Στερεύει η αισιοδοξία στο Δροσερό Ξάνθης, στον οικισμό των Ελλήνων Τσιγγάνων, εκεί όπου τα τελευταία χρόνια με τη βοήθεια της πολιτείας είχε ανοίξει «παράθυρο στην ελπίδα» για ένα καλύτερο μέλλον.
Ξαφνικά τους τελευταίους μήνες η στήριξη της πολιτείας διακόπηκε, με αποτέλεσμα η μουσουλμανική κοινότητα των Ρομά με την ελληνική συνείδηση, να έχει γίνει στόχος του τουρκικού προξενείου Θράκης, το οποίο επιχειρεί με τις γνωστές μεθόδους του να αφομοιώσει τους Τσιγγάνους και να τους παρουσιάσει ως «τουρκική μουσουλμανική μειονότητα», παρά τις σθεναρές προσπάθειές τους για το αντίθετο.
Το «Εθνος της Κυριακής» επισκέφθηκε το Δροσερό και κατέγραψε τα προβλήματα και τα συναισθήματα των κατοίκων του οικισμού, ο οποίος εξακολουθεί να μην μπαίνει στο σχέδιο πόλης, όχι φυσικά από επιλογή των κατοίκων του. Την περασμένη Κυριακή το πρωί, ανήμερα Αποκριάς, ένας πλανόδιος πωλητής διαλαλούσε την πραμάτεια του, καλώντας τις Τσιγγάνες να ψωνίσουν. Από τα παράθυρα των σπιτιών τους οι Τσιγγάνες έριξαν μια ματιά και ορισμένες μονολόγησαν: «Πάλι ήρθε ο χότζας».
Τελευταία, έχουν πληθύνει οι επισκέψεις στο Δροσερό θρησκευτικών εκπροσώπων ελεγχόμενων από την Τουρκία, παρατηρούν ορισμένοι και μάλιστα οι περισσότερες σημειώνονται κατά τη διάρκεια γιορτινών ημερών. «Δεν είναι λίγες οι φορές που μας λένε ότι οι Τσιγγάνοι πεθαίνουμε νέοι γιατί δεν έχουμε τζαμί στο χωριό», λένε κάποιες Τσιγγάνες για να λάβουν ως απάντηση από τη Σαμπιχά Σουλεϊμάν: «Αυτό που χρειαζόμαστε περισσότερο είναι τα σχολεία, όχι τα τζαμιά».
Η Σαμπιχά είναι Τσιγγάνα Ρομά. Από παιδί που κάποτε πουλούσε λουλούδια, βρέθηκε να δίνει τη μάχη για ένα καλύτερο αύριο των Τσιγγάνων Ρομά της περιοχής της. Iδιαίτερα δραστήρια, ανέπτυξε με τη βοήθεια της πολιτείας δράσεις, ιδρύοντας μαζί με άλλες 20 γυναίκες τον Σύλλογο Γυναικών Δροσερού «Η Ελπίδα» το 2006. Μέσα σε 3 χρόνια ο σύλλογος ανέπτυξε δράσεις τόσο για την εκπαίδευση των παιδιών, σε συνεργασία με τους επίσημους κρατικούς φορείς, όσο και με εθελοντικές οργανώσεις, καθώς και δράσεις για την επιμόρφωση των ενηλίκων.
«Η μητρική μου γλώσσα είναι τα ρομανί, η γλώσσα των Τσιγγάνων. Πήγα σε μειονοτικό σχολείο, αφού είχα ήδη παντρευτεί στην ηλικία των 14 χρόνων. Κι εκεί έμαθα τουρκικά. Δεν ήταν δική μου επιλογή, απλά δεν με δέχονταν στο δημόσιο σχολείο. Στο μειονοτικό σχολείο ήμουν κι εκεί η παρείσακτη. Θέλω τα παιδιά του Δροσερού να έχουν ελπίδα για το μέλλον τους, να μορφωθούν και να προχωρήσουν στο σχολείο», λέει στο «Εθνος της Κυριακής».
Μελέτη που έγινε το 2007 κατέδειξε ότι σχεδόν το 100% των κατοίκων του Δροσερού είναι αναλφάβητοι. Παρά το ότι αρκετοί έχουν πιστοποιητικά από το δημοτικό, συνήθως δεν μπορούν να γράψουν ή να διαβάσουν. Σήμερα πάνω από 1.000 παιδιά έχουν γραφτεί στο σχολείο του Δροσερού.
Ο σύλλογος σε συνεργασία με την πολιτεία και εθελοντές είχε αναλάβει υποστηρικτική βοήθεια σε αυτά τα παιδιά. Η βοήθεια αυτή δεν ήταν μόνο η ενισχυτική διδασκαλία, αφού πολλά παιδιά μιλούν σχεδόν αποκλειστικά τη γλώσσα των Τσιγγάνων. Πολλές φορές χρειαζόταν «μεσολαβητές» του συλλόγου να επισκεφθούν τις οικογένειες των μαθητών για να επισημάνουν απουσίες των παιδιών από το σχολείο.
Οι γονείς πολλές φορές λόγω οικονομικής ανέχειας προτιμούν να πάρουν κοντά τους τα παιδιά σε εποχικές εργασίες, μακριά από τον τόπο διαμονής τους κι ας θυσιάσουν την εκπαίδευσή τους, ή άλλες φορές, μη έχοντας να αφήσουν κάποιον στο σπίτι να προσέχει τα βρέφη, προτιμούν να αφήνουν επιτηρητή ένα από τα παιδιά που παρακολουθούν το δημοτικό ώστε αυτοί να πάνε σε κάποια εργασία.
Η προσπάθεια των κοινωνικών λειτουργών ήταν να πείσουν τις οικογένειες να δώσουν μια συνέχεια στην εκπαίδευση των παιδιών τους, και αφού οι ίδιοι δεν μπορούν να τα βοηθήσουν στα μαθήματα να τα βοηθούν οι ειδικοί. Ετσι, για όλα τα παιδιά άνω των 7 ετών ο σύλλογος είχε οργανώσει συμπληρωματικά μαθήματα ελληνικής γλώσσας.
Τις Παρασκευές επιπλέον διοργανώνονταν θεατρικές βραδιές, μαθήματα μουσικής και άλλες παρόμοιες δραστηριότητες για να τραβήξουν το ενδιαφέρον των παιδιών. Ειδικοί ψυχολόγοι παρακολουθούσαν τα παιδιά, ενώ οι γονείς καλούνταν μία φορά τον μήνα για να ενημερωθούν για την πρόοδό τους.
Παράλληλα οργανώνονταν τακτικοί εμβολιασμοί των παιδιών, αφού, λόγω των πολλών προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο οικισμός, είχαν σημειωθεί αρκετά κρούσματα ηπατίτιδας και μηνιγγίτιδας στα παιδιά του Δροσερού.
Η άνθιση που οφειλόταν στη στήριξη -οικονομική και ηθική- της ελληνικής πολιτείας αιφνιδιαστικά κόπηκε. Αποτέλεσμα ήταν να σταματήσουν σχεδόν όλες οι δραστηριότητες του συλλόγου και να αρχίσει να φυλλορροεί και πάλι η συμμετοχή των μαθητών στο σχολείο.
Ενα τεράστιο «γιατί» ζωγραφίζεται στα μάτια όλων των κατοίκων του Δροσερού, ανηλίκων και ενηλίκων. Το είδαμε στα μάτια των παιδιών που έπαιζαν μπάλα και έτρεξαν να μας συναντήσουν μήπως και μάθουν κάποιο νέο για τη δασκάλα τους που ξαφνικά χάθηκε από το «φροντιστήριο», όπως λένε την ενισχυτική διδασκαλία. Το έθεσαν ανοιχτά και οι ενήλικες που είχαν εμπιστευθεί το σύστημα που αναπτύχθηκε και ήταν σίγουροι ότι τα παιδιά τους είναι σε «καλά χέρια».
Το είδαμε στα μάτια της Σαμπιχά, που δεν σταμάτησε ούτε λεπτό να μιλάει για τα πεπραγμένα του συλλόγου γυναικών. Μια δράση που έχει βραβεύσει ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας τον Νοέμβριο του 2007 ως αναγνώριση για το έργο που προσφέρουν. Ηταν η πρώτη φορά που μια γυναίκα Ρομά μίλησε στο παλιό κτίριο του Κοινοβουλίου και κάλεσε δημοσίως την ελληνική κοινωνία να στηρίξει την πρόοδο των παιδιών των Ρομά, να ενταχθούν ομαλά στην κοινωνία στην οποία ανήκουν: στην ελληνική κοινωνία.
Το ερώτημα είναι πώς και γιατί αυτή η προσπάθεια σταμάτησε να στηρίζεται από την ελληνική πολιτεία.
ΙΩΑΝΝΑ ΗΛΙΑΔΗ
ΠΡΕΖΑ TV
21-2-2010
Ξαφνικά τους τελευταίους μήνες η στήριξη της πολιτείας διακόπηκε, με αποτέλεσμα η μουσουλμανική κοινότητα των Ρομά με την ελληνική συνείδηση, να έχει γίνει στόχος του τουρκικού προξενείου Θράκης, το οποίο επιχειρεί με τις γνωστές μεθόδους του να αφομοιώσει τους Τσιγγάνους και να τους παρουσιάσει ως «τουρκική μουσουλμανική μειονότητα», παρά τις σθεναρές προσπάθειές τους για το αντίθετο.
Το «Εθνος της Κυριακής» επισκέφθηκε το Δροσερό και κατέγραψε τα προβλήματα και τα συναισθήματα των κατοίκων του οικισμού, ο οποίος εξακολουθεί να μην μπαίνει στο σχέδιο πόλης, όχι φυσικά από επιλογή των κατοίκων του. Την περασμένη Κυριακή το πρωί, ανήμερα Αποκριάς, ένας πλανόδιος πωλητής διαλαλούσε την πραμάτεια του, καλώντας τις Τσιγγάνες να ψωνίσουν. Από τα παράθυρα των σπιτιών τους οι Τσιγγάνες έριξαν μια ματιά και ορισμένες μονολόγησαν: «Πάλι ήρθε ο χότζας».
Τελευταία, έχουν πληθύνει οι επισκέψεις στο Δροσερό θρησκευτικών εκπροσώπων ελεγχόμενων από την Τουρκία, παρατηρούν ορισμένοι και μάλιστα οι περισσότερες σημειώνονται κατά τη διάρκεια γιορτινών ημερών. «Δεν είναι λίγες οι φορές που μας λένε ότι οι Τσιγγάνοι πεθαίνουμε νέοι γιατί δεν έχουμε τζαμί στο χωριό», λένε κάποιες Τσιγγάνες για να λάβουν ως απάντηση από τη Σαμπιχά Σουλεϊμάν: «Αυτό που χρειαζόμαστε περισσότερο είναι τα σχολεία, όχι τα τζαμιά».
Η Σαμπιχά είναι Τσιγγάνα Ρομά. Από παιδί που κάποτε πουλούσε λουλούδια, βρέθηκε να δίνει τη μάχη για ένα καλύτερο αύριο των Τσιγγάνων Ρομά της περιοχής της. Iδιαίτερα δραστήρια, ανέπτυξε με τη βοήθεια της πολιτείας δράσεις, ιδρύοντας μαζί με άλλες 20 γυναίκες τον Σύλλογο Γυναικών Δροσερού «Η Ελπίδα» το 2006. Μέσα σε 3 χρόνια ο σύλλογος ανέπτυξε δράσεις τόσο για την εκπαίδευση των παιδιών, σε συνεργασία με τους επίσημους κρατικούς φορείς, όσο και με εθελοντικές οργανώσεις, καθώς και δράσεις για την επιμόρφωση των ενηλίκων.
«Η μητρική μου γλώσσα είναι τα ρομανί, η γλώσσα των Τσιγγάνων. Πήγα σε μειονοτικό σχολείο, αφού είχα ήδη παντρευτεί στην ηλικία των 14 χρόνων. Κι εκεί έμαθα τουρκικά. Δεν ήταν δική μου επιλογή, απλά δεν με δέχονταν στο δημόσιο σχολείο. Στο μειονοτικό σχολείο ήμουν κι εκεί η παρείσακτη. Θέλω τα παιδιά του Δροσερού να έχουν ελπίδα για το μέλλον τους, να μορφωθούν και να προχωρήσουν στο σχολείο», λέει στο «Εθνος της Κυριακής».
Μελέτη που έγινε το 2007 κατέδειξε ότι σχεδόν το 100% των κατοίκων του Δροσερού είναι αναλφάβητοι. Παρά το ότι αρκετοί έχουν πιστοποιητικά από το δημοτικό, συνήθως δεν μπορούν να γράψουν ή να διαβάσουν. Σήμερα πάνω από 1.000 παιδιά έχουν γραφτεί στο σχολείο του Δροσερού.
Ο σύλλογος σε συνεργασία με την πολιτεία και εθελοντές είχε αναλάβει υποστηρικτική βοήθεια σε αυτά τα παιδιά. Η βοήθεια αυτή δεν ήταν μόνο η ενισχυτική διδασκαλία, αφού πολλά παιδιά μιλούν σχεδόν αποκλειστικά τη γλώσσα των Τσιγγάνων. Πολλές φορές χρειαζόταν «μεσολαβητές» του συλλόγου να επισκεφθούν τις οικογένειες των μαθητών για να επισημάνουν απουσίες των παιδιών από το σχολείο.
Οι γονείς πολλές φορές λόγω οικονομικής ανέχειας προτιμούν να πάρουν κοντά τους τα παιδιά σε εποχικές εργασίες, μακριά από τον τόπο διαμονής τους κι ας θυσιάσουν την εκπαίδευσή τους, ή άλλες φορές, μη έχοντας να αφήσουν κάποιον στο σπίτι να προσέχει τα βρέφη, προτιμούν να αφήνουν επιτηρητή ένα από τα παιδιά που παρακολουθούν το δημοτικό ώστε αυτοί να πάνε σε κάποια εργασία.
Η προσπάθεια των κοινωνικών λειτουργών ήταν να πείσουν τις οικογένειες να δώσουν μια συνέχεια στην εκπαίδευση των παιδιών τους, και αφού οι ίδιοι δεν μπορούν να τα βοηθήσουν στα μαθήματα να τα βοηθούν οι ειδικοί. Ετσι, για όλα τα παιδιά άνω των 7 ετών ο σύλλογος είχε οργανώσει συμπληρωματικά μαθήματα ελληνικής γλώσσας.
Τις Παρασκευές επιπλέον διοργανώνονταν θεατρικές βραδιές, μαθήματα μουσικής και άλλες παρόμοιες δραστηριότητες για να τραβήξουν το ενδιαφέρον των παιδιών. Ειδικοί ψυχολόγοι παρακολουθούσαν τα παιδιά, ενώ οι γονείς καλούνταν μία φορά τον μήνα για να ενημερωθούν για την πρόοδό τους.
Παράλληλα οργανώνονταν τακτικοί εμβολιασμοί των παιδιών, αφού, λόγω των πολλών προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο οικισμός, είχαν σημειωθεί αρκετά κρούσματα ηπατίτιδας και μηνιγγίτιδας στα παιδιά του Δροσερού.
Η άνθιση που οφειλόταν στη στήριξη -οικονομική και ηθική- της ελληνικής πολιτείας αιφνιδιαστικά κόπηκε. Αποτέλεσμα ήταν να σταματήσουν σχεδόν όλες οι δραστηριότητες του συλλόγου και να αρχίσει να φυλλορροεί και πάλι η συμμετοχή των μαθητών στο σχολείο.
Ενα τεράστιο «γιατί» ζωγραφίζεται στα μάτια όλων των κατοίκων του Δροσερού, ανηλίκων και ενηλίκων. Το είδαμε στα μάτια των παιδιών που έπαιζαν μπάλα και έτρεξαν να μας συναντήσουν μήπως και μάθουν κάποιο νέο για τη δασκάλα τους που ξαφνικά χάθηκε από το «φροντιστήριο», όπως λένε την ενισχυτική διδασκαλία. Το έθεσαν ανοιχτά και οι ενήλικες που είχαν εμπιστευθεί το σύστημα που αναπτύχθηκε και ήταν σίγουροι ότι τα παιδιά τους είναι σε «καλά χέρια».
Το είδαμε στα μάτια της Σαμπιχά, που δεν σταμάτησε ούτε λεπτό να μιλάει για τα πεπραγμένα του συλλόγου γυναικών. Μια δράση που έχει βραβεύσει ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας τον Νοέμβριο του 2007 ως αναγνώριση για το έργο που προσφέρουν. Ηταν η πρώτη φορά που μια γυναίκα Ρομά μίλησε στο παλιό κτίριο του Κοινοβουλίου και κάλεσε δημοσίως την ελληνική κοινωνία να στηρίξει την πρόοδο των παιδιών των Ρομά, να ενταχθούν ομαλά στην κοινωνία στην οποία ανήκουν: στην ελληνική κοινωνία.
Το ερώτημα είναι πώς και γιατί αυτή η προσπάθεια σταμάτησε να στηρίζεται από την ελληνική πολιτεία.
ΙΩΑΝΝΑ ΗΛΙΑΔΗ
ΠΡΕΖΑ TV
21-2-2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου