Μάχη στήθος με στήθος δίνουν οι τρεις μεγάλες εταιρείες (Νίκας, Υφαντής και Creta Farm) της ελληνικής βιομηχανίας αλλαντικών για τη διανομή της πίτας των 450 εκατ. ευρώ που είναι σήμερα η ετήσια αγορά του κλάδου στην Ελλάδα. Αυτές οι τρεις εταιρείες υπολογίζεται ότι ελέγχουν συνολικά περίπου το 70% της αγοράς, ενώ το υπόλοιπο 30% κατέχουν άλλες, μικρότερες αλλαντοβιομηχανίεςενώ ένα ελάχιστο κομμάτι αντιστοιχεί σε εισαγόμενα προϊόντα.
Οι διαφορές σε ό,τι αφορά το μερίδιο που ελέγχει καθεμία από τις τρεις (23%) είναι ελάχιστες και δεν είναι άσχετες με τον καθημερινό, σκληρό ανταγωνισμό που υπάρχει μεταξύ τους. Κάθε μέρα βγαίνει στην αγορά και ένα καινούργιο προϊόν που υπόσχεται στους καταναλωτές λιγότερα λιπαρά και λιγότερο αλάτι.
Παρά το γεγονός ότι τα αλλαντικά της νέας εποχής προσπαθούν να ενταχθούν στην γκάμα των τροφίμων που είναι συμβατά με τους κανόνες της υγιεινής διατροφής, το μεσογειακό κλίμα της χώρας δεν ευνοεί μεγαλύτερη κατανάλωση. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, η ετήσια κατά κεφαλήν κατανάλωση αλλαντικών είναι 25 κιλά, ενώ στην Ελλάδα παραμένει στα χαμηλά επίπεδα των 7,5 κιλών. Στην Ισπανία, ο συνολικός ετήσιος τζίρος είναι της τάξεως των 7 δισ. ευρώ και στις ΗΠΑ ανέρχεται στα 65 δισ. ευρώ.
Τα τελευταία χρόνια πάντως τα αλλαντικά με λιγότερα λιπαρά, λιγότερο αλάτι και παρθένο ελαιόλαδο πέτυχαν έναν ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της τάξεως του 4%. Σε ό,τι αφορά τα είδη κρέατος που προτιμούνται από το καταναλωτικό κοινό είναι φυσικό να κερδίζουν συνεχώς έδαφος αυτά που έχουν χαμηλά λιπαρά. Το ζαμπόν από κρέας γαλοπούλας έχει καταγράψει τα τελευταία χρόνια τους μεγαλύτερους ρυθμούς αύξησης πωλήσεων. Η σχέση του Έλληνα καταναλωτή με τα αλλαντικά βελτιώθηκε τα τελευταία χρόνια και αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι πριν από περίπου 15 χρόνια η κατανάλωση αλλαντικών στην Ελλάδα ανερχόταν στους 60.000 τόνους, ενώ σήμερα υπερβαίνει τους 85.000. Σε αυτό συνέβαλαν, μεταξύ άλλων, και οι σχέσεις εμπιστοσύνης που διαμορφώθηκαν ανάμεσα στις εταιρείες παραγωγής και τους καταναλωτές.
Όπως επισημαίνει ο οικονομικός διευθυντής της εταιρείας Υφαντής κ. Χρήστος Μπαρτσώκας, έχουν εκλείψει από την αγορά φαινόμενα του παρελθόντος με αλλοιωμένα ή και νοθευμένα προϊόντα. Σήμερα, από την πρώτη ύλη μέχρι και το τελικό προϊόν δεν τα αγγίζει ανθρώπινο χέρι χάρη στα αυτοματοποιημένα συστήματα παραγωγής.
Η ποιότητα των προϊόντων σε συνδυασμό και με μια σειρά καινοτομιών, όπως η χρήση παρθένου ελαιόλαδου που αντικατέστησε μέρος του ζωικού λίπους, άνοιξε τον δρόμο στην ελληνική αλλαντοβιομηχανία για μια σειρά από απαιτητικές αγορές του εξωτερικού. Το «Εν Ελλάδι» της Creta Farm βρίσκεται ήδη στα ράφια πολλών σούπερ μάρκετ των Ηνωμένων Πολιτειών, ενώ τελευταία προϊόντα της εισήχθησαν μέσω κοινής εταιρείας με τοπικό «παίκτη» και στη μεγάλη ισπανική αγορά.
Στις αγορές του εξωτερικού και κυρίως στις βαλκανικές βρίσκεται εδώ και αρκετά χρόνια η αλλαντοβιομηχανία Νίκας, η οποία διαθέτει παραγωγικές μονάδες και εμπορικές θυγατρικές εταιρείες, μεταξύ άλλων, και στις αγορές της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας, όπου απασχολεί συνολικά 110 άτομα (έναντι 492 ατόμων που απασχολεί συνολικά στην Ελλάδα). Στη ρουμανική αγορά, των 24 εκατ. κατοίκων, βρίσκεται και η αλλαντοβιομηχανία Υφαντής, η οποία διαθέτει στην εν λόγω χώρα παραγωγική μονάδα που παράγει ετησίως 3.000 τόνους αλλαντικών. Φυσικά, η διείσδυση των ελληνικών αλλαντικών σε χώρες της Κεντρικής Ευρώπης αλλά και σε άλλες, όπου υπάρχει μακρόχρονη παράδοση στην παραγωγή αλλαντικών, δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Για τον λόγο αυτό, οι φιλοδοξίες της ελληνικής αλλαντοβιομηχανίας περιορίζονται κυρίως στις αγορές των Βαλκανίων.
ΠΡΕΖΑ TV
2-1-2010
Οι διαφορές σε ό,τι αφορά το μερίδιο που ελέγχει καθεμία από τις τρεις (23%) είναι ελάχιστες και δεν είναι άσχετες με τον καθημερινό, σκληρό ανταγωνισμό που υπάρχει μεταξύ τους. Κάθε μέρα βγαίνει στην αγορά και ένα καινούργιο προϊόν που υπόσχεται στους καταναλωτές λιγότερα λιπαρά και λιγότερο αλάτι.
Παρά το γεγονός ότι τα αλλαντικά της νέας εποχής προσπαθούν να ενταχθούν στην γκάμα των τροφίμων που είναι συμβατά με τους κανόνες της υγιεινής διατροφής, το μεσογειακό κλίμα της χώρας δεν ευνοεί μεγαλύτερη κατανάλωση. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, η ετήσια κατά κεφαλήν κατανάλωση αλλαντικών είναι 25 κιλά, ενώ στην Ελλάδα παραμένει στα χαμηλά επίπεδα των 7,5 κιλών. Στην Ισπανία, ο συνολικός ετήσιος τζίρος είναι της τάξεως των 7 δισ. ευρώ και στις ΗΠΑ ανέρχεται στα 65 δισ. ευρώ.
Τα τελευταία χρόνια πάντως τα αλλαντικά με λιγότερα λιπαρά, λιγότερο αλάτι και παρθένο ελαιόλαδο πέτυχαν έναν ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της τάξεως του 4%. Σε ό,τι αφορά τα είδη κρέατος που προτιμούνται από το καταναλωτικό κοινό είναι φυσικό να κερδίζουν συνεχώς έδαφος αυτά που έχουν χαμηλά λιπαρά. Το ζαμπόν από κρέας γαλοπούλας έχει καταγράψει τα τελευταία χρόνια τους μεγαλύτερους ρυθμούς αύξησης πωλήσεων. Η σχέση του Έλληνα καταναλωτή με τα αλλαντικά βελτιώθηκε τα τελευταία χρόνια και αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι πριν από περίπου 15 χρόνια η κατανάλωση αλλαντικών στην Ελλάδα ανερχόταν στους 60.000 τόνους, ενώ σήμερα υπερβαίνει τους 85.000. Σε αυτό συνέβαλαν, μεταξύ άλλων, και οι σχέσεις εμπιστοσύνης που διαμορφώθηκαν ανάμεσα στις εταιρείες παραγωγής και τους καταναλωτές.
Όπως επισημαίνει ο οικονομικός διευθυντής της εταιρείας Υφαντής κ. Χρήστος Μπαρτσώκας, έχουν εκλείψει από την αγορά φαινόμενα του παρελθόντος με αλλοιωμένα ή και νοθευμένα προϊόντα. Σήμερα, από την πρώτη ύλη μέχρι και το τελικό προϊόν δεν τα αγγίζει ανθρώπινο χέρι χάρη στα αυτοματοποιημένα συστήματα παραγωγής.
Η ποιότητα των προϊόντων σε συνδυασμό και με μια σειρά καινοτομιών, όπως η χρήση παρθένου ελαιόλαδου που αντικατέστησε μέρος του ζωικού λίπους, άνοιξε τον δρόμο στην ελληνική αλλαντοβιομηχανία για μια σειρά από απαιτητικές αγορές του εξωτερικού. Το «Εν Ελλάδι» της Creta Farm βρίσκεται ήδη στα ράφια πολλών σούπερ μάρκετ των Ηνωμένων Πολιτειών, ενώ τελευταία προϊόντα της εισήχθησαν μέσω κοινής εταιρείας με τοπικό «παίκτη» και στη μεγάλη ισπανική αγορά.
Στις αγορές του εξωτερικού και κυρίως στις βαλκανικές βρίσκεται εδώ και αρκετά χρόνια η αλλαντοβιομηχανία Νίκας, η οποία διαθέτει παραγωγικές μονάδες και εμπορικές θυγατρικές εταιρείες, μεταξύ άλλων, και στις αγορές της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας, όπου απασχολεί συνολικά 110 άτομα (έναντι 492 ατόμων που απασχολεί συνολικά στην Ελλάδα). Στη ρουμανική αγορά, των 24 εκατ. κατοίκων, βρίσκεται και η αλλαντοβιομηχανία Υφαντής, η οποία διαθέτει στην εν λόγω χώρα παραγωγική μονάδα που παράγει ετησίως 3.000 τόνους αλλαντικών. Φυσικά, η διείσδυση των ελληνικών αλλαντικών σε χώρες της Κεντρικής Ευρώπης αλλά και σε άλλες, όπου υπάρχει μακρόχρονη παράδοση στην παραγωγή αλλαντικών, δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Για τον λόγο αυτό, οι φιλοδοξίες της ελληνικής αλλαντοβιομηχανίας περιορίζονται κυρίως στις αγορές των Βαλκανίων.
ΠΡΕΖΑ TV
2-1-2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου