Τόσο στο Twitter, όσο και στο Facebook, έχω ασχοληθεί πολύ με την προωθούμενη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (στην οποία ανήκει άλλωστε κατ’ αποκλειστικότητα η νομοθετική πρωτοβουλία στην Ευρωπαϊκή Ένωση), το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα και το λόμπι των εκδοτών (βιβλίων, ηχογραφημάτων, ταινιών) «μεταρρύθμιση» για τα πνευματικά δικαιώματα και ειδικά σε ό,τι αφορά το διαδίκτυο. Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της, αυτή η «μεταρρύθμιση» θα δώσει «επιτέλους» στους δημιουργούς μεγαλύτερο έλεγχο πάνω στο τι γίνεται στο διαδίκτυο με το έργο τους, μετά από πολλά χρόνια «κατάχρησης» με τη «συνενοχή» των γιγάντων του διαδικτύου, η οποία οδήγησε τους δημιουργούς στην ανέχεια λόγω διαφυγόντων κερδών.
Εδώ θα εξετάσουμε τέσσερα επίμαχα άρθρα: τα άρθρα 3, 11, 12 και 13. Σημειώστε ότι τα 11, 12 και 13 έγιναν, στην τελευταία τροποποίηση 15, 16 και 17. Το νομοσχέδιο (στο αγγλικό κείμενο) μπορείτε να το διαβάσετε εδώ. Θα ξεκινήσουμε με το άρθρο 13 (νυν 17). Ξεκαθαρίζω επίσης ότι ο σχολιασμός βασίζεται στο επίσημο κείμενο στα Αγγλικά και όχι σε οποιαδήποτε άλλη μετάφρασή του.
Ξεκαθαρίζω επίσης ότι, με τόσα άρθρα και τόσες αναφορές που έχουν γραφτεί επί του θέματος από ειδήμονες των θεμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, από βιβλιοθηκονόμους, από ειδικούς σε θέματα προσωπικών δεδομένων και ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης, κανένας ευρωβουλευτής δεν έχει δικαίωμα να ισχυρίζεται ότι «δεν ξέρει», ούτε ότι οι ειδήμονες αυτοί «έχουν πέσει θύματα παραπληροφόρησης». Ως εκ τούτου, ο καθένας ψηφίζει με βάση τις (όποιες) αρχές του και τα συμφέροντα που πραγματικά θέλει να εξυπηρετήσει, άσχετα από το τι λέει παραέξω. Κι επειδή ξέρω να διαβάζω ανάμεσα απ’ τις γραμμές, σχολιάζω και ανάλογα.
Το άρθρο 13 (νυν 17) με πολύ λίγα λόγια:
Σύμφωνα με το νομικό κείμενο του πλέον αμφιλεγόμενου άρθρου, του άρθρου 13 (που στην τελευταία τροποποίηση του νομοσχεδίου έγινε άρθρο 17), οι διαδικτυακές υπηρεσίες φιλοξενίας και δημοσίευσης περιεχομένου θα πρέπει είτε να έχουν αποκτήσει (εκ των προτέρων ή εκ των υστέρων) άδεια για να ανεβεί στους διακομιστές τους κάποιο περιεχόμενο που προστατεύεται από πνευματικά δικαιώματα, ή να έχουν ελεγκτικούς μηχανισμούς που να αποτρέπουν το ανέβασμα αυτού του περιεχομένου.
Επεξηγήσεις για το άρθρο 13 (νυν 17):
Τι καλύπτει το εν λόγω άρθρο:
Το νομοσχέδιο (και όχι μόνο το άρθρο) κάνει λόγο για “works or other protected subject matter”. Αυτό σημαίνει οτιδήποτε υπόκειται σε προστασία πνευματικών δικαιωμάτων (copyright και κάθε άλλο δικαίωμα που η εξόχως ευρεία έννοια της «πνευματικής ιδιοκτησίας» καλύπτει). Δηλαδή, πέρα από τα προφανή (μουσική, ταινίες), καλύπτει εμπορικά σήματα, χορογραφίες, κείμενο, ηχογραφήσεις προφορικού λόγου, αρχιτεκτονικά σχέδια, εικαστικά έργα (ακόμη κι αν βρίσκονται σε δημόσια θέα), οχήματα, τα πάντα.
Ποιες διαδικτυακές υπηρεσίες/εταιρείες επηρεάζονται;
Όλες οι εταιρείες που φιλοξενούν, προωθούν και, με σκοπό το κέρδος, «οργανώνουν» “large amounts of works or other subject matter” για λογαριασμό των χρηστών τους, εκτός από αυτές που είναι μικρές ΚΑΙ ηλικίας μικρότερης των τριών ετών. Δυστυχώς, το τι ακριβώς σημαίνει αυτό το κείμενο είναι πολύ ασαφές. Η αναφορά στην «οργάνωση» του υλικού μοιάζει με παραπομπή σε πρόσφατη υπόθεση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου σχετικά με το The Pirate Bay. Έτσι, το πώς αυτό το κείμενο θα ερμηνευτεί και σε σχέση και σύγκριση με τις «παραδοσιακές» υπηρεσίες εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των δικαστηρίων των 27 κρατών-μελών. Επίσης, κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς σημαίνουν αυτές οι «μεγάλες ποσότητες» για τις οποίες μιλά το νομικό κείμενο. Αυτό όμως που μπορεί ο καθένας να καταλάβει είναι ότι, παρά τους ισχυρισμούς των υποστηρικτών του νομοσχεδίου, δεν αφορά μόνο τη μουσική και τις ταινίες (αλλιώς δε θα ρίχνανε τόσα λεφτά στο lobbying οι γνωστοί για τις ανέντιμες κι ανήθικες πρακτικές τους μεγάλοι ακαδημαϊκοί εκδότες), και σε καμία περίπτωση δεν αφορά μόνο τη Google και το Facebook.
Τι πρέπει να κάνει μια διαδικτυακή εταιρεία που εμπίπτει στις διατάξεις του νομοσχεδίου;
Μια διαδικτυακή εταιρεία είναι υποχρεωμένη, σύμφωνα με το νομοσχέδιο, να κάνει «το καλύτερο δυνατό» (“best efforts”) για να αποτρέπει στο μέλλον κάθε ανέβασμα περιεχομένου για το οποίο έχει υπάρξει «επαρκώς τεκμηριωμένη ενημέρωση» (“sufficiently substantiated notice”) από φυσικά πρόσωπα ή επιχειρήσεις που ισχυρίζονται ότι έχουν δικαιώματα επί του αναφερόμενου υλικού. Αυτό το υλικό μπορεί να είναι ηχητικό (προφορικός λόγος, μουσική, αφήγηση κλπ), οπτικό υλικό, κείμενο, εικόνες, εικόνα κειμένου (π.χ. φωτογραφία μιας κόλλας με γραπτό κείμενο επάνω της ή μιας τυπωμένης σελίδας), φωτογραφίες, χορογραφίες, κλπ. Οι διαδικτυακές εταιρείες θα πρέπει επίσης να ενημερώνουν τους κατόχους των πνευματικών δικαιωμάτων (ή σε αυτούς που ισχυρίζονται ότι είναι κάτοχοι πνευματικών δικαιωμάτων) για την αποτελεσματικότητα των τεχνολογιών που χρησιμοποιούν για την επίτευξη αυτού του σκοπού.
Εδώ υπάρχει ένα εξόχως επικίνδυνο παραθυράκι στο νομοσχέδιο: δεν υπάρχει καμία απολύτως συνέπεια για ψευδείς ή/και καταχρηστικές καταγγελίες παραβίασης πνευματικής ιδιοκτησίας (κι έχουν υπάρξει πολλά τέτοια παραδείγματα στο παρελθόν). Αυτό σημαίνει ότι, με αυτό το νόμο, ο καθένας μπορεί να προβεί σε ψευδή καταγγελία και να πετύχει την αφαίρεση απολύτως νόμιμου υλικού, χωρίς να υπάρχει καμία δυνατότητα να τιμωρηθεί γι’αυτό. Ακόμη και με το ήδη υπάρχον νομικό πλαίσιο, η υποβολή ψευδών καταγγελιών είναι τόσο εύκολη και ακίνδυνη, ώστε να έχουν κάνει την εμφάνισή τους τα τελευταία χρόνια εγκληματίες που εκβιάζουν ιδιοκτήτες καναλιών στο YouTube απαιτώντας χρήματα για να μην υποβάλουν ψευδείς καταγγελίες παραβίασης copyright. Και δεν είναι μόνο αυτοί: Τέτοιες ψευδείς καταγγελίες έχουν χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν και για να αφαιρεθούν «ενοχλητικά» βίντεο (π.χ. βίντεο με αρνητικές κριτικές ταινιών κλπ). Το άρθρο 13 (νυν 17) διευκολύνει τους απατεώνες, αλλά και όσους θέλουν να φιμώσουν τους επικριτές τους, καθώς τους δίνει μεγαλύτερη ισχύ – ενώ θα έπρεπε να τους περιορίσει.
Ποιες χρήσεις απαγορεύονται;
Στα σύγχρονα φιλελεύθερα κράτη, η ελεύθερη δράση θεωρείται ως ο κανόνας και οι περιορισμοί, συμπεριλαμβανομένου του copyright, αποτελούν την εξαίρεση. Για να διασφαλιστεί ότι οι περιορισμοί που θέτει το copyright στην ελεύθερη δράση των πολιτών (και οι περιορισμοί αυτοί συχνά αγγίζουν τα όρια του παράλογου – για παράδειγμα, δεν έχετε δικαίωμα να δανείσετε σε ένα φίλο σας ένα βιβλίο που αγοράσατε), προβλέπονται εξαιρέσεις. Για παράδειγμα, η ενωσιακή νομοθεσία προβλέπει προαιρετικές εξαιρέσεις (δηλαδή είναι στη διακριτική ευχέρεια των κρατών-μελών αν θα δώσουν τα σχετικά δικαιώματα στους πολίτες τους), οι οποίες επιτρέπουν τη χωρίς προηγούμενη αδειοδότηση και καταβολή αποζημίωσης στον κάτοχο των δικαιωμάτων χρήση προστατευόμενου περιεχομένου για ιδιωτική χρήση (π.χ. να φτιάξετε ένα αντίτυπο ενός CD για να το ακούτε στο αυτοκίνητο, χωρίς να φθείρετε αυτό που αγοράσατε), παρωδία, εκπαιδευτική χρήση, κλπ.
Με το άρθρο 13 (νυν 17), τα φίλτρα θα χρειάζεται να μπορούν να αναγνωρίζουν αυτές τις εξαιρέσεις. Ωστόσο, ας είμαστε ειλικρινείς: η «τεχνητή νοημοσύνη» δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί το context, τις περιστάσεις δηλαδή γύρω από ένα γεγονός, και είναι αμφίβολο αν θα το καταφέρει ποτέ. Έτσι, η χρήση αυτών των θεμελιωδών εξαιρέσεων-ελευθεριών θα είναι απολύτως αδύνατη. Εδώ πρέπει να σημειώσω ότι, αν και το νομικό κείμενο δεν αναφέρει ρητά τον όρο «φίλτρα ανεβάσματος», η λειτουργικότητα που απαιτείται είναι τέτοια ώστε η χρήση τους είναι μονόδρομος, κάτι που παραδέχτηκαν και υψηλόβαθμα στελέχη του CDU/CSU. Καλό λοιπόν θα είναι να σταματήσει μια και καλή η σχετική παραπλανητική ρητορεία των υπερμάχων του επίμαχου άρθρου.
Επίσης, για την «προστασία» της πνευματικής ιδιοκτησίας υπάρχουν παράλογοι νόμοι, οι οποίοι ως τώρα σχεδόν ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκαν, αλλά τώρα η επιβολή τους θα γίνει εξαιρετικά εύκολη υπόθεση. Για παράδειγμα, σε κάποιες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνιστά «προσβολή πνευματικής ιδιοκτησίας» το να φωτογραφίσετε, βιντεοσκοπήσετε, ακόμη και να ζωγραφίσετε σε πίνακα ή σκίτσο, κτίρια, γλυπτά ή τοιχογραφίες που βρίσκονται στο δημόσιο χώρο, εκτεθειμένα σε κοινή θέα. Έτσι, αν είστε φωτογράφος και η φωτογραφία που τραβήξατε περιλαμβάνει ένα κτίριο που το σχεδίασε ένας αρχιτέκτονας, ο οποίος επιθυμεί να μην υπάρχουν αναπαραστάσεις-απεικονίσεις του που δεν έχει αδειοδοτήσει ο ίδιος και για τις οποίες δεν λαμβάνει αμοιβή, τότε η φωτογραφία που τραβήξατε απλά δεν θα ανεβεί ποτέ στο διαδίκτυο. Κατά παρόμοιο τρόπο, ακριβώς επειδή τα memes, που η Κομισιόν ψευδώς ισχυρίζεται στα προπαγανδιστικά της βίντεο ότι εξαιρούνται και προστατεύονται από το νομοσχέδιο, συχνά χρησιμοποιούν υλικό που προστατεύεται από πνευματικά δικαιώματα, μπορούν να απαγορευτούν, αν ο κάτοχος των πνευματικών δικαιωμάτων το ζητήσει.
Επανερχόμαστε όμως στο ζήτημα του κινδύνου απαγόρευσης της δημοσίευσης στο διαδίκτυο φωτογραφιών κτιρίων, γλυπτών κ.α. αντικειμένων που βρίσκονται σε κοινή θέα. Η γαλλική, η ιταλική, η σουηδική, η ελληνική και η σλοβενική νομοθεσία δεν αναγνωρίζουν την ελευθερία πανοράματος (ή δεν την αναγνωρίζουν επαρκώς). Έτσι, η δημοσίευση στο ίντερνετ μιας τέτοιας φωτογραφίας που περιλαμβάνει κτίριο του οποίου το αρχιτεκτονικό σχέδιο προστατεύεται από πνευματικά δικαιώματα θα απαγορευόταν σ’ αυτές τις χώρες, ενώ στην Αυστρία, στην Αγγλία και στην Ιρλανδία θα επιτρεπόταν. Με βάση το άρθρο 13 (νυν 17), τα φίλτρα θα πρέπει και να αναγνωρίζουν τα επίμαχα κτίρια και να λαμβάνουν υπόψη τους εθνικούς νόμους. Πώς ακριβώς θα πρέπει να εφαρμόσει τα φίλτρα της μια διαδικτυακή πλατφόρμα που δραστηριοποιείται σε όλες αυτές τις χώρες;
Οι υπέρμαχοι του νομοσχεδίου ισχυρίζονται (είτε λόγω αυταπάτης και απίστευτης άγνοιας είτε λόγω επιθυμίας να εξαπατήσουν το κοινό) πως δε θα υπάρξει κανένα απολύτως πρόβλημα για κανέναν. Η αλήθεια είναι όμως ότι ο νόμος αυτός, ο οποίος δημιουργεί υποχρέωση απαγορεύσεων σε πανευρωπαϊκή κλίμακα, χωρίς να δημιουργεί ταυτόχρονη υποχρέωση προστασίας εξαιρέσεων σε αντίστοιχη κλίμακα, θα έχει το εξής αποτέλεσμα: οι επιχειρήσεις, για να μην έχουν νομικά μπλεξίματα, θα αγνοήσουν όλες τις εξαιρέσεις και κάθε επιμέρους εθνικά κατοχυρωμένη ελευθερία των χρηστών και θα μπλοκάρουν ό,τι ενδέχεται να είναι «προσβολή πνευματικής ιδιοκτησίας». Το μπλοκάρισμα δεν δημιουργεί νομικό κίνδυνο, ενώ το να επιτρέψουν τη δημοσίευση δημιουργεί. Τόσο απλά.
Θα έχει ο χρήστης δικαίωμα ένστασης/διαμαρτυρίας;
Ακόμα κι οι αρχικοί συντάκτες του άρθρου 13 (νυν 17) αναγνώρισαν ότι το κείμενο δεν τηρεί καν τα προσχήματα σε θέματα ισορροπιών, κι έτσι αποφάσισαν να δώσουν μια επίφαση ισορροπίας. Έτσι, προτείνουν το εξής: Όταν διαγράφεται κάτι που πάτε να γράψετε ή να αναρτήσετε, θα πρέπει να έχετε πρόσβαση σε μηχανισμό ένστασης. Ή, ακριβέστερα, αν η διαδικτυακή υπηρεσία παραδεχθεί ότι τα δεδομένα που πήγατε να μεταδώσετε διαγράφηκανλογοκρίθηκαν βάσει του νόμου που προέκυψε ως ενσωμάτωση του άρθρου 13 (νυν 17) της Οδηγίας στο εθνικό μας δίκαιο, θα πρέπει να έχετε πρόσβαση σε κάποιο μηχανισμό ένστασης και επανεξέτασης του ζητήματος. Ωστόσο, αν η υπηρεσία επιλέξει να πει ότι η διαγραφήλογοκρισία ήταν αποτέλεσμα της παράβασης εκ μέρους σας των Όρων Χρήσης της, τότε δεν είναι επ’ ουδενί υποχρεωμένη να στήσει τέτοιο μηχανισμό. Συνεπώς, η Οδηγία δίνει στις εταιρείες που μεσολαβούν για τη δημοσίευση του περιεχομένου που δημιουργείτε (ως πρωτότυπο ή παράγωγο έργο) την επιλογή να σας δώσουν δικαίωμα ένστασης, προσφυγής κι επανεξέτασης, αλλά, επειδή ακριβώς υπάρχει το παραθυράκι της επίκλησης των Όρων Χρήσης, αυτός ο μηχανισμός δεν θα υπάρχει τελικά. Η υπόσχεση πως ο χρήστης (δηλαδή εσείς) θα έχει στη διάθεσή του αποτελεσματικό και ουσιώδη τρόπο να αντιταχθεί στην απόφαση των αυτόματων λογοκριτών (των φίλτρων) και να διεκδικήσει τα δικαιώματά του είναι απλούστατα ψευδέστατη.
Οι Συνέπειες του Άρθρου 13 (νυν 17)
Ποιος θα ωφεληθεί από αυτό;
Ποιες διαδικτυακές υπηρεσίες θα έχουν τη δυνατότητα να ανταπεξέλθουν στις απρόβλεπτες απαιτήσεις και στα άγνωστα κόστη της συμμόρφωσης με αυτούς τους κανόνες; Οι μικρές νεοφυείς επιχειρήσεις (startups) ή η Google και η Facebook, τις οποίες υποτίθεται ότι οι συντάκτες αυτού του νομοσχεδίου είχαν βάλει στο στόχαστρο; Ποιοι κάτοχοι πνευματικών δικαιωμάτων θα μπορούν να δώσουν τις κατάλληλες πληροφορίες σε κάθε σχετική υπηρεσία φιλοξενίας περιεχομένου σε κάθε χώρα; Οι ανεξάρτητοι καλλιτέχνες και δημιουργοί, που δεν έχουν στη διάθεσή τους πολυμελή επιτελεία για να κάνουν αυτή τη δουλειά, ή οι μεγάλοι κάτοχοι πνευματικών δικαιωμάτων, δηλαδή οι γιγαντιαίες δισκογραφικές και κινηματογραφικές εταιρείες, που τα πλειοψηφικά πακέτα μετοχών τους αλλάζουν χέρια για δεκάδες ή εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ; Νομίζω ότι γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι οι μόνοι που θα μπορέσουν ν’ ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις της προωθούμενης Οδηγίας είναι οι μεγάλοι, μονοπωλιακοί παίκτες.
Κι ο ανεξάρτητος δημιουργός, καλλιτέχνης, συγγραφέας, ιστολόγος τι θα γίνει;
Ας είμαστε επιτέλους ειλικρινείς: Παρά τις δακρύβρεχτες εξαγγελίες τους, οι υποστηρικτές του άρθρου 13 (νυν 17) δεν ενδιαφέρονται καθόλου για τους «μικρούς». Γι’ αυτό και προωθούν ένα νομοσχέδιο το οποίο εγκλωβίζει τον ανεξάρτητο δημιουργό πίσω από τρεις πυλωρούς, τρεις «πορτιέρηδες»: τις διαδικτυακές υπηρεσίες, τις εισπρακτικές εταιρείες τύπου ΑΕΠΙ και τις εταιρείες ανάπτυξης φίλτρων.
Κατ’ αρχάς, η ελευθερία και η διαπραγματευτική ισχύς του δημιουργού θα μειωθούν δραστικά. Όπως εξηγήσαμε πιο πριν, η Οδηγία που προωθείται δημιουργεί νομικό χάος, στο οποίο μόνον οι πολύ μεγάλες εταιρείες θα μπορέσουν να επιβιώσουν. Έτσι, από τη σημερινή «προβληματική» κατάσταση, στην οποία οι δημιουργοί, χάρη στο «άναρχο» ίντερνετ μπορούσαν να διανείμουν το περιεχόμενό τους όπως θέλανε, όπου θέλανε, οδηγούμαστε σε περιορισμό των επιλογών τους σε ελάχιστους, ολιγοπωλιακούς (αλλά, εν τέλει, λόγω εναρμονισμένων πρακτικών κλπ, είναι μονοπωλιακοί) παρόχους. Ξεκαθαρίζω και τονίζω ότι αυτές οι εταιρείες είναι ιδιωτικές και λογοδοτούν μονάχα στους μετόχους τους, και δεν είναι σε καμία περίπτωση υποχρεωμένες να τηρούν συνταγματικές κ.α. προστασίες ελευθερίας έκφρασης, λόγου, γνώμης κλπ. Είναι απολύτως ελεύθερες και έχουν κάθε δικαίωμα να απαγορεύσουν σε οποιονδήποτε την ανάρτηση και δημοσίευση περιεχομένου, για οποιονδήποτε λόγο, χωρίς να λογοδοτήσουν σε κανέναν. Είναι απολύτως ελεύθερες να μη συνάψουν συμφωνία αδειοδότησης και απλά να μπλοκάρουν το «παραβατικό» περιεχόμενο. Είναι απολύτως ελεύθερες να αφαιρέσουν το περιεχόμενο που δημιουργήσατε, ακόμη και βασιζόμενες σε καταφανώς ψευδείς καταγγελίες, χωρίς εσείς να μπορείτε να κάνετε το παραμικρό. Οι κ.κ. Oettinger, Ansip και Voss, οι άνθρωποι πίσω από την Οδηγία, αφαιρούν κάθε διαπραγματευτική δύναμη από τους δημιουργούς και τη δίνουν όλη στις μεγάλες εταιρείες. Έτσι, για να μπορέσει ο καλλιτέχνης κι ο δημιουργός (υπέρ του οποίου κόπτονται οι υποστηρικτές του απαράδεκτου αυτού νομοσχεδίου) να έρθει σε επαφή με το ακροατήριό του, θα πρέπει να βρίσκεται σε σχέση πλήρους εξάρτησης με αυτές τις μονοπωλιακές εταιρείες και να συμμορφώνεται με τις επιθυμίες τους.
Οπότε, ο μόνος τρόπος για να μπορεί ο δημιουργός να ανακτήσει κάποιο είδος διαπραγματευτικής ισχύος και να «παίξει μπάλα» σ’ αυτό το σύστημα είναι να συμβληθεί με μια εισπρακτική εταιρεία. Αυτές θα αδειοδοτούν, θα ταυτοποιούν και θα αναφέρουν εκ μέρους του δημιουργού, έναντι προμήθειας. Μόνο που η διαπραγματευτική ισχύς ενός νέου καλλιτέχνη έναντι των εισπρακτικών εταιρειών είναι βασικά ανύπαρκτη. Αλλά ο νομοθέτης δεν του δίνει επιλογή: Ή θα τον χαρατσώνουν οι εισπρακτικές εταιρείες, ή θα διαπραγματεύεται μόνος του με τη Google παλεύοντας ταυτόχρονα να ενημερώνει τη βάση δεδομένων των φίλτρων της Google για να αποτρέψει το μη αδειοδοτημένο διαμοιρασμό του περιεχομένου του και πολεμώντας ενάντια σε ψευδείς ισχυρισμούς τρίτων (ότι το δικό του έργο τους ανήκει) ή προσπαθώντας να ανατρέψει εσφαλμένες-άδικες φραγές του περιεχομένου του.
Και σα να μην έφτανε αυτό, υπάρχουν ελάχιστες εταιρείες στον κόσμο που παράγουν και εμπορεύονται την τεχνολογία που απαιτεί η Οδηγία για το φιλτράρισμα των ανεβασμάτων. Αυτές είναι η Google (με τη θυγατρική της, την Alphabet), η Facebook και η Audible Magic (η οποία έχει ξοδέψει εκατομμύρια για να προωθήσει το άρθρο 13, νυν 17). Κι εδώ είναι που η κατάσταση θα είναι κυριολεκτικά «Άγρια Δύση»: όποιος προλάβει να βάλει πρώτος στις βάσεις δεδομένων αυτών των εταιρειών μια εικόνα, ένα ηχητικό αρχείο, ένα βίντεο, θα ελέγχει κάθε επόμενη χρήση, διασκευή (remix-cover) ή παρωδία και σάτιρα αυτού του περιεχομένου. Ακόμη κι αν το αρχικό έργο έχει τεθεί εξαρχής στο public domain ή καλύπτεται από κάποια άδεια Creative Commons σαν αυτή που χρησιμοποιώ στο ιστολόγιό μου. Αυτό επίσης σημαίνει πως θα υπάρχει πάντα (όπως και με τα διδακτορικά – άλλη πονεμένη ιστορία αυτή) ο κίνδυνος πως κάποιος, σε κάποιο άλλο μέρος του κόσμου, θα κάνει κάτι παρόμοιο με αυτό που κάνετε εσείς και θα προλάβει να το κατοχυρώσει εκείνος, οπότε η δημοσίευση του δικού σας έργου θα απαγορευτεί. Και μη νομίζετε ότι δεν έχουν υπάρξει παραδείγματα στο παρελθόν: ένα από τα πιο παράλογα συμβάντα ήταν όταν, από ένα βίντεο διάρκειας εννιά λεπτών, ένα κομμάτι διάρκειας τριάντα δευτερολέπτων όπου κάποιος δοκίμαζε ένα μικρόφωνο, «αναγνωρίστηκε» από το φίλτρο ContentID του YouTube κι έτσι το βίντεο λογοκρίθηκε ως «παραβίαση πνευματικής ιδιοκτησίας τρίτου».
Έτσι, με το άρθρο 13 (νυν 17), περνάμε από ένα ίντερνετ στο οποίο οι καλλιτέχνες μπορούσαν να συνδεθούν ελεύθερα με το ακροατήριό τους με τους δικούς τους όρους, σε έναν κόσμο όπου ο καλλιτέχνης, αν θέλει να δημοσιεύσει τη δουλειά του, θα είναι αναγκασμένος να συνεργάζεται με μια εισπρακτική εταιρεία, η οποία θα αδειοδοτήσει (εκτός αν προτιμήσει να μην το πράξει) μια χούφτα αμερικανικές διαδικτυακές εταιρείες, οι οποίες όμως θα ορίζουν τους όρους της συμφωνίας αδειοδότησης. Γιατί αυτές θα αποτελούν το δίαυλο επικοινωνίας του καλλιτέχνη με τον κόσμο: ο νομοθέτης τους δίνει και το μαχαίρι και το πεπόνι. Αν θεωρήσουν ότι οι όροι που θέτει η εισπρακτική εταιρεία δεν τις συμφέρουν, απλά θα απαγορέψουν τη δημοσίευση του περιεχομένου. Μιλάμε για καθεστώς ιδιωτικοποιημένης, αυτοματοποιημένης, αυθαίρετης λογοκρισίας.
Επιπλέον, όποιος νομίζει ότι θα «ιδρώσει τ’ αυτί» της Google, είναι γελασμένος. Είναι απολύτως σε θέση να εξαγοράσει όποια από τις μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες θέλει και να επιβάλει τους όρους της στους καλλιτέχνες που εκπροσωπούνται από αυτές – ακόμη και τη Universal.
Δε μιλάμε πλέον για προσβολή πνευματικής ιδιοκτησίας, αλλά για έλεγχο του λόγου
Μην ξεγελιέστε: Το διακύβευμα δεν είναι η «προστασία» του καλλιτέχνη από την «παράνομη χρήση του υλικού του». Στην πραγματικότητα, το άρθρο 13 (νυν 17) σχεδόν δεν αναφέρει καθόλου την «παραβίαση» – το διακύβευμα είναι η ταυτοποίηση του περιεχομένου. Το ζητούμενο είναι να δοθεί εξουσία και έλεγχος σε μεσάζοντες: στις εισπρακτικές εταιρείες (π.χ. IFPI, ΑΕΠΙ). Το ζητούμενο είναι να φορτωθούν οι διαδικτυακές εταιρείες με υποχρεώσεις που μόνον οι μεγαλύτερες, αυτές που μονοπωλούν την αγορά, θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν. Η ζημία θα μετακυλιστεί όλη στους πολίτες. Θα πρέπει να μυρίζουμε τα νύχια μας για το τι θα επιτρέπεται ή όχι κι έτσι θα πρέπει να αυτολογοκρινόμαστε, γνωρίζοντας ότι είμαστε απολύτως ανίσχυροι απέναντι στους εταιρικούς γίγαντες, στους οποίους ο νομοθέτης (δηλαδή η Κομισιόν) δίνει τόση ισχύ. Μιλάμε για ένα απολύτως καφκικό περιβάλλον.
Με λίγα λόγια, ακόμη κι αν θεωρήσουμε ότι οι μεγάλες διαδικτυακές εταιρείες δρουν καλόπιστα, επειδή ο νόμος ορίζει και περιγράφει τις υπηρεσίες τους με τέτοια ασάφεια, για να αποφύγουν τις δικαστικές περιπέτειες στις οποίες σίγουρα θα τις ρίξουν οι ασαφείς κανόνες για τη λογοδοσία και την ευθύνη τους, καλούνται να χρησιμοποιήσουν μη προσδιορισμένες τεχνολογίες για να κάνουν «αρκετά» (άλλη ασάφεια) για να αποτρέψουν τη διαθεσιμότητα περιεχομένου που έχει «ταυτοποιηθεί» από τους κατόχους πνευματικών δικαιωμάτων. Αυτοί που κάνουν την «ταυτοποίηση» δεν έχουν κανένα νομικό κίνδυνο, γιατί δεν υπάρχει ποινή για ψευδείς ισχυρισμούς. Ο πάροχος φιλοξενίας επίσης δεν έχει κανένα νομικό κίνδυνο αν διαγράψει ό,τι έχει έστω κι απειροελάχιστη πιθανότητα να του προκαλέσει προβλήματα – αντίθετα, έχει νομικό κίνδυνο αν το αφήσει να περάσει. Και, φυσικά, ο δημιουργός που θέλει να ανεβάσει κάτι υφίσταται κίνδυνο φίμωσης. Μιλάμε για κακή πολιτική και κακή νομοθέτηση.
Συνοψίζοντας τη ζημία για τους δημιουργούς
Το άρθρο 13 (νυν 17) δεν είναι καλό για τους δημιουργούς. Δεν υποχρεώνει τις μεγάλες διαδικτυακές πλατφόρμες φιλοξενίας και δημοσίευσης περιεχομένου να λογοδοτούν σε κανέναν. Αντίθετα, τους αναθέτει υποχρεώσεις κι εξουσίες τέτοιες, ώστε τους δημιουργεί κίνητρο να λογοκρίνουν τα πάντα «μην τυχόν». Δεν εξασφαλίζει εύκολη και δίκαιη πρόσβαση του καλλιτέχνη στο κοινό. Αντίθετα, τη δυσχεραίνει. Δε μειώνει τον αριθμό των «πορτιέρηδων»-μεσαζόντων από τους οποίους πρέπει ο μικρός, ανεξάρτητος καλλιτέχνης ή δημιουργός να περάσει. Τους αυξάνει, ανασταίνοντας απαρχαιωμένες εταιρικές και συλλογικές δομές που, ειδικά στη χώρα μας (βλ. υπόθεση ΑΕΠΙ), καταχράστηκαν την εξουσία που κάκιστα τους δόθηκε και την εμπιστοσύνη των καλλιτεχνών. Δεν εξασφαλίζει δίκαιη αμοιβή κι εύκολη καταβολή για τη δουλειά των δημιουργών. Αντίθετα, διαλύει το διαδίκτυο, ενισχύει τους ήδη ισχυρούς, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία αμερικανικού μονοπωλίου (Google/Alphabet, Facebook, Audible Magic) στο φιλτράρισμα κάθε είδους περιεχομένου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αντίθετα με τους ολοένα και πιο παράλογους και συκοφαντικούς ισχυρισμούς των υποστηρικτών του άρθρου 13 (νυν 17), άρα πολλοί επικριτές του, μεταξύ αυτών και μέλη της Κοινωνίας των Πολιτών, υποστηρίζουν το διακηρυγμένο στόχο του νομοσχεδίου: να δοθεί μεγαλύτερη εξουσία και περισσότερος έλεγχος στους καλλιτέχνες και στους δημιουργούς. Ωστόσο, ακόμη και οι λογικές, σωστές προβλέψεις άλλων άρθρων αναιρούνται πλήρως από το άρθρο 13 (νυν 17).
Όπως ανακοίνωσε η International Federation of Journalists: “the Copyright Directive makes a mockery of journalists’ authors’ rights by promoting buy-out contracts and bullying to force journalists to sign away their rights and giving publishers a free ride to make more profits while journalists receive zero” («η Οδηγία για τα Πνευματικά Δικαιώματα γελοιοποιεί τα δικαιώματα των δημοσιογράφων προωθώντας συμβόλαια εξαγοράς κι εκβιάζοντας τους δημοσιογράφους να εκχωρήσουν τα δικαιώματά τους και δίνοντας στους εκδότες δωρεάν εισιτήριο να κερδοσκοπήσουν περισσότερο, ενώ οι δημοσιογράφοι δεν παίρνουν τίποτα»). Αυτή η ανάλυση, όπως καταλαβαίνετε, έχει οριζόντια ισχύ: Το άρθρο 13 (νυν 17) δεν φτιάχτηκε για να προστατέψει τους δημιουργούς.
Παράπλευρες (ή όχι και τόσο…) απώλειες
Επειδή το άρθρο 13 (νυν 17) είναι (επίτηδες) γραμμένο τόσο ασαφώς, τόσο από μόνο του, όσο και συνδυαζόμενο με άλλες διατάξεις (κυρίως το άρθρο 11, νυν 15) της προωθούμενης Οδηγίας έχει συνέπειες σε ένα πάρα πολύ ευρύ φάσμα της καθημερινής δραστηριότητας του καθενός μας – από τον απλό πολίτη μέχρι τον ερευνητή δημοσιογράφο κι από το μαθητή μουσικής ως το γονιό που θέλει να μοιραστεί με συγγενικά του πρόσωπα οικογενειακές του στιγμές. Κατ’ αρχάς, επαναλαμβάνω κάτι που έγραψα και πιο πριν: αντίθετα με την κρατούσα παρανόηση, τα πνευματικά δικαιώματα, εντός ή εκτός διαδικτύου, δεν αφορούν μόνο τη μουσική και τις ταινίες. Μπορεί οι εισηγητές και υπέρμαχοι του νομοσχεδίου να θέλουν να πιστεύετε ότι η Οδηγία αφορά μόνο αυτά τα δυο είδη περιεχομένου, αλλά το νομικό κείμενο είναι σαφές: αφορά τα πάντα – μηχανολογικά σχέδια, αρχιτεκτονικά σχέδια, τρισδιάστατα μοντέλα, μουσική, ηχητικά εφέ, κινούμενα σχέδια, σκίτσα, κόμικ, σκαριφήματα, κείμενο (και όχι μόνο λογοτεχνικό, επιστημονικό ή δημοσιογραφικό έργο).
Κι επίσης, τόσο οι ως τώρα νομοθέτες, όσο και οι δικαστές, αποδέχονται ότι η «παραβίαση» των πνευματικών δικαιωμάτων μπορεί να έχει πάμπολλες μορφές: από το ανέβασμα μιας ταινίας σε κάποιο δίκτυο peer-to-peer μέχρι την απλή παράθεση αποσπάσματος κειμένου «μεγαλύτερου του επιτρεπτού» στο ιστολόγιό σας ή ακόμη ακόμη και σε ιδιωτικό μήνυμα (π.χ. σε ένα email ή σε ένα προσωπικό μήνυμα μέσω Viber ή Whatsapp ή άλλης υπηρεσίας που μπορεί να στείλετε σε φιλικό ή αγαπημένο σας πρόσωπο). Ομοίως, «παραβίαση» πνευματικών δικαιωμάτων μπορεί να θεωρηθεί ακόμη και το ανέβασμα στην ιστοσελίδα μιας εφημερίδας εγγράφων που διέρρευσαν από το εσωτερικό μιας εταιρείας και αποτελούν τεκμήρια διαφθοράς και τέλεσης αδικημάτων.
Θυμίζω επίσης και τονίζω ότι, τόσο με το ισχύον καθεστώς (που οι εκδότες χαρακτηρίζουν «ανεπαρκούς αυστηρότητας»), αν μοιραστείτε μέσω κάποιου μέσου κοινωνικής δικτύωσης ή κάποιας πλατφόρμας τύπου YouTube, ακόμα και μέσω email, ένα βίντεο από γαμήλια δεξίωση στην οποία αναπόφευκτα ακούγονται κάποια τραγούδια, «παραβιάζετε πνευματικά δικαιώματα» και πρέπει να αφαιρεθεί ο ήχος από το βίντεο (αχρηστεύοντάς το). Με το προτεινόμενο καθεστώς, το ανέβασμα θα απαγορευτεί.
Επίσης, ο ενωσιακός νομοθέτης θυσιάζει τις ευρωπαϊκές νεοφυείς επιχειρήσεις Πληροφορικής στα αμερικανικά συμφέροντα που ισχυρίζεται ότι αντιμάχεται: Τις εξαιρεί από την υποχρέωση να εφαρμόσουν αυτά τα φίλτρα εφόσον (α) δραστηριοποιούνται λιγότερο από τρία χρόνια, (β) ο ετήσιος τζίρος τους είναι μικρότερος των δέκα (10) εκατομμυρίων ευρώ. Έτσι, τις οδηγεί είτε σε κλείσιμο, είτε σε έναν αέναο κύκλο κλεισίματος-εξαγοράς-δημιουργίας νέας επιχείρησης.
Τεκμήριο ενοχής και παραβίαση της ιδιωτικότητας μας ελέω «copyright»
Αυτό σημαίνει, με πάρα πολύ απλά λόγια, ότι, όσον αφορά την «προσβολή πνευματικής ιδιοκτησίας», είμαστε όλοι ένοχοι μέχρις αποδείξεως του εναντίου. Βέβαια, αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο. Αν μελετήσετε τον ισχύοντα νόμο για τα πνευματικά δικαιώματα στην Ελλάδα (άρθρο 18 ν. 2121/1993, όπως τροποποιήθηκε με τον ν.4481/2017), επιβάλλει χαράτσι σε: «CDRW, CDR, DVD και άλλα αποθηκευτικά μέσα χωρητικότητας άνω των 4GB, ηλεκτρονικοί υπολογιστές, φορητές ηλεκτρονικές συσκευές ταμπλέ (tablets), έξυπνα κινητά τηλέφωνα (smartphones), συσκευές ή εξαρτήματα ανεξάρτητα εάν λειτουργούν σε συνάρτηση ή μη με ηλεκτρονικούς υπολογιστές και χρησιμοποιούνται για την ψηφιακή αντιγραφή, μετεγγραφή ή με άλλο τρόπο αναπαραγωγή, φωτοτυπικές συσκευές και χαρτί κατάλληλο για φωτοτυπίες, σαρωτές και εκτυπωτές».
Το σκεπτικό του ενωσιακού νομοθέτη είναι απλό: αγοράζετε (επαν)εγγράψιμα CD και DVD με σκοπό να παραβιάσετε τα πνευματικά δικαιώματα κάποιου άλλου. Αγοράζετε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, αποθηκευτικά μέσα με χωρητικότητα άνω των 4GB, smartphones, tablets, χαρτί, φωτοτυπικά, σκάνερ, εκτυπωτές, με σκοπό να παραβιάσετε τα πνευματικά δικαιώματα κάποιου άλλου. Και γι’ αυτό, σας χαρατσώνω στις αγορές και τέτοιων αγαθών, ώστε να δώσω «αποζημίωση» στους εκδότες και στους δημιουργούς (δηλαδή στους εκδότες, σιγά μην ψάχνω να βρω τους δημιουργούς) για το… έγκλημα που δε μπορώ να αποδείξω ότι διαπράξατε, αλλά είμαι απόλυτα βέβαιος ότι διαπράξατε και διαπράττετε. Εγώ, ο νομοθέτης, σας θεωρώ a priori ενόχους, σας τιμωρώ λοιπόν εκ των προτέρων μ’ αυτό το χαράτσι, και δε με νοιάζει να αποδείξω την ενοχή σας. Άλλωστε, έχω φροντίσει να σας πείσω είστε όλοι κλέφτες που καταστρέφετε τους άμοιρους καλλιτέχνες.
Βρισκόμαστε λοιπόν σε νομικό καθεστώς εξαίρεσης. Σε κάθε άλλο αδίκημα, από τη συκοφαντική δυσφήμηση μέχρι το βιασμό ανηλίκου, ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας ώσπου να τελεσιδικήσει η υπόθεση. Στην παραβίαση όμως των πνευματικών δικαιωμάτων, είμαστε όλοι ένοχοι μέχρι αποδείξεως του εναντίου, γιατί αυτή είναι η αντίληψη που έχει περάσει στους νομοθέτες από αυτούς που ως τώρα μονοπωλούσαν την επιχειρηματολογία περί πνευματικών δικαιωμάτων: τους εκδότες και τις εισπρακτικές εταιρείες.
Το τέλος της ιδιωτικότητας
Από τη στιγμή όμως που θεωρούμαστε όλοι ένοχοι μέχρι αποδείξεως του εναντίου, ο νομοθέτης αποκτά ηθική νομιμοποίηση για να περιστείλει βασικές ελευθερίες μας, προκειμένου να μας «πιάσει στα πράσα». Και αφού ό,τι κι αν κάνουμε στο διαδίκτυο (ακόμα κι αν γράψουμε ένα προσωπικό μήνυμα για να φλερτάρουμε μ’ έναν άνθρωπο που μας ενδιαφέρει ερωτικά) μπορεί να αποτελέσει πλατφόρμα για να παραβιάσουμε την πνευματική ιδιοκτησία κάποιου άλλου, τότε νομιμοποιείται και η παρακολούθηση των επικοινωνιών μας. Άλλωστε, ο επικεφαλής της γερμανικής Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα είχε προειδοποιήσει για την απειλή που το άρθρο 13 (νυν 15) αποτελεί για την ιδιωτικότητά μας, όπως είχα αναφέρει και λίγο παλιότερα.
Δυστυχώς ναι, το άρθρο 13 (νυν 17) από μόνο του, λόγω ακριβώς της ασάφειας με την οποία είναι επίτηδες γραμμένο, συνεπάγεται ότι οι πάροχοι διαδικτυακών υπηρεσιών, χωρίς καμία εξαίρεση, «υποχρεώνονται» (ή, ορθότερα, εξουσιοδοτούνται) να παρακολουθούν πλέον ακόμη και ό,τι γράφουμε, ακριβώς για να μας αποτρέψουν από το να παραθέσουμε, μέσα στο κείμενο ενός άρθρου ή ακόμη κι ενός μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (καθώς κι αυτό μπορεί να σταλεί μαζικά σε πολλούς αποδέκτες), ένα χωρίο προστατευμένου κειμένου που να είναι μεγαλύτερο της «απλής παράθεσης».
Το τέλος της δημοσιογραφίας
Ας πούμε ότι χρειάζεται μια ελαφρώς διασταλτική ερμηνεία του άρθρου 13 (νυν 17) για να δικαιολογηθεί η σε πραγματικό χρόνο, εκτελούμενη από πανίσχυρες ιδιωτικές εταιρείες, αυτοματοποιημένη, προληπτική, και χωρίς δυνατότητα ένστασης, λογοκρισία όχι μόνο της δημοσίευσης δημιουργικών έργων ανεξάρτητων καλλιτεχνών και δημιουργών, αλλά και των ίδιων μας των ιδιωτικών επικοινωνιών. Όχι ότι η ως τώρα επιχειρηματολογία για τα πνευματικά δικαιώματα δεν συνηγορεί υπέρ αυτής της προσέγγισης. Όχι ότι το ίδιο το νομικό κείμενο δεν αφήνει παράθυρο ολάνοιχτο για μαζικές παρακολουθήσεις [άσχετα αν γράφει, προφανώς εμπαίζοντας τον αναγνώστη, ότι «(t)he application of this Article shall not lead to any general monitoring obligation»]. Συνδυαζόμενο με το άρθρο 11 (νυν 15) , το οποίο αφορά το χαράτσι για συνδέσμους (linktax) και το χαράτσι παραθέσεις (snippet tax), οδηγεί αναπόδραστα σε αυτόματη, προληπτική λογοκρισία της ίδιας της δημοσιογραφίας, και κυρίως της ερευνητικής.
Αυτό λοιπόν το άρθρο επιτρέπει στα κράτη-μέλη να απαγορεύσουν συνδέσμους προς ειδήσεις, εφόσον αυτοί οι σύνδεσμοι στον τίτλο τους περιέχουν πάνω από μια ή δυο διαδοχικές λέξεις από το αρχικό κείμενο ή τον τίτλο του άρθρου στο οποίο παραπέμπουν, αλλά απαιτεί τα κράτη-μέλη να απαγορεύουν συνδέσμους που περιέχουν παραπάνω από «πολύ μικρά παραθέματα». Έτσι, μια χώρα μπορεί να απαγορεύει συνδέσμους που περιέχουν πάνω από τρεις λέξεις ενός άρθρου, ενώ μια άλλη μπορεί να απαγορεύει συνδέσμους που περιέχουν πάνω από μία. Κι είναι τόσο ευρεία η έννοια του «παραθέματος» ώστε και πάλι οδηγούμαστε σε νομικό χάος. Όπως κατέδειξα και παραπάνω, είναι εύλογο ότι οι διαδικτυακές υπηρεσίες, για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο, θα επιλέξουν να εφαρμόσουν για όλους τους Ευρωπαίους χρήστες τους μια συλλογή από τις πιο αυστηρές επιμέρους (εθνικές) προσαρμογές αυτής της Οδηγίας.
Το άρθρο 11 (νυν 15) δυστυχώς τυγχάνει υποστήριξης από πολλούς εκδότες εφημερίδων και πολλούς ιδιοκτήτες ΜΜΕ στην Ευρώπη. Υποτίθεται ότι θα τους δώσει ένα ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί απέναντι στη Google και σε άλλους διεθνείς συναθροιστές (aggregators) ειδήσεων που συλλέγουν ειδήσεις και παραπέμπουν στις αρχικές πηγές. Προβλέπει λοιπόν, με λίγα λόγια, το εξής: παραθέτετε ένα εδάφιο από κάποιο άρθρο με παραπομπή στην αρχική πηγή. Αν το εδάφιο αυτό ξεπερνά κάποιο όριο (το οποίο η Οδηγία δεν ορίζει και αφήνει στη διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη του κράτους-μέλους), τότε πρέπει να πάρετε άδεια από τον εκδότη του αρχικού άρθρου και να καταβάλετε αμοιβή για την τιμή που σας κάνει να σας επιτρέψει να παραπέμψετε στο έργο του, δηλαδή να του στείλετε αναγνώστες, δηλαδή να του δημιουργήσετε ευκαιρία για να αποκομίσει κέρδος.
Αν και η τελευταία τροποποίηση του εν λόγω άρθρου εξαιρεί την προσωπική χρήση, τη μη-κερδοσκοπική χρήση (π.χ. τον ιστολόγο που δεν αποκομίζει κέρδος και δε βιοπορίζεται από την ενασχόλησή του), δεν εξαιρεί τα μικρότερα ΜΜΕ. Επίσης, δεν υποχρεώνει σε καμία περίπτωση τον εκδότη του αρχικού περιεχομένου να χορηγήσει άδεια. Έτσι, ανοίγει διάπλατα την πόρτα σε κάποια ΜΜΕ να απαγορεύσουν σε άλλα την παραπομπή στο περιεχόμενό τους. Δυστυχώς, στην Ελλάδα έχουμε δει τους περισσότερους ιδιοκτήτες ΜΜΕ να αποσιωπούν το όλο ζήτημα ή να τάσσονται ανοιχτά υπέρ των δυο αυτών άρθρων. Ο λόγος είναι ότι νομίζουν πως θα μπορούν να «παίξουν μπάλα» έναντι των άλλων ΜΜΕ με τους ίδιους όρους που «παίζουν μπάλα» τα μεγάλα πρακτορεία σαν το Reuters. Η αλήθεια είναι ότι τα μεν πολύ μικρά ΜΜΕ θα οδηγηθούν στο κλείσιμο, μη μπορώντας ν’ αντέξουν τα χαράτσια, τα δε μικρομεσαία (γιατί τα ελληνικά ΜΜΕ δεν ξεπερνούν το επίπεδο του μικρομεσαίου) θα καταλήξουν να εξαρτώνται ακόμα περισσότερο από το κράτος για να επιβιώσουν.
Είπαμε λοιπόν ότι με το άρθρο 11 (νυν 15), ο αρχικός εκδότης μπορεί να αποτρέψει πια την παραπομπή και την παράθεση σε «ανεπιθύμητα» και «ενοχλητικά» ΜΜΕ, εφόσον το επιθυμεί. Αυτό δηλαδή του δίνει το δικαίωμα άσκησης λογοκρισίας.
Επίσης, το άρθρο 3 (text and data mining), που περιορίζει τη χρήση τέτοιων μεθόδων πρόσκτησης δεδομένων για επεξεργασία κι εξαγωγή συμπερασμάτων και την καθιστά προνόμιο των ακαδημαϊκών κι ερευνητικών ιδρυμάτων, δυσχεραίνει το έργο και των ευρωπαϊκών εταιρειών Πληροφορικής (οι οποίες θα βρίσκονται πια σε μειονεκτική θέση απέναντι στους αμερικανούς ανταγωνιστές τους) και του ερευνητή δημοσιογράφου: η συλλογή κι επεξεργασία άρθρων, δημοσιευμάτων, ανακοινώσεων, αλλά και πινάκων με στοιχεία για δημοσιογραφική χρήση απαγορεύεται πια διά νόμου. Έτσι, μην περιμένετε νέες αποκαλύψεις τύπου Λίστας Λαγκάρντ.
Κι όχι μόνο αυτό: τα ΜΜΕ φιλοξενούν τις ιστοσελίδες και τα web TV κανάλια τους σε διαδικτυακές υπηρεσίες. Πλέον, με το άρθρο 13 (νυν 17), θα πρέπει οι πάροχοι που φιλοξενούν τις διαδικτυακές υποδομές των ΜΜΕ να έχουν από πριν την άδεια για να φιλοξενήσουν τα πειστήρια και τεκμήρια που επικαλείται ο δημοσιογράφος, το φωτογραφικό υλικό, τα βίντεο κλπ. Έτσι, θα οδηγηθούμε στα εξής αποτελέσματα:
Όπως θα έπρεπε να είναι προφανές, μια επιχείρηση που ερευνάται για μίζες και ξέπλυμα χρήματος θα μπλοκάρει «για λόγους πνευματικών δικαιωμάτων» τη δημοσίευση εγγράφων που αποδεικνύουν την εγκληματική της δραστηριότητα, ή ο ίδιος ο πάροχος φιλοξενίας ιστοσελίδων θα μπλοκάρει από μόνος του τα σχετικά ρεπορτάζ, για να μην τον τρέχουν δικαστικά.
Ρεπορτάζ από διαδηλώσεις ή εκδηλώσεις στις οποίες ακούγονται διάφορα τραγούδια θα απαγορεύονται.
Φωτογραφικό υλικό που εμφανίζει «προστατευμένο υλικό» (π.χ. κτίριο για το αρχιτεκτονικό σχέδιο του οποίου τα πνευματικά δικαιώματα βρίσκονται ακόμα σε ισχύ) θα απαγορεύεται.
Συμπεράσματα
Όπως καταλαβαίνετε, η προωθούμενη Οδηγία για τα πνευματικά δικαιώματα μας οδηγεί σε μια δυστοπική κατάσταση. Το αν θα έχετε δικαίωμα να δημοσιεύσετε ακόμη και πρωτότυπη δουλειά σας τίθεται πλέον εν αμφιβόλω, επειδή θα υπάρχει ο φόβος κάποιος άλλος, σε κάποιο μακρινό μέρος του κόσμου, να έχει ήδη προλάβει να κάνει κάτι παρόμοιο και να το έχει κατοχυρώσει, οπότε το δικό σας έργο δεν θα εμφανιστεί. «Ενοχλητικές» κριτικές για προϊόντα και υπηρεσίες θα εξαφανιστούν από το διαδίκτυο χάρη στην πλήρη ατιμωρησία που η Οδηγία δίνει σε όποιον θέλει να υποβάλει ψευδή αναφορά. Ακόμα και η ερευνητική δημοσιογραφία πλέον κινδυνεύει με εξαφάνιση, καθώς τα εσωτερικά έγγραφα ιδιωτικών επιχειρήσεων αποτελούν πνευματική τους ιδιοκτησία. Και όχι, τα φίλτρα λογοκρισίας δεν διακρίνουν μεταξύ «υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος».
Είναι απαράδεκτο να λέμε ότι αυτή η Οδηγία, με αυτά τα άρθρα – 3, 11 (νυν 15) και 13 (νυν 17) – αποσκοπεί στο να προστατέψει τους δημιουργούς. Αποσκοπεί μόνο στο να επιβάλει καθεστώς πλήρους, αυτόματης, ιδιωτικοποιημένης, μονοπωλιακής, προληπτικής λογοκρισίας. Όπως παλιότερα οι δημοσιογράφοι στη χώρα μας έπρεπε να υποβάλουν τα ρεπορτάζ τους στους καραβανάδες λογοκριτές της Χούντας, έτσι πλέον θα πρέπει – εφόσον αυτά τα άρθρα υπερψηφιστούν – να μάθουν να ζουν με το αμερικανικό μονοπώλιο μηχανών λογοκρισίας που θα προστατεύει το οργανωμένο έγκλημα και θα τους φιμώνει. Όσο για τους καλλιτέχνες και δημιουργούς, αυτοί θα υποδουλωθούν οριστικά και αμετάκλητα στους εκδότες, στις εισπρακτικές εταιρείες και στις μεγάλες, μονοπωλιακές διαδικτυακές εταιρείες.
Επίσης, δεν υπάρχουν περιθώρια. Από τη στιγμή που θα ψηφιστεί η Οδηγία, υπάρχει συγκεκριμένο χρονικό περιθώριο στο οποίο δε μπορεί να γίνει καμία απολύτως αλλαγή. Μέχρι να γίνουν «βελτιώσεις», πολλές από τις οποίες θα προκύψουν από το δικαστικό χάος που θα ακολουθήσει, οι «παράπλευρες απώλειες» θα είναι τεράστιες.
Θέλω εδώ να κλείσω ευχαριστώντας τους υπερμάχους της Οδηγίας για τα ειρωνικά, προσβλητικά τους σχόλια («όχλο» μας χαρακτήρισε η Κομισιόν σε άρθρο της που απέσυρε άρον-άρον και δεν εξηγεί ποιος έδωσε την εντολή να συνταχθεί), για τις θεωρίες συνωμοσίας τους (είμαστε δήθεν «bots και πράκτορες της Google», μέχρι και… δάκτυλο του George Soros είδε κάποιος από το CDU), για τις ψευτιές τους, καθώς και για τη σε καθημερινή βάση επίδειξη του ψηφιακού τους αναλφαβητισμού και της κακοπροαίρετης στάσης τους («100.000 κλέφτες», έγραψε κάποιος για τους διαδηλωτές). Θυμίζω ακόμη τη μεταστροφή κάποιων εγχώριων πολιτικών δυνάμεων που το 2012 τάσσονταν – δικαίως – ανοιχτά κατά της ACTA, αλλά στις 12 Σεπτέμβρη 2018 ψήφισαν τα άρθρα 11 (νυν 15) και 13 (νυν 17) και τώρα αποφεύγουν να τοποθετηθούν.
https://alonghardlook.wordpress.com/2019/03/25/eucopyrightreform-bad-policy-bad-law/
Εδώ θα εξετάσουμε τέσσερα επίμαχα άρθρα: τα άρθρα 3, 11, 12 και 13. Σημειώστε ότι τα 11, 12 και 13 έγιναν, στην τελευταία τροποποίηση 15, 16 και 17. Το νομοσχέδιο (στο αγγλικό κείμενο) μπορείτε να το διαβάσετε εδώ. Θα ξεκινήσουμε με το άρθρο 13 (νυν 17). Ξεκαθαρίζω επίσης ότι ο σχολιασμός βασίζεται στο επίσημο κείμενο στα Αγγλικά και όχι σε οποιαδήποτε άλλη μετάφρασή του.
Ξεκαθαρίζω επίσης ότι, με τόσα άρθρα και τόσες αναφορές που έχουν γραφτεί επί του θέματος από ειδήμονες των θεμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, από βιβλιοθηκονόμους, από ειδικούς σε θέματα προσωπικών δεδομένων και ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης, κανένας ευρωβουλευτής δεν έχει δικαίωμα να ισχυρίζεται ότι «δεν ξέρει», ούτε ότι οι ειδήμονες αυτοί «έχουν πέσει θύματα παραπληροφόρησης». Ως εκ τούτου, ο καθένας ψηφίζει με βάση τις (όποιες) αρχές του και τα συμφέροντα που πραγματικά θέλει να εξυπηρετήσει, άσχετα από το τι λέει παραέξω. Κι επειδή ξέρω να διαβάζω ανάμεσα απ’ τις γραμμές, σχολιάζω και ανάλογα.
Το άρθρο 13 (νυν 17) με πολύ λίγα λόγια:
Σύμφωνα με το νομικό κείμενο του πλέον αμφιλεγόμενου άρθρου, του άρθρου 13 (που στην τελευταία τροποποίηση του νομοσχεδίου έγινε άρθρο 17), οι διαδικτυακές υπηρεσίες φιλοξενίας και δημοσίευσης περιεχομένου θα πρέπει είτε να έχουν αποκτήσει (εκ των προτέρων ή εκ των υστέρων) άδεια για να ανεβεί στους διακομιστές τους κάποιο περιεχόμενο που προστατεύεται από πνευματικά δικαιώματα, ή να έχουν ελεγκτικούς μηχανισμούς που να αποτρέπουν το ανέβασμα αυτού του περιεχομένου.
Επεξηγήσεις για το άρθρο 13 (νυν 17):
Τι καλύπτει το εν λόγω άρθρο:
Το νομοσχέδιο (και όχι μόνο το άρθρο) κάνει λόγο για “works or other protected subject matter”. Αυτό σημαίνει οτιδήποτε υπόκειται σε προστασία πνευματικών δικαιωμάτων (copyright και κάθε άλλο δικαίωμα που η εξόχως ευρεία έννοια της «πνευματικής ιδιοκτησίας» καλύπτει). Δηλαδή, πέρα από τα προφανή (μουσική, ταινίες), καλύπτει εμπορικά σήματα, χορογραφίες, κείμενο, ηχογραφήσεις προφορικού λόγου, αρχιτεκτονικά σχέδια, εικαστικά έργα (ακόμη κι αν βρίσκονται σε δημόσια θέα), οχήματα, τα πάντα.
Ποιες διαδικτυακές υπηρεσίες/εταιρείες επηρεάζονται;
Όλες οι εταιρείες που φιλοξενούν, προωθούν και, με σκοπό το κέρδος, «οργανώνουν» “large amounts of works or other subject matter” για λογαριασμό των χρηστών τους, εκτός από αυτές που είναι μικρές ΚΑΙ ηλικίας μικρότερης των τριών ετών. Δυστυχώς, το τι ακριβώς σημαίνει αυτό το κείμενο είναι πολύ ασαφές. Η αναφορά στην «οργάνωση» του υλικού μοιάζει με παραπομπή σε πρόσφατη υπόθεση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου σχετικά με το The Pirate Bay. Έτσι, το πώς αυτό το κείμενο θα ερμηνευτεί και σε σχέση και σύγκριση με τις «παραδοσιακές» υπηρεσίες εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια των δικαστηρίων των 27 κρατών-μελών. Επίσης, κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς σημαίνουν αυτές οι «μεγάλες ποσότητες» για τις οποίες μιλά το νομικό κείμενο. Αυτό όμως που μπορεί ο καθένας να καταλάβει είναι ότι, παρά τους ισχυρισμούς των υποστηρικτών του νομοσχεδίου, δεν αφορά μόνο τη μουσική και τις ταινίες (αλλιώς δε θα ρίχνανε τόσα λεφτά στο lobbying οι γνωστοί για τις ανέντιμες κι ανήθικες πρακτικές τους μεγάλοι ακαδημαϊκοί εκδότες), και σε καμία περίπτωση δεν αφορά μόνο τη Google και το Facebook.
Τι πρέπει να κάνει μια διαδικτυακή εταιρεία που εμπίπτει στις διατάξεις του νομοσχεδίου;
Μια διαδικτυακή εταιρεία είναι υποχρεωμένη, σύμφωνα με το νομοσχέδιο, να κάνει «το καλύτερο δυνατό» (“best efforts”) για να αποτρέπει στο μέλλον κάθε ανέβασμα περιεχομένου για το οποίο έχει υπάρξει «επαρκώς τεκμηριωμένη ενημέρωση» (“sufficiently substantiated notice”) από φυσικά πρόσωπα ή επιχειρήσεις που ισχυρίζονται ότι έχουν δικαιώματα επί του αναφερόμενου υλικού. Αυτό το υλικό μπορεί να είναι ηχητικό (προφορικός λόγος, μουσική, αφήγηση κλπ), οπτικό υλικό, κείμενο, εικόνες, εικόνα κειμένου (π.χ. φωτογραφία μιας κόλλας με γραπτό κείμενο επάνω της ή μιας τυπωμένης σελίδας), φωτογραφίες, χορογραφίες, κλπ. Οι διαδικτυακές εταιρείες θα πρέπει επίσης να ενημερώνουν τους κατόχους των πνευματικών δικαιωμάτων (ή σε αυτούς που ισχυρίζονται ότι είναι κάτοχοι πνευματικών δικαιωμάτων) για την αποτελεσματικότητα των τεχνολογιών που χρησιμοποιούν για την επίτευξη αυτού του σκοπού.
Εδώ υπάρχει ένα εξόχως επικίνδυνο παραθυράκι στο νομοσχέδιο: δεν υπάρχει καμία απολύτως συνέπεια για ψευδείς ή/και καταχρηστικές καταγγελίες παραβίασης πνευματικής ιδιοκτησίας (κι έχουν υπάρξει πολλά τέτοια παραδείγματα στο παρελθόν). Αυτό σημαίνει ότι, με αυτό το νόμο, ο καθένας μπορεί να προβεί σε ψευδή καταγγελία και να πετύχει την αφαίρεση απολύτως νόμιμου υλικού, χωρίς να υπάρχει καμία δυνατότητα να τιμωρηθεί γι’αυτό. Ακόμη και με το ήδη υπάρχον νομικό πλαίσιο, η υποβολή ψευδών καταγγελιών είναι τόσο εύκολη και ακίνδυνη, ώστε να έχουν κάνει την εμφάνισή τους τα τελευταία χρόνια εγκληματίες που εκβιάζουν ιδιοκτήτες καναλιών στο YouTube απαιτώντας χρήματα για να μην υποβάλουν ψευδείς καταγγελίες παραβίασης copyright. Και δεν είναι μόνο αυτοί: Τέτοιες ψευδείς καταγγελίες έχουν χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν και για να αφαιρεθούν «ενοχλητικά» βίντεο (π.χ. βίντεο με αρνητικές κριτικές ταινιών κλπ). Το άρθρο 13 (νυν 17) διευκολύνει τους απατεώνες, αλλά και όσους θέλουν να φιμώσουν τους επικριτές τους, καθώς τους δίνει μεγαλύτερη ισχύ – ενώ θα έπρεπε να τους περιορίσει.
Ποιες χρήσεις απαγορεύονται;
Στα σύγχρονα φιλελεύθερα κράτη, η ελεύθερη δράση θεωρείται ως ο κανόνας και οι περιορισμοί, συμπεριλαμβανομένου του copyright, αποτελούν την εξαίρεση. Για να διασφαλιστεί ότι οι περιορισμοί που θέτει το copyright στην ελεύθερη δράση των πολιτών (και οι περιορισμοί αυτοί συχνά αγγίζουν τα όρια του παράλογου – για παράδειγμα, δεν έχετε δικαίωμα να δανείσετε σε ένα φίλο σας ένα βιβλίο που αγοράσατε), προβλέπονται εξαιρέσεις. Για παράδειγμα, η ενωσιακή νομοθεσία προβλέπει προαιρετικές εξαιρέσεις (δηλαδή είναι στη διακριτική ευχέρεια των κρατών-μελών αν θα δώσουν τα σχετικά δικαιώματα στους πολίτες τους), οι οποίες επιτρέπουν τη χωρίς προηγούμενη αδειοδότηση και καταβολή αποζημίωσης στον κάτοχο των δικαιωμάτων χρήση προστατευόμενου περιεχομένου για ιδιωτική χρήση (π.χ. να φτιάξετε ένα αντίτυπο ενός CD για να το ακούτε στο αυτοκίνητο, χωρίς να φθείρετε αυτό που αγοράσατε), παρωδία, εκπαιδευτική χρήση, κλπ.
Με το άρθρο 13 (νυν 17), τα φίλτρα θα χρειάζεται να μπορούν να αναγνωρίζουν αυτές τις εξαιρέσεις. Ωστόσο, ας είμαστε ειλικρινείς: η «τεχνητή νοημοσύνη» δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί το context, τις περιστάσεις δηλαδή γύρω από ένα γεγονός, και είναι αμφίβολο αν θα το καταφέρει ποτέ. Έτσι, η χρήση αυτών των θεμελιωδών εξαιρέσεων-ελευθεριών θα είναι απολύτως αδύνατη. Εδώ πρέπει να σημειώσω ότι, αν και το νομικό κείμενο δεν αναφέρει ρητά τον όρο «φίλτρα ανεβάσματος», η λειτουργικότητα που απαιτείται είναι τέτοια ώστε η χρήση τους είναι μονόδρομος, κάτι που παραδέχτηκαν και υψηλόβαθμα στελέχη του CDU/CSU. Καλό λοιπόν θα είναι να σταματήσει μια και καλή η σχετική παραπλανητική ρητορεία των υπερμάχων του επίμαχου άρθρου.
Επίσης, για την «προστασία» της πνευματικής ιδιοκτησίας υπάρχουν παράλογοι νόμοι, οι οποίοι ως τώρα σχεδόν ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκαν, αλλά τώρα η επιβολή τους θα γίνει εξαιρετικά εύκολη υπόθεση. Για παράδειγμα, σε κάποιες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνιστά «προσβολή πνευματικής ιδιοκτησίας» το να φωτογραφίσετε, βιντεοσκοπήσετε, ακόμη και να ζωγραφίσετε σε πίνακα ή σκίτσο, κτίρια, γλυπτά ή τοιχογραφίες που βρίσκονται στο δημόσιο χώρο, εκτεθειμένα σε κοινή θέα. Έτσι, αν είστε φωτογράφος και η φωτογραφία που τραβήξατε περιλαμβάνει ένα κτίριο που το σχεδίασε ένας αρχιτέκτονας, ο οποίος επιθυμεί να μην υπάρχουν αναπαραστάσεις-απεικονίσεις του που δεν έχει αδειοδοτήσει ο ίδιος και για τις οποίες δεν λαμβάνει αμοιβή, τότε η φωτογραφία που τραβήξατε απλά δεν θα ανεβεί ποτέ στο διαδίκτυο. Κατά παρόμοιο τρόπο, ακριβώς επειδή τα memes, που η Κομισιόν ψευδώς ισχυρίζεται στα προπαγανδιστικά της βίντεο ότι εξαιρούνται και προστατεύονται από το νομοσχέδιο, συχνά χρησιμοποιούν υλικό που προστατεύεται από πνευματικά δικαιώματα, μπορούν να απαγορευτούν, αν ο κάτοχος των πνευματικών δικαιωμάτων το ζητήσει.
Επανερχόμαστε όμως στο ζήτημα του κινδύνου απαγόρευσης της δημοσίευσης στο διαδίκτυο φωτογραφιών κτιρίων, γλυπτών κ.α. αντικειμένων που βρίσκονται σε κοινή θέα. Η γαλλική, η ιταλική, η σουηδική, η ελληνική και η σλοβενική νομοθεσία δεν αναγνωρίζουν την ελευθερία πανοράματος (ή δεν την αναγνωρίζουν επαρκώς). Έτσι, η δημοσίευση στο ίντερνετ μιας τέτοιας φωτογραφίας που περιλαμβάνει κτίριο του οποίου το αρχιτεκτονικό σχέδιο προστατεύεται από πνευματικά δικαιώματα θα απαγορευόταν σ’ αυτές τις χώρες, ενώ στην Αυστρία, στην Αγγλία και στην Ιρλανδία θα επιτρεπόταν. Με βάση το άρθρο 13 (νυν 17), τα φίλτρα θα πρέπει και να αναγνωρίζουν τα επίμαχα κτίρια και να λαμβάνουν υπόψη τους εθνικούς νόμους. Πώς ακριβώς θα πρέπει να εφαρμόσει τα φίλτρα της μια διαδικτυακή πλατφόρμα που δραστηριοποιείται σε όλες αυτές τις χώρες;
Οι υπέρμαχοι του νομοσχεδίου ισχυρίζονται (είτε λόγω αυταπάτης και απίστευτης άγνοιας είτε λόγω επιθυμίας να εξαπατήσουν το κοινό) πως δε θα υπάρξει κανένα απολύτως πρόβλημα για κανέναν. Η αλήθεια είναι όμως ότι ο νόμος αυτός, ο οποίος δημιουργεί υποχρέωση απαγορεύσεων σε πανευρωπαϊκή κλίμακα, χωρίς να δημιουργεί ταυτόχρονη υποχρέωση προστασίας εξαιρέσεων σε αντίστοιχη κλίμακα, θα έχει το εξής αποτέλεσμα: οι επιχειρήσεις, για να μην έχουν νομικά μπλεξίματα, θα αγνοήσουν όλες τις εξαιρέσεις και κάθε επιμέρους εθνικά κατοχυρωμένη ελευθερία των χρηστών και θα μπλοκάρουν ό,τι ενδέχεται να είναι «προσβολή πνευματικής ιδιοκτησίας». Το μπλοκάρισμα δεν δημιουργεί νομικό κίνδυνο, ενώ το να επιτρέψουν τη δημοσίευση δημιουργεί. Τόσο απλά.
Θα έχει ο χρήστης δικαίωμα ένστασης/διαμαρτυρίας;
Ακόμα κι οι αρχικοί συντάκτες του άρθρου 13 (νυν 17) αναγνώρισαν ότι το κείμενο δεν τηρεί καν τα προσχήματα σε θέματα ισορροπιών, κι έτσι αποφάσισαν να δώσουν μια επίφαση ισορροπίας. Έτσι, προτείνουν το εξής: Όταν διαγράφεται κάτι που πάτε να γράψετε ή να αναρτήσετε, θα πρέπει να έχετε πρόσβαση σε μηχανισμό ένστασης. Ή, ακριβέστερα, αν η διαδικτυακή υπηρεσία παραδεχθεί ότι τα δεδομένα που πήγατε να μεταδώσετε διαγράφηκανλογοκρίθηκαν βάσει του νόμου που προέκυψε ως ενσωμάτωση του άρθρου 13 (νυν 17) της Οδηγίας στο εθνικό μας δίκαιο, θα πρέπει να έχετε πρόσβαση σε κάποιο μηχανισμό ένστασης και επανεξέτασης του ζητήματος. Ωστόσο, αν η υπηρεσία επιλέξει να πει ότι η διαγραφήλογοκρισία ήταν αποτέλεσμα της παράβασης εκ μέρους σας των Όρων Χρήσης της, τότε δεν είναι επ’ ουδενί υποχρεωμένη να στήσει τέτοιο μηχανισμό. Συνεπώς, η Οδηγία δίνει στις εταιρείες που μεσολαβούν για τη δημοσίευση του περιεχομένου που δημιουργείτε (ως πρωτότυπο ή παράγωγο έργο) την επιλογή να σας δώσουν δικαίωμα ένστασης, προσφυγής κι επανεξέτασης, αλλά, επειδή ακριβώς υπάρχει το παραθυράκι της επίκλησης των Όρων Χρήσης, αυτός ο μηχανισμός δεν θα υπάρχει τελικά. Η υπόσχεση πως ο χρήστης (δηλαδή εσείς) θα έχει στη διάθεσή του αποτελεσματικό και ουσιώδη τρόπο να αντιταχθεί στην απόφαση των αυτόματων λογοκριτών (των φίλτρων) και να διεκδικήσει τα δικαιώματά του είναι απλούστατα ψευδέστατη.
Οι Συνέπειες του Άρθρου 13 (νυν 17)
Ποιος θα ωφεληθεί από αυτό;
Ποιες διαδικτυακές υπηρεσίες θα έχουν τη δυνατότητα να ανταπεξέλθουν στις απρόβλεπτες απαιτήσεις και στα άγνωστα κόστη της συμμόρφωσης με αυτούς τους κανόνες; Οι μικρές νεοφυείς επιχειρήσεις (startups) ή η Google και η Facebook, τις οποίες υποτίθεται ότι οι συντάκτες αυτού του νομοσχεδίου είχαν βάλει στο στόχαστρο; Ποιοι κάτοχοι πνευματικών δικαιωμάτων θα μπορούν να δώσουν τις κατάλληλες πληροφορίες σε κάθε σχετική υπηρεσία φιλοξενίας περιεχομένου σε κάθε χώρα; Οι ανεξάρτητοι καλλιτέχνες και δημιουργοί, που δεν έχουν στη διάθεσή τους πολυμελή επιτελεία για να κάνουν αυτή τη δουλειά, ή οι μεγάλοι κάτοχοι πνευματικών δικαιωμάτων, δηλαδή οι γιγαντιαίες δισκογραφικές και κινηματογραφικές εταιρείες, που τα πλειοψηφικά πακέτα μετοχών τους αλλάζουν χέρια για δεκάδες ή εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ; Νομίζω ότι γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι οι μόνοι που θα μπορέσουν ν’ ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις της προωθούμενης Οδηγίας είναι οι μεγάλοι, μονοπωλιακοί παίκτες.
Κι ο ανεξάρτητος δημιουργός, καλλιτέχνης, συγγραφέας, ιστολόγος τι θα γίνει;
Ας είμαστε επιτέλους ειλικρινείς: Παρά τις δακρύβρεχτες εξαγγελίες τους, οι υποστηρικτές του άρθρου 13 (νυν 17) δεν ενδιαφέρονται καθόλου για τους «μικρούς». Γι’ αυτό και προωθούν ένα νομοσχέδιο το οποίο εγκλωβίζει τον ανεξάρτητο δημιουργό πίσω από τρεις πυλωρούς, τρεις «πορτιέρηδες»: τις διαδικτυακές υπηρεσίες, τις εισπρακτικές εταιρείες τύπου ΑΕΠΙ και τις εταιρείες ανάπτυξης φίλτρων.
Κατ’ αρχάς, η ελευθερία και η διαπραγματευτική ισχύς του δημιουργού θα μειωθούν δραστικά. Όπως εξηγήσαμε πιο πριν, η Οδηγία που προωθείται δημιουργεί νομικό χάος, στο οποίο μόνον οι πολύ μεγάλες εταιρείες θα μπορέσουν να επιβιώσουν. Έτσι, από τη σημερινή «προβληματική» κατάσταση, στην οποία οι δημιουργοί, χάρη στο «άναρχο» ίντερνετ μπορούσαν να διανείμουν το περιεχόμενό τους όπως θέλανε, όπου θέλανε, οδηγούμαστε σε περιορισμό των επιλογών τους σε ελάχιστους, ολιγοπωλιακούς (αλλά, εν τέλει, λόγω εναρμονισμένων πρακτικών κλπ, είναι μονοπωλιακοί) παρόχους. Ξεκαθαρίζω και τονίζω ότι αυτές οι εταιρείες είναι ιδιωτικές και λογοδοτούν μονάχα στους μετόχους τους, και δεν είναι σε καμία περίπτωση υποχρεωμένες να τηρούν συνταγματικές κ.α. προστασίες ελευθερίας έκφρασης, λόγου, γνώμης κλπ. Είναι απολύτως ελεύθερες και έχουν κάθε δικαίωμα να απαγορεύσουν σε οποιονδήποτε την ανάρτηση και δημοσίευση περιεχομένου, για οποιονδήποτε λόγο, χωρίς να λογοδοτήσουν σε κανέναν. Είναι απολύτως ελεύθερες να μη συνάψουν συμφωνία αδειοδότησης και απλά να μπλοκάρουν το «παραβατικό» περιεχόμενο. Είναι απολύτως ελεύθερες να αφαιρέσουν το περιεχόμενο που δημιουργήσατε, ακόμη και βασιζόμενες σε καταφανώς ψευδείς καταγγελίες, χωρίς εσείς να μπορείτε να κάνετε το παραμικρό. Οι κ.κ. Oettinger, Ansip και Voss, οι άνθρωποι πίσω από την Οδηγία, αφαιρούν κάθε διαπραγματευτική δύναμη από τους δημιουργούς και τη δίνουν όλη στις μεγάλες εταιρείες. Έτσι, για να μπορέσει ο καλλιτέχνης κι ο δημιουργός (υπέρ του οποίου κόπτονται οι υποστηρικτές του απαράδεκτου αυτού νομοσχεδίου) να έρθει σε επαφή με το ακροατήριό του, θα πρέπει να βρίσκεται σε σχέση πλήρους εξάρτησης με αυτές τις μονοπωλιακές εταιρείες και να συμμορφώνεται με τις επιθυμίες τους.
Οπότε, ο μόνος τρόπος για να μπορεί ο δημιουργός να ανακτήσει κάποιο είδος διαπραγματευτικής ισχύος και να «παίξει μπάλα» σ’ αυτό το σύστημα είναι να συμβληθεί με μια εισπρακτική εταιρεία. Αυτές θα αδειοδοτούν, θα ταυτοποιούν και θα αναφέρουν εκ μέρους του δημιουργού, έναντι προμήθειας. Μόνο που η διαπραγματευτική ισχύς ενός νέου καλλιτέχνη έναντι των εισπρακτικών εταιρειών είναι βασικά ανύπαρκτη. Αλλά ο νομοθέτης δεν του δίνει επιλογή: Ή θα τον χαρατσώνουν οι εισπρακτικές εταιρείες, ή θα διαπραγματεύεται μόνος του με τη Google παλεύοντας ταυτόχρονα να ενημερώνει τη βάση δεδομένων των φίλτρων της Google για να αποτρέψει το μη αδειοδοτημένο διαμοιρασμό του περιεχομένου του και πολεμώντας ενάντια σε ψευδείς ισχυρισμούς τρίτων (ότι το δικό του έργο τους ανήκει) ή προσπαθώντας να ανατρέψει εσφαλμένες-άδικες φραγές του περιεχομένου του.
Και σα να μην έφτανε αυτό, υπάρχουν ελάχιστες εταιρείες στον κόσμο που παράγουν και εμπορεύονται την τεχνολογία που απαιτεί η Οδηγία για το φιλτράρισμα των ανεβασμάτων. Αυτές είναι η Google (με τη θυγατρική της, την Alphabet), η Facebook και η Audible Magic (η οποία έχει ξοδέψει εκατομμύρια για να προωθήσει το άρθρο 13, νυν 17). Κι εδώ είναι που η κατάσταση θα είναι κυριολεκτικά «Άγρια Δύση»: όποιος προλάβει να βάλει πρώτος στις βάσεις δεδομένων αυτών των εταιρειών μια εικόνα, ένα ηχητικό αρχείο, ένα βίντεο, θα ελέγχει κάθε επόμενη χρήση, διασκευή (remix-cover) ή παρωδία και σάτιρα αυτού του περιεχομένου. Ακόμη κι αν το αρχικό έργο έχει τεθεί εξαρχής στο public domain ή καλύπτεται από κάποια άδεια Creative Commons σαν αυτή που χρησιμοποιώ στο ιστολόγιό μου. Αυτό επίσης σημαίνει πως θα υπάρχει πάντα (όπως και με τα διδακτορικά – άλλη πονεμένη ιστορία αυτή) ο κίνδυνος πως κάποιος, σε κάποιο άλλο μέρος του κόσμου, θα κάνει κάτι παρόμοιο με αυτό που κάνετε εσείς και θα προλάβει να το κατοχυρώσει εκείνος, οπότε η δημοσίευση του δικού σας έργου θα απαγορευτεί. Και μη νομίζετε ότι δεν έχουν υπάρξει παραδείγματα στο παρελθόν: ένα από τα πιο παράλογα συμβάντα ήταν όταν, από ένα βίντεο διάρκειας εννιά λεπτών, ένα κομμάτι διάρκειας τριάντα δευτερολέπτων όπου κάποιος δοκίμαζε ένα μικρόφωνο, «αναγνωρίστηκε» από το φίλτρο ContentID του YouTube κι έτσι το βίντεο λογοκρίθηκε ως «παραβίαση πνευματικής ιδιοκτησίας τρίτου».
Έτσι, με το άρθρο 13 (νυν 17), περνάμε από ένα ίντερνετ στο οποίο οι καλλιτέχνες μπορούσαν να συνδεθούν ελεύθερα με το ακροατήριό τους με τους δικούς τους όρους, σε έναν κόσμο όπου ο καλλιτέχνης, αν θέλει να δημοσιεύσει τη δουλειά του, θα είναι αναγκασμένος να συνεργάζεται με μια εισπρακτική εταιρεία, η οποία θα αδειοδοτήσει (εκτός αν προτιμήσει να μην το πράξει) μια χούφτα αμερικανικές διαδικτυακές εταιρείες, οι οποίες όμως θα ορίζουν τους όρους της συμφωνίας αδειοδότησης. Γιατί αυτές θα αποτελούν το δίαυλο επικοινωνίας του καλλιτέχνη με τον κόσμο: ο νομοθέτης τους δίνει και το μαχαίρι και το πεπόνι. Αν θεωρήσουν ότι οι όροι που θέτει η εισπρακτική εταιρεία δεν τις συμφέρουν, απλά θα απαγορέψουν τη δημοσίευση του περιεχομένου. Μιλάμε για καθεστώς ιδιωτικοποιημένης, αυτοματοποιημένης, αυθαίρετης λογοκρισίας.
Επιπλέον, όποιος νομίζει ότι θα «ιδρώσει τ’ αυτί» της Google, είναι γελασμένος. Είναι απολύτως σε θέση να εξαγοράσει όποια από τις μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες θέλει και να επιβάλει τους όρους της στους καλλιτέχνες που εκπροσωπούνται από αυτές – ακόμη και τη Universal.
Δε μιλάμε πλέον για προσβολή πνευματικής ιδιοκτησίας, αλλά για έλεγχο του λόγου
Μην ξεγελιέστε: Το διακύβευμα δεν είναι η «προστασία» του καλλιτέχνη από την «παράνομη χρήση του υλικού του». Στην πραγματικότητα, το άρθρο 13 (νυν 17) σχεδόν δεν αναφέρει καθόλου την «παραβίαση» – το διακύβευμα είναι η ταυτοποίηση του περιεχομένου. Το ζητούμενο είναι να δοθεί εξουσία και έλεγχος σε μεσάζοντες: στις εισπρακτικές εταιρείες (π.χ. IFPI, ΑΕΠΙ). Το ζητούμενο είναι να φορτωθούν οι διαδικτυακές εταιρείες με υποχρεώσεις που μόνον οι μεγαλύτερες, αυτές που μονοπωλούν την αγορά, θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν. Η ζημία θα μετακυλιστεί όλη στους πολίτες. Θα πρέπει να μυρίζουμε τα νύχια μας για το τι θα επιτρέπεται ή όχι κι έτσι θα πρέπει να αυτολογοκρινόμαστε, γνωρίζοντας ότι είμαστε απολύτως ανίσχυροι απέναντι στους εταιρικούς γίγαντες, στους οποίους ο νομοθέτης (δηλαδή η Κομισιόν) δίνει τόση ισχύ. Μιλάμε για ένα απολύτως καφκικό περιβάλλον.
Με λίγα λόγια, ακόμη κι αν θεωρήσουμε ότι οι μεγάλες διαδικτυακές εταιρείες δρουν καλόπιστα, επειδή ο νόμος ορίζει και περιγράφει τις υπηρεσίες τους με τέτοια ασάφεια, για να αποφύγουν τις δικαστικές περιπέτειες στις οποίες σίγουρα θα τις ρίξουν οι ασαφείς κανόνες για τη λογοδοσία και την ευθύνη τους, καλούνται να χρησιμοποιήσουν μη προσδιορισμένες τεχνολογίες για να κάνουν «αρκετά» (άλλη ασάφεια) για να αποτρέψουν τη διαθεσιμότητα περιεχομένου που έχει «ταυτοποιηθεί» από τους κατόχους πνευματικών δικαιωμάτων. Αυτοί που κάνουν την «ταυτοποίηση» δεν έχουν κανένα νομικό κίνδυνο, γιατί δεν υπάρχει ποινή για ψευδείς ισχυρισμούς. Ο πάροχος φιλοξενίας επίσης δεν έχει κανένα νομικό κίνδυνο αν διαγράψει ό,τι έχει έστω κι απειροελάχιστη πιθανότητα να του προκαλέσει προβλήματα – αντίθετα, έχει νομικό κίνδυνο αν το αφήσει να περάσει. Και, φυσικά, ο δημιουργός που θέλει να ανεβάσει κάτι υφίσταται κίνδυνο φίμωσης. Μιλάμε για κακή πολιτική και κακή νομοθέτηση.
Συνοψίζοντας τη ζημία για τους δημιουργούς
Το άρθρο 13 (νυν 17) δεν είναι καλό για τους δημιουργούς. Δεν υποχρεώνει τις μεγάλες διαδικτυακές πλατφόρμες φιλοξενίας και δημοσίευσης περιεχομένου να λογοδοτούν σε κανέναν. Αντίθετα, τους αναθέτει υποχρεώσεις κι εξουσίες τέτοιες, ώστε τους δημιουργεί κίνητρο να λογοκρίνουν τα πάντα «μην τυχόν». Δεν εξασφαλίζει εύκολη και δίκαιη πρόσβαση του καλλιτέχνη στο κοινό. Αντίθετα, τη δυσχεραίνει. Δε μειώνει τον αριθμό των «πορτιέρηδων»-μεσαζόντων από τους οποίους πρέπει ο μικρός, ανεξάρτητος καλλιτέχνης ή δημιουργός να περάσει. Τους αυξάνει, ανασταίνοντας απαρχαιωμένες εταιρικές και συλλογικές δομές που, ειδικά στη χώρα μας (βλ. υπόθεση ΑΕΠΙ), καταχράστηκαν την εξουσία που κάκιστα τους δόθηκε και την εμπιστοσύνη των καλλιτεχνών. Δεν εξασφαλίζει δίκαιη αμοιβή κι εύκολη καταβολή για τη δουλειά των δημιουργών. Αντίθετα, διαλύει το διαδίκτυο, ενισχύει τους ήδη ισχυρούς, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία αμερικανικού μονοπωλίου (Google/Alphabet, Facebook, Audible Magic) στο φιλτράρισμα κάθε είδους περιεχομένου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αντίθετα με τους ολοένα και πιο παράλογους και συκοφαντικούς ισχυρισμούς των υποστηρικτών του άρθρου 13 (νυν 17), άρα πολλοί επικριτές του, μεταξύ αυτών και μέλη της Κοινωνίας των Πολιτών, υποστηρίζουν το διακηρυγμένο στόχο του νομοσχεδίου: να δοθεί μεγαλύτερη εξουσία και περισσότερος έλεγχος στους καλλιτέχνες και στους δημιουργούς. Ωστόσο, ακόμη και οι λογικές, σωστές προβλέψεις άλλων άρθρων αναιρούνται πλήρως από το άρθρο 13 (νυν 17).
Όπως ανακοίνωσε η International Federation of Journalists: “the Copyright Directive makes a mockery of journalists’ authors’ rights by promoting buy-out contracts and bullying to force journalists to sign away their rights and giving publishers a free ride to make more profits while journalists receive zero” («η Οδηγία για τα Πνευματικά Δικαιώματα γελοιοποιεί τα δικαιώματα των δημοσιογράφων προωθώντας συμβόλαια εξαγοράς κι εκβιάζοντας τους δημοσιογράφους να εκχωρήσουν τα δικαιώματά τους και δίνοντας στους εκδότες δωρεάν εισιτήριο να κερδοσκοπήσουν περισσότερο, ενώ οι δημοσιογράφοι δεν παίρνουν τίποτα»). Αυτή η ανάλυση, όπως καταλαβαίνετε, έχει οριζόντια ισχύ: Το άρθρο 13 (νυν 17) δεν φτιάχτηκε για να προστατέψει τους δημιουργούς.
Παράπλευρες (ή όχι και τόσο…) απώλειες
Επειδή το άρθρο 13 (νυν 17) είναι (επίτηδες) γραμμένο τόσο ασαφώς, τόσο από μόνο του, όσο και συνδυαζόμενο με άλλες διατάξεις (κυρίως το άρθρο 11, νυν 15) της προωθούμενης Οδηγίας έχει συνέπειες σε ένα πάρα πολύ ευρύ φάσμα της καθημερινής δραστηριότητας του καθενός μας – από τον απλό πολίτη μέχρι τον ερευνητή δημοσιογράφο κι από το μαθητή μουσικής ως το γονιό που θέλει να μοιραστεί με συγγενικά του πρόσωπα οικογενειακές του στιγμές. Κατ’ αρχάς, επαναλαμβάνω κάτι που έγραψα και πιο πριν: αντίθετα με την κρατούσα παρανόηση, τα πνευματικά δικαιώματα, εντός ή εκτός διαδικτύου, δεν αφορούν μόνο τη μουσική και τις ταινίες. Μπορεί οι εισηγητές και υπέρμαχοι του νομοσχεδίου να θέλουν να πιστεύετε ότι η Οδηγία αφορά μόνο αυτά τα δυο είδη περιεχομένου, αλλά το νομικό κείμενο είναι σαφές: αφορά τα πάντα – μηχανολογικά σχέδια, αρχιτεκτονικά σχέδια, τρισδιάστατα μοντέλα, μουσική, ηχητικά εφέ, κινούμενα σχέδια, σκίτσα, κόμικ, σκαριφήματα, κείμενο (και όχι μόνο λογοτεχνικό, επιστημονικό ή δημοσιογραφικό έργο).
Κι επίσης, τόσο οι ως τώρα νομοθέτες, όσο και οι δικαστές, αποδέχονται ότι η «παραβίαση» των πνευματικών δικαιωμάτων μπορεί να έχει πάμπολλες μορφές: από το ανέβασμα μιας ταινίας σε κάποιο δίκτυο peer-to-peer μέχρι την απλή παράθεση αποσπάσματος κειμένου «μεγαλύτερου του επιτρεπτού» στο ιστολόγιό σας ή ακόμη ακόμη και σε ιδιωτικό μήνυμα (π.χ. σε ένα email ή σε ένα προσωπικό μήνυμα μέσω Viber ή Whatsapp ή άλλης υπηρεσίας που μπορεί να στείλετε σε φιλικό ή αγαπημένο σας πρόσωπο). Ομοίως, «παραβίαση» πνευματικών δικαιωμάτων μπορεί να θεωρηθεί ακόμη και το ανέβασμα στην ιστοσελίδα μιας εφημερίδας εγγράφων που διέρρευσαν από το εσωτερικό μιας εταιρείας και αποτελούν τεκμήρια διαφθοράς και τέλεσης αδικημάτων.
Θυμίζω επίσης και τονίζω ότι, τόσο με το ισχύον καθεστώς (που οι εκδότες χαρακτηρίζουν «ανεπαρκούς αυστηρότητας»), αν μοιραστείτε μέσω κάποιου μέσου κοινωνικής δικτύωσης ή κάποιας πλατφόρμας τύπου YouTube, ακόμα και μέσω email, ένα βίντεο από γαμήλια δεξίωση στην οποία αναπόφευκτα ακούγονται κάποια τραγούδια, «παραβιάζετε πνευματικά δικαιώματα» και πρέπει να αφαιρεθεί ο ήχος από το βίντεο (αχρηστεύοντάς το). Με το προτεινόμενο καθεστώς, το ανέβασμα θα απαγορευτεί.
Επίσης, ο ενωσιακός νομοθέτης θυσιάζει τις ευρωπαϊκές νεοφυείς επιχειρήσεις Πληροφορικής στα αμερικανικά συμφέροντα που ισχυρίζεται ότι αντιμάχεται: Τις εξαιρεί από την υποχρέωση να εφαρμόσουν αυτά τα φίλτρα εφόσον (α) δραστηριοποιούνται λιγότερο από τρία χρόνια, (β) ο ετήσιος τζίρος τους είναι μικρότερος των δέκα (10) εκατομμυρίων ευρώ. Έτσι, τις οδηγεί είτε σε κλείσιμο, είτε σε έναν αέναο κύκλο κλεισίματος-εξαγοράς-δημιουργίας νέας επιχείρησης.
Τεκμήριο ενοχής και παραβίαση της ιδιωτικότητας μας ελέω «copyright»
Αυτό σημαίνει, με πάρα πολύ απλά λόγια, ότι, όσον αφορά την «προσβολή πνευματικής ιδιοκτησίας», είμαστε όλοι ένοχοι μέχρις αποδείξεως του εναντίου. Βέβαια, αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο. Αν μελετήσετε τον ισχύοντα νόμο για τα πνευματικά δικαιώματα στην Ελλάδα (άρθρο 18 ν. 2121/1993, όπως τροποποιήθηκε με τον ν.4481/2017), επιβάλλει χαράτσι σε: «CDRW, CDR, DVD και άλλα αποθηκευτικά μέσα χωρητικότητας άνω των 4GB, ηλεκτρονικοί υπολογιστές, φορητές ηλεκτρονικές συσκευές ταμπλέ (tablets), έξυπνα κινητά τηλέφωνα (smartphones), συσκευές ή εξαρτήματα ανεξάρτητα εάν λειτουργούν σε συνάρτηση ή μη με ηλεκτρονικούς υπολογιστές και χρησιμοποιούνται για την ψηφιακή αντιγραφή, μετεγγραφή ή με άλλο τρόπο αναπαραγωγή, φωτοτυπικές συσκευές και χαρτί κατάλληλο για φωτοτυπίες, σαρωτές και εκτυπωτές».
Το σκεπτικό του ενωσιακού νομοθέτη είναι απλό: αγοράζετε (επαν)εγγράψιμα CD και DVD με σκοπό να παραβιάσετε τα πνευματικά δικαιώματα κάποιου άλλου. Αγοράζετε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, αποθηκευτικά μέσα με χωρητικότητα άνω των 4GB, smartphones, tablets, χαρτί, φωτοτυπικά, σκάνερ, εκτυπωτές, με σκοπό να παραβιάσετε τα πνευματικά δικαιώματα κάποιου άλλου. Και γι’ αυτό, σας χαρατσώνω στις αγορές και τέτοιων αγαθών, ώστε να δώσω «αποζημίωση» στους εκδότες και στους δημιουργούς (δηλαδή στους εκδότες, σιγά μην ψάχνω να βρω τους δημιουργούς) για το… έγκλημα που δε μπορώ να αποδείξω ότι διαπράξατε, αλλά είμαι απόλυτα βέβαιος ότι διαπράξατε και διαπράττετε. Εγώ, ο νομοθέτης, σας θεωρώ a priori ενόχους, σας τιμωρώ λοιπόν εκ των προτέρων μ’ αυτό το χαράτσι, και δε με νοιάζει να αποδείξω την ενοχή σας. Άλλωστε, έχω φροντίσει να σας πείσω είστε όλοι κλέφτες που καταστρέφετε τους άμοιρους καλλιτέχνες.
Βρισκόμαστε λοιπόν σε νομικό καθεστώς εξαίρεσης. Σε κάθε άλλο αδίκημα, από τη συκοφαντική δυσφήμηση μέχρι το βιασμό ανηλίκου, ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας ώσπου να τελεσιδικήσει η υπόθεση. Στην παραβίαση όμως των πνευματικών δικαιωμάτων, είμαστε όλοι ένοχοι μέχρι αποδείξεως του εναντίου, γιατί αυτή είναι η αντίληψη που έχει περάσει στους νομοθέτες από αυτούς που ως τώρα μονοπωλούσαν την επιχειρηματολογία περί πνευματικών δικαιωμάτων: τους εκδότες και τις εισπρακτικές εταιρείες.
Το τέλος της ιδιωτικότητας
Από τη στιγμή όμως που θεωρούμαστε όλοι ένοχοι μέχρι αποδείξεως του εναντίου, ο νομοθέτης αποκτά ηθική νομιμοποίηση για να περιστείλει βασικές ελευθερίες μας, προκειμένου να μας «πιάσει στα πράσα». Και αφού ό,τι κι αν κάνουμε στο διαδίκτυο (ακόμα κι αν γράψουμε ένα προσωπικό μήνυμα για να φλερτάρουμε μ’ έναν άνθρωπο που μας ενδιαφέρει ερωτικά) μπορεί να αποτελέσει πλατφόρμα για να παραβιάσουμε την πνευματική ιδιοκτησία κάποιου άλλου, τότε νομιμοποιείται και η παρακολούθηση των επικοινωνιών μας. Άλλωστε, ο επικεφαλής της γερμανικής Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα είχε προειδοποιήσει για την απειλή που το άρθρο 13 (νυν 15) αποτελεί για την ιδιωτικότητά μας, όπως είχα αναφέρει και λίγο παλιότερα.
Δυστυχώς ναι, το άρθρο 13 (νυν 17) από μόνο του, λόγω ακριβώς της ασάφειας με την οποία είναι επίτηδες γραμμένο, συνεπάγεται ότι οι πάροχοι διαδικτυακών υπηρεσιών, χωρίς καμία εξαίρεση, «υποχρεώνονται» (ή, ορθότερα, εξουσιοδοτούνται) να παρακολουθούν πλέον ακόμη και ό,τι γράφουμε, ακριβώς για να μας αποτρέψουν από το να παραθέσουμε, μέσα στο κείμενο ενός άρθρου ή ακόμη κι ενός μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (καθώς κι αυτό μπορεί να σταλεί μαζικά σε πολλούς αποδέκτες), ένα χωρίο προστατευμένου κειμένου που να είναι μεγαλύτερο της «απλής παράθεσης».
Το τέλος της δημοσιογραφίας
Ας πούμε ότι χρειάζεται μια ελαφρώς διασταλτική ερμηνεία του άρθρου 13 (νυν 17) για να δικαιολογηθεί η σε πραγματικό χρόνο, εκτελούμενη από πανίσχυρες ιδιωτικές εταιρείες, αυτοματοποιημένη, προληπτική, και χωρίς δυνατότητα ένστασης, λογοκρισία όχι μόνο της δημοσίευσης δημιουργικών έργων ανεξάρτητων καλλιτεχνών και δημιουργών, αλλά και των ίδιων μας των ιδιωτικών επικοινωνιών. Όχι ότι η ως τώρα επιχειρηματολογία για τα πνευματικά δικαιώματα δεν συνηγορεί υπέρ αυτής της προσέγγισης. Όχι ότι το ίδιο το νομικό κείμενο δεν αφήνει παράθυρο ολάνοιχτο για μαζικές παρακολουθήσεις [άσχετα αν γράφει, προφανώς εμπαίζοντας τον αναγνώστη, ότι «(t)he application of this Article shall not lead to any general monitoring obligation»]. Συνδυαζόμενο με το άρθρο 11 (νυν 15) , το οποίο αφορά το χαράτσι για συνδέσμους (linktax) και το χαράτσι παραθέσεις (snippet tax), οδηγεί αναπόδραστα σε αυτόματη, προληπτική λογοκρισία της ίδιας της δημοσιογραφίας, και κυρίως της ερευνητικής.
Αυτό λοιπόν το άρθρο επιτρέπει στα κράτη-μέλη να απαγορεύσουν συνδέσμους προς ειδήσεις, εφόσον αυτοί οι σύνδεσμοι στον τίτλο τους περιέχουν πάνω από μια ή δυο διαδοχικές λέξεις από το αρχικό κείμενο ή τον τίτλο του άρθρου στο οποίο παραπέμπουν, αλλά απαιτεί τα κράτη-μέλη να απαγορεύουν συνδέσμους που περιέχουν παραπάνω από «πολύ μικρά παραθέματα». Έτσι, μια χώρα μπορεί να απαγορεύει συνδέσμους που περιέχουν πάνω από τρεις λέξεις ενός άρθρου, ενώ μια άλλη μπορεί να απαγορεύει συνδέσμους που περιέχουν πάνω από μία. Κι είναι τόσο ευρεία η έννοια του «παραθέματος» ώστε και πάλι οδηγούμαστε σε νομικό χάος. Όπως κατέδειξα και παραπάνω, είναι εύλογο ότι οι διαδικτυακές υπηρεσίες, για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο, θα επιλέξουν να εφαρμόσουν για όλους τους Ευρωπαίους χρήστες τους μια συλλογή από τις πιο αυστηρές επιμέρους (εθνικές) προσαρμογές αυτής της Οδηγίας.
Το άρθρο 11 (νυν 15) δυστυχώς τυγχάνει υποστήριξης από πολλούς εκδότες εφημερίδων και πολλούς ιδιοκτήτες ΜΜΕ στην Ευρώπη. Υποτίθεται ότι θα τους δώσει ένα ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί απέναντι στη Google και σε άλλους διεθνείς συναθροιστές (aggregators) ειδήσεων που συλλέγουν ειδήσεις και παραπέμπουν στις αρχικές πηγές. Προβλέπει λοιπόν, με λίγα λόγια, το εξής: παραθέτετε ένα εδάφιο από κάποιο άρθρο με παραπομπή στην αρχική πηγή. Αν το εδάφιο αυτό ξεπερνά κάποιο όριο (το οποίο η Οδηγία δεν ορίζει και αφήνει στη διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη του κράτους-μέλους), τότε πρέπει να πάρετε άδεια από τον εκδότη του αρχικού άρθρου και να καταβάλετε αμοιβή για την τιμή που σας κάνει να σας επιτρέψει να παραπέμψετε στο έργο του, δηλαδή να του στείλετε αναγνώστες, δηλαδή να του δημιουργήσετε ευκαιρία για να αποκομίσει κέρδος.
Αν και η τελευταία τροποποίηση του εν λόγω άρθρου εξαιρεί την προσωπική χρήση, τη μη-κερδοσκοπική χρήση (π.χ. τον ιστολόγο που δεν αποκομίζει κέρδος και δε βιοπορίζεται από την ενασχόλησή του), δεν εξαιρεί τα μικρότερα ΜΜΕ. Επίσης, δεν υποχρεώνει σε καμία περίπτωση τον εκδότη του αρχικού περιεχομένου να χορηγήσει άδεια. Έτσι, ανοίγει διάπλατα την πόρτα σε κάποια ΜΜΕ να απαγορεύσουν σε άλλα την παραπομπή στο περιεχόμενό τους. Δυστυχώς, στην Ελλάδα έχουμε δει τους περισσότερους ιδιοκτήτες ΜΜΕ να αποσιωπούν το όλο ζήτημα ή να τάσσονται ανοιχτά υπέρ των δυο αυτών άρθρων. Ο λόγος είναι ότι νομίζουν πως θα μπορούν να «παίξουν μπάλα» έναντι των άλλων ΜΜΕ με τους ίδιους όρους που «παίζουν μπάλα» τα μεγάλα πρακτορεία σαν το Reuters. Η αλήθεια είναι ότι τα μεν πολύ μικρά ΜΜΕ θα οδηγηθούν στο κλείσιμο, μη μπορώντας ν’ αντέξουν τα χαράτσια, τα δε μικρομεσαία (γιατί τα ελληνικά ΜΜΕ δεν ξεπερνούν το επίπεδο του μικρομεσαίου) θα καταλήξουν να εξαρτώνται ακόμα περισσότερο από το κράτος για να επιβιώσουν.
Είπαμε λοιπόν ότι με το άρθρο 11 (νυν 15), ο αρχικός εκδότης μπορεί να αποτρέψει πια την παραπομπή και την παράθεση σε «ανεπιθύμητα» και «ενοχλητικά» ΜΜΕ, εφόσον το επιθυμεί. Αυτό δηλαδή του δίνει το δικαίωμα άσκησης λογοκρισίας.
Επίσης, το άρθρο 3 (text and data mining), που περιορίζει τη χρήση τέτοιων μεθόδων πρόσκτησης δεδομένων για επεξεργασία κι εξαγωγή συμπερασμάτων και την καθιστά προνόμιο των ακαδημαϊκών κι ερευνητικών ιδρυμάτων, δυσχεραίνει το έργο και των ευρωπαϊκών εταιρειών Πληροφορικής (οι οποίες θα βρίσκονται πια σε μειονεκτική θέση απέναντι στους αμερικανούς ανταγωνιστές τους) και του ερευνητή δημοσιογράφου: η συλλογή κι επεξεργασία άρθρων, δημοσιευμάτων, ανακοινώσεων, αλλά και πινάκων με στοιχεία για δημοσιογραφική χρήση απαγορεύεται πια διά νόμου. Έτσι, μην περιμένετε νέες αποκαλύψεις τύπου Λίστας Λαγκάρντ.
Κι όχι μόνο αυτό: τα ΜΜΕ φιλοξενούν τις ιστοσελίδες και τα web TV κανάλια τους σε διαδικτυακές υπηρεσίες. Πλέον, με το άρθρο 13 (νυν 17), θα πρέπει οι πάροχοι που φιλοξενούν τις διαδικτυακές υποδομές των ΜΜΕ να έχουν από πριν την άδεια για να φιλοξενήσουν τα πειστήρια και τεκμήρια που επικαλείται ο δημοσιογράφος, το φωτογραφικό υλικό, τα βίντεο κλπ. Έτσι, θα οδηγηθούμε στα εξής αποτελέσματα:
Όπως θα έπρεπε να είναι προφανές, μια επιχείρηση που ερευνάται για μίζες και ξέπλυμα χρήματος θα μπλοκάρει «για λόγους πνευματικών δικαιωμάτων» τη δημοσίευση εγγράφων που αποδεικνύουν την εγκληματική της δραστηριότητα, ή ο ίδιος ο πάροχος φιλοξενίας ιστοσελίδων θα μπλοκάρει από μόνος του τα σχετικά ρεπορτάζ, για να μην τον τρέχουν δικαστικά.
Ρεπορτάζ από διαδηλώσεις ή εκδηλώσεις στις οποίες ακούγονται διάφορα τραγούδια θα απαγορεύονται.
Φωτογραφικό υλικό που εμφανίζει «προστατευμένο υλικό» (π.χ. κτίριο για το αρχιτεκτονικό σχέδιο του οποίου τα πνευματικά δικαιώματα βρίσκονται ακόμα σε ισχύ) θα απαγορεύεται.
Συμπεράσματα
Όπως καταλαβαίνετε, η προωθούμενη Οδηγία για τα πνευματικά δικαιώματα μας οδηγεί σε μια δυστοπική κατάσταση. Το αν θα έχετε δικαίωμα να δημοσιεύσετε ακόμη και πρωτότυπη δουλειά σας τίθεται πλέον εν αμφιβόλω, επειδή θα υπάρχει ο φόβος κάποιος άλλος, σε κάποιο μακρινό μέρος του κόσμου, να έχει ήδη προλάβει να κάνει κάτι παρόμοιο και να το έχει κατοχυρώσει, οπότε το δικό σας έργο δεν θα εμφανιστεί. «Ενοχλητικές» κριτικές για προϊόντα και υπηρεσίες θα εξαφανιστούν από το διαδίκτυο χάρη στην πλήρη ατιμωρησία που η Οδηγία δίνει σε όποιον θέλει να υποβάλει ψευδή αναφορά. Ακόμα και η ερευνητική δημοσιογραφία πλέον κινδυνεύει με εξαφάνιση, καθώς τα εσωτερικά έγγραφα ιδιωτικών επιχειρήσεων αποτελούν πνευματική τους ιδιοκτησία. Και όχι, τα φίλτρα λογοκρισίας δεν διακρίνουν μεταξύ «υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος».
Είναι απαράδεκτο να λέμε ότι αυτή η Οδηγία, με αυτά τα άρθρα – 3, 11 (νυν 15) και 13 (νυν 17) – αποσκοπεί στο να προστατέψει τους δημιουργούς. Αποσκοπεί μόνο στο να επιβάλει καθεστώς πλήρους, αυτόματης, ιδιωτικοποιημένης, μονοπωλιακής, προληπτικής λογοκρισίας. Όπως παλιότερα οι δημοσιογράφοι στη χώρα μας έπρεπε να υποβάλουν τα ρεπορτάζ τους στους καραβανάδες λογοκριτές της Χούντας, έτσι πλέον θα πρέπει – εφόσον αυτά τα άρθρα υπερψηφιστούν – να μάθουν να ζουν με το αμερικανικό μονοπώλιο μηχανών λογοκρισίας που θα προστατεύει το οργανωμένο έγκλημα και θα τους φιμώνει. Όσο για τους καλλιτέχνες και δημιουργούς, αυτοί θα υποδουλωθούν οριστικά και αμετάκλητα στους εκδότες, στις εισπρακτικές εταιρείες και στις μεγάλες, μονοπωλιακές διαδικτυακές εταιρείες.
Επίσης, δεν υπάρχουν περιθώρια. Από τη στιγμή που θα ψηφιστεί η Οδηγία, υπάρχει συγκεκριμένο χρονικό περιθώριο στο οποίο δε μπορεί να γίνει καμία απολύτως αλλαγή. Μέχρι να γίνουν «βελτιώσεις», πολλές από τις οποίες θα προκύψουν από το δικαστικό χάος που θα ακολουθήσει, οι «παράπλευρες απώλειες» θα είναι τεράστιες.
Θέλω εδώ να κλείσω ευχαριστώντας τους υπερμάχους της Οδηγίας για τα ειρωνικά, προσβλητικά τους σχόλια («όχλο» μας χαρακτήρισε η Κομισιόν σε άρθρο της που απέσυρε άρον-άρον και δεν εξηγεί ποιος έδωσε την εντολή να συνταχθεί), για τις θεωρίες συνωμοσίας τους (είμαστε δήθεν «bots και πράκτορες της Google», μέχρι και… δάκτυλο του George Soros είδε κάποιος από το CDU), για τις ψευτιές τους, καθώς και για τη σε καθημερινή βάση επίδειξη του ψηφιακού τους αναλφαβητισμού και της κακοπροαίρετης στάσης τους («100.000 κλέφτες», έγραψε κάποιος για τους διαδηλωτές). Θυμίζω ακόμη τη μεταστροφή κάποιων εγχώριων πολιτικών δυνάμεων που το 2012 τάσσονταν – δικαίως – ανοιχτά κατά της ACTA, αλλά στις 12 Σεπτέμβρη 2018 ψήφισαν τα άρθρα 11 (νυν 15) και 13 (νυν 17) και τώρα αποφεύγουν να τοποθετηθούν.
https://alonghardlook.wordpress.com/2019/03/25/eucopyrightreform-bad-policy-bad-law/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου