Σάββατο, Απριλίου 08, 2017

ΤΑ “ΚΟΚΚΙΝΑ ΔΑΝΕΙΑ” ΤΩΝ ΞΕΝΟΔΟΧΩΝ

Όλες οι προβλέψεις αναφέρουν νέα ρεκόρ σε αφίξεις και εισπράξεις για το 2017. Κι όμως, ο ελληνικός τουρισμός, ενώ από τη μία αυξάνει το μερίδιό του στην ελληνική οικονομία (τόσο σε όρους προστιθέμενης αξίας όσο και στην απασχόληση), από την άλλη, όπως τουλάχιστον προκύπτει από τα επίσημα νούμερα της Τράπεζας της Ελλάδος, είναι ο κλάδος με τον υψηλότερο δείκτη «μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων» σε σύγκριση με τις λοιπές επιχειρήσεις. Οι αρμόδιες διευθύνσεις της ΤτΕ υπολογίζουν το ποσοστό του τομέα (καταλύματα και δραστηριότητες υπηρεσιών εστίασης) σε επίπεδα άνω του 54%, όταν το αντίστοιχο νούμερο του συνόλου της οικονομίας είναι λίγο υψηλότερο του 45%.


Εδώ ακριβώς υπάρχει ένα μεγάλο παράδοξο, για το οποίο άπαντες τον τελευταίο καιρό, τουριστικοί φορείς και τραπεζίτες, προσπαθούν να βρουν απάντηση. Τη βιασύνη τους επιτείνει το γεγονός ότι η ζήτηση για τον προορισμό «Ελλάδα» για το καλοκαίρι του 2017 ανεβαίνει συνέχεια, έχοντας φτάσει σε εντυπωσιακά επίπεδα, μια προοπτική που θα μπορούσε να φέρει καλύτερες συμφωνίες μεταξύ των τραπεζών και των χρεωμένων ομίλων, ώστε να γίνει ένα μεγάλο “ξεκαθάρισμα” των κόκκινων δανείων των ξενοδόχων.

Δυσπιστία για τα νούμερα
Ακόμη και οι ίδιοι οι ξενοδόχοι δεν φαίνεται να μπορούν να εξηγήσουν επαρκώς την “ψαλίδα” που διαπιστώνει η Τράπεζα της Ελλάδος μεταξύ των κόκκινων δανείων του τουρισμού και των λοιπών κλάδων της ελληνικής οικονομίας. Οι τελευταίες πληροφορίες αναφέρουν ότι από τα επίσημα θεσμικά όργανα του κλάδου έχουν ζητηθεί με σχετικές επιστολές προς τις συστημικές τράπεζες λεπτομερή στοιχεία για το σύνολο των κόκκινων δανείων των επιχειρήσεων του κλάδου.

capsis2.jpg

Το ξενοδοχείο Capsis στη Ρόδο που παραμένει κλειστό από το 2012.
«Θεωρούμε υπερβολικό το ποσοστό του 54% που εκτιμά η Τράπεζα της Ελλάδος για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια του ξενοδοχειακού κλάδου», επισημαίνει στο inside story ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕΗ ιστοσελίδα) κ. Ανδρέας Ανδρεάδης. Μάλιστα ο ΣΕΤΕ, από τις προφορικές συζητήσεις που έχει –στο πλαίσιο του θεσμικού του ρόλου– με τα τραπεζικά επιτελεία, τοποθετεί το ποσοστό των κόκκινων δανείων πολύ χαμηλότερα, όχι μόνο του 54% αλλά και του μέσου όρου των λοιπών επιχειρήσεων, ακόμη και κάτω του 30%! Το νούμερο αυτό ωστόσο στηρίζεται σε ανεπίσημες εκτιμήσεις, δεδομένου ότι οι ίδιες οι τράπεζες δεν έχουν βγάλει προς τα έξω επίσημα στοιχεία για τους “κόκκινους” ξενοδόχους.

Και οι δύο πάντως πλευρές –πιστώτριες τράπεζες και ξενοδόχοι– έχουν συμφέρον να λυθεί το συντομότερο δυνατό το θέμα των κόκκινων δανείων, το οποίο, όπως λέγεται στους κόλπους των τραπεζών, αποτελεί μία μεγάλη ευκαιρία να ξεκαθαρίσει το σκηνικό προς όφελος των πιο υγιών επιχειρηματιών. Ο λόγος είναι ότι με τη υφιστάμενη κατάσταση, ακόμα και όταν μια υγιής επιχείρηση ζητά χρηματοδότηση για να πραγματοποιήσει επενδύσεις, έχει αρκετά υψηλό κόστος επιτοκίου, το οποίο σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στο αυξημένο ρίσκο που έχουν οι τράπεζες λόγω των επισφαλειών από τα κόκκινα δάνεια, και όχι σε αυτό καθαυτό το κόστος της χρηματοδότησης.

«Το ρίσκο των τραπεζών μετακυλίεται δυστυχώς και στις υγιείς επιχειρήσεις, οι οποίες έρχονται και αυτές αναπόφευκτα αντιμέτωπες με το πρόβλημα των κόκκινων δανείων. Αυτός και μόνο είναι ένας πολύ σημαντικός λόγος και κίνητρο για να επιλυθεί το θέμα, πολύ περισσότερο τη δεδομένη συγκυρία κατά την οποία υπάρχει αυξημένο ενδιαφέρον τόσο από τις τράπεζες όσο και από τους επενδυτές για νέες χρηματοδοτήσεις στον τουριστικό κλάδο», επισημαίνουν χαρακτηριστικά τραπεζικά στελέχη.

Από την πλευρά της, η Τράπεζα της Ελλάδος συγκαταλέγει στα «μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα» όχι μόνο τα κόκκινα δάνεια αλλά παράλληλα και «ανοίγματα» που είναι μεν ενήμερα ή εμφανίζουν καθυστέρηση μικρότερη των 90 ημερών, αλλά για τα οποία υπάρχουν ενδείξεις ότι ο οφειλέτης ενδέχεται να μην εκπληρώσει πλήρως τις δανειακές υποχρεώσεις του χωρίς τη ρευστοποίηση των σχετιζόμενων εξασφαλίσεων (στη γλώσσα των τραπεζών, αυτά ονομάζονται «ανοίγματα αβέβαιης είσπραξης-unlikely to pay»). Σημειωτέον ότι τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα ανήκουν και αυτά στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, σύμφωνα με τα τεχνικά πρότυπα της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (European Banking Authority-EBAΗ ιστοσελίδα), τα οποία προσδιορίζονται με ομοιόμορφο τρόπο για όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Από τα στοιχεία που έχουν δοθεί κατά καιρούς στη δημοσιότητα προκύπτει ότι τα δάνεια των επιχειρήσεων που σχετίζονται με τον τουρισμό και εντάσσονται, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο (σ.σ. καταγγελμένα, δάνεια σε καθυστέρηση και αβέβαιης είσπραξης) στα λεγόμενα “προβληματικά” είναι κάτι λιγότερο από 4 δισ. ευρώ.

Οι κατηγορίες των “κόκκινων” ξενοδόχων
Από την πλευρά των τραπεζών, τις κατηγορίες των “κόκκινων” ξενοδόχων περιγράφει ο κ. Σπύρος Βενετσιάνος, αναπληρωτής γενικός διευθυντής και επικεφαλής του Τμήματος Δομημένων Χρηματοδοτήσεων της Eurobank:

«Στην πρώτη κατηγορία των “κόκκινων” ξενοδόχων είναι επιχειρηματίες ή ιδιοκτήτες, οι οποίοι αρχικά δεν είχαν σχέση με τον τουριστικό κλάδο, μπορεί να διέθεταν ωστόσο ακίνητη περιουσία, την οποία αποφάσισαν να αξιοποιήσουν με την κατασκευή ενός ξενοδοχείου». Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται και οι εργολάβοι-κατασκευαστές, οι οποίοι αντίστοιχα είχαν οικόπεδα, όπου κατασκεύασαν ξενοδοχειακές μονάδες, χωρίς ωστόσο στη συνέχεια να γνωρίζουν πώς θα τις διαχειριστούν και πού θα βρουν πελατεία. Πρόκειται ουσιαστικά για την κατηγορία των επιχειρηματιών που ουδέποτε διέθεταν γνωστικό υπόβαθρο στον τουρισμό και γι' αυτόν το λόγο δεν είναι σε θέση να εξυπηρετήσουν τα δάνειά τους ή τα εξυπηρετούν με καθυστερήσεις».

«Η δεύτερη κατηγορία είναι η λεγόμενη... αδιαφανής: Πρόκειται ουσιαστικά για επιχειρηματίες, οι οποίοι επιδιώκουν να εμφανίζουν χαμηλότερα έσοδα στην Ελλάδα, έχοντας προχωρήσει στην ίδρυση εταιρειών στο εξωτερικό στους λεγόμενους “φορολογικούς παραδείσους” και εισπράττουν εκεί τα έσοδα από τους tour operators του εξωτερικού».

Στη ζήτημα αυτό, ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ έχει άλλη γνώμη, καθώς δεν πιστεύει πως υπό το σημερινό ασφυκτικό πλαίσιο ελέγχων μπορεί να υπάρχει μεταφορά κεφαλαίων και τιμολόγηση στο εξωτερικό, με την πρακτική των ενδοομιλικών συναλλαγών (transfer pricing, ανάμεσα στις ελληνικές εταιρείες και τις θυγατρικές που ιδρύουν στο εξωτερικό). «Η αδιαφάνεια είναι περισσότερο στο... μυαλό των τραπεζιτών. Δεν είναι εύκολο να γίνει transfer pricing από τις εταιρείες, πολύ περισσότερο από τη στιγμή που υπάρχει αυστηρός έλεγχος από ορκωτούς ελεγκτές και μεγάλες ελεγκτικές εταιρείες», λέει στο inside story. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι οι εντατικοί έλεγχοι ξεκίνησαν μετά την έναρξη της κρίσης, ενώ πολλές από τις “αμαρτίες” που προκάλεσαν τη σημερινή κατάσταση εντοπίζονται στα χρόνια πριν από αυτήν.

Στο ερώτημα αν υπάρχουν στη συγκεκριμένη “αδιαφανή” κατηγορία και περιπτώσεις ξενοδοχείων που μπορεί να διαχωρίζουν τις επιμέρους δραστηριότητές τους (π.χ. τον κλάδο του επισιτισμού) σε τρίτες εταιρείες, προκειμένου να εμφανίζουν χαμηλότερα έσοδα, η απάντηση από μέρους των τραπεζών είναι ότι πράγματι υπάρχουν, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι αυτό γίνεται πάντα... επί τούτου: «Σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί αυτό να γίνεται πράγματι προκειμένου να αποκρύπτονται έσοδα, σε άλλες ωστόσο μπορεί να αποτελεί μία αναγκαιότητα για την καλύτερη διαχείριση των επιμέρους δραστηριοτήτων».

Και εδώ, ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ απαντά ότι ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των Ελλήνων ξενοδόχων συνεργάζεται με μεγάλους tour operators του εξωτερικού (όπως οι TUI, Thomas Cook κ.ά.), οι οποίοι από την πλευρά τους θέτουν αυστηρούς όρους συνεργασίας. «Η αγορά έχει μαζευτεί σε λίγους tour operators και είναι πολύ δύσκολο να υπάρχει μαύρο χρήμα», αναφέρει ο κ. Ανδρεάδης.

Στην τρίτη κατηγορία ο κ. Βενετσιάνος κατατάσσει τους ξενοδόχους που προχώρησαν σε λάθος επενδυτικές κινήσεις και συνεργασίες, “φορτώνοντας” ουσιαστικά τους ισολογισμούς τους. «Υπάρχουν για παράδειγμα επιχειρηματίες οι οποίοι έλαβαν δάνειο για την αγορά γης, ώστε να αναπτύξουν περαιτέρω τις δραστηριότητές τους, χωρίς ωστόσο στη συνέχεια να προχωρήσουν σε οποιαδήποτε κίνηση». Ως αποτέλεσμα, κουβαλούν έκτοτε στις πλάτες τους τις οφειλές και παραμένουν εγκλωβισμένοι.

Στην πρώτη και την τρίτη κατηγορία των “κόκκινων” ξενοδόχων τα πράγματα φαίνεται να είναι πιο εύκολα ως προς τις συνεννοήσεις με τα τραπεζικά επιτελεία, για την εξεύρεση λύσεων για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Στις περιπτώσεις αυτές, όπου οι επιχειρηματίες εμφανίζονται και πιο “δεκτικοί”, οι τράπεζες εξετάζουν ως εναλλακτικές την εισαγωγή νέων μοντέλων λειτουργίας με την είσοδο εξειδικευμένων διαχειριστών, την εξεύρεση επενδυτών, τη μίσθωσης της μονάδας ή ακόμη και τη λειτουργική αναδιάρθρωση, πάντα σε συνεργασία με τους μετόχους.

Πιο δύσκολα είναι τα πράγματα στη δεύτερη κατηγορία, των “αδιαφανών” επιχειρηματιών, με τις τράπεζες να έχουν –όπως επισημαίνουν τουλάχιστον οι εκπρόσωποί τους– περιορισμένες δυνατότητες να ασκήσουν πιέσεις, «πολύ περισσότερο από τη στιγμή που ειδικά κατά την περίοδο της κρίσης, τα δικαστήρια έχουν δείξει συνολικά μεγαλύτερη επιείκεια, εγκρίνοντας σχέδια εξυγίανσης προβληματικών επιχειρήσεων αμφίβολης επιτυχίας, κάτω από την πίεση της απώλειας θέσεων εργασίας».

Ένα ακόμη ζήτημα, το οποίο ωστόσο δεν αφορά μόνο τον κλάδο του τουρισμού, αλλά συνολικά τις χρηματοδοτήσεις επιχειρήσεων σε όλους τους κλάδους της ελληνικής οικονομίας και φαίνεται τώρα, είναι ότι οι τράπεζες δεν διαθέτουν τα μέσα ώστε να πιέσουν τους επιχειρηματίες να τοποθετήσουν ίδια κεφάλαια για την εξυγίανση των επιχειρήσεών τους. Αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι τις καλές εποχές οι τράπεζες δεν φρόντισαν να λάβουν ως εγγυήσεις των δανείων που έδιναν μετοχές, παρά μόνο π.χ. ακίνητα.

Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνουν μεγάλοι σύμβουλοι επιχειρήσεων, υποθήκες επί των μετοχών θα λειτουργούσαν σήμερα καλύτερα ως μέσο πίεσης έναντι των ιδιοκτητών, δεδομένου ότι ένα από τα βασικά αιτήματα των τραπεζών έναντι των βασικών μετόχων εταιρειών που αντιμετωπίζουν προβλήματα είναι να τοποθετήσουν και οι ίδιοι κεφάλαια. Στον τομέα του τουρισμού, χαρακτηριστικό παράδειγμα ως προς το τελευταίο είναι η περίπτωση του ξενοδοχείου Athens Ledra στη λεωφόρο Συγγρού, το οποίο έκλεισε αιφνιδιαστικά πέρυσι στο τέλος Μαΐου, σε μία περίοδο κατά την οποία το ξενοδοχείο είχε επιτύχει υψηλές επιδόσεις με μία πληρότητα πάνω από 90%, κατά τα λεγόμενα των εργαζομένων.

Είχε προηγηθεί μία μακρά περίοδος διαβουλεύσεων μεταξύ των πιστωτριών τραπεζών και της ιδιοκτήτριας οικογένειας Παρασκευαΐδη, με την Alpha Bank, ως βασική πιστώτρια τράπεζα, να ζητεί από τους ιδιοκτήτες να τοποθετήσουν κεφάλαια τουλάχιστον 10 εκατ. ευρώ στο ιστορικό ξενοδοχείο της λεωφόρου Συγγρού. Το Athens Ledra είχε υποστεί και αυτό τις συνέπειες από την κρίση του τουρισμού της Αθήνας κατά την περίοδο 2009-2013, ενώ στο τέλος του 2013 είχε αποχωρήσει και η Marriott, λόγω ασυμφωνίας με τους ιδιοκτήτες ως προς το μίσθωμα και τις απαιτούμενες επενδύσεις.

Τα προβλήματα που εντοπίζει ο ΣΕΤΕ
Ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ δίνει τις δικές του ερμηνείες για τους λόγους για τους οποίους υφίστανται τα ζητήματα με τις προβληματικές επιχειρήσεις στον τουρισμό, παρά τα ανοδικά νούμερα των τελευταίων ετών:

«Ένα από τα βασικά προβλήματα, ως προς τους μεγαλύτερους ομίλους, αποτελεί το γεγονός ότι πραγματοποίησαν επενδύσεις που είχαν στηριχθεί σε λάθος επιχειρηματικό μοντέλο, στο οποίο μάλιστα συναίνεσαν και οι τράπεζες. Πρόκειται για πλάνα, τα οποία, ουσιαστικά δεν ήταν καλά μελετημένα». Είναι γεγονός πως η αξιολόγηση ενός business plan στο κομμάτι του τουρισμού είναι ιδιαίτερα σύνθετη και οι τράπεζες, όπως τουλάχιστον φάνηκε από τα αποτελέσματα, στερούνταν της σχετικής τεχνογνωσίας την εποχή των... παχέων αγελάδων, με αποτέλεσμα να χρηματοδοτήσουν τελικά μη βιώσιμα επενδυτικά σχέδια.

«Παράλληλα, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, στον κλάδο του τουρισμού στην Ελλάδα λόγω και της μικροϊδιοκτησίας της γης ενεπλάκησαν επιχειρηματίες, οι οποίοι δεν είχαν την απαραίτητη γνώση», αναφέρει ο κ. Ανδρέαδης, προσθέτοντας ότι η ελληνική αγορά είναι κατακερματισμένη.

Η Ελλάδα και σε μικρότερο βαθμό και άλλες χώρες της Μεσογείου, όπως η Ισπανία και η Ιταλία, είχαν την ιδιομορφία ότι ο κλάδος του real estate συνδέθηκε με τη λειτουργία και διαχείριση ξενοδοχείων. «Στο εξωτερικό, υπάρχει διακριτός ρόλος για τους ιδιοκτήτες και το real estate σε σχέση με το κομμάτι της διαχείρισης των ξενοδοχείων, ενώ η Ισπανία, αν και είχε το ίδιο πρόβλημα, το αντιμετώπισε καλύτερα, λόγω του μεγαλύτερου μεγέθους της αγοράς», επισημαίνει ο πρόεδρος του ΣΕΤΕ.

Ο κ. Ανδρεάδης έχει επανειλημμένα επισημάνει το τελευταίο διάστημα κι ένα ακόμη μεγάλο “αγκάθι” για τον τουρισμό των ρεκόρ των τελευταίων ετών: «Δεδομένης και της υπερφορολόγησης, δημιουργούνται δύο πραγματικότητες στον ελληνικό τουρισμό και στην ανταγωνιστικότητα, τόσο των ελληνικών τουριστικών επιχειρήσεων όσο και των περιοχών. Η μία πραγματικότητα είναι αυτή των περιοχών και των επιχειρήσεων που προωθούν και διαχειρίζονται ένα επώνυμο προϊόν, με ολοκληρωμένες εταιρικές διαδικασίες, εξειδικευμένα συστήματα και έντονη εξωστρέφεια –το πιο ισχυρό και έντονα αναπτυσσόμενο κομμάτι του ελληνικού τουρισμού. Οι επιχειρήσεις αυτές είναι συνήθως μεγάλες και καλά οργανωμένες, ή είναι μικρές αλλά προσφέρουν διαφοροποιημένες και μοναδικές υπηρεσίες.

Η άλλη, είναι αυτή της άγνωστης τουριστικά Ελλάδας με τη μικρή τουριστική περίοδο και τις χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τους αυτοαπασχολούμενους ιδιοκτήτες, τις μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις, οι οποίες πασχίζουν, χωρίς να προσφέρουν κάποιο επώνυμο προϊόν, με λιγοστά μέσα και σχεδόν καθόλου υποστήριξη, να επιβιώσουν στις συνεχώς μεταβαλλόμενες συνθήκες επιχειρηματικότητας της χώρας μας. Αποτελούν το πλειοψηφικό και πιο ευάλωτο κομμάτι του ελληνικού τουρισμού που δεν έχει επαρκή διέξοδο στην διεθνή αγορά και υποφέρει ακόμα πιο πολύ από την πτώση της εσωτερικής κατανάλωσης στο 1/3, λόγω της οικονομικής κρίσης στη χώρα».

Οι πρώτες συμφωνίες σε Κω και Ρόδο
Πίσω στο “μέτωπο” των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, το ξεκαθάρισμα στα κόκκινα δάνεια των ξενοδόχων έχει τεθεί σε προτεραιότητα. Kαι αυτό με το σκεπτικό ότι αυτή τη στιγμή, λόγω και των συνεχώς αυξανόμενων επιδόσεων της τουριστικής κίνησης στη χώρα μας, υπάρχει μεγάλος αριθμός ενδιαφερομένων από ιδιώτες επενδυτές, ξένα funds αλλά και ξένες αλυσίδες διαχείρισης για την τοποθέτηση κεφαλαίων στον ελληνικό τουρισμό.

Στο πλαίσιο αυτό, ακριβώς αυτήν την περίοδο, οι πιστώτριες τράπεζες βρίσκονται σε επαφές με ενδιαφερομένους επενδυτές ώστε να βρεθεί μία λύση και να διευθετηθεί ένα από τα μεγαλύτερα μη εξυπηρετούμενα δάνεια του ξενοδοχειακού κλάδου, αυτό του ομίλου Κυπριώτη. Ο τελευταίος είναι ένας από τους μεγαλύτερους ξενοδοχειακούς ομίλους στην Κω, με έναν τραπεζικό δανεισμό ύψους κοντά στα 115 εκατ. ευρώ (στις τράπεζες Πειραιώς, Eurobank, Αττικής) αλλά και οφειλές προς το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία.

Κάτω από την ομπρέλα του συγκροτήματος Kipriotis Resort ComplexΗ ιστοσελίδα, στο νησί λειτουργούν πέντε πολυτελείς ξενοδοχειακές μονάδες (δύο ξενοδοχειακές μονάδες 5 αστέρων και τρεις ξενοδοχειακές μονάδες 4 αστέρων με συνολικά 1450 δωμάτια), καθώς επίσης και ένα από τα μεγαλύτερα αυτόνομα συνεδριακά κέντρα στην Ελλάδα, αποτελούμενο από 20 αίθουσες συνεδριάσεων με δυναμικότητα 5.500 ατόμων. Aκριβώς λόγω του μεγέθους του ομίλου, οι επαφές και οι διαπραγματεύσεις έχουν διαρκέσει αρκετούς μήνες, ωστόσο είναι η πρώτη φορά τώρα που οι εμπλεκόμενες πλευρές δηλώνουν ότι βρίσκονται πιο κοντά στην εξεύρεση λύσης.

Αντίστοιχα, σχεδόν έξι (!) χρόνια κράτησαν οι συζητήσεις και οι διαδικασίες ώστε να βρεθεί επενδυτής και για ένα ακόμη μεγάλο ξενοδοχειακό ακίνητο, το πρώην Capsis στη Ρόδο, το οποίο διαχειριζόταν η Ντία Καψή, βρέθηκε κάτω από συνθήκες ασφυξίας και έκλεισε τελικά το 2011, όταν ο όμιλος της Eurobank αποφάσισε... να πάρει τα κλειδιά. Έκτοτε το ξενοδοχείο τελούσε υπό πώληση, με ουκ ολίγους επενδυτές να έχουν χτυπήσει την πόρτα της τράπεζας, ωστόσο το γενικότερο κλίμα, αρχικά στον ελληνικό τουρισμό και εν συνεχεία στην ελληνική οικονομία, σε συνδυασμό και με τα ειδικότερα προβλήματα στον τραπεζικό κλάδο, δεν βοηθούσε ώστε να αξιοποιηθεί το ακίνητο, που αποτελούσε κι ένα από τα μεγάλα περιουσιακά στοιχεία της τράπεζας.

Η μονάδα βρίσκεται σε απόσταση 15 λεπτών από το αεροδρόμιο της Ρόδου, είχε κτιστεί τη δεκαετία του '70 και περιλαμβάνει κεντρικό κτίριο, διαμερίσματα, συνεδριακό κέντρο και πισίνες, ενώ διαθέτει συνολικά 691 δωμάτια 1.820 κλινών περίπου. Το συγκρότημα διαθέτει από τους μεγαλύτερους συνεδριακούς χώρους στην Ευρώπη συνολικής δυναμικότητας 8.000 συνέδρων και μάλιστα, ειδικά για τις συνεδριακές του υποδομές, είχε λάβει στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας σημαντικές ευρωπαϊκές διακρίσεις.

Οι πρώτοι μήνες του 2017 ήταν καθοριστικοί, όπως φάνηκε, ώστε να βρεθεί τελικά ο επενδυτής στο πρόσωπο του Νίκου Κούτρα, ιδιοκτήτη τριών ξενοδοχείων στην Κω (Akti Hotels), τα οποία διαθέτουν υγιή χρηματοοικονομικά και θετική κερδοφορία. Με ένα τίμημα ύψους 25 εκατ. ευρώ σε βάθος εικοσαετίας, ο κ. Κούτρας ανέλαβε μέσω leasing να “τρέξει” από το 2018 το ξενοδοχείο της Ρόδου, ενώ μόλις πριν από λίγες ημέρες, στα μέσα Μαρτίου, “έκλεισε” και η χρηματοδότηση για την ανακαίνιση της μονάδας. Η πρώτη φάση θα κοστίσει περί τα 7 εκατ. ευρώ, για το εμβληματικό ξενοδοχείο, που βρίσκεται πλέον πολύ κοντά στην επαναλειτουργία.

Στεφανία Σούκη
https://insidestory.gr/article/kokkina-daneia-xenodohon?token=2DTXJCU4N8

ΠΡΕΖΑ TV
8-4-2017

Δεν υπάρχουν σχόλια: