Ο Αλμπέρτο Μπαρμπέρα, ο νέος διευθυντής του κινηματογραφικού φεστιβάλ της Βενετίας, δεν είναι στην πραγματικότητα νέος στο φεστιβάλ. Είχε διατελέσει διευθυντής της Μόστρας και παλιότερα (1998-2002).
Ξεκίνησε την καριέρα του ως κριτικός κινηματογράφου σε διάφορες ιταλικές εφημερίδες και περιοδικά πριν αναλάβει τη διεύθυνση του φεστιβάλ του Τορίνο (1989-1998). Από το 2004 ανάλαβε τη διεύθυνση του Μουσείου Κινηματογράφου του Τορίνο. Τον περασμένο Δεκέμβριο ανέλαβε, για την επόμενη τετραετία, τη διεύθυνση του φεστιβάλ της Βενετίας, αντικαθιστώντας τον Μάρκο Μούλερ. Στην τηλεφωνική συνέντευξη που ο 62χρονος Μπαρμπέρα παραχώρησε στο ΑΜΠΕ, ο διευθυντής του παλαιότερου κινηματογραφικού φεστιβάλ μίλησε για τις δυσκολίες της επιλογής, τη γυναικεία παρουσία στο φεστιβάλ, για τον ελληνικό κινηματογράφο αλλά και για τα διάφορα αφιερώματα της Μόστρας. ΑΜΠΕ: Υπήρξαν μεγάλες αλλαγές από το 1998 όταν είχατε αναλάβει για πρώτη φορά τη διεύθυνση του φεστιβάλ; ΜΠΑΡΜΠΕΡΑ: Βέβαια. Στα δέκα αυτά χρόνια σχεδόν όλα έχουν αλλάξει στον κόσμο του κινηματογράφου – η ψηφιακή επανάσταση και η αλλαγή στην παγκόσμια οικονομία άλλαξαν τον τρόπο παραγωγής και διακίνησης μιας ταινίας. Αν το συγκρίνεις με πριν από 10 χρόνια φέτος τα πράγματα ήταν πολύ πιο περίπλοκα. ΑΜΠΕ: Πιστεύετε πως εξαιτίας της πρόσφατης οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, την Ιταλία, την Ισπανία κι αλλού, η κατάσταση στον κινηματογράφο έχει αλλάξει; Ο αντίκτυπος είναι θετικός; Θα έχουμε ενδιαφέρουσες ταινίες; ΜΠΑΡΜΠΕΡΑ: Μπορεί. Για παράδειγμα, στη δίμηνη διάρκειας περίοδο της επιλογής των ταινιών είδαμε περίπου 160 ιταλικές ταινίες μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ.
Είναι πολλές. Επιλέξαμε περίπου 15 ταινίες μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ, κατά τη γνώμη μου πολύ ενδιαφέρουσες. Συμβαίνει κάτι το καινούριο στον ιταλικό κινηματογράφο, υπάρχουν νέες φωνές, νέα ταλέντα που ψάχνουν για νέους τρόπους έκφρασης. Κι αυτό πέρα από τους καθιερωμένους σκηνοθέτες όπως ο Μάρκο Μπελόκιο και η Φραντζέσκα Κομεντσίνι. Οι νέοι ενδιαφέρονται για κάτι το καινούριο, παίρνουν ρίσκα, δουλεύουν στην εικαστική πλευρά της ταινίας. Από τις ταινίες που επιλέξατε φέτος μπορώ να πω ότι υπάρχει κάτι το ανανεωτικό στο ιταλικό σινεμά. Μπορώ να το πω και για άλλες χώρες… ΑΜΠΕ: Όπως και στον ελληνικό κινηματογράφο. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια ανανέωση. Εμφανίζονται νέοι σκηνοθέτες που οι ταινίες τους επιλέγονται σε διεθνή φεστιβάλ. Στη Βενετία για παράδειγμα τα τελευταία χρόνια έχουν επιλεγεί και ταινίες μεγάλου και μικρού μήκους. Φέτος επιλέξατε τη μικρού μήκους ταινία του Γιώργου Ζώη… ΜΠΑΡΜΠΕΡΑ: Ναι, είδαμε και μερικές ελληνικές ταινίες μεγάλου μήκους, που πράγματι ήταν πολύ ενδιαφέρουσες. Η μια (σ.σ. «Το αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού» του Έκτορα Λυγίζου) πήγε στο διαγωνιστικό τμήμα του Κάρλοβι Βάρι ενώ μια άλλη, που μας άρεσε, την κρατούσαμε μέχρι την τελευταία στιγμή, μήπως βρούμε κάποιο χώρο σε πρόγραμμα, αλλά τελικά δεν μπορέσαμε. Υπήρχαν κι άλλες ταινίες γενικότερα που μας άρεσαν. Δεν είναι μόνο οι ταινίες από την Ελλάδα.
Υπάρχουν και νέες στην κινηματογραφία χώρες, που δεν έχουν καμιά παράδοση στον κινηματογράφο. Φέτος για παράδειγμα έχουμε την πρώτη ταινία παραγωγής της Σαουδικής Αραβίας και μια ταινία μικρού μήκους από το Νεπάλμ. Είδαμε και ταινίες από «νέες» κινηματογραφικά χώρες: Γουατεμάλα, Ινδονησία, Μαλαισία, και άλλες. Υπάρχουν νέες πιθανότητες, όπως η ψηφιακή τεχνική, με την οποία μπορεί να γυριστούν ταινίες με πολύ λίγα χρήματα. ΑΜΠΕ: Πόσες ταινίες είδατε συνολικά για την τελική επιλογή; ΜΠΑΡΜΠΕΡΑ: Είδαμε, μέσα σε δυο μήνες, 1600 ταινίες μεγάλου μήκους και 1700 ταινίες μικρού μήκους. Τεράστιος αριθμός! ΑΜΠΕ: Αυτό που πρόσεξα είναι πως, ενώ σε άλλα μεγάλα διεθνή φεστιβάλ αυξάνουν τον αριθμό ταινιών, εσείς τον περιορίσατε… ΜΠΑΡΜΠΕΡΑ: Ένας λόγος ήταν η εμφάνιση της ψηφιακής τεχνικής. Δεν με ενδιαφέρει η ποσότητα, εκείνο που με ενδιαφέρει είναι η ποιότητα. Όταν προγραμματίζεις εκατοντάδες ταινίες, δεν υπάρχει τρόπος να δει κανείς όλες τις ταινίες του φεστιβάλ. Γι’ αυτό σκέφτηκα, γιατί να μην κάνουμε το αντίθετο; Να βασιστούμε στην ποιότητα και σε μικρό αριθμό ταινιών για να μπορεί κανείς να τις δει σχεδόν όλες. Βέβαια αυτό σημαίνει ότι παίρνεις μεγαλύτερο ρίσκο. Όταν προγραμματίζεις 150 με 200 ταινίες είναι πιο εύκολο. Όταν επιλέγεις συνολικά, για όλα τα προγράμματα, μόνο 50-60 ταινίες, όπως κάναμε φέτος, το ρίσκο είναι πολύ μεγαλύτερο, γιατί μπορείς πιο εύκολα να κάνεις λάθη, το ότι δηλαδή επέλεξες μια ταινία αντί μιαν άλλη. Αλλά αυτό αποτελεί τμήμα της δουλειάς. Η δουλειά του διευθυντή είναι να κάνει επιλογές και να αναλαμβάνει τις ευθύνες του.
ΑΜΠΕ: Επιλέξατε να κάνετε έναρξη του φεστιβάλ με την ταινία μιας γυναίκας σκηνοθέτριας. Είπατε μάλιστα πως φέτος στο φεστιβάλ επικρατεί μια γυναικεία δημιουργικότητα… ΜΠΑΡΜΠΕΡΑ: Ναι, από τις 60 ταινίες που επιλέξαμε οι 21 γυρίστηκαν από γυναίκες σκηνοθέτριες. Αυτό δεν έγινε συνειδητά. Το ανακαλύψαμε στο τέλος της επιλογής.
Είναι δείγμα του καιρού. Ισως τελικά η γυναικεία δημιουργικότητα να αναγνωρίστηκε στο χώρο του σινεμά. Μέχρι τώρα ο κόσμος του κινηματογράφου ήταν ένας ανδρικός κόσμος. ΑΜΠΕ: Αυτή η στροφή συμβαίνει και στον ιταλικό κινηματογράφο; ΜΠΑΡΜΠΕΡΑ: Ναι, κατά κάποιο τρόπο. Από τις τρεις ιταλικές ταινίες του διαγωνιστικού, η μια γυρίστηκε από γυναίκα, τη Φραντζέσκα Κομεντσίνι, ενώ σε άλλα τμήματα υπάρχουν ταινίες και από άλλες γυναίκες. Είναι, νομίζω, κοινωνικό φαινόμενο. ΑΜΠΕ: Κι ένα τελευταίο ερώτημα. Παλιότερα στη Βενετία είχαμε μεγάλες ρετροσπεκτίβες σε διάσημους δημιουργούς, όπως ο Μιζογκούτσι, ο Χάουορντ Χοκς, ο Μαρσέλ Πανιόλ, ενώ σήμερα έχουν εξαφανιστεί. Βέβαια έχετε φέτος το μεγάλο αφιέρωμα για τα 80 χρόνια της Μόστρας. Σκέφτεστε να στραφείτε σε κάτι τέτοιο στα επόμενα χρόνια; ΜΠΑΡΜΠΕΡΑ: Ναι, εφέτος αυτό το αφιέρωμα είναι κάτι το διαφορετικό. Αποτελείται από σπάνιες κόπιες που ανήκουν στη Μπιενάλε και που έχουν αναπαλαιωθεί. Σήμερα όμως είναι δύσκολο να διοργανώσεις τέτοιες ρετροσπεκτίβες όπως ανάφερες.
Υπάρχουν δυσκολίες με τις κόπιες και διάφορα άλλα προβλήματα. Υπάρχει όμως κάτι άλλο που το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον. Η αναπαλαίωση παλιών, κλασικών ταινιών, από τα Μουσεία Κινηματογράφου αλλά και από τις μεγάλες εταιρείες του Χόλιγουντ και από ιδιώτες που έχουν τα δικαιώματα και που τις παρουσιάζουν σε Blue ray.
Ταινίες που δεν γνωρίζει η σημερινή νεολαία και που αξίζει να τις δει. Γι’ αυτό πιστεύω πως τα φεστιβάλ αξίζει να κάνει αφιερώματα σ’ αυτές τις ταινίες, να βοηθήσει το νεότερο κοινό να γνωρίσει το παρελθόν του κινηματογράφου που είναι εκπληκτικό.
ΑΠΕ
ΠΡΕΖΑ TV
28-8-2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου