«Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) την περασμένη Τετάρτη να σταματήσει να δέχεται ως ενέχυρο τις εγγυήσεις του Ελληνικού Δημοσίου δεν ήταν απλώς ένα μέσο πίεσης. Ήταν μια απόφαση πολιτική, ουσιαστικά μια παραδοχή ότι η Ελλάδα βρίσκεται de facto εκτός προγράμματος μετά την άρση σειράς μεταρρυθμίσεων που έγιναν τα τελευταία χρόνια» δήλωνε προς «Το Βήμα» κοινοτικός αξιωματούχος το πρωί της Πέμπτης.
Για τον λόγο αυτόν, ο ίδιος αξιωματούχος σημείωνε ότι «η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα πρέπει να κάνει τη διάκριση μεταξύ των βραχυπρόθεσμων και των μακροπρόθεσμων στόχων της. Στους πρώτους περιλαμβάνονται η ορθή εκτέλεση του προϋπολογισμού και η διασφάλιση του τραπεζικού τομέα. Αν αυτά τα δύο δεν γίνουν, τότε η κυβέρνηση δύσκολα θα επιβιώσει ώς το καλοκαίρι».
Η πραγματικότητα υπήρξε σκληρή για την κυβέρνηση την εβδομάδα που πέρασε. Και τούτο διότι δεν κατάφερε, τουλάχιστον σε αυτή τη φάση, να βρει ρωγμές στο ευρωπαϊκό μέτωπο. Όλες οι πληροφορίες συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι τόσο στις Βρυξέλλες, όπου συνάντησε τον πρόεδρο της Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, όσο επίσης στη Ρώμη και στο Παρίσι, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας εισέπραξε μεν κατανόηση, αλλά και την προειδοποίηση ότι δεν μπορεί να αλλάξει πλήρως το πλαίσιο εντός του οποίου θα ληφθούν οι αποφάσεις για την Ελλάδα.
Αλλωστε, δεν ήταν τυχαίες οι τηλεφωνικές επικοινωνίες της Ανγκελα Μέρκελ τόσο με τον γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ όσο και με τον ιταλό πρωθυπουργό Ματέο Ρέντσι. Η γερμανίδα καγκελάριος ήθελε να διασφαλίσει την ενότητα του μετώπου και οι δηλώσεις των Ολάντ - Ρέντσι για την απόφαση της ΕΚΤ ήταν σε άλλη γραμμή από αυτήν που θα περίμενε η κυβέρνηση. Είναι δε σαφές ότι οι δύο σοσιαλιστές ηγέτες δεν μπορούν να φανούν ότι σύρονται από τον ΣΥΡΙΖΑ εναντίον του Βερολίνου.
Είναι δε ξεκάθαρο ότι και στη συνάντηση που θα έχει με τον αμερικανό πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα τη Δευτέρα στην Ουάσιγκτον θα κινηθεί με ανάλογο τρόπο. Παρά την επίσκεψη του κλιμακίου του υπουργείου Οικονομικών στην Αθήνα, η νεότερη δήλωση του Λευκού Οίκου, ότι αναμένει συνεργασία της Ελλάδας με τους εταίρους της, δεν επιδέχεται παρερμηνείες: η Ουάσιγκτον θεωρεί την ευρωζώνη ως σύνολο.
Σε αυτή τη φάση, υπάρχουν συγκεκριμένοι κύκλοι τόσο στις Βρυξέλλες όσο ακόμη και στο Βερολίνο, που εκτιμούν ότι μακροπρόθεσμα μπορούν να συζητηθούν ορισμένες από τις εξαγγελίες της ελληνικής πλευράς, όπως π.χ. αυτή για τη διαχείριση του χρέους. Δεν είναι πάντως σαφές ότι οι σκέψεις για ανταλλαγή ομολόγων με νέα που θα είναι συνδεδεμένα με τον ρυθμό ανάπτυξης μπορούν να υλοποιηθούν ή είναι υπερβολικά ριψοκίνδυνες. Τέτοιες σκέψεις έχουν πάντως διατυπωθεί από σημαντικά ευρωπαϊκά think tanks (το Bruegel των Βρυξελλών ήδη από το 2012 καθώς και το γερμανικό DIW πέρυσι).
Από την άλλη πλευρά, οι ιδέες για την πάταξη της φοροδιαφυγής και το «κυνήγι των ολιγαρχών» ηχούν σίγουρα καλά στα αφτιά τόσο των Γερμανών όσο και άλλων εταίρων, έχουν όμως ένα πρόβλημα. Και αυτό δεν είναι άλλο από το ότι δεν λύνουν το πρόβλημα της άμεσης υστέρησης των εσόδων του προϋπολογισμού και της ρευστότητας. Συνιστούν μέτρα μακροπρόθεσμης, όχι άμεσης απόδοσης.
Το μήνυμα της ανάγκης να κλείσει η τελευταία αξιολόγηση του προγράμματος και η ανάγκη να ζητήσει η ελληνική κυβέρνηση «τεχνική παράταση» μερικών μηνών (τεσσάρων ή πέντε) για να περάσει η συζήτηση στο επόμενο στάδιο είναι δύο γρίφοι που αναζητούν λύση. Ιδιαίτερα ο δεύτερος μοιάζει όσο περνούν οι ώρες άλυτος, διότι σε όλες τις συναντήσεις, τόσο του κ. Τσίπρα όσο και του υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη (κυρίως στο Βερολίνο, όπου σύμφωνα με τις πληροφορίες του «Βήματος» δεν συναντήθηκε μόνο με τον γερμανό ομόλογό του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αλλά και με άλλα κυβερνητικά στελέχη - κάτι που δεν ανακοινώθηκε), η κυβέρνηση εμφανίστηκε αμετακίνητη.
Η ελπίδα είναι ότι ως την προσεχή Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου, στην έκτακτη σύνοδο του Eurogroup, θα μπορέσουν να βρεθούν ορισμένες καινοτόμες ιδέες. Οι «28» θα ήθελαν το ελληνικό ζήτημα να μη μονοπωλήσει τη Σύνοδο Κορυφής της επόμενης ημέρας, όπου πέραν της ουκρανικής κρίσης και της τρομοκρατίας, αναμένεται να συζητηθούν και θέματα εμβάθυνσης της ευρωζώνης.
Το τακτικό Eurogroup είναι προγραμματισμένο για τη Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου. Θεωρείται όμως ότι αν όλα αφεθούν να αποφασιστούν τότε, ίσως να μην υπάρχει επαρκής χρόνος ώστε τα ευρωπαϊκά κοινοβούλια να εγκρίνουν π.χ. μια νέα παράταση του προγράμματος, που ούτως ή άλλως έχει μετατραπεί και σε μείζον νομικό ζήτημα.
Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι η Αθήνα δεν θα πρέπει μάλλον να ελπίζει σε μια λύση ακόμη και χρηματοδότησης- γέφυρας που, πρώτον, δεν περιλαμβάνει κάποιου είδους όρους και, δεύτερον, δεν θα περάσει από το Eurogroup, το οποίο είναι το καθεαυτό φόρουμ πολιτικής διαπραγμάτευσης. Το μήνυμα αυτό, εκπορευόμενο από το Βερολίνο, είναι πολύ ισχυρό.
Στο πίσω μέρος του μυαλού πολλών ευρωπαίων αξιωματούχων υπάρχει επίσης η άποψη ότι αν άλλαζε άμεσα το πλαίσιο του ελληνικού προγράμματος, αυτό θα μπορούσε να πυροδοτήσει δύο «μίνι-βόμβες» στον ευρωπαϊκό Νότο: μία στην Πορτογαλία και μία στην Ισπανία, όπου η δημοσκοπική άνοδος των Podemos είναι συνεχής. Την ίδια στιγμή, η δημιουργία υψηλών προσδοκιών στην ελληνική κοινή γνώμη για μεταστροφή των δεδομένων τροφοδοτεί επίσης την ανησυχία σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Αγγελος Αθανασόπουλος
IN.GR
ΠΡΕΖΑ TV
6-2-2015
Για τον λόγο αυτόν, ο ίδιος αξιωματούχος σημείωνε ότι «η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα πρέπει να κάνει τη διάκριση μεταξύ των βραχυπρόθεσμων και των μακροπρόθεσμων στόχων της. Στους πρώτους περιλαμβάνονται η ορθή εκτέλεση του προϋπολογισμού και η διασφάλιση του τραπεζικού τομέα. Αν αυτά τα δύο δεν γίνουν, τότε η κυβέρνηση δύσκολα θα επιβιώσει ώς το καλοκαίρι».
Η πραγματικότητα υπήρξε σκληρή για την κυβέρνηση την εβδομάδα που πέρασε. Και τούτο διότι δεν κατάφερε, τουλάχιστον σε αυτή τη φάση, να βρει ρωγμές στο ευρωπαϊκό μέτωπο. Όλες οι πληροφορίες συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι τόσο στις Βρυξέλλες, όπου συνάντησε τον πρόεδρο της Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ, όσο επίσης στη Ρώμη και στο Παρίσι, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας εισέπραξε μεν κατανόηση, αλλά και την προειδοποίηση ότι δεν μπορεί να αλλάξει πλήρως το πλαίσιο εντός του οποίου θα ληφθούν οι αποφάσεις για την Ελλάδα.
Αλλωστε, δεν ήταν τυχαίες οι τηλεφωνικές επικοινωνίες της Ανγκελα Μέρκελ τόσο με τον γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ όσο και με τον ιταλό πρωθυπουργό Ματέο Ρέντσι. Η γερμανίδα καγκελάριος ήθελε να διασφαλίσει την ενότητα του μετώπου και οι δηλώσεις των Ολάντ - Ρέντσι για την απόφαση της ΕΚΤ ήταν σε άλλη γραμμή από αυτήν που θα περίμενε η κυβέρνηση. Είναι δε σαφές ότι οι δύο σοσιαλιστές ηγέτες δεν μπορούν να φανούν ότι σύρονται από τον ΣΥΡΙΖΑ εναντίον του Βερολίνου.
Είναι δε ξεκάθαρο ότι και στη συνάντηση που θα έχει με τον αμερικανό πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα τη Δευτέρα στην Ουάσιγκτον θα κινηθεί με ανάλογο τρόπο. Παρά την επίσκεψη του κλιμακίου του υπουργείου Οικονομικών στην Αθήνα, η νεότερη δήλωση του Λευκού Οίκου, ότι αναμένει συνεργασία της Ελλάδας με τους εταίρους της, δεν επιδέχεται παρερμηνείες: η Ουάσιγκτον θεωρεί την ευρωζώνη ως σύνολο.
Σε αυτή τη φάση, υπάρχουν συγκεκριμένοι κύκλοι τόσο στις Βρυξέλλες όσο ακόμη και στο Βερολίνο, που εκτιμούν ότι μακροπρόθεσμα μπορούν να συζητηθούν ορισμένες από τις εξαγγελίες της ελληνικής πλευράς, όπως π.χ. αυτή για τη διαχείριση του χρέους. Δεν είναι πάντως σαφές ότι οι σκέψεις για ανταλλαγή ομολόγων με νέα που θα είναι συνδεδεμένα με τον ρυθμό ανάπτυξης μπορούν να υλοποιηθούν ή είναι υπερβολικά ριψοκίνδυνες. Τέτοιες σκέψεις έχουν πάντως διατυπωθεί από σημαντικά ευρωπαϊκά think tanks (το Bruegel των Βρυξελλών ήδη από το 2012 καθώς και το γερμανικό DIW πέρυσι).
Από την άλλη πλευρά, οι ιδέες για την πάταξη της φοροδιαφυγής και το «κυνήγι των ολιγαρχών» ηχούν σίγουρα καλά στα αφτιά τόσο των Γερμανών όσο και άλλων εταίρων, έχουν όμως ένα πρόβλημα. Και αυτό δεν είναι άλλο από το ότι δεν λύνουν το πρόβλημα της άμεσης υστέρησης των εσόδων του προϋπολογισμού και της ρευστότητας. Συνιστούν μέτρα μακροπρόθεσμης, όχι άμεσης απόδοσης.
Το μήνυμα της ανάγκης να κλείσει η τελευταία αξιολόγηση του προγράμματος και η ανάγκη να ζητήσει η ελληνική κυβέρνηση «τεχνική παράταση» μερικών μηνών (τεσσάρων ή πέντε) για να περάσει η συζήτηση στο επόμενο στάδιο είναι δύο γρίφοι που αναζητούν λύση. Ιδιαίτερα ο δεύτερος μοιάζει όσο περνούν οι ώρες άλυτος, διότι σε όλες τις συναντήσεις, τόσο του κ. Τσίπρα όσο και του υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη (κυρίως στο Βερολίνο, όπου σύμφωνα με τις πληροφορίες του «Βήματος» δεν συναντήθηκε μόνο με τον γερμανό ομόλογό του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, αλλά και με άλλα κυβερνητικά στελέχη - κάτι που δεν ανακοινώθηκε), η κυβέρνηση εμφανίστηκε αμετακίνητη.
Η ελπίδα είναι ότι ως την προσεχή Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου, στην έκτακτη σύνοδο του Eurogroup, θα μπορέσουν να βρεθούν ορισμένες καινοτόμες ιδέες. Οι «28» θα ήθελαν το ελληνικό ζήτημα να μη μονοπωλήσει τη Σύνοδο Κορυφής της επόμενης ημέρας, όπου πέραν της ουκρανικής κρίσης και της τρομοκρατίας, αναμένεται να συζητηθούν και θέματα εμβάθυνσης της ευρωζώνης.
Το τακτικό Eurogroup είναι προγραμματισμένο για τη Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου. Θεωρείται όμως ότι αν όλα αφεθούν να αποφασιστούν τότε, ίσως να μην υπάρχει επαρκής χρόνος ώστε τα ευρωπαϊκά κοινοβούλια να εγκρίνουν π.χ. μια νέα παράταση του προγράμματος, που ούτως ή άλλως έχει μετατραπεί και σε μείζον νομικό ζήτημα.
Αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι η Αθήνα δεν θα πρέπει μάλλον να ελπίζει σε μια λύση ακόμη και χρηματοδότησης- γέφυρας που, πρώτον, δεν περιλαμβάνει κάποιου είδους όρους και, δεύτερον, δεν θα περάσει από το Eurogroup, το οποίο είναι το καθεαυτό φόρουμ πολιτικής διαπραγμάτευσης. Το μήνυμα αυτό, εκπορευόμενο από το Βερολίνο, είναι πολύ ισχυρό.
Στο πίσω μέρος του μυαλού πολλών ευρωπαίων αξιωματούχων υπάρχει επίσης η άποψη ότι αν άλλαζε άμεσα το πλαίσιο του ελληνικού προγράμματος, αυτό θα μπορούσε να πυροδοτήσει δύο «μίνι-βόμβες» στον ευρωπαϊκό Νότο: μία στην Πορτογαλία και μία στην Ισπανία, όπου η δημοσκοπική άνοδος των Podemos είναι συνεχής. Την ίδια στιγμή, η δημιουργία υψηλών προσδοκιών στην ελληνική κοινή γνώμη για μεταστροφή των δεδομένων τροφοδοτεί επίσης την ανησυχία σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.
Αγγελος Αθανασόπουλος
IN.GR
ΠΡΕΖΑ TV
6-2-2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου