Δευτέρα, Φεβρουαρίου 06, 2012

ΤΗ ΜΕΡΑ ΣΤΑ ΣΥΣΣΙΤΙΑ, ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ


Πλέον η θλίψη ή η λύπηση έχει μεταφερθεί λίγο βορειότερα, στην Ελλάδα του 2012, όπου χιλιάδες άνθρωποι στήνονται καθημερινά στις ουρές των συσσιτίων, ενώ τη νύχτα αναζητούν με αυτοσχέδιες φωτιές, δανεικά μπουφάν και χαρτόνια τρόπους να γλιτώσουν από το τσουχτερό κρύο.

Την περασμένη εβδομάδα η «ΜτΚ» φιλοξένησε στο οπισθόφυλλό της μία συγκλονιστική φωτογραφία του Γιάννη Μπεχράκη, που μέσω Reuters και κοινωνικών δικτύων πήγε σε κάθε γωνιά του πλανήτη δείχνοντας τη θλιβερή πραγματικότητα της ελληνικής πρωτεύουσας. Ελλάδα δυστυχώς στην περίπτωση των απόρων και των αστέγων δεν είναι μόνο η Αθήνα και αρκεί μία βόλτα στην παγωμένη Θεσσαλονίκη, για να διαπιστώσει κανείς πως σε μία πόλη που διεκδικεί τον τίτλο της πρωτεύουσας των Βαλκανίων εκατοντάδες άνθρωποι έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους για επιβίωση στην καλοσύνη των εθελοντών.


Συσσίτιο ετών 41 
Το 1971 ο πατέρας Τιμόθεος, ο εφημέριος του ιερού ναού των Αγίων Πάντων, κοντά στο Σιδηροδρομικό Σταθμό, συνειδητοποίησε πως εκτός από πνευματική στήριξη δεν ήταν λίγοι οι ενορίτες του που είχαν ανάγκη και από υλικά αγαθά. Ανέκαθεν πιο υποβαθμισμένη η δυτική πλευρά της Θεσσαλονίκης είχε δεκάδες πολίτες που στερούνταν ακόμη και ένα πιάτο φαγητό κι έτσι η εκκλησία ανέλαβε δράση διοργανώνοντας καθημερινά συσσίτια. Την παράδοση συνέχισαν όλοι οι ιερείς του ναού με τη συμπαράσταση της ιεράς μητρόπολης Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως αλλά και των ενοριτών που αφιερώνουν πολύτιμο χρόνο στη βοήθεια των συμπολιτών τους. «Έχουμε περίπου 40 εθελοντές που βοηθούν στο συσσίτιο, το οποίο είναι από τα πιο παλιά στη Θεσσαλονίκη», λέει στη «ΜτΚ» ο εφημέριος του ιερού ναού, πατήρ Αλέξανδρος.
Την περασμένη Πέμπτη ο χιονιάς χτύπησε και την πόλη και οι οικείες πια στη γειτονιά ουρές των ανθρώπων, που περίμεναν υπομονετικά, για να γεμίσουν τα ταπεράκια τους με ζεστό φαγητό, είχαν εξαφανιστεί. Στο κτίριο όμως που βρίσκεται στο πίσω μέρος της εκκλησίας οι εθελόντριες της ενορίας δεν προλάβαιναν να εξυπηρετούν χαμογελαστά τα γνώριμα πρόσωπα των απόρων. Παγωμένη η μέρα και τι καλύτερο από μία σούπα γιουβαρλάκια, για να ζεστάνει μικρούς και μεγάλους, που η οικονομική κρίση χτύπησε βίαια. Πριν από λίγους μήνες οι κυρίες που ανέλαβαν το έργο του μαγειρέματος ετοίμαζαν περί τις 120 μερίδες και οι καθημερινοί… πελάτες του συσσιτίου ήταν λίγο πολύ οι ίδιοι. Πολύτεκνες μητέρες, μακροχρόνια άνεργοι και συνταξιούχοι. Τώρα τα πράγματα άλλαξαν κι ανάμεσα σε εκείνους που από Δευτέρα μέχρι Σάββατο περνούν από την εκκλησία είναι νέοι άνθρωποι, πτυχιούχοι με καλές δουλειές που εν μία νυκτί βρέθηκαν στην ανεργία. «Αυτή τη στιγμή διαθέτουμε καθημερινά περισσότερες από 300 μερίδες φαγητού και συνεχώς αυξάνονται. Αύριο μπορεί να τρώμε κι όλοι μας, κι εσείς κι εγώ. Κανείς δεν ξέρει τι του ξημερώνει», λέει ο ιερέας.
Το διαρκώς αυξανόμενο αριθμό όσων προσφεύγουν στη βοήθειά τους επισημαίνουν και οι κυρίες που τη συγκεκριμένη ημέρα είχαν την ευθύνη του μαγειρέματος και της διανομής. Η Γεωργία, η Κατερίνα, η Βάσω και η γιαγιά Δέσποινα, που τα 83 της χρόνια δεν τη σταματούν από το να είναι καθημερινά παρούσα στην κουζίνα, αναγκάζονται πια λόγω της αθρόας προέλευσης να ζητούν φορολογική δήλωση, όχι για να κρίνουν το εισόδημα αλλά τα μέλη της οικογένειας που έχει ο καθένας να ταΐσει. Βέβαια δεν αφήνουν κανέναν πεινασμένο όσο τα καζάνια τους είναι γεμάτα φαγητό. «Εκτός από εκείνους που βλέπουμε κάθε μέρα υπάρχουν και πολλοί περαστικοί που σταματούν, για να φάνε. Πεινάει ο κόσμος, και όσο μπορούμε να βοηθήσουμε τώρα που βγήκαμε στη σύνταξη και έχουμε χρόνο, βοηθάμε», λένε και δεν ξεχνούν και τους υπόλοιπους γείτονες, που μπορεί να μη βρίσκονται εκεί, για να σερβίρουν, όμως κουβαλάνε σακούλες με τρόφιμα, δίνουν από το υστέρημά τους για την αγορά διαφόρων ειδών, ενώ τα συνοικιακά καταστήματα αλλά και έμποροι της κεντρικής λαχαναγοράς εφοδιάζουν καθημερινά τον κ. Βαγγέλη, τον πιο ζωηρό εθελοντή, με τα καλύτερα προϊόντα τους. «Βοηθάμε, όσο μπορούμε, με τα μέσα που διαθέτει η εκκλησία μας, δηλαδή με τα λεφτά που μας δίνει ο κόσμος. Τώρα, ξέρετε, για όλους είναι δύσκολα, όμως πραγματικά οι ενορίτες προσφέρουν», προσθέτει ο ιερέας.


Θέρμανση, φαγητό και παρέα
Το έργο που επιτελείται αποκτά ακόμη μεγαλύτερη αξία, αν δει κανείς πόσοι άνθρωποι μονάχοι εκτός από ένα ζεστό φαγητό έχουν και την ευκαιρία να βρεθούν σε ένα οικείο και ευχάριστο περιβάλλον, να ανταλλάξουν δυο κουβέντες, να ξεφύγουν από τη μοναξιά. Μία τέτοια περίπτωση είναι και ο κύριος Αυρήλιος, συνταξιούχος του ΤΕΒΕ, που εδώ και έναν χρόνο τρώει καθημερινά τα φαγητά που ετοιμάζονται στην Αγίων Πάντων, καθώς ούτε η σύνταξή του φτάνει να τα βγάλει πέρα ούτε έχει κάποιον να τον φροντίσει. «Έρχομαι εδώ και έναν χρόνο. Η σύνταξή μου; Άστο, πολύ χαμηλή», λέει, ενώ ο κ. Βαγγέλης τού γεμίζει τη σακούλα με φρούτα αλλά και γλυκά, που εκείνη την ημέρα έφτασαν σε κούτες από το Άγιο Όρος. «Η γυναίκα μου πέθανε και έχω δύο κόρες που είναι πολύ μακριά. Έτσι έρχομαι εδώ τις καθημερινές και τις Κυριακές ανελλιπώς παρακολουθώ τη λειτουργία. Είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένος, γιατί όχι μόνο είναι πολύ καλομαγειρεμένο το φαγητό, αλλά υπάρχει και καθαριότητα. Ούτε μία φορά δεν με πείραξε κάτι, ενώ στο παρελθόν που έτρωγα απ’ έξω έτυχε να πάθω δηλητηρίαση», συνεχίζει ο κ. Αυρήλιος, και αφού καλησπερίζει τις κυρίες στην κουζίνα, γεμίζει το ταπεράκι του και παίρνει το δρόμο της επιστροφής.
Η περίπτωσή του είναι μία από τις πολλές ανθρώπων που δεν έχουν κανέναν στον κόσμο και έτσι πηγαίνουν, καιρού επιτρέποντος, ώρες πριν από την έναρξη του συσσιτίου στην εκκλησία, για να μοιραστούν τα νέα τους και να αισθανθούν κομμάτι μιας παρέας.
Η στάθμη του φαγητού στην τεράστια κατσαρόλα σιγά, σιγά πέφτει και το συσσίτιο της Πέμπτης πλησιάζει προς το τέλος. Οι ενορίτισσες θα μείνουν πίσω, για να καθαρίσουν την κουζίνα, ενώ το μενού για την επομένη, μιας και Παρασκευή, περιλαμβάνει λαδερό. Η ικανοποίηση πως πρόσφεραν και πάλι κάτι σπουδαίο στους συμπολίτες τους είναι μεγάλη, όμως η επιθυμία πως μία μέρα οι υπηρεσίες τους δεν θα χρειάζονται πια ακόμη μεγαλύτερη.


Η καλοσύνη των ξένων
Ο κύριος Γιώργος αφήνει για λίγο το στυλό, δέχεται να φωτογραφηθεί και θυμάται την ιστορία που τον έφερε να ψάχνει κάθε βράδυ αλλού μία στέγη. «Είναι η δεύτερη βραδιά που περνάω εδώ, γιατί χθες έμαθα πως έγινε ξενώνας. Είμαι άστεγος σχεδόν ενάμιση χρόνο, από τότε που έχασα τη δουλειά μου. Όταν δεν έχεις δουλειά, δεν έχεις και σπίτι. Από μικρό παιδί δούλευα κι έχω κάνει πολλές δουλειές, από οικοδομή και γυψοσανίδες μέχρι ό,τι μπορείς να φανταστείς. Όμως πια δεν υπάρχει τίποτα», λέει. Ενάμιση χρόνο περιφέρεται στους δρόμους της Θεσσαλονίκης αντιμέτωπος με τον καιρό αλλά και τη μοναξιά. «Δεν έχω κανέναν. Η οικογένεια έφυγε. Τώρα είμαι μόνος χωρίς δουλειά, χωρίς σπίτι. Τι να πω;», συνεχίζει, κι όταν τον ρωτάμε πώς τα καταφέρνει τις υπόλοιπες ημέρες, όταν τα προσωρινά κέντρα φιλοξενίας των αστέγων δεν είναι ανοιχτά, μιλάει για τους φίλους. «Έχω μερικούς φίλους. Κάποιους γνωστούς από παλιά, αλλά δεν γίνεται να είναι για πάντα. Έχουν οικογένεια και παιδιά. Μπορείς να πας να κάτσεις δυο ωρίτσες, να πιεις ένα καφεδάκι και να φύγεις. Δεν μπορείς να μείνεις για πάντα. Από μόνος μου δηλαδή το καταλαβαίνω πως τους επιβαρύνω. Δεν γίνεται. Τι; Να έχεις τόσο θράσος που να κάθεσαι με το ζόρι; Λες ευχαριστώ και γεια σας, για να μπορείς να ξαναπάς», απαντά. «Περιστασιακά βρίσκω κάποια δουλειά. Το καλοκαίρι είναι πιο εύκολα και έβρισκα διάφορες δουλειές, έσκαβα αυλές ή ό,τι άλλο. Το χειμώνα δεν έχει τέτοιες δουλειές για μια μέρα, δυο μέρες. Αλλά τι να σου κάνουν αυτά τα λεφτά, αν δεν είναι μόνιμη η δουλειά; Εδώ και μόνιμη έχει ο κόσμος και πάλι δεν τα βγάζει πέρα», λέει, χαμογελά και επιστρέφει στο σταυρόλεξό του.
Λίγο πιο πάνω, στο σχολείο δεύτερης ευκαιρίας επί της Εθνικής Αμύνης, ο δήμος Θεσσαλονίκης φροντίζει με τη σειρά του τους άστεγους. Χωρίς να μπορεί να τους δώσει μια δεύτερη ευκαιρία στη ζωή, τουλάχιστον τους προσφέρει φαγητό και κρεβάτι, αφού στο δεύτερο όροφο του κτιρίου ο χώρος έχει διαμορφωθεί κατάλληλα για ύπνο σε διπλές κουκέτες, ενώ στο ισόγειο προσφέρεται φαγητό, καφές και τσάι. Σε μία προσπάθεια να προστατέψει τους περίπου 20 άτυχους συμπολίτες μας, που περνούν το βράδυ τους στο χώρο, τόσο από το χιόνι όσο και από τα αδιάκριτα βλέμματα, που καμιά φορά μπορεί να προκαλέσουν ακόμη περισσότερη δυστυχία, η αντιδήμαρχος Κοινωνικής Πολιτικής και Προστασίας του Πολίτη Καλυψώ Γούλα έχει δώσει αυστηρές εντολές να απαγορεύεται η είσοδος σε κάθε… περίεργο. Καθώς ετοιμαζόμαστε να αποχωρήσουμε, καταφτάνει μία νεαρή κοπέλα μαζί με έναν μεγαλύτερο κύριο. «Εγώ τον έφερα και τον αφήνω να φάει και να κοιμηθεί. Τον βρήκα στο δρόμο να κοιμάται και δεν μπορούσα να τον αφήσω», λέει και ο άγνωστος μέχρι πριν από λίγο άντρας την κοιτάζει όλο ευγνωμοσύνη και της ζητά να τον πάει μέχρι μέσα, πριν να φύγει. Εκείνη τον ακολουθεί, αλλά έπειτα από πέντε λεπτά βγαίνουν και πάλι στο δρόμο, για να φέρουν, λένε στο φύλακα που τους κοιτά με απορία, κι άλλους φίλους του να κοιμηθούν εκεί.
Οι άστεγοι της Θεσσαλονίκης παρά το βαρύ χειμώνα τα κατάφεραν μέχρι σήμερα να επιζήσουν στους δρόμους της. Σίγουρα οι αρχές της πόλης δεν μπορούν να κάνουν και πολλά, για να τους δώσουν πίσω τη ζωή που έχασαν, όμως τουλάχιστον μπορούν να προσφέρουν μία μόνιμη φιλοξενία κι όχι μόνο, όταν αγριεύει ο καιρός.


Μία νύχτα με τους άστεγους 
Κι αν στην αίθουσα της εκκλησίας των Αγίων Πάντων η θέρμανση, η μυρωδιά του φαγητού και οι καλοσυνάτοι εθελοντές έδιναν έστω και μία ψευδαίσθηση ζεστασιάς, για τους άστεγους του κέντρου το χιόνι, που οι άλλοι, οι πιο τυχεροί, περίμεναν με αγωνία, μετέτρεψε την καθημερινή αναζήτηση καταλύματος σε οδύσσεια.
Ήδη το μεσημέρι της Πέμπτης οι άστεγοι που έχουν κάνει σπίτι τους το χώρο πίσω από τη Ροτόντα, τυλιγμένοι με όσα ρούχα κατάφεραν να βρουν, άναψαν φωτιά με πρόχειρα υλικά. Ανάμεσά τους και ο Γρηγόρης, πρώην επιχειρηματίας με ουζερί στην περιοχή του Μπιτ Παζάρ, ο οποίος είδε τους κόπους μιας ζωής να χάνονται, όταν η οικονομική κρίση χτύπησε την πόρτα της χώρας. Τα έξοδα αυξάνονταν ραγδαία, οι πελάτες εξαφανίζονταν κι έτσι πρόσθεσε κι αυτός την ιστορία του στη θλιβερή λίστα εκείνων που έχασαν τα πάντα, ακόμη και το σπίτι τους, και βρέθηκαν να κοιμούνται στους δρόμους.
Η ίδια κατάσταση και πίσω από τα πανεπιστήμια, όπου δεκάδες άνθρωποι προσπαθούσαν να τη βγάλουν για ακόμη μία μέρα παρατάσσοντας χαρτόνια και νάιλον καλύμματα απέναντι στον αέρα και το ψιλόβροχο.


Σημαντική βοήθεια οι ξενώνες
Οι προβλέψεις της ΕΜΥ μιλούσαν από την περασμένη εβδομάδα για σφοδρό κύμα κακοκαιρίας και ευτυχώς οι δήμαρχοι του πολεοδομικού συγκροτήματος αλλά και η αντιπεριφέρεια Θεσσαλονίκης φρόντισαν να διαθέσουν κάποιους χώρους για τη φιλοξενία των αστέγων.
Από τις αρχές της εβδομάδας άνθρωποι της περιφέρειας απευθύνθηκαν στον Ερυθρό Σταυρό ζητώντας βοήθεια για τον πρόχειρο ξενώνα αστέγων που έστησαν στην αίθουσα του κινηματογράφου «Αλέξανδρος» (φωτ.), στο Λευκό Πύργο, και φυσικά εκείνοι ανταποκρίθηκαν, όπως πάντα, άμεσα. Εκτός από κουβέρτες και ρούχα το προσωπικό του Ερυθρού Σταυρού αλλά και οι ενθουσιώδεις εθελοντές του όρισαν βάρδιες, κουβάλησαν τρόφιμα και περίμεναν τους άστεγους. Κι όταν το πρώτο βράδυ δεν παρουσιάστηκε κανείς, τότε τους αναζήτησαν οι ίδιοι. «Την Τρίτη εμείς ήμασταν περισσότεροι από τους άστεγους. Ελάχιστοι είχαν ενημερωθεί πως θα άνοιγε ο ‘Αλέξανδρος’ κι έτσι πήγαμε και φέραμε σχεδόν σηκωτούς περίπου 20 ανθρώπους που βρήκαμε να κοιμούνται σε παγκάκια», λέει νεαρή εθελόντρια και κοιτάζει μια το δρόμο, μια το ρολόι της. Η ώρα έχει πάει ήδη 10, στο κέντρο δεν κυκλοφορεί ψυχή εκτός από μία παρέα νεαρών, που απολαμβάνει τη χιονόπτωση. Μέσα στον «Αλέξανδρο» έχουν καταφύγει μόλις τέσσερις άνθρωποι, δύο έφηβοι από τη Βουλγαρία, που ακούνε μουσική, ένας πενηντάρης, που δοκιμάζει να βρει ένα πιο ζεστό μπουφάν, αποκαλύπτοντας στη «ΜτΚ» πως κάποτε δούλευε ως μουσικός δίπλα σε γνωστά ονόματα, όμως από τα ναρκωτικά αχρήστεψε τα χέρια του, με αποτέλεσμα να μείνει στους δρόμους, κι ακόμη ένας που πέρασε γρήγορα από τον προθάλαμο στην αίθουσα και είναι αφοσιωμένος στο σταυρόλεξό του.
Της Δήμητρας Τσαμποδήμου 
dimitratsampodimou@gmail.com
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ
ΠΡΕΖΑ TV
6-2-2012

Δεν υπάρχουν σχόλια: