Τετάρτη, Ιουλίου 04, 2012

ΑΥΤΟΧΕΙΡΕΣ - ΘΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΥΤΟΘΥΣΙΑ; | ΤΟΥ OLD BOY & ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΖΕΝΑΚΟΥ


Εκτιμήσεις ανεβάζουν το ποσοστό αύξησης των αυτοκτονιών στην Ελλάδα για το 2011 στο 50% σε σχέση με την κατάσταση πριν το 2009. Τα ΜΜΕ αναφέρονται πλέον σε αυτοκτονίες καθημερινά. Ήταν, ωστόσο, η δημόσια αυτοκτονία του Δημήτρη Χριστούλα στην Πλατεία Συντάγματος που έθεσε το ερώτημα: μπορεί μια αυτοκτονία να αποτελεί πολιτική πράξη; Ή παραμένει απλώς, σε κάθε περίπτωση, η ύστατη κίνηση απελπισίας;



Του Old Boy και του Αυγουστίνου Ζενάκου


Η αύξηση των αυτοκτονιών στην Ελλάδα της κρίσης επισημάνθηκε – αν όχι ευρέως, σίγουρα αρκετά έγκαιρα. Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Υγείας, κατά το πρώτο εξάμηνο του 2010, υπήρξε αύξηση 40%, ενώ πριν την κρίση του 2009, η Ελλάδα είχε ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά αυτοκτονιών παγκοσμίως, δηλαδή 2,8 ανά 100.000 κατοίκους. (Έχει διατυπωθεί, βέβαια, η θεωρία ότι πολλοί στην Ελλάδα έχουν δηλώσει τις αυτοκτονίες συγγενών τους ως ατυχήματα για να αποφύγουν το κοινωνικό στίγμα ή να διασφαλίσουν ότι οι εκλιπόντες θα έχουν θρησκευτική κηδεία – μια «σύμβαση» που η αστυνομία κατά κανόνα αποδέχεται.) Για το 2011, έχουν εμφανιστεί εκτιμήσεις που υπολογίζουν την αύξηση σχεδόν στο 50% σε σχέση με την κατάσταση πριν από το 2009. Η σύνδεση των αυτοκτονιών με την κρίση και τα δεινά που αυτή επέφερε δεν ήταν λοιπόν κάτι που είχε περάσει απαρατήρητο.


Ήταν, ωστόσο, η δημόσια αυτοκτονία του Δημήτρη Χριστούλα στην Πλατεία Συντάγματος αυτή που μετατόπισε τη συζήτηση. Από τραγική παράπλευρη απώλεια, απόνερα της κρίσης, η αυτοκτονία αναβαθμίστηκε σε κεντρικό νόημα, σε κάτι που νοηματοδοτούσε την κρίση και –κυρίως– την αντίσταση στην κρίση: πολιτική πράξη. Το κατά πόσον ευσταθεί μια τέτοια ανάγνωση γέννησε πόλωση. Οι μεν επέμεναν ότι η κρίση δημιουργεί δυστυχία, πράγματι, και συνεπώς επόμενο είναι κάποιοι ταραγμένοι, με ψυχική προδιάθεση, συμπολίτες μας να φτάνουν ως αυτό το απονενοημένο βήμα – όμως η ορθή αντιμετώπιση του γεγονότος είναι αυτή: μια πράξη απελπισίας, μια ψυχική ήττα. Και μάλιστα στηλίτευσαν οποιονδήποτε υποστήριζε κάτι άλλο ως εκμεταλλευτή της δυστυχίας, ως κάπηλο της απελπισμένης φυγής ενός ανθρώπου από τη ζωή. Οι δε υποστήριξαν ότι ήταν αδιαμφισβήτητη η πολιτική συνειδητότητα της πράξης και κατηγόρησαν τους άλλους ως ανάλγητους ή –χειρότερα– ύποπτους, που σκοπίμως υποβαθμίζουν την πολιτική σημασία της συνειδητοποιημένης θυσίας, που στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά μια προτροπή σε εξέγερση: μια ψυχική νίκη.


Εν τούτοις, το ότι η μία ανάγνωση αναγκαστικά αποκλείει την άλλη δεν είναι καθόλου προφανές. Η αυτοκτονία μάλλον απαιτεί την ψυχική της συνθήκη. Όμως γιατί θα έπρεπε να σημαίνει αυτό πως η αυτοκτονία δεν μπορεί να είναι πολιτική πράξη; Γιατί η όποια ψυχική προδιάθεση, η οποία προφανώς δεν είναι η ίδια ανάμεσα σε κάποιον που απλώς δηλώνει το πολιτικό του στίγμα και σε κάποιον που το δηλώνει συμβολοποιώντας το με την αυτοκτονία του, ακυρώνει το πολιτικό στίγμα καθαυτό; Γιατί δεν μπορεί μια αυτοκτονία να είναι και τα δύο – τόσο απόρροια μιας δεδομένης ψυχολογίας όσο και συμβολική, και ως εκ τούτου κατεξοχήν πολιτική, πράξη;


Είναι αλήθεια ότι η ίδια η τοποθέτηση του Δημήτρη Χριστούλα στο σημείωμά του όσο και το δημόσιο της αυτοκτονίας του την καθιστούν πολιτική. Ακόμη περισσότερο, πολιτική την καθιστά η πρόσληψή της, το γεγονός δηλαδή ότι η δήλωση αυτή του αυτόχειρα έγινε δεκτή από μέρος των συζητητών ως αληθής, όχι ως μεταμφίεση μιας διαταραχής. Έστω δηλαδή ότι ήταν εφικτό να ανατάμει κανείς την ψυχολογία του αυτόχειρα και να εξαγάγει μια ποσόστωση –x% ψυχική προδιάθεση και x% πολιτική πρόθεση– και έστω ότι η ψυχολογία καταλάμβανε το μεγαλύτερο ποσοστό, πάλι δεν έχει ιδιαίτερη σημασία: από τη στιγμή που οι αποδέκτες του συμβολισμού της πράξης τον αποδέχτηκαν ως τέτοιο, η πράξη είναι πολιτική.


Αλλά από εδώ αρχίζουν τα προβλήματα: διότι όσο κι αν η αυτοκτονία του Δημήτρη Χριστούλα ήταν αδιαμφισβήτητα πολιτική πράξη, αυτό δεν σημαίνει ότι οι πολιτικές παρατηρήσεις στις οποίες οδηγεί είναι αυτές που θα ήθελαν όσοι αποδέχτηκαν το συμβολισμό της.


Πολλοί, λόγου χάρη, μαζί και η βουλευτής Σοφία Σακοράφα κατά την ομιλία της στην κηδεία του, παραλλήλισαν την αυτοκτονία του Δημήτρη Χριστούλα με την πράξη του Κώστα Γεωργάκη, ο οποίος σε ηλικία 22 χρόνων, στις 19 Σεπτεμβρίου 1970, αυτοπυρπολήθηκε στην πλατεία Ματεότι της Γένοβας, διαμαρτυρόμενος για τη χούντα των Συνταγματαρχών. Ωστόσο, ο συμβολισμός δεν είναι ενιαίος κι έτσι αντιστέκεται στην αβίαστη ένταξη σε μια «παράδοση πολιτικών αυτοκτονιών»: ο ένας νεότατος, ο άλλος ηλικιωμένος. Ο ένας με μόνο μήνυμα: «Ζήτω η δημοκρατία, όλοι οι Ιταλοί ας αναφωνήσουν: Ζήτω η ελεύθερη Ελλάδα». Ο άλλος με πολλαπλά – κοντά στην έκκληση για αποτίναξη του ζυγού, η δήλωση αδυναμίας επιβίωσης: «…εκμηδένισε κυριολεκτικά τη δυνατότητα επιβίωσής μου που στηριζόταν σε μία αξιοπρεπή σύνταξη…». Στην περίπτωση του Γεωργάκη, κυριολεξία: η δημοκρατία ήταν πλήρως καταλυμένη. Στην περίπτωση του Χριστούλα, μια μεταφορά: ο Παπαδήμος δεν είναι Τσολάκογλου και η τρόικα δεν είναι τα SS.


Έπειτα, το γεγονός ότι ο Χριστούλας διαμαρτυρήθηκε στο σημείωμά του για τη λιτότητα και την ανέχεια της κρίσης, έκανε αρκετούς να ταυτίσουν το συμβολισμό της πράξης του με το προοδευτικό αίτημα της Αριστεράς απέναντι στο Μνημόνιο –είτε στη μετριοπαθέστερη εκδοχή του ΣΥΡΙΖΑ είτε στην πιο ριζοσπαστική του ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Άλλα στοιχεία, ωστόσο, όπως η αναφορά στον «κατοχικό πρωθυπουργό Τσολάκογλου» ή η ευχή να κρεμαστούν οι «Εθνικοί προδότες» προσφέρονται εξίσου συμβολικά σε άλλες πολιτικές συγκροτήσεις, όπως το αντιμνημονιακό «πατριωτικό μέτωπο» που βρήκε, έστω συγκυριακό, καταφύγιο στους Ανεξάρτητους Έλληνες. (Παρεμπιπτόντως, η «αγανάκτηση» ως διακριτή πολιτική κατηγορία είναι προϊόν της ανοχής της καθεμίας συγκρότησης για την άλλη: το προηγούμενο καλοκαίρι εκφράστηκε με την άβολη συγκατοίκηση των «δύο πλατειών», «πάνω» και «κάτω», στο Σύνταγμα.)


Ακόμη, το να δέχεσαι το συμβολικό μιας πράξης σημαίνει να κατασκευάζεις έναν ήρωα – ένα πρόσωπο του δράματος. Αλλά η ένταση του συμβολισμού δεν εξαρτάται μόνο από την κατασκευή σου, ζει εκεί έξω, αλληλεπιδρά με την πολιτική συνθήκη. Η προτροπή του σημειώματος αυτοκτονίας ήταν βαριά: λαϊκή εκτέλεση των προδοτών, ένοπλη εξέγερση. Η βιωμένη αντίδραση ήταν διαφορετική: 2000 άτομα στην κηδεία του, που τραγούδησαν Μίκη Θεοδωράκη, από τα οποία καμιά πεντακοσαριά πορεύτηκαν ως το Σύνταγμα, παρέμειναν τριακόσια, και ίσαμε δέκα από αυτούς ξυλοφόρτωσαν έναν ειδικό φρουρό που είχε την ατυχία να βγαίνει από το μετρό. Τελικά, έχει μια σημασία αν ο ήρωας που κατασκευάζεται σε αλληλεπίδραση με την πολιτική συνθήκη είναι του Άιζενσταϊν ή των αδελφών Κοέν.


Οι υποστηρικτές της πολιτικής υπόστασης της αυτοκτονίας δεν κάνουν ακριβώς λάθος. Απλώς, τα πράγματα δεν είναι δυνατόν να είναι ξεκάθαρα: το να λες ότι μια αυτοκτονία είναι πολιτική, σημαίνει ότι πρώτος εσύ την αποδεσμεύεις από το ψυχολογικό της υπόβαθρο και τη συναισθηματική αντίδραση που αυτό επιβάλλει. Αν είναι πολιτική, ελέγχεται και με όρους αποτελεσματικότητας.


Από την άλλη πλευρά, ο έλεγχος με όρους αποτελεσματικότητας θα επηρέαζε εξίσου ή και περισσότερο την αυτοκτονία του Κώστα Γεωργάκη, η οποία δεν πυροδότησε κάτι απτά εκρηκτικό. Υπάρχει όμως τρόπος να μετρήσουμε πόσους επηρέασε τότε και με ποιον ακριβώς τρόπο; Αν η πολιτική κατάσταση διαμορφώνεται μέσα από διαρκείς και σύνθετες αλληλεπιδράσεις, τότε εκτός από τα ορατά και άμεσα πολιτικά αποτελέσματα της κάθε συγκεκριμένης πράξης, υπάρχουν και τα υπόγεια και μακροπρόθεσμα, τα λιγότερο εύκολο έως και σχεδόν αδύνατο να καταγραφούν. Ίσως, για παράδειγμα, τρία χρόνια αργότερα κάποιοι από αυτούς που βρέθηκαν στο Πολυτεχνείο, να μην είχαν βρεθεί, αν δεν τους είχε σημαδέψει η αυτοκτονία. Και κανείς δεν μπορεί να ξέρει πόσους επηρέασε η αυτοκτονία του Δημήτρη Χριστούλα ή και του σαραντατετράχρονου δασκάλου Σάββα Μετοικίδη: χρειαζόταν ένα μικρό ακόμη ποσοστό ψηφοφόρων ώστε να ήταν 151 αντί για 149 οι βουλευτές που εξέλεξαν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Το ποσοστό αυτό τα δύο κόμματα δεν το βρήκαν. Υπάρχει τρόπος να ξέρουμε πόσοι άνθρωποι που θα ψήφιζαν φοβισμένα τη συνέχιση της μνημονιακής πορείας, δεν το έκαναν επειδή οι αυτοκτονίες ήταν ο καταλύτης που καθόρισε την τελική στάση τους; Ένας καταλύτης που ενδεχομένως δεν τον συνειδητοποιούν και οι ίδιοι. Ενδεχομένως δηλαδή, όταν καταστάλαζαν στην τελική τους απόφαση, να μην είχαν τις αυτοκτονίες στο πάνω μέρος του μυαλού τους, αλλά ο συναισθηματικός απόηχός τους να είχε κατακαθίσει μέσα τους με τρόπο που τους επηρέασε αποφασιστικά.


Υπάρχει ίσως μια αντιστοιχία ανάμεσα στο τι συμβαίνει μέσα σε κάθε μεμονωμένο άνθρωπο και το τι συμβαίνει μέσα σε μια κοινωνία: τόσο σε προσωπικό επίπεδο όσο και στο κοινωνικό, για κάθε τελικό αιτιατό μπορεί να συντρέχουν διάφορα αίτια, άλλα εξ αυτών προφανέστερα και πιο εξηγήσιμα, άλλα εξ αυτών πολύ καλύτερα κρυμμένα. Και μπορεί, στη σύγκρουση των αιτίων μεταξύ τους, το κάθε τελικό αιτιατό να προκύπτει από αίτια απρόβλεπτα έως χαώδη. Μια πεταλούδα κουνάει τα φτερά της, κάθεται πάνω σε ένα ήδη οριακό βάρος και το καθιστά πλέον ασήκωτο: κανείς μπορεί να είχε ένα σωρό λόγους να ψηφίσει αντιμνημονιακά και αντιδικομματικά, αλλά να μην έφτανε ποτέ να το κάνει αν δεν υπήρχαν οι αυτοκτονίες να τον κλονίσουν.


Να τον κλονίσουν τόσο οι δηλωμένα πολιτικές αυτοκτονίες, όσο και η αύξηση του ποσοστού των αυτοκτονιών. Μπορεί να αποτελέσει όμως επαρκή εξήγηση για αυτήν την αύξηση μόνο η οικονομική διάσταση της κρίσης; Ή δεν μπορεί ακριβώς επειδή ένα από τα κύρια -αν όχι και το κυριότερο- χαρακτηριστικό της κρίσης είναι πως η βιαιότητα της οικονομικής της διάστασης συνοδεύτηκε από μια εξίσου ή και περισσότερο βίαιη ψυχολογική διάσταση;


Ίσως λοιπόν τελικά το εντυπωσιακό στοιχείο δεν είναι η αύξηση του ποσοστού, οσοδήποτε μεγάλη κι αν είναι, αλλά ότι σε σχέση με το κυριολεκτικά καθημερινό ψυχολογικό βασανιστήριο 2½ ετών, σε σχέση με την ανελέητη μαυρίλα που εκπεμπόταν από παντού, είναι λίγοι οι άνθρωποι εκείνοι που αφαίρεσαν μόνοι τους τη ζωή τους, είναι λίγοι οι άνθρωποι που δεν άντεξαν να ζουν άλλο σε αυτό το εφιαλτικό ψυχικά τοπίο.


Το κείμενο δημοσιεύεται στο UNFOLLOW #6


ΠΡΕΖΑ TV
4-7-2012

Δεν υπάρχουν σχόλια: