Στην κοσμοπολίτικη Μύκονο, με τις καυτές παραλίες, τα τρελά ξενύχτια και τους διάσημους επισκέπτες, δυο πράγματα δεν παρουσιάζουν τα τελευταία χρόνια καθοδική τάση. Η ζήτηση στα πολυτελή ξενοδοχεία με τις υψηλές τιμές και ο αριθμός των νεόδμητων οικοδομών, που ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια εδώ κι εκεί στο νησί, υποβαθμίζοντας πολλές φορές το φυσικό περιβάλλον. Παρά το γεγονός ότι πολλοί φορείς (ΥΠΕΧΩΔΕ, ΥΠΕΘΟ, ΕΟΤ, ΥΠΠΟ), επιφορτισμένοι με τον σχεδιασμό, θεσμοθέτησαν παρεμβάσεις ήδη από τη δεκαετία του '50, με στόχο τη διαχείριση της τουριστικής ανάπτυξης, η Μύκονος αποτελεί ένα από τα κλασικά και παράλληλα αρνητικά παραδείγματα τουριστικής περιοχής με άναρχη ανάπτυξη και άρνηση οποιουδήποτε ελέγχου από την τοπική κοινωνία και τα οικοδομικά συμφέροντα. Η χρονική υστέρηση στη θεσμοθέτηση μέτρων πολιτικής, η έλλειψη πολιτικής βούλησης, ο συμβιβασμός με τα μικρά και μεγάλα συμφέροντα και τα συχνά αλληλοσυγκρουόμενα προτεινόμενα μέτρα, έχουν οδηγήσει σε ουσιαστικά αδιέξοδα τη συνολικότερη ανάπτυξη του νησιού, με δυσμενέστερες επιπτώσεις την υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος, την αυθαίρετη δόμηση, την αισθητική ρύπανση και τη συνολικότερη απαξίωση της ποιότητας του προσφερόμενου τουριστικού προϊόντος.
Η έρευνα
Τα παραπάνω στοιχεία είναι μέρος της έρευνας «Η αστικοποίηση της Μυκόνου», την οποία διενήργησε το Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, με επικεφαλής τον καθηγητή Κωστή Χατζημιχάλη, στο πλαίσιο ερευνητικού προγράμματος με την ονομασία «Το σύγχρονο ελληνικό πολιτισμικό τοπίο: ένας αεροφωτογραφικός άτλαντας», Greekscapes.
Η Μύκονος βρίσκεται στο κέντρο των Κυκλάδων και μαζί με τη Δήλο και τη Ρήνεια συναποτελούν ένα μικρό νησιωτικό σύμπλεγμα με έκταση 103,50 τ.χλμ. και μήκος ακτών 88,7 χλμ. (Μύκονος: 85,5 τ.χλμ. και μήκος ακτών 81 χλμ.). Η γεωμορφολογία του νησιού είναι τυπικά κυκλαδίτικη, με εδάφη βραχώδη και ημιορεινά (μέγιστο υψόμετρο 372), τα οποία χαρακτηρίζονται από φτωχή βλάστηση και λίγους υδάτινους πόρους (λίγοι χείμαρροι και δύο υδροβιότοποι, στον Πάνορμο και στο Μαράθι). Η αύξηση του τουρισμού και η παράλληλη άνοδος των εισοδημάτων οδηγεί σε μετατροπή της αγροτικής γης σε οικιστική, με δραματική αύξηση των τιμών της, με κατασκευή νέων υποδομών και διαρκή επέκταση του τουριστικού τομέα και αργότερα της δεύτερης κατοικίας. Σήμερα, είναι ένα από τα πιο πυκνοκατοικημένα νησιά των Κυκλάδων, με σημαντική τουριστική κίνηση καθ' όλη τη διάρκεια του έτους.
«Στην πρώτη περίοδο τουριστικής ανάπτυξης (δεκαετίες 1960-70), ο τοπικός πληθυσμός στρέφεται σταδιακά στην πολυαπασχόληση, με επίκεντρο τον τουρισμό, εγκαταλείποντας ή οριακά συντηρώντας τους άλλους παραγωγικούς κλάδους με στρατηγικές οικογενειακού χαρακτήρα», εξηγεί ο Κωστής Χατζημιχάλης. «Στις δύο αυτές δεκαετίες ένας τυπικός Μυκονιάτης, που ισχυρίζεται ότι είναι αγρότης, νοικιάζει επίσης δωμάτια σε τουρίστες το καλοκαίρι, ψαρεύει με τη βάρκα του ή τη νοικιάζει για ψυχαγωγία των τουριστών. Η γυναίκα του μπορεί να εργάζεται ως καμαριέρα στα ενοικιαζόμενα δωμάτια της οικογένειας και παράλληλα μπορεί να πουλάει υφαντά σε τοπικό μαγαζί. Τέλος, τα παιδιά μπορεί να εργάζονται στο ψάρεμα με τον πατέρα, να είναι σερβιτόροι σε εστιατόρια ή να εργάζονται σε εμπορικά καταστήματα. Η δεύτερη περίοδος (1970-1990) οδηγεί σε μία ταχύτατη "τουριστικοποίηση" την κοινωνική και παραγωγική δομή. Η Μύκονος έχει πλέον γίνει γνωστή, μια παγκόσμια φίρμα, ένας προορισμός αντίστοιχος της Ιμπιζα, του Σεν Τροπέ και του Κάπρι, έλκοντας καλλιτεχνικές διασημότητες, ηθοποιούς και χιλιάδες νεαρούς και νεαρές για διασκέδαση. Ο τουρισμός ως απασχόληση και ως άμεσο/ έμμεσο εισόδημα αποτελεί πλέον την κύρια βάση της τοπικής ανάπτυξης με διαρκώς εμφανέστερα τα χαρακτηριστικά μιας ιδιαίτερου τύπου "αστικοποίησης". Σταδιακά, σημαντικό ποσοστό των επιχειρήσεων περνάει στα χέρια μη ντόπιων (ιδιαίτερα στο κλάδο της εστίασης και του εμπορίου), ξένοι επιχειρηματίες εγκαθίστανται στο νησί για λίγους μόνο μήνες, ενώ ο πληθυσμός αυξάνει, αλλάζοντας συγχρόνως κοινωνική και πολιτισμική σύνθεση. Οι νέες επενδύσεις, κυρίως σε κατασκευές και υποδομές, πενταπλασιάζουν τις αξίες γης, ανεβάζουν τιμές και εισοδήματα και δημιουργούν συνθήκες αύξησης της παραοικονομίας και φαινομένων κοινωνικής ανομίας, με παράλληλη υποβάθμιση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών».
Από το 1990 μέχρι σήμερα στο νησί κυριαρχούν το real estate και η συστηματική μετατροπή του άνυδρου και γυμνού τοπίου σε πυκνοδομημένο αστικό ιστό δεύτερης κατοικίας. «Χιλιάδες βίλες, μεμονωμένες ή σε συγκροτήματα, με πισίνες και άκομψη ψευτοκυκλαδίτικη αρχιτεκτονική, κυριαρχούν μαζί με πυκνό δίκτυο δρόμων. Η τεράστια αύξηση των οικοδομών (τουριστικά καταλύματα και παραθεριστικές κατοικίες) επεκτείνεται πλέον εκτός του παραλιακού άξονα (Μύκονος, Ορνός, Τούρλος και Αγ. Στέφανος) και σε σχεδόν όλες τις υπόλοιπες παραλιακές, αλλά και σε πολλές μεσόγειες περιοχές. Οι οικοδομές απαιτούν μεγάλα νέα δίκτυα υποδομών (αεροδρόμιο, οδικό δίκτυο, περιφερειακός δρόμος, νέα λιμάνια, δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης, εγκαταστάσεις βιολογικού καθαρισμού κ.ά.), τα οποία διακρίνονται για την απροθυμία ένταξής τους στο τοπίο».
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΙΟΥΣΗ
ΠΡΕΖΑ TV
16-8-2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου