Ανάμεσα σε δύο πατρίδες, δεν απορρίπτουν καμιά. Οι 7 στους 10 μετανάστες που ζουν στην Ελλάδα προσπαθούν να συνδυάσουν την κουλτούρα της χώρας καταγωγής τους με τα πολιτισμικά στοιχεία της δεύτερης πατρίδας τους. Και είναι αυτοί ακριβώς από όλες τις υπόλοιπες κατηγορίες μεταναστών που έχουν προσαρμοστεί καλύτερα στην καθ' ημάς πραγματικότητα. Εχουν, δηλαδή, υψηλότερο εισόδημα, καλύτερες συνθήκες κατοικίας, λιγότερα προβλήματα γενικής υγείας και ικανοποιητική επάρκεια της ελληνικής γλώσσας.Μόνο το 16%, δηλαδή λιγότεροι από δύο στους δέκα, δίνουν προτεραιότητα στη χώρα προέλευσής τους έναντι της ελληνικής κοινωνίας. Ομως η προσκόλληση στην ομάδα των συμπατριωτών τους δεν φαίνεται να είναι λειτουργική, προφανώς γιατί εμποδίζει την ενσωμάτωσή τους στην ελληνική κοινωνία. Οι συνέπειες είναι μετρήσιμες στο εισοδημά τους και τις συνθήκες στέγασής τους, στην υγεία τους, στη γλώσσα κ.λπ.
Υπάρχει όμως και 5% των μεταναστών που δεν επιθυμεί δεσμούς με καμιά από τις δύο κουλτούρες και διατηρεί μια πιο προσωπική στρατηγική.
Πάντως, όπως αποδεικνύεται, η ψυχική και ουσιαστική προσαρμογή των μεταναστών εξαρτάται πολύ περισσότερο από το βαθμό εμπλοκής τους στην ελληνική κουλτούρα, σε σύγκριση με το βαθμό προσήλωσης που δείχνουν στον πολιτισμό της ιδιαίτερης πατρίδας τους.
Πρόκειται για τα συμπεράσματα πανελλαδικής έρευνας σχετικά με την ψυχοκοινωνική προσαρμογή των μεταναστών. Το πρόγραμμα έρευνας που αφορά 1.843 μετανάστες από 35 χώρες, συγχρηματοδοτήθηκε από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ενταξης και εν μέρει από εθνικούς πόρους. Για τους σκοπούς του συνεργάστηκαν ο Τομέας Ψυχολογίας και το Εργαστήριο Μελέτης της Μετανάστευσης και Διασποράς του Πανεπιστημίου Αθηνών, η Ελληνική Στατιστική Αρχή, το Ινστιτούτο Μεταναστευτικής Πολιτικής και ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης. Από την Ελλάδα την επιστημονική ευθύνη είχαν οι καθηγητές Η. Μπεζεβέγκης, Α. Κόντης, Β. Παυλόπουλος, Κ. Μυλωνάς και οι διδάκτορες Μ. Ντάλλα και Κ. Γεωργαντή.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η διακύμανση της ψυχοκοινωνικής προσαρμογής των μεταναστών ανάλογα με δημογραφικούς παράγοντες. Ετσι, βρέθηκε ότι οι μετανάστες που ζουν στην Ελλάδα περισσότερα χρόνια, όσοι προέρχονται από την Αλβανία και στην ουσία αποτελούν ένα από τα πρώτα μεταναστευτικά ρεύματα, αλλά και εκείνοι που ζουν στις αγροτικές περιοχές παρουσιάζουν καλύτερο προφίλ ως προς τα χαρακτηριστικά ενσωμάτωσής τους σε σύγκριση με τους μετανάστες που έχουν μετακινηθεί πρόσφατα και προέρχονται από την Αφρική ή την Ασία και ζουν στις μεγάλες αστικές πόλεις (π.χ. Αθήνα, Θεσσαλονίκη).
Οπως επισημαίνουν οι έλληνες επιστήμονες, η κοινωνική προσαρμογή των μεταναστών στην Ελλάδα είναι διαδικασία δυναμική και πολυδιάστατη μάλλον παρά στατική και μονοσήμαντη.
«Οι πολιτικές και οι παρεμβάσεις» αναφέρουν στα συμπεράσματά τους, «χρειάζεται να λάβουν υπόψη το θετικό προφίλ που προκύπτει από το συνδυασμό των πολιτισμικών στοιχείων της χώρας προέλευσης και της χώρας υποδοχής, αποφεύγοντας την αλλοτριωτική αφομοίωση αφ' ενός και τον κοινωνικό αποκλεισμό αφ' ετέρου.
»Η εμπειρικά πλέον τεκμηριωμένη συσχέτιση μεταξύ πολιτισμικών, κοινωνικών, οικονομικών και ψυχολογικών παραγόντων υποδεικνύει την ανάγκη για συνδυαστικές, πολλαπλά στοχευμένες δράσεις, οι οποίες απαιτούν μια μεταναστευτική πολιτική με μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και σε στενή συνεργασία με άλλους τομείς λειτουργίας, όπως είναι η εργασία, η εκπαίδευση, η υγεία και η κοινωνική πρόνοια. Πέρα από τη διαπιστωμένη ανάγκη, η επιστημονική έρευνα είναι σε θέση να παράσχει τα αναγκαία εργαλεία για τη χάραξη τέτοιων δράσεων και πολιτικών».
Οπως σημειώνεται, πριν από το πρόγραμμα αυτό, στη χώρα μας δεν υπήρχε συστηματική καταγραφή της ένταξης των μεταναστατών για τους περισσότερους από τους τομείς που μελετήθηκαν, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να εμφανίζεται στα διεθνή φόρα ως μια από τις ελάχιστες χώρες που δεν διέθεταν επίσημα στοιχεία.
Της ΑΥΡΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ-ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
ΠΡΕΖΑ TV
7-8-2011
Υπάρχει όμως και 5% των μεταναστών που δεν επιθυμεί δεσμούς με καμιά από τις δύο κουλτούρες και διατηρεί μια πιο προσωπική στρατηγική.
Πάντως, όπως αποδεικνύεται, η ψυχική και ουσιαστική προσαρμογή των μεταναστών εξαρτάται πολύ περισσότερο από το βαθμό εμπλοκής τους στην ελληνική κουλτούρα, σε σύγκριση με το βαθμό προσήλωσης που δείχνουν στον πολιτισμό της ιδιαίτερης πατρίδας τους.
Πρόκειται για τα συμπεράσματα πανελλαδικής έρευνας σχετικά με την ψυχοκοινωνική προσαρμογή των μεταναστών. Το πρόγραμμα έρευνας που αφορά 1.843 μετανάστες από 35 χώρες, συγχρηματοδοτήθηκε από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ενταξης και εν μέρει από εθνικούς πόρους. Για τους σκοπούς του συνεργάστηκαν ο Τομέας Ψυχολογίας και το Εργαστήριο Μελέτης της Μετανάστευσης και Διασποράς του Πανεπιστημίου Αθηνών, η Ελληνική Στατιστική Αρχή, το Ινστιτούτο Μεταναστευτικής Πολιτικής και ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης. Από την Ελλάδα την επιστημονική ευθύνη είχαν οι καθηγητές Η. Μπεζεβέγκης, Α. Κόντης, Β. Παυλόπουλος, Κ. Μυλωνάς και οι διδάκτορες Μ. Ντάλλα και Κ. Γεωργαντή.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η διακύμανση της ψυχοκοινωνικής προσαρμογής των μεταναστών ανάλογα με δημογραφικούς παράγοντες. Ετσι, βρέθηκε ότι οι μετανάστες που ζουν στην Ελλάδα περισσότερα χρόνια, όσοι προέρχονται από την Αλβανία και στην ουσία αποτελούν ένα από τα πρώτα μεταναστευτικά ρεύματα, αλλά και εκείνοι που ζουν στις αγροτικές περιοχές παρουσιάζουν καλύτερο προφίλ ως προς τα χαρακτηριστικά ενσωμάτωσής τους σε σύγκριση με τους μετανάστες που έχουν μετακινηθεί πρόσφατα και προέρχονται από την Αφρική ή την Ασία και ζουν στις μεγάλες αστικές πόλεις (π.χ. Αθήνα, Θεσσαλονίκη).
Οπως επισημαίνουν οι έλληνες επιστήμονες, η κοινωνική προσαρμογή των μεταναστών στην Ελλάδα είναι διαδικασία δυναμική και πολυδιάστατη μάλλον παρά στατική και μονοσήμαντη.
«Οι πολιτικές και οι παρεμβάσεις» αναφέρουν στα συμπεράσματά τους, «χρειάζεται να λάβουν υπόψη το θετικό προφίλ που προκύπτει από το συνδυασμό των πολιτισμικών στοιχείων της χώρας προέλευσης και της χώρας υποδοχής, αποφεύγοντας την αλλοτριωτική αφομοίωση αφ' ενός και τον κοινωνικό αποκλεισμό αφ' ετέρου.
»Η εμπειρικά πλέον τεκμηριωμένη συσχέτιση μεταξύ πολιτισμικών, κοινωνικών, οικονομικών και ψυχολογικών παραγόντων υποδεικνύει την ανάγκη για συνδυαστικές, πολλαπλά στοχευμένες δράσεις, οι οποίες απαιτούν μια μεταναστευτική πολιτική με μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και σε στενή συνεργασία με άλλους τομείς λειτουργίας, όπως είναι η εργασία, η εκπαίδευση, η υγεία και η κοινωνική πρόνοια. Πέρα από τη διαπιστωμένη ανάγκη, η επιστημονική έρευνα είναι σε θέση να παράσχει τα αναγκαία εργαλεία για τη χάραξη τέτοιων δράσεων και πολιτικών».
Οπως σημειώνεται, πριν από το πρόγραμμα αυτό, στη χώρα μας δεν υπήρχε συστηματική καταγραφή της ένταξης των μεταναστατών για τους περισσότερους από τους τομείς που μελετήθηκαν, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να εμφανίζεται στα διεθνή φόρα ως μια από τις ελάχιστες χώρες που δεν διέθεταν επίσημα στοιχεία.
Της ΑΥΡΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ-ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
ΠΡΕΖΑ TV
7-8-2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου