Όταν το ΠΑΣΟΚ κέρδισε πανηγυρικά τις εκλογές και σχημάτισε την πρώτη κυβέρνησή του το 1981, είχε ήδη μια επταετία ορμητικής ανάπτυξης της επιρροής του στο επίπεδο των κοινωνικών οργανώσεων. Πλειοψηφούσε στα συνδικάτα του βιομηχανικού συνδικαλισμού, ανέβαζε συνεχώς την επιρροή του στα συνδικάτα του Δημοσίου και των ΔΕΚΟ, είχε κερδίσει πολιτικά τη φτωχή και τη μεσαία αγροτιά, είχε γίνει πρώτη δύναμη στο φοιτητικό συνδικαλισμό, είχε κερδίσει δήμους στα μεγάλα προλεταριακά κέντρα.
Μιλώντας πολιτικά, είχε καταφέρει να μεταφέρει υπό την επιρροή του ευρύτατα εργατικά και μικροαστικά στρώματα (συρρικνώνοντας διαρκώς τη δύναμη του Περισσού), ενώ χαρακτηριστικό από πολιτική άποψη είναι το γεγονός ότι κατάφερε να απορροφήσει και σημαντικές δυνάμεις από τις διάσπαρτες ομαδοποιήσεις του μαοϊκού ρεύματος, που ήταν αναμφισβήτητα το πιο αριστερό ρεύμα τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, όταν και γνώρισε τη μεγαλύτερη ανάπτυξή του.
Οταν ο ΣΥΡΙΖΑ άρχισε την ορμητική εκλογική του ανάπτυξη, από τα μέσα του 2011 και μετά, δε συγκέντρωνε κανένα απ” αυτά τα χαρακτηριστικά. Και δε βελτίωσε τις επιδόσεις του ούτε τα επόμενα χρόνια. Ετσι, είχαμε το φαινόμενο ο ΣΥΡΙΖΑ να φουσκώνει εκλογικά, αλλά στις λεγάμενες κοινωνικές οργανώσεις να μην σημειώνει καμιά άξια λόγου άνοδο, ενώ το ΠΑΣΟΚ να συρρικνώνεται εκλογικά και ταυτόχρονα η κάθε είδους συνδικαλιστική γραφειοκρατία του να διατηρεί σχεδόν αλώβητες τις δυνάμεις της. Μάλιστα, αυτή η αστικοποιημένη γραφειοκρατία σε πολύ μικρό βαθμό πέρασε στον ΣΥΡΙΖΑ, μην ακολουθώντας το δρόμο κάποιων μεσαίων στελεχών της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας που μεταπήδησαν στον ΣΥΡΙΖΑ.
Το φαινόμενο αυτό αποτελεί καταρχάς αδιάψευστο μάρτυρα της πλήρους γραφειοκρατικοποίησης των οργανώσεων που εξέφραζαν το κοινωνικό κίνημα στο συνδικαλιστικό επίπεδο και της πλήρους κοινοβουλευτικοποίησης των πολιτικών διαδικασιών. Αν η λεγάμενη Μεταπολίτευση χαρακτηρίστηκε από μια έκρηξη πολιτικοποίησης, που συνοδεύτηκε από συμμετοχή σε συλλογικές διαδικασίες (με κυρίαρχο το ρεφορμιστικό στοιχείο, βεβαίως), οι πολιτικές αλλαγές την περίοδο της κρίσης πιστοποίησαν απλώς το «τέλος της Μεταπολίτευσης», το οποίο είχε συντελεστεί αρκετά χρόνια πριν. Οι μαζικές συλλογικές διαδικασίες εξαφανίστηκαν, ο συνδικαλισμός κοινοβουλευτικοποιήθηκε πλήρως, οι συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες αστικοποιήθηκαν, οι εργαζόμενοι περιορίστηκαν στο ρόλο του ψηφοφόρου (είτε στα συνδικάτα, είτε στις τοπικές εκλογές, είτε στις βουλευτικές εκλογές).
Οι μαζικές κινητοποιήσεις των πρώτων χρόνων της κρίσης (διάρκειας περίπου μιας διετίας) έφεραν όλα αυτά τα χαρακτηριστικά. Για να μιλήσουμε με κοινωνιολογικούς όρους, αντιπροσώπευαν περισσότερο αθροίσματα ατομικοτήτων (σε μεγάλη κλίμακα), παρά εκδηλώσεις οργανωμένων συλλογικοτήτων (έστω και με την πιο χαλαρή μορφή οργάνωσης). Γι” αυτό και δεν κατάφεραν να έχουν τη διάρκεια και την ένταση παλαιότερων κινητοποιήσεων (της περιόδου του αγωνιστικού ρεφορμισμού) ή να ξεπεράσουν τα όρια που θέτει η αστική νομιμότητα. Είναι χαρακτηριστικές οι αντιλήψεις περί «μη βίας» που κυριάρχησαν στο κίνημα των «αγανακτισμένων», το πιο μαζικό κίνημα των τελευταίων χρόνων.
Το φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ είναι αποτέλεσμα αυτής της κοινωνικά και πολιτικά παρακμιακής κατάστασης. Μια αδίστακτη πολιτική κλίκα κατάφερε να πλασαριστεί μέσα σ” αυτό το χάος και να εκτιναχτεί από το ψυχοβγαλτικό «μπαίνω – δεν μπαίνω στη Βουλή» σε πρώτη κοινοβουλευτική δύναμη.
Από την άνοιξη του 2012, που αναδείχτηκε σε αξιωματική αντιπολίτευση, μέχρι το Γενάρη του 2015, που σχημάτισε κυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε ούτε το στόχο αύξησης των κομματικών του μελών, που η ηγεσία του έθεσε, να πιάσει, ούτε τις επιρροές του στο γραφειοκρατικοποιημένο συνδικαλιστικό κίνημα της εργατικής τάξης και της αγροτιάς να ανεβάσει (μετά την αποχώρηση των Λαφαζανικών και τη δημιουργία της ΛΑΕ, μάλιστα, έχασε και τα πλέον προβεβλημένα συνδικαλιστικά του στελέχη). Και βέβαια, αυτό που δεν κατάφερε την περίοδο της ορμητικής ανόδου του προς την εξουσία δεν υπάρχει περίπτωση να το καταφέρει από τώρα και μετά, που έχει η αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ έχει στιγματιστεί ανεξίτηλα ως μνημονιακή δύναμη.
Εχουμε, δηλαδή, τη δημιουργία μιας κοινοβουλευτικής φούσκας. Της μεγάλης φούσκας, γιατί υπάρχουν και μικρότερες, όπως τα κόμματα του Καμμένου, του Θεοδωράκη, ακόμα και του Λεβέντη. Μιας φούσκας που όσο γρήγορα φούσκωσε τόσο γρήγορα μπορεί να ξεφουσκώσει (μολονότι αυτή η διαδικασία δεν μπορεί να προβλεφθεί ως προς τη χρονική της διάρκεια).
Η κλίκα που διοικεί τον ΣΥΡΙΖΑ, όμως, εμφανίζεται να έχει άλλη γνώμη. Θεωρεί ότι έχει ξεκινήσει μια διαδικασία που στο τέλος της έχει το… σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, πρώτο βήμα για τον οποίο είναι η κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας και επόμενο βήμα η κατάκτηση της πραγματικής εξουσίας. Οπως είπε ο Τσίπρας μιλώντας στην τελευταία σύνοδο της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ, «είναι άλλο πράγμα η κυβέρνηση -και πλέον το γνωρίζουμε πολύ καλά, μετά από αρκετούς μήνες στη διακυβέρνηση του τόπου-, και άλλο η πολιτική εξουσία». Γι” αυτό έθεσε ως στόχο «να παίξει [ο ΣΥΡΙΖΑ] πρωταγωνιστικό ρόλο και στη διαμόρφωση και την μετατόπιση των κοινωνικών συσχετισμών. Γιατί οι κοινωνικοί συσχετισμοί, όπως εμείς γνωρίζουμε πολύ καλά στην Αριστερά, είναι το Α και το Ο στην προσπάθεια για τον μετασχηματισμό του κράτους και της οικονομίας».
Οπως είπε, «πρέπει το κόμμα να έχει συνεχή και αυτόνομη παρουσία: Στα συνδικάτα και τις γειτονιές. Στα κινήματα και τους αγώνες. Στα καινοτόμα εγχειρήματα αλληλεγγύης και κοινωνικής οικονομίας. Στα σχολεία και στα Πανεπιστήμια. Στους χώρους δουλειάς. Ωστε να μπορεί να βρίσκεται εκεί όπου οι άνθρωποι δίνουν μάχες, η κοινωνία αγωνιά και μάχεται, ώστε να μπορεί να εξηγεί, να ενημερώνει αλλά και να ακούει. Να διδάσκει αλλά και να μαθαίνει».
Ακόμη και αν αγνοήσουμε την κατάσταση του οργανωμένου κοινωνικού κινήματος, που περιγράψαμε στην αρχή, απορεί κανείς πώς είναι δυνατόν ο κομματικός μηχανισμός του ΣΥΡΙΖΑ να πετύχει τώρα, που ως κυβέρνηση βαθαίνει την πολιτική των Μνημονίων, αυτό που δεν κατάφερε να πετύχει μέχρι πριν ένα χρόνο, όταν ένα μεγάλο κομμάτι (σχετικά το μεγαλύτερο) του ελληνικού λαού είχε εναποθέσει τις ελπίδες του σ” αυτό το κόμμα. Εκείνη την περίοδο ο ΣΥΡΙΖΑ έταζε στους πάντες τα πάντα, όμως το φούσκωμά του ήταν καθαρά εκλογικό. Σήμερα και στις μέρες που θ” ακολουθήσουν τι θα τάξει για να μπορέσει να διευρύνει την κοινωνική επιρροή του;
Αυτό που εύκολα μπορεί να σκεφτεί ακόμα και ένας αρχάριος της πολιτικής δεν μπορούν άραγε να το σκεφτούν αυτοί που απαρτίζουν την ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ; Υπάρχει περίπτωση αυτό το κράμα παλιών ευρωαναθεωρητών, ξεσκολισμένων πασόκων και νεότερων πολιτικών χίπστερ νά πείθεται από τις παραμυθένιες οραματικές ενατενίσεις που τους παρουσιάζει ο Τσίπρας; Να πιστεύουν, δηλαδή, ότι θ” αλλάξουν βαθμιαία την Ελλάδα, οδηγώντας την στο δρόμο του… σοσιαλιστικού μετασχηματισμού; Ακόμα κι αν υπάρχουν αφελείς που τρέφονται με τέτοια παραμύθια, αυτοί θα είναι ελάχιστοι.
Οι πολλοί (για να μην πούμε όλοι) ξεκινούν από το μόνο πραγματικό γεγονός που μπορεί να τους εμπνεύσει: το κόμμα μας είναι στην εξουσία κι αυτό πρέπει να μας αφορά όλους και όχι μόνο ένα μικρό κύκλο κυβερνητικών, παρακυβερνητικών και κρατικών στελεχών.
Επειδή αυτό το γνωρίζει καλά και η ηγετική κλίκα, ο Τσίπρας φρόντισε να τους στείλει κωδικοποιημένο (αλλά ευανάγνωστο) το μήνυμα, ότι όλοι θα έχουν μερίδιο από τη νομή της εξουσίας: «Σε όλη αυτή την μεγάλη και ελπιδοφόρα αλλά ταυτόχρονα δύσκολη πορεία είναι ανάγκη το κόμμα μας να αναβαθμίσει την πολιτική παρουσία του και να κατοχυρώσει το ρόλο του. Και αυτός δεν μπορεί να είναι ένας ρόλος απλής παρακολούθησης του κυβερνητικού έργου και άσκησης κριτικής. Η κριτική είναι βεβαίως πάντοτε όχι απλώς καλοδεχούμενη, αλλά απαραίτητη.
Ομως ο ρόλος του κόμματος δεν μπορεί να είναι ένας ρόλος παρακολουθητή των εξελίξεων. Το κόμμα πρέπει να αποκτήσει ρόλο συνυπευθυνότητας και οργανικής σύνδεσης με την Κυβέρνηση». Συμπλήρωσε, βέβαια, και τα καθιερωμένα: «Οχι για να γίνει κομμάτι του κράτους και συνδιαχειριστής της διαφθοράς και των πελατειακών δικτύων, όπως τα κόμματα του παλιού πολιτικού συστήματος. Αλλά για να διασφαλίσει τη διαμεσολάβηση της κυβέρνησης με την ίδια την κοινωνία. Με τις ανάγκες και τις προσδοκίες της κοινωνίας. Με τις βεβαιότητες και τις αμφιβολίες της κοινωνίας. Κυρίως, με τα κινήματα και τους θεσμούς της ι κοινωνίας».
Φυσικά, όλοι κράτησαν το μήνυμα ουσίας·. κόμμα σε οργανική σύνδεση με την κυβέρνηση. Που σημαίνει βόλεμα ολόκληρης της εξουσιαστικής κλίκας, για να μπορέσει αυτή να παραμείνει ενωμένη και να παρατείνει τη νομή της εξουσίας.
Πηγή: Πέτρος Γιώτης – «ΚΟΝΤΡΑ»
ΠΡΕΖΑ TV
20-12-2015
Μιλώντας πολιτικά, είχε καταφέρει να μεταφέρει υπό την επιρροή του ευρύτατα εργατικά και μικροαστικά στρώματα (συρρικνώνοντας διαρκώς τη δύναμη του Περισσού), ενώ χαρακτηριστικό από πολιτική άποψη είναι το γεγονός ότι κατάφερε να απορροφήσει και σημαντικές δυνάμεις από τις διάσπαρτες ομαδοποιήσεις του μαοϊκού ρεύματος, που ήταν αναμφισβήτητα το πιο αριστερό ρεύμα τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, όταν και γνώρισε τη μεγαλύτερη ανάπτυξή του.
Οταν ο ΣΥΡΙΖΑ άρχισε την ορμητική εκλογική του ανάπτυξη, από τα μέσα του 2011 και μετά, δε συγκέντρωνε κανένα απ” αυτά τα χαρακτηριστικά. Και δε βελτίωσε τις επιδόσεις του ούτε τα επόμενα χρόνια. Ετσι, είχαμε το φαινόμενο ο ΣΥΡΙΖΑ να φουσκώνει εκλογικά, αλλά στις λεγάμενες κοινωνικές οργανώσεις να μην σημειώνει καμιά άξια λόγου άνοδο, ενώ το ΠΑΣΟΚ να συρρικνώνεται εκλογικά και ταυτόχρονα η κάθε είδους συνδικαλιστική γραφειοκρατία του να διατηρεί σχεδόν αλώβητες τις δυνάμεις της. Μάλιστα, αυτή η αστικοποιημένη γραφειοκρατία σε πολύ μικρό βαθμό πέρασε στον ΣΥΡΙΖΑ, μην ακολουθώντας το δρόμο κάποιων μεσαίων στελεχών της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας που μεταπήδησαν στον ΣΥΡΙΖΑ.
Το φαινόμενο αυτό αποτελεί καταρχάς αδιάψευστο μάρτυρα της πλήρους γραφειοκρατικοποίησης των οργανώσεων που εξέφραζαν το κοινωνικό κίνημα στο συνδικαλιστικό επίπεδο και της πλήρους κοινοβουλευτικοποίησης των πολιτικών διαδικασιών. Αν η λεγάμενη Μεταπολίτευση χαρακτηρίστηκε από μια έκρηξη πολιτικοποίησης, που συνοδεύτηκε από συμμετοχή σε συλλογικές διαδικασίες (με κυρίαρχο το ρεφορμιστικό στοιχείο, βεβαίως), οι πολιτικές αλλαγές την περίοδο της κρίσης πιστοποίησαν απλώς το «τέλος της Μεταπολίτευσης», το οποίο είχε συντελεστεί αρκετά χρόνια πριν. Οι μαζικές συλλογικές διαδικασίες εξαφανίστηκαν, ο συνδικαλισμός κοινοβουλευτικοποιήθηκε πλήρως, οι συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες αστικοποιήθηκαν, οι εργαζόμενοι περιορίστηκαν στο ρόλο του ψηφοφόρου (είτε στα συνδικάτα, είτε στις τοπικές εκλογές, είτε στις βουλευτικές εκλογές).
Οι μαζικές κινητοποιήσεις των πρώτων χρόνων της κρίσης (διάρκειας περίπου μιας διετίας) έφεραν όλα αυτά τα χαρακτηριστικά. Για να μιλήσουμε με κοινωνιολογικούς όρους, αντιπροσώπευαν περισσότερο αθροίσματα ατομικοτήτων (σε μεγάλη κλίμακα), παρά εκδηλώσεις οργανωμένων συλλογικοτήτων (έστω και με την πιο χαλαρή μορφή οργάνωσης). Γι” αυτό και δεν κατάφεραν να έχουν τη διάρκεια και την ένταση παλαιότερων κινητοποιήσεων (της περιόδου του αγωνιστικού ρεφορμισμού) ή να ξεπεράσουν τα όρια που θέτει η αστική νομιμότητα. Είναι χαρακτηριστικές οι αντιλήψεις περί «μη βίας» που κυριάρχησαν στο κίνημα των «αγανακτισμένων», το πιο μαζικό κίνημα των τελευταίων χρόνων.
Το φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ είναι αποτέλεσμα αυτής της κοινωνικά και πολιτικά παρακμιακής κατάστασης. Μια αδίστακτη πολιτική κλίκα κατάφερε να πλασαριστεί μέσα σ” αυτό το χάος και να εκτιναχτεί από το ψυχοβγαλτικό «μπαίνω – δεν μπαίνω στη Βουλή» σε πρώτη κοινοβουλευτική δύναμη.
Από την άνοιξη του 2012, που αναδείχτηκε σε αξιωματική αντιπολίτευση, μέχρι το Γενάρη του 2015, που σχημάτισε κυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε ούτε το στόχο αύξησης των κομματικών του μελών, που η ηγεσία του έθεσε, να πιάσει, ούτε τις επιρροές του στο γραφειοκρατικοποιημένο συνδικαλιστικό κίνημα της εργατικής τάξης και της αγροτιάς να ανεβάσει (μετά την αποχώρηση των Λαφαζανικών και τη δημιουργία της ΛΑΕ, μάλιστα, έχασε και τα πλέον προβεβλημένα συνδικαλιστικά του στελέχη). Και βέβαια, αυτό που δεν κατάφερε την περίοδο της ορμητικής ανόδου του προς την εξουσία δεν υπάρχει περίπτωση να το καταφέρει από τώρα και μετά, που έχει η αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ έχει στιγματιστεί ανεξίτηλα ως μνημονιακή δύναμη.
Εχουμε, δηλαδή, τη δημιουργία μιας κοινοβουλευτικής φούσκας. Της μεγάλης φούσκας, γιατί υπάρχουν και μικρότερες, όπως τα κόμματα του Καμμένου, του Θεοδωράκη, ακόμα και του Λεβέντη. Μιας φούσκας που όσο γρήγορα φούσκωσε τόσο γρήγορα μπορεί να ξεφουσκώσει (μολονότι αυτή η διαδικασία δεν μπορεί να προβλεφθεί ως προς τη χρονική της διάρκεια).
Η κλίκα που διοικεί τον ΣΥΡΙΖΑ, όμως, εμφανίζεται να έχει άλλη γνώμη. Θεωρεί ότι έχει ξεκινήσει μια διαδικασία που στο τέλος της έχει το… σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, πρώτο βήμα για τον οποίο είναι η κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας και επόμενο βήμα η κατάκτηση της πραγματικής εξουσίας. Οπως είπε ο Τσίπρας μιλώντας στην τελευταία σύνοδο της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ, «είναι άλλο πράγμα η κυβέρνηση -και πλέον το γνωρίζουμε πολύ καλά, μετά από αρκετούς μήνες στη διακυβέρνηση του τόπου-, και άλλο η πολιτική εξουσία». Γι” αυτό έθεσε ως στόχο «να παίξει [ο ΣΥΡΙΖΑ] πρωταγωνιστικό ρόλο και στη διαμόρφωση και την μετατόπιση των κοινωνικών συσχετισμών. Γιατί οι κοινωνικοί συσχετισμοί, όπως εμείς γνωρίζουμε πολύ καλά στην Αριστερά, είναι το Α και το Ο στην προσπάθεια για τον μετασχηματισμό του κράτους και της οικονομίας».
Οπως είπε, «πρέπει το κόμμα να έχει συνεχή και αυτόνομη παρουσία: Στα συνδικάτα και τις γειτονιές. Στα κινήματα και τους αγώνες. Στα καινοτόμα εγχειρήματα αλληλεγγύης και κοινωνικής οικονομίας. Στα σχολεία και στα Πανεπιστήμια. Στους χώρους δουλειάς. Ωστε να μπορεί να βρίσκεται εκεί όπου οι άνθρωποι δίνουν μάχες, η κοινωνία αγωνιά και μάχεται, ώστε να μπορεί να εξηγεί, να ενημερώνει αλλά και να ακούει. Να διδάσκει αλλά και να μαθαίνει».
Ακόμη και αν αγνοήσουμε την κατάσταση του οργανωμένου κοινωνικού κινήματος, που περιγράψαμε στην αρχή, απορεί κανείς πώς είναι δυνατόν ο κομματικός μηχανισμός του ΣΥΡΙΖΑ να πετύχει τώρα, που ως κυβέρνηση βαθαίνει την πολιτική των Μνημονίων, αυτό που δεν κατάφερε να πετύχει μέχρι πριν ένα χρόνο, όταν ένα μεγάλο κομμάτι (σχετικά το μεγαλύτερο) του ελληνικού λαού είχε εναποθέσει τις ελπίδες του σ” αυτό το κόμμα. Εκείνη την περίοδο ο ΣΥΡΙΖΑ έταζε στους πάντες τα πάντα, όμως το φούσκωμά του ήταν καθαρά εκλογικό. Σήμερα και στις μέρες που θ” ακολουθήσουν τι θα τάξει για να μπορέσει να διευρύνει την κοινωνική επιρροή του;
Αυτό που εύκολα μπορεί να σκεφτεί ακόμα και ένας αρχάριος της πολιτικής δεν μπορούν άραγε να το σκεφτούν αυτοί που απαρτίζουν την ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ; Υπάρχει περίπτωση αυτό το κράμα παλιών ευρωαναθεωρητών, ξεσκολισμένων πασόκων και νεότερων πολιτικών χίπστερ νά πείθεται από τις παραμυθένιες οραματικές ενατενίσεις που τους παρουσιάζει ο Τσίπρας; Να πιστεύουν, δηλαδή, ότι θ” αλλάξουν βαθμιαία την Ελλάδα, οδηγώντας την στο δρόμο του… σοσιαλιστικού μετασχηματισμού; Ακόμα κι αν υπάρχουν αφελείς που τρέφονται με τέτοια παραμύθια, αυτοί θα είναι ελάχιστοι.
Οι πολλοί (για να μην πούμε όλοι) ξεκινούν από το μόνο πραγματικό γεγονός που μπορεί να τους εμπνεύσει: το κόμμα μας είναι στην εξουσία κι αυτό πρέπει να μας αφορά όλους και όχι μόνο ένα μικρό κύκλο κυβερνητικών, παρακυβερνητικών και κρατικών στελεχών.
Επειδή αυτό το γνωρίζει καλά και η ηγετική κλίκα, ο Τσίπρας φρόντισε να τους στείλει κωδικοποιημένο (αλλά ευανάγνωστο) το μήνυμα, ότι όλοι θα έχουν μερίδιο από τη νομή της εξουσίας: «Σε όλη αυτή την μεγάλη και ελπιδοφόρα αλλά ταυτόχρονα δύσκολη πορεία είναι ανάγκη το κόμμα μας να αναβαθμίσει την πολιτική παρουσία του και να κατοχυρώσει το ρόλο του. Και αυτός δεν μπορεί να είναι ένας ρόλος απλής παρακολούθησης του κυβερνητικού έργου και άσκησης κριτικής. Η κριτική είναι βεβαίως πάντοτε όχι απλώς καλοδεχούμενη, αλλά απαραίτητη.
Ομως ο ρόλος του κόμματος δεν μπορεί να είναι ένας ρόλος παρακολουθητή των εξελίξεων. Το κόμμα πρέπει να αποκτήσει ρόλο συνυπευθυνότητας και οργανικής σύνδεσης με την Κυβέρνηση». Συμπλήρωσε, βέβαια, και τα καθιερωμένα: «Οχι για να γίνει κομμάτι του κράτους και συνδιαχειριστής της διαφθοράς και των πελατειακών δικτύων, όπως τα κόμματα του παλιού πολιτικού συστήματος. Αλλά για να διασφαλίσει τη διαμεσολάβηση της κυβέρνησης με την ίδια την κοινωνία. Με τις ανάγκες και τις προσδοκίες της κοινωνίας. Με τις βεβαιότητες και τις αμφιβολίες της κοινωνίας. Κυρίως, με τα κινήματα και τους θεσμούς της ι κοινωνίας».
Φυσικά, όλοι κράτησαν το μήνυμα ουσίας·. κόμμα σε οργανική σύνδεση με την κυβέρνηση. Που σημαίνει βόλεμα ολόκληρης της εξουσιαστικής κλίκας, για να μπορέσει αυτή να παραμείνει ενωμένη και να παρατείνει τη νομή της εξουσίας.
Πηγή: Πέτρος Γιώτης – «ΚΟΝΤΡΑ»
ΠΡΕΖΑ TV
20-12-2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου