Ηταν μια σημαντική πολιτική τοποθέτηση, που θα την είχαν επικροτήσει ακόμα και οι πατέρες-ιδρυτές των Ηνωμένων Πολιτειών. Στις 21 Ιανουαρίου 2010, η Χίλαρι Κλίντον εκφωνούσε μια ομιλία για την ελευθερία στο Διαδίκτυο. Επικρίνοντας τις κοινωνίες που «έχουν υψώσει ηλεκτρονικά τείχη για να εμποδίσουν την πρόσβαση των κατοίκων τους σε μέρος των παγκόσμιων δικτύων και έχουν καταργήσει λέξεις, ονόματα και φράσεις των αποτελεσμάτων των μηχανών αναζήτησης», η αμερικανίδα υπουργός Εξωτερικών επαναλάμβανε την πεποίθηση του προέδρου Ομπάμα: «Οσο πιο ελεύθερα διακινείται η πληροφορία τόσο πιο ισχυρή είναι μια κοινωνία».
Υπέροχη τοποθέτηση, ωστόσο, όπως κάποιοι καλόκαρδοι άνθρωποι μόλις τους κλέψουν το κινητό στον δρόμο μεταμορφώνονται σε υποστηρικτές της επαναφοράς της θανατικής ποινής, έτσι και η Χ. Κλίντον, μόλις έπεσε θύμα πειρατείας, ανακοίνωσε την πρόθεσή της να ασκήσει... ποινική δίωξη κατά της οργάνωσης του Τζούλιαν Ασάντζ. Το έγκλημά του; Αποκαλύπτοντας, μεταξύ άλλων, ότι η Χ. Κλίντον είχε ζητήσει από τους αμερικανούς διπλωμάτες στα Ηνωμένα Εθνη να κατασκοπεύουν τους υπαλλήλους του οργανισμού και να συγκεντρώνουν περισσότερα βιομετρικά δεδομένα τους, κωδικούς πρόσβασης κ.λπ., το WikiLeaks έθετε σε κίνδυνο «τη διεθνή κοινότητα».
Ο ΝΕΟΣ «ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΗΣ»
Οι πολιτικοί σχολιαστές, ανεξαρτήτως πολιτικής προέλευσης, κατελήφθησαν ξαφνικά από ιερή οργή και εξόρμησαν στα τηλεοπτικά πάνελ για να απαιτήσουν «να καθαρίσουμε παράνομα αυτό το καθίκι» (Μπομπ Μπέκελ του Fox News), να διωχθεί για «τρομοκρατία» (Πίτερ Κινγκ της Επιτροπής Εσωτερικής Ασφάλειας) ή ακόμα και να χαρακτηριστεί «μαχητής του εχθρού», όπως οι κρατούμενοι του Γκουαντάναμο (Νιουτ Τζίνγκριχ).
Οταν ίδρυε το WikiLeaks, ο Τζούλιαν Ασάντζ επιθυμούσε να φέρει στο φως «συνωμοσίες», μυστικές συμφωνίες μεταξύ των ισχυρών εν αγνοία της κοινής γνώμης. Και ανταμείφθηκε... Στις ημέρες που ακολούθησαν τη δημοσίευση των εγγράφων, η Κίνα απαγόρευσε την πρόσβαση στον διαδικτυακό του τόπο. Η αμερικανική κυβέρνηση συνέστησε στους φοιτητές να μην τον αναφέρουν στα blogs τους και η πολεμική αεροπορία απαγόρευσε στο προσωπικό της να μπαίνει στους διαδικτυακούς τόπους των «New York Times», του «Spiegel» και του «Guardian», που αναδημοσίευαν τα εν λόγω έγγραφα.
Είδαμε τους τέσσερις κύριους τραπεζικούς οργανισμούς που δραστηριοποιούνται στο Διαδίκτυο να αρνούνται τη μεταφορά χρηματικών ποσών στην οργάνωση του Ασάντζ. Η Visa, η Mastercard, η Bank of America και η Paypal απέδειξαν έτσι ότι είναι «εργαλεία της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής» σχολίαζε ο ίδιος. Χωρίς κανένα απολύτως νομικό έρεισμα, η PostFinance, τράπεζα θυγατρική των ελβετικών ταχυδρομείων, έκλεισε με τη σειρά της τον λογαριασμό του αυστραλού χάκερ.
Είδαμε το Tableau Software -μια ιστοσελίδα που επιτρέπει την οπτικοποίηση των δεδομένων- να λογοκρίνει μια απλή ανακεφαλαίωση των «διαρροών». Είδαμε το Amazon, που ο νόμος το απαλλάσσει από την ευθύνη για το περιεχόμενο που δημοσιεύουν τρίτοι μέσω αυτού, να κλείνει τον λογαριασμό του WikiLeaks. Και, όταν η οργάνωση νοίκιασε διακομιστές σε μια γαλλική πλατφόρμα, το OVH, είδαμε τον Ερίκ Μπεσόν, υπουργό Ψηφιακής Οικονομίας -ο οποίος είχε αναλάβει λίγους μήνες νωρίτερα να υπερασπιστεί την εθνική ταυτότητα της Γαλλίας- να ζητάει από το Γενικό Συμβούλιο της Βιομηχανίας, της Ενέργειας και των Τεχνολογιών (CGIET) να υποδείξουν «το ταχύτερο δυνατόν τους τρόπους για να μπει τέλος στη φιλοξενία του ιστότοπου στη Γαλλία».
Είδαμε ακόμα το EveryDNS -ένα αρχείο το οποίο ασχολείται με την παροχή πληροφοριών σχετικά με το πού βρίσκεται μια διεύθυνση του Διαδικτύου- να σβήνει από τον χάρτη το όνομα WikiLeaks.org. Εγινε εκμετάλλευση όλων των αδυναμιών του Διαδικτύου (τα σημεία συγκέντρωσής του, η εξάρτησή του από τις ΗΠΑ) και όλων των μεθόδων καταναγκασμού, τις οποίες οι «απελευθερωτές του Διαδικτύου», επικαλούμενοι συχνά ανύπαρκτους κινδύνους, είχαν θέσει σε λειτουργία από χρόνια.
ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ
Η δαιμονοποίηση του εκπροσώπου του WikiLeaks επρόκειτο να ενισχυθεί με την απαγγελία κατηγοριών εναντίον του, στη Σουηδία, για σεξουαλική βία, την οποία ο Ασάντζ απορρίπτει ως «σκευωρία με πολιτικά κίνητρα». Ετσι άρχισε ένα παράξενο ανθρωποκυνηγητό για να καταθέσει ο Αυστραλός, ο οποίος ζήτησε καταφύγιο στην Αγγλία. Αν το Ηνωμένο Βασίλειο τον εξέδιδε στη Σουηδία γι' αυτή την υπόθεση, η τελευταία θα τον εξέδιδε, άραγε, στις ΗΠΑ για τη δημοσίευση των πληροφοριών; Το ραγδαία εξελισσόμενο σίριαλ εκτόξευσε τον ιδρυτή του WikiLeaks μεταξύ των προσωπικοτήτων της χρονιάς του περιοδικού «Time».
Εχοντας ταυτίσει την οργάνωση με μία και μόνο προσωπικότητα, απέμενε να πεισθούν οι πολίτες ότι αυτό το αμφιλεγόμενο άτομο δεν άξιζε καμία από τις ελευθερίες στο όνομα των οποίων ισχυριζόταν ότι δρούσε. Απ' όπου προκύπτει και το καίριο ερώτημα: δημοσιεύοντας τα έγγραφα που του παρέδωσε κάποιος αμερικανός στρατιωτικός (ο δράστης της πειρατείας πιθανότατα ήταν ο Μπράντλεϊ Μάνινγκ, φυλακισμένος σε απομόνωση από τον Μάιο του 2010, ο οποίος με την κατηγορία αυτή μπορεί να καταδικαστεί σε πενήντα δύο χρόνια φυλακή), το WikiLeaks ενεργούσε ως δημοσιογραφικό όργανο ή ως μηχανισμός κατασκοπίας;
«Για να καταδικάσεις κάποιον για κατασκοπία, πρέπει να αποδείξεις τον δόλο από μέρους του κατηγορουμένου. Με το WikiLeaks αυτό είναι εύκολο» ισχυρίστηκε στη «Wall Street Journal» (9/12) ο νεοσυντηρητικός Γκάμπριελ Σένφελντ. Η προσπάθεια του εκπροσώπου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Φίλιπ Κρόουλι, επικεντρώθηκε στο να αποδείξει ότι το WikiLeaks «δεν είναι δημοσιογραφικό όργανο». Αν το WikiLeaks ασκεί μονάχα κατασκοπία, η καταδίκη του δεν θα συνιστούσε παραβίαση της ελευθερίας του τύπου. «Ο Ασάντζ κυνηγάει, όπως αποδεικνύεται περίτρανα, έναν συγκεκριμένο πολιτικό στόχο μέσω των δραστηριοτήτων του και πιστεύω ότι αυτό του στερεί το δικαίωμα να θεωρείται δημοσιογράφος» πρόσθετε ο Κρόουλι.
Αυτή η προσέγγιση της «απολίτικης» δημοσιογραφίας έχει ήδη δοκιμαστεί στη δίκη των Pentagon Papers. Το 1971, ο στρατιωτικός αναλυτής Ντάνιελ Ελσμπεργκ αποκάλυπτε στους «New York Times» επτά χιλιάδες σελίδες μιας μυστικής μελέτης που είχε φωτοτυπήσει και βγάλει από το Πεντάγωνο και η οποία αποδείκνυε πως η κυβέρνηση Τζόνσον «είχε πει συστηματικά ψέματα όχι μόνο στον λαό αλλά και στο Κογκρέσο» σχετικά με τον πόλεμο του Βιετνάμ. Οι κυβερνητικές προσπάθειες να παρεμποδίσουν τη δημοσίευση έφθασαν μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο, που τελικά αποφάνθηκε υπέρ της ελευθερίας του τύπου.
Εκτοτε, τα ψέματα πολλαπλασιάστηκαν. Ο πόλεμος των ΗΠΑ εναντίον του Ιράκ έγινε στη βάση κατασκευασμένων αποδείξεων. Σύμφωνα με τη «Washington Post», ο αριθμός των εγγράφων που χαρακτηρίστηκαν απόρρητα εκτοξεύθηκε από 5,6 εκατομμύρια το 1996 σε... 54,6 εκατομμύρια το 2009.
Του PHILIPPE RIVIERE
ΠΡΕΖΑ TV
13-2-2011
Υπέροχη τοποθέτηση, ωστόσο, όπως κάποιοι καλόκαρδοι άνθρωποι μόλις τους κλέψουν το κινητό στον δρόμο μεταμορφώνονται σε υποστηρικτές της επαναφοράς της θανατικής ποινής, έτσι και η Χ. Κλίντον, μόλις έπεσε θύμα πειρατείας, ανακοίνωσε την πρόθεσή της να ασκήσει... ποινική δίωξη κατά της οργάνωσης του Τζούλιαν Ασάντζ. Το έγκλημά του; Αποκαλύπτοντας, μεταξύ άλλων, ότι η Χ. Κλίντον είχε ζητήσει από τους αμερικανούς διπλωμάτες στα Ηνωμένα Εθνη να κατασκοπεύουν τους υπαλλήλους του οργανισμού και να συγκεντρώνουν περισσότερα βιομετρικά δεδομένα τους, κωδικούς πρόσβασης κ.λπ., το WikiLeaks έθετε σε κίνδυνο «τη διεθνή κοινότητα».
Ο ΝΕΟΣ «ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΗΣ»
Οι πολιτικοί σχολιαστές, ανεξαρτήτως πολιτικής προέλευσης, κατελήφθησαν ξαφνικά από ιερή οργή και εξόρμησαν στα τηλεοπτικά πάνελ για να απαιτήσουν «να καθαρίσουμε παράνομα αυτό το καθίκι» (Μπομπ Μπέκελ του Fox News), να διωχθεί για «τρομοκρατία» (Πίτερ Κινγκ της Επιτροπής Εσωτερικής Ασφάλειας) ή ακόμα και να χαρακτηριστεί «μαχητής του εχθρού», όπως οι κρατούμενοι του Γκουαντάναμο (Νιουτ Τζίνγκριχ).
Οταν ίδρυε το WikiLeaks, ο Τζούλιαν Ασάντζ επιθυμούσε να φέρει στο φως «συνωμοσίες», μυστικές συμφωνίες μεταξύ των ισχυρών εν αγνοία της κοινής γνώμης. Και ανταμείφθηκε... Στις ημέρες που ακολούθησαν τη δημοσίευση των εγγράφων, η Κίνα απαγόρευσε την πρόσβαση στον διαδικτυακό του τόπο. Η αμερικανική κυβέρνηση συνέστησε στους φοιτητές να μην τον αναφέρουν στα blogs τους και η πολεμική αεροπορία απαγόρευσε στο προσωπικό της να μπαίνει στους διαδικτυακούς τόπους των «New York Times», του «Spiegel» και του «Guardian», που αναδημοσίευαν τα εν λόγω έγγραφα.
Είδαμε τους τέσσερις κύριους τραπεζικούς οργανισμούς που δραστηριοποιούνται στο Διαδίκτυο να αρνούνται τη μεταφορά χρηματικών ποσών στην οργάνωση του Ασάντζ. Η Visa, η Mastercard, η Bank of America και η Paypal απέδειξαν έτσι ότι είναι «εργαλεία της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής» σχολίαζε ο ίδιος. Χωρίς κανένα απολύτως νομικό έρεισμα, η PostFinance, τράπεζα θυγατρική των ελβετικών ταχυδρομείων, έκλεισε με τη σειρά της τον λογαριασμό του αυστραλού χάκερ.
Είδαμε το Tableau Software -μια ιστοσελίδα που επιτρέπει την οπτικοποίηση των δεδομένων- να λογοκρίνει μια απλή ανακεφαλαίωση των «διαρροών». Είδαμε το Amazon, που ο νόμος το απαλλάσσει από την ευθύνη για το περιεχόμενο που δημοσιεύουν τρίτοι μέσω αυτού, να κλείνει τον λογαριασμό του WikiLeaks. Και, όταν η οργάνωση νοίκιασε διακομιστές σε μια γαλλική πλατφόρμα, το OVH, είδαμε τον Ερίκ Μπεσόν, υπουργό Ψηφιακής Οικονομίας -ο οποίος είχε αναλάβει λίγους μήνες νωρίτερα να υπερασπιστεί την εθνική ταυτότητα της Γαλλίας- να ζητάει από το Γενικό Συμβούλιο της Βιομηχανίας, της Ενέργειας και των Τεχνολογιών (CGIET) να υποδείξουν «το ταχύτερο δυνατόν τους τρόπους για να μπει τέλος στη φιλοξενία του ιστότοπου στη Γαλλία».
Είδαμε ακόμα το EveryDNS -ένα αρχείο το οποίο ασχολείται με την παροχή πληροφοριών σχετικά με το πού βρίσκεται μια διεύθυνση του Διαδικτύου- να σβήνει από τον χάρτη το όνομα WikiLeaks.org. Εγινε εκμετάλλευση όλων των αδυναμιών του Διαδικτύου (τα σημεία συγκέντρωσής του, η εξάρτησή του από τις ΗΠΑ) και όλων των μεθόδων καταναγκασμού, τις οποίες οι «απελευθερωτές του Διαδικτύου», επικαλούμενοι συχνά ανύπαρκτους κινδύνους, είχαν θέσει σε λειτουργία από χρόνια.
ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΤΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ
Η δαιμονοποίηση του εκπροσώπου του WikiLeaks επρόκειτο να ενισχυθεί με την απαγγελία κατηγοριών εναντίον του, στη Σουηδία, για σεξουαλική βία, την οποία ο Ασάντζ απορρίπτει ως «σκευωρία με πολιτικά κίνητρα». Ετσι άρχισε ένα παράξενο ανθρωποκυνηγητό για να καταθέσει ο Αυστραλός, ο οποίος ζήτησε καταφύγιο στην Αγγλία. Αν το Ηνωμένο Βασίλειο τον εξέδιδε στη Σουηδία γι' αυτή την υπόθεση, η τελευταία θα τον εξέδιδε, άραγε, στις ΗΠΑ για τη δημοσίευση των πληροφοριών; Το ραγδαία εξελισσόμενο σίριαλ εκτόξευσε τον ιδρυτή του WikiLeaks μεταξύ των προσωπικοτήτων της χρονιάς του περιοδικού «Time».
Εχοντας ταυτίσει την οργάνωση με μία και μόνο προσωπικότητα, απέμενε να πεισθούν οι πολίτες ότι αυτό το αμφιλεγόμενο άτομο δεν άξιζε καμία από τις ελευθερίες στο όνομα των οποίων ισχυριζόταν ότι δρούσε. Απ' όπου προκύπτει και το καίριο ερώτημα: δημοσιεύοντας τα έγγραφα που του παρέδωσε κάποιος αμερικανός στρατιωτικός (ο δράστης της πειρατείας πιθανότατα ήταν ο Μπράντλεϊ Μάνινγκ, φυλακισμένος σε απομόνωση από τον Μάιο του 2010, ο οποίος με την κατηγορία αυτή μπορεί να καταδικαστεί σε πενήντα δύο χρόνια φυλακή), το WikiLeaks ενεργούσε ως δημοσιογραφικό όργανο ή ως μηχανισμός κατασκοπίας;
«Για να καταδικάσεις κάποιον για κατασκοπία, πρέπει να αποδείξεις τον δόλο από μέρους του κατηγορουμένου. Με το WikiLeaks αυτό είναι εύκολο» ισχυρίστηκε στη «Wall Street Journal» (9/12) ο νεοσυντηρητικός Γκάμπριελ Σένφελντ. Η προσπάθεια του εκπροσώπου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, Φίλιπ Κρόουλι, επικεντρώθηκε στο να αποδείξει ότι το WikiLeaks «δεν είναι δημοσιογραφικό όργανο». Αν το WikiLeaks ασκεί μονάχα κατασκοπία, η καταδίκη του δεν θα συνιστούσε παραβίαση της ελευθερίας του τύπου. «Ο Ασάντζ κυνηγάει, όπως αποδεικνύεται περίτρανα, έναν συγκεκριμένο πολιτικό στόχο μέσω των δραστηριοτήτων του και πιστεύω ότι αυτό του στερεί το δικαίωμα να θεωρείται δημοσιογράφος» πρόσθετε ο Κρόουλι.
Αυτή η προσέγγιση της «απολίτικης» δημοσιογραφίας έχει ήδη δοκιμαστεί στη δίκη των Pentagon Papers. Το 1971, ο στρατιωτικός αναλυτής Ντάνιελ Ελσμπεργκ αποκάλυπτε στους «New York Times» επτά χιλιάδες σελίδες μιας μυστικής μελέτης που είχε φωτοτυπήσει και βγάλει από το Πεντάγωνο και η οποία αποδείκνυε πως η κυβέρνηση Τζόνσον «είχε πει συστηματικά ψέματα όχι μόνο στον λαό αλλά και στο Κογκρέσο» σχετικά με τον πόλεμο του Βιετνάμ. Οι κυβερνητικές προσπάθειες να παρεμποδίσουν τη δημοσίευση έφθασαν μέχρι το Ανώτατο Δικαστήριο, που τελικά αποφάνθηκε υπέρ της ελευθερίας του τύπου.
Εκτοτε, τα ψέματα πολλαπλασιάστηκαν. Ο πόλεμος των ΗΠΑ εναντίον του Ιράκ έγινε στη βάση κατασκευασμένων αποδείξεων. Σύμφωνα με τη «Washington Post», ο αριθμός των εγγράφων που χαρακτηρίστηκαν απόρρητα εκτοξεύθηκε από 5,6 εκατομμύρια το 1996 σε... 54,6 εκατομμύρια το 2009.
Του PHILIPPE RIVIERE
ΠΡΕΖΑ TV
13-2-2011
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου