτιο του 2003 που έφτασε στις 1.467 μονάδες, για να ξεκινήσει από εκεί και πέρα ένας νέος ανήφορος.

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες πάνε… Σοφοκλέους

Το νέο χρηματιστηριακό έπος τροφοδοτήθηκε στην αρχή του από το αφήγημα της εποχής, τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Παραδόξως, μάλιστα, η επενδυτική άνοιξη συνδυάστηκε με τις επιπτώσεις που υποτίθεται πως θα είχαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες ευρύτερα στην ελληνική οικονομία μετά την τέλεσή τους και όχι από τον τζίρο των κατασκευαστικών ή όσων εταιρειών εμπλέκονταν στα έργα. Προφανώς συνέβαλε και το γεγονός ότι πλήθος έργων έγιναν την τελευταία στιγμή ή και μετά το καλοκαίρι  του 2004,  αλλά έπαιξαν ρόλο και οι γενικότερες προσδοκίες που με μαγικό τρόπο έμειναν ζωντανές έως την κορύφωση  του φθινοπώρου  του 2007 (τότε όχι μετά από σεισμό, αλλά μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές).


Σε όλο αυτό το διάστημα, οι αλλεπάλληλες πωλήσεις μεριδίων του ΟΠΑΠ από το Δημόσιο μέσω του Χρηματιστηρίου αναζωογονούσαν τις ελπίδες  και τα σενάρια για το «ελληνικό θαύμα» που τελικώς συντελέστηκε  μόνο στις τσέπες όσων γνώριζαν πώς να τζογάρουν χωρίς απώλειες ή πότε να φεύγουν εγκαίρως. Η δεύτερη μετοχοποίηση του ΟΠΑΠ έγινε το 2002 με το Δημόσιο να εισπράττει 508 εκατ. ευρώ, η τρίτη το 2003 με άντληση 736 εκατ. και η τέταρτη το 2005 όταν εισπράχθηκαν 1,26 δισ. ευρώ.

Συνολικά, το Δημόσιο διέθεσε το 66% των μετοχών και εισέπραξε 2,6 δισ. ευρώ. Το ερώτημα για το πού κατέληξαν αυτά τα χρήματα αποκτά ύστερα από τόσα χρόνια εντελώς φιλοσοφική διάσταση, όσο και αν χρησιμοποιήθηκε αφειδώς από πολιτικές δυνάμεις για την ανάδειξή τους στην κοινοβουλευτική αρένα. Πάντως, στα ολυμπιακά έργα δεν κατέληξε. Αλλά και αν είχε καταλήξει, δεν θα αρκούσε καθώς το συνολικό κόστος των Αγώνων παραμένει ουσιαστικώς ανεξιχνίαστο. Η κυβέρνηση Καραμανλή το υπολόγιζε τον Νοέμβριο του 2004 στα 9 δισ. ευρώ, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται «δαπάνες για την κατασκευή έργων που ολοκληρώθηκαν ή επισπεύτηκαν λόγω των Αγώνων» (π.χ. Αττική Οδός, τραμ, προαστιακός κ.λπ.). Αργότερα, η Standard & Poor’s το ανέβασε στα 11,27 δισ. ευρώ ή 6% του ελληνικού ΑΕΠ, ενώ μεταγενέστερες εκτιμήσεις το ανεβάζουν ακόμη ψηλότερα  από τα 15 ή και τα 20 δισ. ευρώ.

Πίσω στο 2000, τέτοια ποσά δεν ακούγονται πουθενά. Εκείνο που προκαλεί ανησυχία λίγο μετά τις γιορτές του Millenium είναι οι καθυστερήσεις  στην εκτέλεση των έργων και η δυσαρέσκεια που εκπέμπει υπογείως η κυβέρνηση Σημίτη κατά του τότε διευθύνοντος συμβούλου της Οργανωτικής Επιτροπής Κ. Μπακούρη. Πολλά από τα έργα που πρέπει να εκτελεστούν παραμένουν «ορφανά» και ο τότε πρωθυπουργός συγκαλεί σύσκεψη στο Μαξίμου για να τα αναθέσει στο ΥΠΕΧΩΔΕ μέσω ειδικής υπηρεσίας που ανέλαβε πολλές από τις στοιχειωμένες  στη συνέχεια υποδομές:  Κωπηλατοδρόμιο και Σλάλομ στο Σχοινιά, Ιστιοπλοϊκό Κέντρο στον Άγιο Κοσμά, ανάπλαση Φαληρικού Δέλτα, τα έργα στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, το οποίο σήμερα φιλοξενεί εγκλωβισμένους πρόσφυγες αλλά τότε λειτουργούσε κανονικά. Στη σύσκεψη συμμετέχουν οι υπουργοί Εθνικής Οικονομίας Γ. Παπαντωνίου, ΠΕΧΩΔΕ Κ. Λαλιώτης, Πολιτισμού Ελ. Παπαζώη και οι υφυπουργοί Εθνικής Οικονομίας Χρ. Πάχτας, Δημοσίων Έργων Χρ. Βερελής, Αθλητισμού Α. Φούρας. Όταν η σύσκεψη ολοκληρώνεται η κυρία Παπαζώη δηλώνει  ότι η χρηματοδότησή τους θα γίνει μέσω της μετοχοποίησης του ΟΠΑΠ!

Στις συζητήσεις που γίνονταν έως τότε αναφερόταν ότι η πώληση του 25% των μετοχών του ΟΠΑΠ θα γίνει με την πρώτη. Μετά τη σύσκεψη, όμως, διέρρευσε  πως η κυβέρνηση  εξετάζει και το ενδεχόμενο μετοχοποίησης του ΟΠΑΠ πέρα από το 25%, που ήταν η αρχική πρόταση. Η υπουργός Πολιτισμού δήλωσε ότι «υπάρχει διαδικασία η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη για να υπάρξει πρόταση και στη συνέχεια απόφαση». Παράλληλα κυκλοφορούσαν σενάρια περί χρηματοδότησης μέσω της μετοχοποίησης του ΟΠΑΠ και των έργων που είχε αναλάβει να εκτελέσει η Γενική Γραμματεία Αθλητισμού. Ήταν τέτοια η πίεση όμως που αποφασίστηκε η ΓΓΑ να ξεκινήσει τα έργα με 20 δισ. δραχμές (60 εκατ. ευρώ) από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, δηλαδή τον κρατικό προϋπολογισμό. Ψίχουλα εν πάση περιπτώσει…

Όμως ο καιρός περνά και τα έργα δεν ξεκινούν. Μέχρι να αναλάβει η σιδηρά κυρία Γιάννα Αγγελοπούλου τον Μάιο του 2000, τα σενάρια για το πού θα βρεθούν τα χρήματα για τα ολυμπιακά έργα δίνουν και παίρνουν. Λίγους μήνες νωρίτερα, ο ίδιος ο Κ. Σημίτης είχε ακυρώσει μετά την αντίδραση της αντιπολίτευσης και τη γενικευμένη κατακραυγή το Ολυμπιακό Βιντεολόττο (κάτι σαν τα «φρουτάκια» που σήμερα προωθεί ο ΟΠΑΠ), αν και στον φάκελο διεκδίκησης του 1997 αναφερόταν ποσό 70 δισ. δραχμών που θα συνέβαλε  στην εκτέλεση των απαραίτητων έργων.

Οι εκλογές του Απριλίου 2000 πλησιάζουν και ο Κ. Σημίτης δεν θέλει να ανοίξει το θέμα. Πλην, όμως, δημοσιεύματα μιλούν για τρύπα στα ταμεία της Οργανωτικής Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων που ολοένα μεγαλώνει. Μήπως, λοιπόν, ο Κ. Σημίτης περίμενε  να επικρατήσει στις εκλογές για να βγάλει τους ηλεκτρονικούς «κουλοχέρηδες» από τα κουτιά;

Τα αποκαλυπτήρια του σχεδιασμού γίνονται από την αναβαπτισμένη στην ψήφο του λαού κυβέρνηση Σημίτη το καλοκαίρι του 2000. Είναι η εποχή που η μαύρη τρύπα του προϋπολογισμού των Ολυμπιακών Αγώνων αρχίζει να αποκτά θηριώδεις διαστάσεις ξεπερνώντας τα 2 τρισ. δραχμές (6 δισ. ευρώ). Ο πρωθυπουργός καλεί σε νέα σύσκεψη τον υπουργό Εθνικής Οικονομίας Γ. Παπαντωνίου και τον νέο υπουργό Πολιτισμού Θ. Πάγκαλο. Για να ανακοινώσει –τι πρωτότυπο!– πως επιδιώκεται «από τη μετοχοποίηση του ΟΠΑΠ να καλυφθεί ένα μέρος της μαύρης τρύπας»…

Οι πληροφορίες κάνουν λόγο για μια πρώτη μετοχοποίηση 15% μέσα στο 2000. Ο Γ. Παπαντωνίου δηλώνει ότι «θα είναι ένα μικρό ποσοστό στην αρχή, αλλά θα υπάρχει περιθώριο για τα επόμενα χρόνια» και ότι έχουν ξεκινήσει οι σχετικές διαδικασίες. Προσθέτει, μάλιστα, ότι στη σύσκεψη συζητήθηκε συνολικά το θέμα της χρηματοδότησης των Ολυμπιακών, σημειώνοντας ότι έχουν εξασφαλιστεί όλοι οι πόροι και πως η μετοχοποίηση του ΟΠΑΠ θα προσφέρει ένα σημαντικό μέρος στο κόστος διεξαγωγής των Αγώνων!

Στο μεταξύ, τη λύση στις ολοένα αυξανόμενες ανάγκες της Οργανωτικής Επιτροπής του «Αθήνα 2004» δίνουν τα τραπεζικά δάνεια. Δάνεια που παίρνει είτε η ίδια είτε οι φορείς που αναλαμβάνουν την εκτέλεση των έργων με βάση, μάλιστα, «μνημόνια» που καλούνται να υπογράψουν  με τη σειρά η ΓΓΑ, τα ΥΠΕΧΩΔΕ, το Υπουργείο Άμυνας, Εξωτερικών, Τύπου κτλ. Λίγες εβδομάδες πριν από την εισαγωγή των μετοχών του ΟΠΑΠ στο Χρηματιστήριο, ο τότε υφυπουργός Αθλητισμού Γιώργος Φλωρίδης υπογράφει  τη διακήρυξη δημοπρασίας για την κατασκευή του Ολυμπιακού Κλειστού Γυμναστηρίου Επιτραπέζιας Αντισφαίρισης και Ρυθμικής Γυμναστικής στο Γαλάτσι. Η ανακοίνωσή του έχει μια πρωτοτυπία αλλά κρύβει και μια πληγή που άνοιξε με τη μετοχοποίηση.  Λέει, δηλαδή,  ότι το έργο στο Γαλάτσι έχει προϋπολογισμό 17 δισ. δραχμές (περίπου 50 εκατ. ευρώ) και θα χρηματοδοτηθεί «από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων και τα έσοδα της ΓΓΑ από τον ΟΠΑΠ». Τι απέγιναν όμως τα έσοδα αυτά που είχε το Δημόσιο όλα τα χρόνια λειτουργίας του ΟΠΑΠ μετά τη μετοχοποίηση;

Όπως αναφέραμε και παραπάνω, μέχρι το 2005, το Δημόσιο είχε μειώσει τη συμμετοχή του στον ΟΠΑΠ (και τα μερίσματά του) από το 100% στο 34%. Βάσει του καταστατικού  του ο ΟΠΑΠ διέθετε ως μέρισμα στο Δημόσιο ποσοστό περίπου  35% από τα κέρδη του και συνέχισε αυτή την τακτική μετά την εισαγωγή, προσθέτοντας όμως παροχές για να κρατήσει τη μετοχή σε επίπεδα ελκυστικής απόδοσης εν όψει των αλλεπάλληλων πωλήσεων μεριδίων.

Το Δημόσιο εισέπραξε στην περίοδο 2001-2005 περίπου 2,6 δισ. ευρώ από την πώληση μετοχικών μεριδίων αφαιρουμένων των ποσών που πήραν οι διάφοροι χρηματοοικονομικοί σύμβουλοι στις τέσσερις μετοχοποιήσεις. Το ποσό αυτό ισούται με τα 2,56 δισ. Ευρώ που μοίρασε ο ΟΠΑΠ ως μέρισμα σε όλους τους μετόχους του στο διάστημα 2001-2010. Με λίγα λόγια, εάν το Δημόσιο είχε κρατήσει το 100% των μετοχών θα εισέπραττε σε δέκα χρόνια ως μέρισμα το ίδιο ποσό που πήρε πουλώντας σε πέντε χρόνια. Ταυτόχρονα, θα απολάμβανε θεωρητικά το σύνολο της χρηματιστηριακής αξίας του ΟΠΑΠ, η οποία το έτος 2010 έφτανε στα 4,6 δισ. ευρώ.

Μια τέτοια αποτίμηση των συνεπειών της μετοχοποίησης του ΟΠΑΠ, εν έτει 2010, στεκόταν ως σημαντικό αντίβαρο στις απώλειες. Διότι, τότε, το 34% της εταιρείας παρέμενε  στο Δημόσιο, το οποίο διατηρούσε και το μάνατζμεντ. Όλα αυτά άλλαξαν μετά το 2013 και την ολοκληρωτική πώληση.

Εκείνο που δεν άλλαξε ήταν το «παραμύθι» που ήθελε τα έσοδα των μετοχοποιήσεων να καλύπτουν τα έξοδα των Ολυμπιακών Αγώνων. Κάτι τέτοιο ουδέποτε συνέβη ως προς την κάλυψη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Υπουργείου Οικονομικών, οι πόροι που αντλήθηκαν δεν κατευθύνθηκαν για τη μείωση του χρέους που υπήρχε μέχρι το 2005, αλλά για να χρηματοδοτήσουν διαρκείς δαπάνες, δηλαδή έλλειμμα. Με άλλα λόγια, μπορεί ένα μέρος των εσόδων να κατέληξε και στα έξοδα του «Αθήνα 2004», στον βαθμό που κάλυψε, όμως, όπως-όπως τη γενικευμένη σπατάλη της εποχής.  


https://report.com.gr/

ΠΡΕΖΑ TV
29-3-2017

Δεν υπάρχουν σχόλια: