Κυριακή, Αυγούστου 29, 2010

ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ:Ο ΑΓΓΕΛΟΣ ΦΡΑΝΤΖΉΣ ΕΞΗΓΕΊ ΠΏΣ ΓΎΡΙΣΕ ΜΕ ΜΙΑ ΑΠΛΉ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΉ ΜΗΧΑΝΉ ΈΝΑ ΕΡΩΤΙΚΌ ΠΑΡΑΜΎΘΙ, ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΉΘΗΚΕ ΣΕ ΣΗΜΑΝΤΙΚΆ ΔΙΕΘΝΉ ΦΕΣΤΙΒΑΛ

Τρία νέα παιδιά, χαμένα μέσα στη φύση, εξερευνούν τα όρια της σεξουαλικότητάς τους, απαλλαγμένα από κοινωνικές συμβάσεις και ταμπού. Σαν τους πρωτόπλαστους. Μόνο που στη νέα ταινία του Αγγελου Φραντζή «Μέσα στο δάσος» οι «πρωτόπλαστοι» δεν είναι δύο, αλλά τρεις: δύο αγόρια κι ένα κορίτσι. Και δεν βλέπουν την ομοφυλοφιλία ως αμαρτία... Σε αυτήν την αισθησιακή εκδοχή του παιδικού παραμυθιού «Χάνσελ και Γκρέτελ», που στις 23 Σεπτεμβρίου θα προβληθεί στις «Νύχτες Πρεμιέρας Conn-x» και στις 30 θα βγει στις αίθουσες, ο 39χρονος σκηνοθέτης πέτυχε κάτι σημαντικό: να γυρίσει μια όμορφη εικαστικά ταινία γύρω από την επιθυμία, με μια ψηφιακή φωτογραφική μηχανή των 190 ευρώ. Το παράδειγμά του μάλλον θα ακολουθήσουν πολλοί.
Επί δύο μήνες, ο Φραντζής και οι ηθοποιοί του κοιμόντουσαν σε σκηνές που είχαν στήσει σε δύσβατες ορεινές περιοχές (από τον Φρακτό και το Παρανέστι μέχρι τον Βοϊδομάτη και τη Φακίστρα). Ξυπνούσαν στις τέσσερις τα χαράματα για να αιχμαλωτίσουν το πρωινό φως, μαγείρευαν παρέα, έτρωγαν μπροστά στη φωτιά και αυτοσχεδίαζαν, διαμορφώνοντας από κοινού το σενάριο. Μαζί τους, ένα τετραμελές συνεργείο.

Μια πρώτη γεύση από την ταινία πήραμε πέρυσι στο Φεστιβάλ Αθηνών σε μια κινηματογραφική περφόρμανς που «πατούσε» πάνω στο φιλμ. Στην «Πειραιώς 260» χρησιμοποιήθηκε μάλιστα το ίδιο παραμυθένιο, κόκκινο σπιτάκι αλά Χάνσελ και Γκρέτελ που ο Φραντζής είχε στήσει για τα γυρίσματα στην καρδιά του δάσους.

Την 1η Οκτωβρίου μία ακόμα εκδοχή της ταινίας, υπό τη μορφή βιντεο-εγκατάστασης σε 12 οθόνες και με τον τίτλο «This is not a love song», θα παρουσιαστεί στην γκαλερί Beton 7.
Παρακολουθήσαμε την ταινία στο μποέμ σπίτι του Αγγέλου Φραντζή στα Εξάρχεια. Γείτονάς του στην ίδια πολυκατοικία, ο Αλέξανδρος Βούλγαρης, και παρακάτω, στον ίδιο δρόμο, ο Πάνος Κούτρας. Εκεί κοντά ζουν και ο Φίλιππος Τσίτος με την Εύα Στεφανή. «Μια βόλτα να κάνεις τους συναντάς όλους», μας λέει ο νέος σκηνοθέτης. «Νέος; Στην Ελλάδα μας κατατάσσουν στο νέο αίμα, αλλά, μην ξεχνάς, είμαστε σαραντάρηδες πια», λέει γελώντας.
Δεν θεωρεί πάντως τυχαία την επιτυχία που σημειώνουν τελευταία οι Ελληνες στο εξωτερικό (ανάμεσά τους και ο ίδιος, αφού η ταινία του ταξίδεψε από το Ρότερνταμ μέχρι το Μόναχο). «Εδώ και κάποια χρονιά υπάρχουν κινηματογραφιστές που τολμούν κάτι καινούριο. Που κάνουν πιο ενδιαφέρουσες ταινίες με μια άλλη κινηματογραφική φόρμα. Κι όμως, στις πρώτες μας προσπάθειες κάποιοι χλευαστήκαμε. Θυμίζω κάποιες απαξιωτικές κριτικές για την πρώτη ταινία της Τσαγγάρη, ή τον "Μουσακά" του Κούτρα. Τώρα, βλέπεις, "νομιμοποιήθηκαν" διά μέσου της αποδοχής τους στο εξωτερικό...».

Με αφήνει μόνη για να δω την ταινία: Τρία παιδιά. Δεν ξέρουμε πού ακριβώς βρίσκονται και πώς βρέθηκαν εκεί. Δεν ξέρουμε τίποτε γι' αυτά. Γύρω τους, μεγάλοι κορμοί δέντρων, ποτάμια, καταρράκτες, ορεινές λίμνες, μια απομονωμένη παραλία. Λιγοστοί διάλογοι, φυσικοί ήχοι, πανσεξουαλικότητα, παιγνιώδης διάθεση που εναλλάσσεται με τον φόβο. Ζήλια. Η κυριαρχία του ενστίκτου. Η κάμερα σχεδόν αγγίζει τα πρόσωπα. Οι ερωτικές σκηνές τολμηρές -οι δε ομοφυλοφιλικές ακραίες. Μία από αυτές διαδραματίζεται σε ένα εγκαταλειμμένο εκκλησάκι, μπροστά σε ένα μανουάλι. Ενα από τα δύο αγόρια αυνανίζεται υπό το φως των κεριών. Θά 'λεγε κανείς πως η σκηνή δημιουργήθηκε για να προκαλέσει. Ή μήπως να σχολιάσει την άρνηση της θρησκείας για κάθε μορφή ηδονής;
«Κάθε άλλο», θα μου πει αργότερα. «Δεν ήταν η πρόθεσή μου αυτή, αν και βγάζω φλύκταινες με τη θρησκοληψία. Ηθελα να δείξω πως η θρησκευτική έκσταση και λατρεία θυμίζουν σε ένταση την ερωτική έκσταση. Εκείνη τη στιγμή ο άνθρωπος ξεπερνά το εγώ. Στο μπλογκ της ταινίας θα βρείτε κι ένα σχετικό ταινιάκι μου, το "Fragments of Prayers": έχω πάρει κομμάτια από πορνογραφικό υλικό, δείχνοντας μόνο τα πρόσωπα τη στιγμή της εκσπερμάτωσης, και αποκαλύπτω πόσο θυμίζουν ανθρώπους που προσεύχονται. Είναι τρομερά λανθασμένη η ερμηνεία του χριστιανισμού. Ξέρετε πως σε άλλες, ανατολικές θρησκείες υπάρχουν σωματικές ασκήσεις που συνδέουν την σαρκική έκσταση με το θείο;».

Η σκηνή ήταν δύσκολη. «Τραβάγαμε τα παιδιά επί τρεις ώρες. Κι εγώ δεν έδινα καμία απολύτως οδηγία».
Πώς προέκυψε αλήθεια η έμπνευσή του για μια τέτοια ταινία; «Ξεκίνησε από κάτι πολύ βιωματικό. Είμαι μπαϊσέξουαλ κι έχω πολλά κοινά και με τους τρεις ήρωες», εξομολογείται.
Ολη η ταινία βασίζεται στην πεποίθησή του πως «η φύση της επιθυμίας προϋποθέτει τρεις και όχι δυο. Εννοώ πως η επιθυμία συνήθως διαμεσολαβείται. Αν το σκεφτείς, δεν επιθυμούμε κάποιον ή κάτι κατευθείαν, αλλά μέσω κάποιου άλλου υποκειμένου. Και δεν εννοώ απαραίτητα ένα υπαρκτό πρόσωπο, αλλα ίσως κάτι από το παρελθόν μας. Πάρτε τη σχέση δύο αδερφών. Ο μικρότερος μιμείται τον μεγαλύτερο για να βιώσει τον δικό του έρωτα για τη μαμά του. Αυτή η τρίτη διάσταση στην επιθυμία διαποτίζει όλη τη μεγάλη λογοτεχνία του 19ου αιώνα: από τον Ντοστογιέφκσι έως τον Προυστ».

Ηταν δύσκολο για τους ηθοποιούς του. «Απίστευτα δύσκολο. Να εκφράζουν τα πάντα σχεδόν χωρίς διαλόγους. Κάναμε επί μήνες πρόβες εδώ στο σπίτι. Εμοιαζε με γκρουπ θέραπι».
Η ηθοποιός Κάτια Γκουλιώνη, ο Ιάκωβος Καμχής και ο βέλγος μουσικός Νατάν Πισόρ δεν είχαν την παραμικρή κινηματογραφική εμπειρία. Τους έριξε στα βαθιά. Η εκφραστική πρωταγωνίστριά του, που το χειμώνα θα δούμε στο θέατρο «Τόπος Αλλού» σε ένα έργο του Μάμετ, το παραδέχεται: «Ηταν δύσκολο να παίζω με μια κάμερα συνεχώς κολλημένη στο πρόσωπό μου. Και μου έλειπε να μιλάω, γιατί γενικώς μιλώ πολύ (γέλια). Επρεπε να πετύχω κάτι πολύ αφαιρετικό, χωρίς όμως να μείνει ένα τίποτα». Κι έπρεπε να συμμετάσχει σε τολμηρές σκηνές. «Εγώ, που δεν τολμώ ούτε γυμνισμό να κάνω. Ντρεπόμουν και φοβόμουν. Το δυσκολότερο, όμως, ήταν πως στα γυρίσματα δεν μπορούσα να απομονωθώ στιγμή».

Αναρωτιέμαι πώς στο καλό ο Φραντζής κατάφερε να γυρίσει τόσο καλοφωτισμένες σκηνές με το βίντεο μιας απλής φωτογραφικής μηχανής: μιας ασημί Casio των 7,2 megapixels. Στο γύρισμα είχε τρεις τέτοιες, ένα λάπτοπ κι έναν ηχητικό εγγραφέα. «Χρησιμοποίησα μόνο φυσικό φωτισμό: το φως των κεριών, της φωτιάς, ενός φακού, του χαράματος. Το καλό βέβαια με αυτήν την κάμερα είναι πως είχε και δυνατότητα χειροκίνητων λειτουργιών. Μπορούσα, δηλαδή, να παίξω με το νετ και το φλου. Χρησιμοποίησα πολύ το φλου».

Οι Γερμανοί, που αγκάλιασαν την ταινία (βρήκε διανομή εκεί), παρατήρησαν πως ο Φραντζής «χρησιμοποίησε ένα μέσο που δεν είναι φτιαγμένο για εικαστικές αναζητήσεις και μετέτρεψε τις ατέλειές του σε προτερήματα». Ανέκαθεν άλλωστε, δημιουργούσε κινηματογραφικούς κόσμους παράλογους και ονειρικούς που περισσότερο αισθάνεσαι, παρά κατανοείς. Στην προηγούμενη ταινία του, το «Ονειρο του σκύλου», είχε μεταμορφώσει τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη σε σκύλο, ενώ στην πρώτη του, το «χειροποίητο» «Polaroid», κάτι μεταξύ μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ, έδειχνε την καθημερινότητα των φίλων του σαν να αποτυπώνεται πάνω σε χιλιάδες φωτογραφίες. Την αίσθηση του «χειροποίητου» σου δίνει και το «Μέσα στο δάσος»!

«Αυτή η πολύ μικρή κάμερα που χωρούσε στα δύο μου δάχτυλα», εξηγεί, «μου επέτρεπε μικρές κινήσεις κοντά στα σώματα, στους κορμούς, μέσα στη φύση. Στην ουσία, όρισε έναν άλλο τρόπο κινηματογραφικής γραφής. Μου επέτρεψε να ακολουθώ τα σώματα όχι σαν ηδονοβλεψίας, αλλά σαν εφαψίας...».

Της ΕΥΑΝΝΑΣ ΒΕΝΑΡΔΟΥ

ΠΡΕΖΑ TV
29-8-2010

Δεν υπάρχουν σχόλια: