Του ΚΩΣΤΑ ΚΑΛΛΩΝΙΑΤΗ
Ο μηχανισμός του ευρώ μπορεί να διευκόλυνε και να επέτεινε την υπερχρέωση του ευρωπαϊκού Νότου, δεν ήταν όμως η αιτία της, αφού η τελευταία θα υπήρχε ούτως ή άλλως
Η συζήτηση για τα δεινά της ελληνικής οικονομίας έχει προϊστορία κι αποκλίνουσες ερμηνείες που σήμερα έχουν αναζωπυρωθεί με άξονα το δίλημμα «χαλαρότερη συνέχιση της τρέχουσας πολιτικής προσαρμογής (κυβέρνηση) ή μερική ανατροπή της με διαγραφή τμήματος του χρέους και τόνωση της ζήτησης (ΣΥΡΙΖΑ)».
Ερμηνεύοντας την κρίση, η επίσημη πλευρά (κυβέρνηση-τρόικα) προέβαλε τα δίδυμα ελλείμματα (δημόσιο και εξωτερικό) και το υψηλότατο χρέος ως πηγή του κακού, εξηγώντας πως αυτά ήταν συμπτώματα μιας κρίσης χαμηλής ανταγωνιστικότητας την οποία προκάλεσε η υπερβολική αύξηση των μισθών και του κόστους εργασίας με τη συνακόλουθη υπερκατανάλωση (δηλ. πέραν των αντοχών της οικονομίας) που βασίστηκε στο δανεισμό.
Για την αντιμετώπισή της επιστρατεύθηκε τόσα χρόνια η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης (Μνημόνια) που ενώ κατόρθωσε να εξαλείψει σχεδόν τα ελλείμματα, το πέτυχε μειώνοντας δραματικά μισθούς-συντάξεις και βυθίζοντας την οικονομία στην ύφεση και την κοινωνία στην ανεργία και τη φτώχεια, χωρίς όμως να μειώσει το χρέος και χωρίς να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα (όπως θα δούμε) σε αντιδιαστολή με τους επίσημους (ΤτΕ, ΥΠΟΙΚ) ισχυρισμούς για το αντίθετο.
Εναλλακτική ερμηνεία της ελληνικής κρίσης έδωσε η Αριστερά και ειδικότερα ο ΣΥΡΙΖΑ, που θεωρεί υπεύθυνη τη διεθνή κι ευρωπαϊκή καπιταλιστική κρίση χρεών στην οποία οδήγησαν η χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία κι ο άμετρος δανεισμός, σε συνδυασμό με τη μακροχρόνια κακοδιαχείριση του εγχώριου πελατειακού-κομματικού κράτους ΠΑΣΟΚ-Ν.Δ. και την ύστερη αδιαπραγμάτευτη υποταγή της διαχείρισης της κρίσης αυτής στα συμφέροντα των ξένων πιστωτών (μνημόνια). Τμήμα της Αριστεράς (ΚΚΕ, εξωκοινοβουλευτική αριστερά αλλά και αριστερό ρεύμα του ΣΥΡΙΖΑ) χωρίς να αρνείται τη γενικότερη κρίση θεωρεί κυρίως υπεύθυνο για την κρίση στην Ελλάδα και την ευρωπαϊκή περιφέρεια το ίδιο το ευρώ και προτείνει την έξοδο της χώρας από αυτό.
Με άλλα λόγια, υπάρχουν τρεις ερμηνείες των αιτίων της κρίσης: (α) η κυβερνητική-τροϊκανή που προτάσσει την εισοδηματική και δημοσιονομική λιτότητα ως θεραπευτική αγωγή, (β) η αριστερή-ευρωπαϊστική (ΣΥΡΙΖΑ, ΔΗΜΑΡ, ΙΝΕ-ΓΣΕΕ κ.λπ.) που ενοχοποιεί την ατελή ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και την μονομερή ταξική πολιτική της λιτότητας, ζητώντας αλλαγή πολιτικής με τόνωση της ζήτησης κι αύξηση της απασχόλησης εθνικά και πανευρωπαϊκά και (γ) η αριστερή-αντιευρωπαϊκή, που θεωρεί αδιέξοδη για την ανάπτυξη την παραμονή στον νομισματικό μηχανισμό του ευρώ κι επιζητεί την εθνική ανάκτηση των εργαλείων νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής για μία σχετικά αυτοδύναμη ανάπτυξη.
Στην πραγματικότητα, η αλήθεια είναι κάπου στη μέση. Σε πρόσφατη έκδοση βιβλίου της Μ. Τόλια με τίτλο «Το ευρώ, ο Νότος και η Ελλάδα» (2014, Μεταμεσονύκτιες εκδόσεις) παρουσιάζονται μεταξύ άλλων δύο εξαιρετικά ενδιαφέρουσες μελέτες: η μία των J. Felipe και U. Kumar, στην οποία αποκαλύπτεται η πλάνη της αύξησης του μοναδιαίου κόστους εργασίας ως πιλότου της κρίσης με το συμπέρασμα πως δεν χρειαζόταν εσωτερική υποτίμηση ο ευρωπαϊκός Νότος, και η δεύτερη των G. Gaulier και V. Vicard στην οποία εξηγείται πως η άνοδος του μοναδιαίου κόστους εργασίας δεν ήταν η αιτία της απώλειας ανταγωνιστικότητας του ευρωπαϊκού Νότου αλλά δευτερογενές σύμπτωμα ενός «σοκ εγχώριας ζήτησης» στις χώρες αυτές που προκάλεσαν οι αυξημένες κεφαλαιακές ροές από τον Βορρά ως συνέπεια της δημιουργίας του ευρώ. Η μελέτη θεωρεί ανταγωνιστικές τις εξαγωγές του Νότου, συνεπώς δεν χρειάζεται εσωτερική υποτίμηση αλλά η αύξηση των μισθών και της ζήτησης του ευρωπαϊκού Βορρά.
Οι μελέτες αυτές είναι χρήσιμες γιατί επικρίνουν την κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη άποψη της ευρωπαϊκής κι ελληνικής ελίτ για τα αίτια της κρίσης και απενοχοποιούν τη μισθωτή εργασία που σήκωσε όλα τα βάρη της κρίσης, χωρίς μάλιστα ουσιαστικό αποτέλεσμα (βελτίωση σημαντική ανταγωνιστικότητας κι επιστροφή στην ανάπτυξη). Ωστόσο, τείνουν να παραγνωρίσουν ορισμένες άλλες παραμέτρους που ξεπερνούν τα όρια του ευρώ και των ευθυνών του ευρωπαϊκού Βορρά στη στενόμυαλη -με βάση τα δικά του συμφέροντα- διαχείριση της κρίσης.
Για παράδειγμα, δεν μπορούμε να μιλάμε για «σοκ εγχώριας ζήτησης» χωρίς μία -μεταξύ άλλων- υπερβολική αύξηση και των μισθών. Υπερβολική με όρους διεθνούς ανταγωνιστικότητας (ειδικά για κλάδους έντασης εργασίας και χαμηλής εξειδίκευσης και προστιθέμενης αξίας) κι όχι με όρους αξιοπρεπούς διαβίωσης, εννοείται. Διαφορετικά, δεν θα είχαμε τις δύο τελευταίες δεκαετίες -πριν ακόμη την κρίση του 2008- τόσο έντονη αποβιομηχάνιση, μαζική εισροή κινεζικών προϊόντων στην εγχώρια αγορά και μαζική έξοδο ελληνικών επιχειρήσεων στη Βουλγαρία και τα Βαλκάνια. Ηταν δηλαδή η ίδια η παγκοσμιοποίηση που κατέστησε μη βιώσιμες τις αυξήσεις ορισμένων τουλάχιστον κατηγοριών μισθών.
Αλλο παράδειγμα είναι η διαχείριση του χρήματος. Αν σε μία περίοδο το χρήμα είναι φθηνό κι αφθονεί ώστε να προσφέρεται μαζικά σε δανεισμό, δεν σημαίνει πως πρέπει κατ' ανάγκην εσύ ως χώρα να δανειστείς. Αλλά κι αν δανειστείς σημασία έχει η χρήση που κάνεις των δανειακών κεφαλαίων. Αν δανείζεσαι όχι για να επενδύσεις παραγωγικά και να εκσυγχρονιστείς τεχνολογικά ως χώρα αλλά για να κάνεις έργα βιτρίνας (Ολυμπιακοί Αγώνες) και απλώς να καταναλώσεις (δημόσια ελλείμματα, ανεξέλεγκτος έως φρενήρης τραπεζικός δανεισμός για λόγους καθαρά κερδοσκοπικούς), τότε την ευθύνη δεν έχει μόνον ο πιστωτής σου που ρισκάρει το χρήμα του αλλά κι εσύ που δανείζεσαι ασυλλόγιστα με στόχο την εφήμερη και πλασματική ευημερία.
Το ίδιο ισχύει και για τις κοινοτικές επιδοτήσεις από τις οποίες πλούτισαν οι «ημέτεροι» (μεγαλοεργολάβοι και υψηλά ιστάμενοι δημόσιοι υπάλληλοι/κομματάρχες της μίζας) εις βάρος του ελληνικού Δημοσίου με υπερτιμολογήσεις (βλ. δημόσια έργα), έρευνες-μαϊμούδες κι εκπαιδευτικά προγράμματα σχεδόν μηδενικής απόδοσης (βλ. ΚΕΚ). Η κακοδιαχείριση έως καταλήστευση (βλ. εξοπλιστικά προγράμματα αλά Τσοχατζόπουλου) του δημοσίου χρήματος ήταν γενικότερο φαινόμενο μιας ολόκληρης εποχής που υπήρξε μέρος του «σοκ της εγχώριας ζήτησης» και δεν σχετίζεται ειδικά με το ευρώ αλλά με την κερδοσκοπική φάση του καπιταλισμού των δύο τελευταίων δεκαετιών της παγκοσμιοποίησης.
Γιατί βεβαίως βεβαίως η υπερχρέωση των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου δεν μπορεί να εξηγηθεί με όρους ευρώ, καθώς δεν περιορίστηκε σ' αυτές αλλά ήταν ένα παγκόσμιο φαινόμενο τόσο για τον δημόσιο όσο κυρίως για τον ιδιωτικό τομέα. Ετσι, μεταξύ 1995-2009 ο λόγος ιδιωτικού χρέους/ΑΕΠ αυξήθηκε στη Γερμανία κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες, στη Γαλλία κατά 40 π.μ., στο Βέλγιο κατά 25 π.μ., στην Αυστρία κατά 33 π.μ., στην Ισλανδία κατά 67 π.μ., στη Σουηδία κατά 110 π.μ., στη Βρετανία κατά 73 π.μ., στην Ολλανδία κατά 121 π.μ., στις ΗΠΑ κατά 67 π.μ. και μόνο στην Ιαπωνία μειώθηκε κατά 16 π.μ. Μετά το 2009 ο λόγος ιδιωτικού χρέους/ΑΕΠ σε ορισμένες χώρες αυξήθηκε περαιτέρω, ενώ στις περισσότερες μειώθηκε κάπως. Αντίστοιχα, μεταξύ 2001 και 2014 ο λόγος δημοσίου χρέους/ΑΕΠ αυξήθηκε στην Ευρωζώνη συνολικά κατά 28 π.μ., στη Βρετανία κατά 52 π.μ., στις ΗΠΑ κατά 42 π.μ., στην Ισλανδία κατά 56 π.μ. και στην Ιαπωνία κατά 91 π.μ.
Συμπερασματικά, η τάση υπερχρέωσης ήταν παγκόσμια και δεν σχετίζεται με το ευρώ. Βεβαίως, ένα νόμισμα δεν είναι ουδέτερο αλλά επιδρά με την ισοτιμία του στις εξελίξεις. Από την άποψη αυτή, ο μηχανισμός του ευρώ διευκόλυνε κι επέτεινε την υπερχρέωση του ευρωπαϊκού Νότου, υπήρξε η ειδική μορφή με την οποία αυτή συντελέστηκε εκεί. Δεν ήταν όμως η αιτία του, αφού ακόμη κι αν δεν υπήρχε υπερχρέωση θα υπήρχε.
Οσον αφορά τη διεθνή ανταγωνιστικότητα τιμών της χώρας, μεταξύ 2001-2009, επιδεινώθηκε κατά 16% με κριτήριο τις σχετικές τιμές κατανάλωσης (26% η επιδείνωση στην Ε.Ε. των «18») και κατά 18,5% βάσει των σχετικών εξαγωγικών τιμών (17,3% στην Ε.Ε. των «18»), ενώ με κριτήριο το μοναδιαίο κόστος εργασίας επιδεινώθηκε κατά 23% (30% στην Ε.Ε. των «18»). Ενώ, όμως, από το 2009 έως το α' εξάμηνο 2014 η ανταγωνιστικότητα με όρους κόστους εργασίας επανήλθε στα επίπεδα του 2001 (στην Ε.Ε. των «18» μόλις που βελτιώθηκε 3%), με κριτήριο τις τιμές κατανάλωσης η ανταγωνιστικότητα βελτιώθηκε μόλις 1,6% (έναντι 4% βελτίωσης στην Ε.Ε. «18»), ενώ με κριτήριο τις εξαγωγικές τιμές μειώθηκε κατά 2,2% (αντίθετα, στην Ε.Ε. των «18» αυξήθηκε 6%)!
Κι επειδή αυτό που μετρά στην ανταγωνιστικότητα ενός προϊόντος κι υπηρεσίας είναι η τελική του τιμή κι όχι το κόστος του ή μέρος αυτού, παρατηρούμε ότι όλες σχεδόν οι θυσίες του ελληνικού λαού (περικοπές μισθών και συντάξεων) δεν απέδωσαν καθόλου σε ανταγωνιστικότητα εξαιτίας μιας σειράς από παράγοντες που σχετίζονται με τη δημοσιονομική κρίση και την ίδια τη μεροληπτική ταξικά πολιτική της λιτότητας.
Συγκεκριμένα, (α) οι μειώσεις των μισθών δεν περνάνε στις τελικές τιμές των προϊόντων αφού στην αγορά δεν λειτουργεί ο ανταγωνισμός αλλά κυριαρχούν ολιγοπωλιακές καταστάσεις που η πολιτική των μεταρρυθμίσεων δεν έκανε τίποτα να τις σπάσει, (β) το βιομηχανικό κόστος ενέργειας αυξάνεται ταχύτερα από τους ανταγωνιστές μας, (γ) το κόστος του χρήματος είναι επίσης δυσανάλογα υψηλότερο έως απαγορευτικό σε σχέση με τους ανταγωνιστές μας, (δ) η φορολογική αφαίμαξη των νοικοκυριών (π.χ. ΕΝΦΙΑ) δεν επιτρέπει καμία αναστήλωση της εγχώριας ζήτησης.
Ενδεικτικά αναφέρουμε πως το 2011 το κόστος του ηλεκτρισμού για την ελληνική βιομηχανία ήταν 9,5% χαμηλότερο από τον μέσο όρο της Ε.Ε., το 2013 ήταν μόλις 1,5% χαμηλότερο και φέτος εκτιμάται πως έγινε ακριβότερο. Αντίστοιχα, ήδη από το 2013 το βιομηχανικό κόστος του φυσικού αερίου ήταν 23% υψηλότερο αυτού της Ευρωζώνης. Παρομοίως, το κόστος του χρήματος (επιτόκιο) είναι πάνω από 5 ποσοστιαίες μονάδες ακριβότερο στην Ελλάδα καθώς επηρεάζεται από το μακροχρόνιο κόστος δανεισμού του κράτους στις αγορές (πάνω από 8% σήμερα για 10ετή ομόλογα).
Συνοψίζοντας, η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης απέτυχε να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και αντίθετα την παγίδευσε στον φαύλο κύκλο χρεών-ύφεσης εκτινάσσοντας τις ανισότητες γιατί έπληξε μονομερώς τους μισθούς αφήνοντας απείραχτα τα μεγάλα συμφέροντα να κερδοσκοπούν κρατώντας στα ύψη τις τιμές.
Του ΚΩΣΤΑ ΚΑΛΛΩΝΙΑΤΗ
ENET.GR
ΠΡΕΖΑ TV
4-11-2014
Ο μηχανισμός του ευρώ μπορεί να διευκόλυνε και να επέτεινε την υπερχρέωση του ευρωπαϊκού Νότου, δεν ήταν όμως η αιτία της, αφού η τελευταία θα υπήρχε ούτως ή άλλως
Η συζήτηση για τα δεινά της ελληνικής οικονομίας έχει προϊστορία κι αποκλίνουσες ερμηνείες που σήμερα έχουν αναζωπυρωθεί με άξονα το δίλημμα «χαλαρότερη συνέχιση της τρέχουσας πολιτικής προσαρμογής (κυβέρνηση) ή μερική ανατροπή της με διαγραφή τμήματος του χρέους και τόνωση της ζήτησης (ΣΥΡΙΖΑ)».
Ερμηνεύοντας την κρίση, η επίσημη πλευρά (κυβέρνηση-τρόικα) προέβαλε τα δίδυμα ελλείμματα (δημόσιο και εξωτερικό) και το υψηλότατο χρέος ως πηγή του κακού, εξηγώντας πως αυτά ήταν συμπτώματα μιας κρίσης χαμηλής ανταγωνιστικότητας την οποία προκάλεσε η υπερβολική αύξηση των μισθών και του κόστους εργασίας με τη συνακόλουθη υπερκατανάλωση (δηλ. πέραν των αντοχών της οικονομίας) που βασίστηκε στο δανεισμό.
Για την αντιμετώπισή της επιστρατεύθηκε τόσα χρόνια η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης (Μνημόνια) που ενώ κατόρθωσε να εξαλείψει σχεδόν τα ελλείμματα, το πέτυχε μειώνοντας δραματικά μισθούς-συντάξεις και βυθίζοντας την οικονομία στην ύφεση και την κοινωνία στην ανεργία και τη φτώχεια, χωρίς όμως να μειώσει το χρέος και χωρίς να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα (όπως θα δούμε) σε αντιδιαστολή με τους επίσημους (ΤτΕ, ΥΠΟΙΚ) ισχυρισμούς για το αντίθετο.
Εναλλακτική ερμηνεία της ελληνικής κρίσης έδωσε η Αριστερά και ειδικότερα ο ΣΥΡΙΖΑ, που θεωρεί υπεύθυνη τη διεθνή κι ευρωπαϊκή καπιταλιστική κρίση χρεών στην οποία οδήγησαν η χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία κι ο άμετρος δανεισμός, σε συνδυασμό με τη μακροχρόνια κακοδιαχείριση του εγχώριου πελατειακού-κομματικού κράτους ΠΑΣΟΚ-Ν.Δ. και την ύστερη αδιαπραγμάτευτη υποταγή της διαχείρισης της κρίσης αυτής στα συμφέροντα των ξένων πιστωτών (μνημόνια). Τμήμα της Αριστεράς (ΚΚΕ, εξωκοινοβουλευτική αριστερά αλλά και αριστερό ρεύμα του ΣΥΡΙΖΑ) χωρίς να αρνείται τη γενικότερη κρίση θεωρεί κυρίως υπεύθυνο για την κρίση στην Ελλάδα και την ευρωπαϊκή περιφέρεια το ίδιο το ευρώ και προτείνει την έξοδο της χώρας από αυτό.
Με άλλα λόγια, υπάρχουν τρεις ερμηνείες των αιτίων της κρίσης: (α) η κυβερνητική-τροϊκανή που προτάσσει την εισοδηματική και δημοσιονομική λιτότητα ως θεραπευτική αγωγή, (β) η αριστερή-ευρωπαϊστική (ΣΥΡΙΖΑ, ΔΗΜΑΡ, ΙΝΕ-ΓΣΕΕ κ.λπ.) που ενοχοποιεί την ατελή ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και την μονομερή ταξική πολιτική της λιτότητας, ζητώντας αλλαγή πολιτικής με τόνωση της ζήτησης κι αύξηση της απασχόλησης εθνικά και πανευρωπαϊκά και (γ) η αριστερή-αντιευρωπαϊκή, που θεωρεί αδιέξοδη για την ανάπτυξη την παραμονή στον νομισματικό μηχανισμό του ευρώ κι επιζητεί την εθνική ανάκτηση των εργαλείων νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής για μία σχετικά αυτοδύναμη ανάπτυξη.
Στην πραγματικότητα, η αλήθεια είναι κάπου στη μέση. Σε πρόσφατη έκδοση βιβλίου της Μ. Τόλια με τίτλο «Το ευρώ, ο Νότος και η Ελλάδα» (2014, Μεταμεσονύκτιες εκδόσεις) παρουσιάζονται μεταξύ άλλων δύο εξαιρετικά ενδιαφέρουσες μελέτες: η μία των J. Felipe και U. Kumar, στην οποία αποκαλύπτεται η πλάνη της αύξησης του μοναδιαίου κόστους εργασίας ως πιλότου της κρίσης με το συμπέρασμα πως δεν χρειαζόταν εσωτερική υποτίμηση ο ευρωπαϊκός Νότος, και η δεύτερη των G. Gaulier και V. Vicard στην οποία εξηγείται πως η άνοδος του μοναδιαίου κόστους εργασίας δεν ήταν η αιτία της απώλειας ανταγωνιστικότητας του ευρωπαϊκού Νότου αλλά δευτερογενές σύμπτωμα ενός «σοκ εγχώριας ζήτησης» στις χώρες αυτές που προκάλεσαν οι αυξημένες κεφαλαιακές ροές από τον Βορρά ως συνέπεια της δημιουργίας του ευρώ. Η μελέτη θεωρεί ανταγωνιστικές τις εξαγωγές του Νότου, συνεπώς δεν χρειάζεται εσωτερική υποτίμηση αλλά η αύξηση των μισθών και της ζήτησης του ευρωπαϊκού Βορρά.
Οι μελέτες αυτές είναι χρήσιμες γιατί επικρίνουν την κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη άποψη της ευρωπαϊκής κι ελληνικής ελίτ για τα αίτια της κρίσης και απενοχοποιούν τη μισθωτή εργασία που σήκωσε όλα τα βάρη της κρίσης, χωρίς μάλιστα ουσιαστικό αποτέλεσμα (βελτίωση σημαντική ανταγωνιστικότητας κι επιστροφή στην ανάπτυξη). Ωστόσο, τείνουν να παραγνωρίσουν ορισμένες άλλες παραμέτρους που ξεπερνούν τα όρια του ευρώ και των ευθυνών του ευρωπαϊκού Βορρά στη στενόμυαλη -με βάση τα δικά του συμφέροντα- διαχείριση της κρίσης.
Για παράδειγμα, δεν μπορούμε να μιλάμε για «σοκ εγχώριας ζήτησης» χωρίς μία -μεταξύ άλλων- υπερβολική αύξηση και των μισθών. Υπερβολική με όρους διεθνούς ανταγωνιστικότητας (ειδικά για κλάδους έντασης εργασίας και χαμηλής εξειδίκευσης και προστιθέμενης αξίας) κι όχι με όρους αξιοπρεπούς διαβίωσης, εννοείται. Διαφορετικά, δεν θα είχαμε τις δύο τελευταίες δεκαετίες -πριν ακόμη την κρίση του 2008- τόσο έντονη αποβιομηχάνιση, μαζική εισροή κινεζικών προϊόντων στην εγχώρια αγορά και μαζική έξοδο ελληνικών επιχειρήσεων στη Βουλγαρία και τα Βαλκάνια. Ηταν δηλαδή η ίδια η παγκοσμιοποίηση που κατέστησε μη βιώσιμες τις αυξήσεις ορισμένων τουλάχιστον κατηγοριών μισθών.
Αλλο παράδειγμα είναι η διαχείριση του χρήματος. Αν σε μία περίοδο το χρήμα είναι φθηνό κι αφθονεί ώστε να προσφέρεται μαζικά σε δανεισμό, δεν σημαίνει πως πρέπει κατ' ανάγκην εσύ ως χώρα να δανειστείς. Αλλά κι αν δανειστείς σημασία έχει η χρήση που κάνεις των δανειακών κεφαλαίων. Αν δανείζεσαι όχι για να επενδύσεις παραγωγικά και να εκσυγχρονιστείς τεχνολογικά ως χώρα αλλά για να κάνεις έργα βιτρίνας (Ολυμπιακοί Αγώνες) και απλώς να καταναλώσεις (δημόσια ελλείμματα, ανεξέλεγκτος έως φρενήρης τραπεζικός δανεισμός για λόγους καθαρά κερδοσκοπικούς), τότε την ευθύνη δεν έχει μόνον ο πιστωτής σου που ρισκάρει το χρήμα του αλλά κι εσύ που δανείζεσαι ασυλλόγιστα με στόχο την εφήμερη και πλασματική ευημερία.
Το ίδιο ισχύει και για τις κοινοτικές επιδοτήσεις από τις οποίες πλούτισαν οι «ημέτεροι» (μεγαλοεργολάβοι και υψηλά ιστάμενοι δημόσιοι υπάλληλοι/κομματάρχες της μίζας) εις βάρος του ελληνικού Δημοσίου με υπερτιμολογήσεις (βλ. δημόσια έργα), έρευνες-μαϊμούδες κι εκπαιδευτικά προγράμματα σχεδόν μηδενικής απόδοσης (βλ. ΚΕΚ). Η κακοδιαχείριση έως καταλήστευση (βλ. εξοπλιστικά προγράμματα αλά Τσοχατζόπουλου) του δημοσίου χρήματος ήταν γενικότερο φαινόμενο μιας ολόκληρης εποχής που υπήρξε μέρος του «σοκ της εγχώριας ζήτησης» και δεν σχετίζεται ειδικά με το ευρώ αλλά με την κερδοσκοπική φάση του καπιταλισμού των δύο τελευταίων δεκαετιών της παγκοσμιοποίησης.
Γιατί βεβαίως βεβαίως η υπερχρέωση των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου δεν μπορεί να εξηγηθεί με όρους ευρώ, καθώς δεν περιορίστηκε σ' αυτές αλλά ήταν ένα παγκόσμιο φαινόμενο τόσο για τον δημόσιο όσο κυρίως για τον ιδιωτικό τομέα. Ετσι, μεταξύ 1995-2009 ο λόγος ιδιωτικού χρέους/ΑΕΠ αυξήθηκε στη Γερμανία κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες, στη Γαλλία κατά 40 π.μ., στο Βέλγιο κατά 25 π.μ., στην Αυστρία κατά 33 π.μ., στην Ισλανδία κατά 67 π.μ., στη Σουηδία κατά 110 π.μ., στη Βρετανία κατά 73 π.μ., στην Ολλανδία κατά 121 π.μ., στις ΗΠΑ κατά 67 π.μ. και μόνο στην Ιαπωνία μειώθηκε κατά 16 π.μ. Μετά το 2009 ο λόγος ιδιωτικού χρέους/ΑΕΠ σε ορισμένες χώρες αυξήθηκε περαιτέρω, ενώ στις περισσότερες μειώθηκε κάπως. Αντίστοιχα, μεταξύ 2001 και 2014 ο λόγος δημοσίου χρέους/ΑΕΠ αυξήθηκε στην Ευρωζώνη συνολικά κατά 28 π.μ., στη Βρετανία κατά 52 π.μ., στις ΗΠΑ κατά 42 π.μ., στην Ισλανδία κατά 56 π.μ. και στην Ιαπωνία κατά 91 π.μ.
Συμπερασματικά, η τάση υπερχρέωσης ήταν παγκόσμια και δεν σχετίζεται με το ευρώ. Βεβαίως, ένα νόμισμα δεν είναι ουδέτερο αλλά επιδρά με την ισοτιμία του στις εξελίξεις. Από την άποψη αυτή, ο μηχανισμός του ευρώ διευκόλυνε κι επέτεινε την υπερχρέωση του ευρωπαϊκού Νότου, υπήρξε η ειδική μορφή με την οποία αυτή συντελέστηκε εκεί. Δεν ήταν όμως η αιτία του, αφού ακόμη κι αν δεν υπήρχε υπερχρέωση θα υπήρχε.
Οσον αφορά τη διεθνή ανταγωνιστικότητα τιμών της χώρας, μεταξύ 2001-2009, επιδεινώθηκε κατά 16% με κριτήριο τις σχετικές τιμές κατανάλωσης (26% η επιδείνωση στην Ε.Ε. των «18») και κατά 18,5% βάσει των σχετικών εξαγωγικών τιμών (17,3% στην Ε.Ε. των «18»), ενώ με κριτήριο το μοναδιαίο κόστος εργασίας επιδεινώθηκε κατά 23% (30% στην Ε.Ε. των «18»). Ενώ, όμως, από το 2009 έως το α' εξάμηνο 2014 η ανταγωνιστικότητα με όρους κόστους εργασίας επανήλθε στα επίπεδα του 2001 (στην Ε.Ε. των «18» μόλις που βελτιώθηκε 3%), με κριτήριο τις τιμές κατανάλωσης η ανταγωνιστικότητα βελτιώθηκε μόλις 1,6% (έναντι 4% βελτίωσης στην Ε.Ε. «18»), ενώ με κριτήριο τις εξαγωγικές τιμές μειώθηκε κατά 2,2% (αντίθετα, στην Ε.Ε. των «18» αυξήθηκε 6%)!
Κι επειδή αυτό που μετρά στην ανταγωνιστικότητα ενός προϊόντος κι υπηρεσίας είναι η τελική του τιμή κι όχι το κόστος του ή μέρος αυτού, παρατηρούμε ότι όλες σχεδόν οι θυσίες του ελληνικού λαού (περικοπές μισθών και συντάξεων) δεν απέδωσαν καθόλου σε ανταγωνιστικότητα εξαιτίας μιας σειράς από παράγοντες που σχετίζονται με τη δημοσιονομική κρίση και την ίδια τη μεροληπτική ταξικά πολιτική της λιτότητας.
Συγκεκριμένα, (α) οι μειώσεις των μισθών δεν περνάνε στις τελικές τιμές των προϊόντων αφού στην αγορά δεν λειτουργεί ο ανταγωνισμός αλλά κυριαρχούν ολιγοπωλιακές καταστάσεις που η πολιτική των μεταρρυθμίσεων δεν έκανε τίποτα να τις σπάσει, (β) το βιομηχανικό κόστος ενέργειας αυξάνεται ταχύτερα από τους ανταγωνιστές μας, (γ) το κόστος του χρήματος είναι επίσης δυσανάλογα υψηλότερο έως απαγορευτικό σε σχέση με τους ανταγωνιστές μας, (δ) η φορολογική αφαίμαξη των νοικοκυριών (π.χ. ΕΝΦΙΑ) δεν επιτρέπει καμία αναστήλωση της εγχώριας ζήτησης.
Ενδεικτικά αναφέρουμε πως το 2011 το κόστος του ηλεκτρισμού για την ελληνική βιομηχανία ήταν 9,5% χαμηλότερο από τον μέσο όρο της Ε.Ε., το 2013 ήταν μόλις 1,5% χαμηλότερο και φέτος εκτιμάται πως έγινε ακριβότερο. Αντίστοιχα, ήδη από το 2013 το βιομηχανικό κόστος του φυσικού αερίου ήταν 23% υψηλότερο αυτού της Ευρωζώνης. Παρομοίως, το κόστος του χρήματος (επιτόκιο) είναι πάνω από 5 ποσοστιαίες μονάδες ακριβότερο στην Ελλάδα καθώς επηρεάζεται από το μακροχρόνιο κόστος δανεισμού του κράτους στις αγορές (πάνω από 8% σήμερα για 10ετή ομόλογα).
Συνοψίζοντας, η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης απέτυχε να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και αντίθετα την παγίδευσε στον φαύλο κύκλο χρεών-ύφεσης εκτινάσσοντας τις ανισότητες γιατί έπληξε μονομερώς τους μισθούς αφήνοντας απείραχτα τα μεγάλα συμφέροντα να κερδοσκοπούν κρατώντας στα ύψη τις τιμές.
Του ΚΩΣΤΑ ΚΑΛΛΩΝΙΑΤΗ
ENET.GR
ΠΡΕΖΑ TV
4-11-2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου