Το τεράστιο διοικητικό κόστος επικαλείται το υπουργείο Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, στην πρόταση να διατίθεται το υλικό που κατάσχεται από την ΕΛΑΣ και τη Δημοτική Αστυνομία σε ιδρύματα και άπορους, δεδομένης της οικονομικής κρίσης. Έγγραφο του αναπληρωτή υπουργού Ανάπτυξης Σωκράτη Ξυνίδη το οποίο διαβιβάστηκε στη Βουλή προς απάντηση ερώτησης του ανεξάρτητου βουλευτή Γιώργου Κοντογιάννη, αναφέρει ότι «η αξιοποίηση των κατασχεμένων προϊόντων, όσο κι αν έχει μελετηθεί και αν αποτελεί μία πρωτοβουλία κοινωνικής πρόνοιας, δημιουργεί ουσιώδη προβλήματα».
Όπως ειδικότερα επισημαίνει ο κ. Ξυνίδης, το κατασχεμένο υλικό θα πρέπει σε πρώτο στάδιο να αποθηκεύεται και να καταγράφεται και σε δεύτερο στάδιο να πιστοποιείται η ασφάλεια τους, με ενδελεχείς ελέγχους ποιότητας. Ο αναπληρωτής υπουργός χαρακτηρίζει δυσχερές το πρώτο στάδιο ενώ για το δεύτερο στάδιο επισημαίνει ότι τα εν λόγω προϊόντα σπανίως συνοδεύονται από πιστοποιητικά ασφαλείας.
«Μια τέτοια διαδικασία, όσο σκόπιμη και να είναι προς όφελός ιδρυμάτων και των αντίστοιχων αναγκών που υφίστανται, θα δημιουργήσει τεράστιο διοικητικό κόστος, αν αναλογιστεί κανείς πως απαιτούνται χώροι αποθήκευσης, ειδικοί επιστήμονες για την πιστοποίηση, κόστη διατήρησης κ.α.», σημειώνει ο κ. Ξυνίδης και προσθέτει ότι «ο χρόνος που θα απαιτείται κάθε φορά για να περατωθεί μία τέτοια διαδικασία, θα αυξήσει το χρόνο απασχόλησης του προσωπικού, που τη δεδομένη χρονική στιγμή πρέπει να διατίθεται κατά προτεραιότητα για την πάταξη του παραεμπορίου αυτή καθεαυτή».
Τέλος ο αναπληρωτής υπουργός επισημαίνει ότι υφίσταται μεγάλος κίνδυνος να υπάρξουν διαρροές με επαναδιακίνηση των παράνομων προϊόντων, δεδομένου ότι η εμπορική τους αξία θα διαιωνίζεται, και ο όγκος και ο αριθμός των κατασχεμένων είναι τόσο μεγάλος που είναι αδύνατον να ελέγχεται συνεχώς για την ακρίβεια του.
Το έγγραφο διαβιβάστηκε στη Βουλή προς απάντηση ερώτησης του ανεξάρτητου βουλευτή που στηρίζει τη Δημοκρατική Συμμαχία Γιώργου Κοντογιάννη με την οποία έχει προτείνει αλλαγή της νομοθεσίας, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα χρησιμοποίησης των κατασχεμένων υλικών -εφόσον αυτά κρίνονται κατάλληλα από τις αρμόδιες υπηρεσίες- από αναγνωρισμένα ιδρύματα της Πολιτείας, των δήμων ή της Εκκλησίας, που αναπτύσσουν φιλανθρωπικό έργο.
Ο κ. Κοντογιάννης έχει απευθύνει την ερώτησή του και στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και σύμφωνα με τη θέση που διατυπώνει ο αρμόδιος υπουργός Χρήστος Παπουτσής, «η απόδοση των κατασχεμένων προϊόντων σε δήμους, εκκλησίες και κοινωφελείς οργανισμούς, δεδομένης της δύσκολης οικονομικής συγκυρίας που πλήττει τη χώρα μας, θα αποτελούσε μία κοινωνική δράση, που θα βοηθούσε σημαντικά το έργο αυτών, πλην όμως, το ζήτημα αυτό εκφεύγει των αρμοδιοτήτων των υπηρεσιών του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας».
Σύμφωνα με την ενημέρωση από τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη, «για την τύχη των κατασχεθέντων πραγμάτων, αποφαίνεται το αρμόδιο δικαστήριο, με την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης. Σε περίπτωση δε, που έχει παρέλθει πενταετία από την κατάσχεσή τους, χωρίς να έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση για την τύχη τους και εφόσον, τα αντικείμενα αυτά είναι άχρηστα, άνευ αξίας ή ευτελούς χρηματικής αξίας, καταστρέφονται με απόφαση τριμελούς επιτροπής, που συγκροτείται από εισαγγελικούς λειτουργούς και υπαλλήλους».
Σε ειδικότερες υποθέσεις λαθρεμπορίας, σύμφωνα με τον Εθνικό Τελωνειακό Κώδικα, τα κατασχεθέντα αντικείμενα, τα οποία δεν εκποιήθηκαν ή δεν διατάχθηκε η απόδοσή τους με απόφαση ποινικού δικαστηρίου, με την παρέλευση τριμήνου της τελεσιδικίας, θεωρούνται εγκαταλελειμμένα και περιέρχονται στην κυριότητα του δημοσίου. Τα εν λόγω αντικείμενα επιτρέπεται να καταστρέφονται ή να διατίθενται, με την επιφύλαξη της διασφάλισης των ίδιων πόρων της ΕΕ, ελεύθερα από φορολογικές και λοιπές επιβαρύνσεις, για την κάλυψη αναγκών των δημοσίων υπηρεσιών ή φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Περαιτέρω, σε υποθέσεις παράνομης διακίνησης και διάθεσης απομιμητικών προϊόντων, ο κ. Παπουτσής, επισημαίνει ότι η νομοθεσία είναι περισσότερο ευέλικτη ώστε τα αντικείμενα αυτά να κατάσχονται και να καταστρέφονται άμεσα.
ΠΡΕΖΑ TV
7-2-2012
Όπως ειδικότερα επισημαίνει ο κ. Ξυνίδης, το κατασχεμένο υλικό θα πρέπει σε πρώτο στάδιο να αποθηκεύεται και να καταγράφεται και σε δεύτερο στάδιο να πιστοποιείται η ασφάλεια τους, με ενδελεχείς ελέγχους ποιότητας. Ο αναπληρωτής υπουργός χαρακτηρίζει δυσχερές το πρώτο στάδιο ενώ για το δεύτερο στάδιο επισημαίνει ότι τα εν λόγω προϊόντα σπανίως συνοδεύονται από πιστοποιητικά ασφαλείας.
«Μια τέτοια διαδικασία, όσο σκόπιμη και να είναι προς όφελός ιδρυμάτων και των αντίστοιχων αναγκών που υφίστανται, θα δημιουργήσει τεράστιο διοικητικό κόστος, αν αναλογιστεί κανείς πως απαιτούνται χώροι αποθήκευσης, ειδικοί επιστήμονες για την πιστοποίηση, κόστη διατήρησης κ.α.», σημειώνει ο κ. Ξυνίδης και προσθέτει ότι «ο χρόνος που θα απαιτείται κάθε φορά για να περατωθεί μία τέτοια διαδικασία, θα αυξήσει το χρόνο απασχόλησης του προσωπικού, που τη δεδομένη χρονική στιγμή πρέπει να διατίθεται κατά προτεραιότητα για την πάταξη του παραεμπορίου αυτή καθεαυτή».
Τέλος ο αναπληρωτής υπουργός επισημαίνει ότι υφίσταται μεγάλος κίνδυνος να υπάρξουν διαρροές με επαναδιακίνηση των παράνομων προϊόντων, δεδομένου ότι η εμπορική τους αξία θα διαιωνίζεται, και ο όγκος και ο αριθμός των κατασχεμένων είναι τόσο μεγάλος που είναι αδύνατον να ελέγχεται συνεχώς για την ακρίβεια του.
Το έγγραφο διαβιβάστηκε στη Βουλή προς απάντηση ερώτησης του ανεξάρτητου βουλευτή που στηρίζει τη Δημοκρατική Συμμαχία Γιώργου Κοντογιάννη με την οποία έχει προτείνει αλλαγή της νομοθεσίας, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα χρησιμοποίησης των κατασχεμένων υλικών -εφόσον αυτά κρίνονται κατάλληλα από τις αρμόδιες υπηρεσίες- από αναγνωρισμένα ιδρύματα της Πολιτείας, των δήμων ή της Εκκλησίας, που αναπτύσσουν φιλανθρωπικό έργο.
Ο κ. Κοντογιάννης έχει απευθύνει την ερώτησή του και στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη και σύμφωνα με τη θέση που διατυπώνει ο αρμόδιος υπουργός Χρήστος Παπουτσής, «η απόδοση των κατασχεμένων προϊόντων σε δήμους, εκκλησίες και κοινωφελείς οργανισμούς, δεδομένης της δύσκολης οικονομικής συγκυρίας που πλήττει τη χώρα μας, θα αποτελούσε μία κοινωνική δράση, που θα βοηθούσε σημαντικά το έργο αυτών, πλην όμως, το ζήτημα αυτό εκφεύγει των αρμοδιοτήτων των υπηρεσιών του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας».
Σύμφωνα με την ενημέρωση από τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη, «για την τύχη των κατασχεθέντων πραγμάτων, αποφαίνεται το αρμόδιο δικαστήριο, με την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης. Σε περίπτωση δε, που έχει παρέλθει πενταετία από την κατάσχεσή τους, χωρίς να έχει εκδοθεί αμετάκλητη δικαστική απόφαση για την τύχη τους και εφόσον, τα αντικείμενα αυτά είναι άχρηστα, άνευ αξίας ή ευτελούς χρηματικής αξίας, καταστρέφονται με απόφαση τριμελούς επιτροπής, που συγκροτείται από εισαγγελικούς λειτουργούς και υπαλλήλους».
Σε ειδικότερες υποθέσεις λαθρεμπορίας, σύμφωνα με τον Εθνικό Τελωνειακό Κώδικα, τα κατασχεθέντα αντικείμενα, τα οποία δεν εκποιήθηκαν ή δεν διατάχθηκε η απόδοσή τους με απόφαση ποινικού δικαστηρίου, με την παρέλευση τριμήνου της τελεσιδικίας, θεωρούνται εγκαταλελειμμένα και περιέρχονται στην κυριότητα του δημοσίου. Τα εν λόγω αντικείμενα επιτρέπεται να καταστρέφονται ή να διατίθενται, με την επιφύλαξη της διασφάλισης των ίδιων πόρων της ΕΕ, ελεύθερα από φορολογικές και λοιπές επιβαρύνσεις, για την κάλυψη αναγκών των δημοσίων υπηρεσιών ή φιλανθρωπικών ιδρυμάτων. Περαιτέρω, σε υποθέσεις παράνομης διακίνησης και διάθεσης απομιμητικών προϊόντων, ο κ. Παπουτσής, επισημαίνει ότι η νομοθεσία είναι περισσότερο ευέλικτη ώστε τα αντικείμενα αυτά να κατάσχονται και να καταστρέφονται άμεσα.
ΠΡΕΖΑ TV
7-2-2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου