Αναφορά στον «τυχαίο» θάνατο της Λαμίς Αμπουνάχι και των δύο παιδιών της, του τριάχρονου Ουντάι και της εννιάμηνης Λαϊάλ, από πυρκαγιά στα βουνά της Σάμου.
Τα χαράματα της 21ης Ιουλίου, φουσκωτό με προέλευση την Τουρκία εγκαταλείπει σε βραχώδη ακτή της Σάμου τον Σύρο πρόσφυγα Ουασίμ Αμπουνάχι, τη σύζυγό του Λαμίς, τα δύο παιδιά τους, Ουντάι και Λαϊάλ, και τους φίλους τους Τζιχάντ Κελάνι και Μοχάμετ Μπασίς.
Οι πρόσφυγες ανεβαίνουν την κατακόρυφη πλαγιά και κρύβονται σε παρακείμενη δασώδη περιοχή μέχρι το βράδυ. Επειδή η Λαμίς είναι άρρωστη και εξαντλημένη, επικοινωνούν με το μοναδικό κινητό τους με το τηλέφωνο ανάγκης των τουρκικών αρχών (7777) και ζητούν βοήθεια – ο Κελάνι μιλάει πολύ καλά αγγλικά.
Οι Τούρκοι, εντοπίζοντας το σήμα του κινητού, τους απαντούν σύντομα και τους ενημερώνουνγια το πού βρίσκονται, δίνοντάς τους το αντίστοιχο νούμερο των ελληνικών αρχών (112). Επειδή οι πρόσφυγες αδυνατούν να συνδεθούν με το συγκεκριμένο κινητό, ζητούν από τους Τούρκους να επικοινωνήσουν απευθείας με τις ελληνικές αρχές. Πράγματι, σε λίγο δέχονται τηλεφώνημα από ελληνικό κινητό, ο Κελάνι εξηγεί στη γυναίκα που βρίσκεται στην άλλη άκρη της γραμμής την τραγικότητα της κατάστασης και συνεννοούνται να ανάψουν μια μικρή φωτιά στην άκρη του βράχου για να τους εντοπίσει το σωστικό σκάφος.
Σε δύο ώρες φτάνει το σκάφος, οι πρόσφυγες ανάβουν τη προσυνεννοημένη μικρή φωτιά, το σκάφος ρίχνει πάνω τους τους προβολείς, ανταλλάσουν νεύματα, οι πρόσφυγες σβήνουν τη φωτιά και μετά από λίγο το σκάφος φεύγει για να επανέλθει έπειτα από είκοσι λεπτά, να ακολουθηθεί η ίδια διαδικασία, χωρίς να ανάψει φωτιά αυτή τη φορά, και στη συνέχεια να αποχωρήσει ανεπιστρεπτί. Μετά από ώρα δέχονται τηλεφώνημα από το ίδιο ελληνικό κινητό και η ίδια γυναίκα τους ενημερώνει ότι ακόμα δεν έχει σταλεί βοήθεια! Δυστυχώς, τελειώνει η μπαταρία του κινητού των προσφύγων και χάνεται κάθε δυνατότητα επικοινωνίας.
Μένουν εκεί την υπόλοιπη νύχτα και τα χαράματα της 22ας, ενώ το νερό έχει τελειώσει προ πολλού και η κατάσταση της Λαμίς επιδεινώνεται, ο Τζιχάντ μένει με τη μητέρα και τα παιδιά, ο Μοχάμετ αναζητά βοήθεια στη στεριά και ο πατέρας κατεβαίνει στη θάλασσα, κολυμπάει, φτάνει σε άλλη ακτή, ανεβαίνει στα βράχια, λιποθυμά και όταν συνέρχεται, βλέπει κοντά ένα ψαροκάικο, κάνει σινιάλα, μάλλον τον αγνοούν, περπατάει για δύο ώρες περίπου, κατορθώνει να φτάσει σε κάποιο σπίτι και ζητά βοήθεια. Ο ιδιοκτήτης ειδοποιεί την αστυνομία, η οποία φτάνει πολύ σύντομα, ο Ουασίμ απεγνωσμένα τους δείχνει την κατεύθυνση που έχει αφήσει τους δικούς του (“mybaby”…), προχωρούν προς τα εκεί, αλλά σύντομα οι αστυνομικοί του λένε ότι στην περιοχή υπάρχει φωτιά και τον οδηγούν στο ΑΤ Σάμου.
Στο ίδιο χρονικό διάστημα, ο Μοχάμετ, έχοντας βρει λίγο νερό, επιστρέφει στο σημείο που είναι ο Τζιχάντ με την οικογένεια και όλοι μαζί προσπαθούν να προχωρήσουν στη στεριά. Έπειτα από λίγη ώρα η Λαμίς αδυνατεί να περπατήσει, οπότε οι δύο άντρες συνεχίζουν και μετά από 2,5 ώρες φτάνουν σε μια εκκλησία, βρίσκουν νερό και εξαντλημένοι κοιμούνται, όπου και τους βρίσκουν άντρες της Πυροσβεστικής. Τους ενημερώνουν για την οικογένεια, αλλά τους οδηγούν στο ΑΤ.
Ο Ουασίμ Αμπουνάχι, παρ’ όλες τις απεγνωσμένες εκκλήσεις του, παρέμεινε κρατούμενος για 15 μέρες, τις περισσότερες από τις οποίες δεμένος σε μια καρέκλα, και στη συνέχεια οδηγήθηκε στο Κέντρο Κράτησης του νησιού, όπου έμεινε άλλο τόσο. Όταν έφτασε στην Αθήνα και το θέμα έγινε γνωστό (ήδη δικηγόροι είχαν κάνει δήλωση εξαφάνισης της γυναίκας και των παιδιών στις 13/8 και αναφορά στο Συνήγορο του Πολίτη την επομένη), μετά από πιέσεις, η Αστυνομία δήλωσε ότι έχει κάνει εξαντλητικές έρευνες, πράγμα βέβαια που διαψεύδεται τραγικά από το γεγονός ότι ο Ουασίμ Αμπουνάχι, μαζί με τον ανιψιό του και ένα φίλο του, το μεσημέρι της Παρασκευής 6 Σεπτεμβρίου βρήκαν τα καμένα υπολείμματα της γυναίκας του και των παιδιών του.
•Γιατί οι ελληνικές αρχές εγκατέλειψαν τη σωστική επιχείρηση ενώ είχαν εντοπίσει τους πρόσφυγες;
•Ποια υπάλληλος είχε βάρδια το βράδυ της 21ης Ιουλίου, σε ποιον ανήκει το κινητό με το οποίο επικοινωνούσαν οι πρόσφυγες (είναι καταγεγραμμένο στη μνήμη του τηλεφώνου του Τζιχάντ) και γιατί οι ελληνικές αρχές μετά τη δήλωση εξαφάνισης δεν τα έχουν ερευνήσει;
•Γιατί η αστυνομία αδιαφόρησε στις απεγνωσμένες εκκλήσεις του πατέρα αμέσως μετά τη σύλληψή του, όταν ήταν πολύ πιθανό η φωτιά να μην είχε φτάσει στο σημείο που βρίσκονταν η γυναίκα με τα παιδιά της;
•Πώς είναι δυνατό ειδικευμένα σώματα να μη βρίσκουν τους αγνοούμενους και να τους βρίσκει, ενάμιση μήνα μετά, ο ίδιος ο πατέρας;
•Με ποια λογική παραμένουν προφυλακισμένοι για εμπρησμό οι Τζιχάντ Κελάνι και Μοχάμετ Μπασίς ενώ είναι ηλίου φαεινότερο ότι δεν έχουν καμία σχέση με την πυρκαγιά στο δάσος;
•Πού τελειώνουν η αδιαφορία και η αναλγησία και πού αρχίζουν η συγκάλυψη και η συνενοχή, πόσους πρόσφυγες θα σκοτώσουν ακόμα η «θωράκιση των συνόρων» και η «αποτρεπτική πολιτική»;
«Έφερα την οικογένειά μου για να γλιτώσει από τη φωτιά στη Συρία και να καεί στην Ελλάδα;». Ουασίμ Αμπουνάχι
Δίκτυο Κοινωνικής Υποστήριξης Προσφύγων και Μεταναστών
Δίκτυο για Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα
ΠΡΕΖΑ TV
8-9-2013
Τα χαράματα της 21ης Ιουλίου, φουσκωτό με προέλευση την Τουρκία εγκαταλείπει σε βραχώδη ακτή της Σάμου τον Σύρο πρόσφυγα Ουασίμ Αμπουνάχι, τη σύζυγό του Λαμίς, τα δύο παιδιά τους, Ουντάι και Λαϊάλ, και τους φίλους τους Τζιχάντ Κελάνι και Μοχάμετ Μπασίς.
Οι πρόσφυγες ανεβαίνουν την κατακόρυφη πλαγιά και κρύβονται σε παρακείμενη δασώδη περιοχή μέχρι το βράδυ. Επειδή η Λαμίς είναι άρρωστη και εξαντλημένη, επικοινωνούν με το μοναδικό κινητό τους με το τηλέφωνο ανάγκης των τουρκικών αρχών (7777) και ζητούν βοήθεια – ο Κελάνι μιλάει πολύ καλά αγγλικά.
Οι Τούρκοι, εντοπίζοντας το σήμα του κινητού, τους απαντούν σύντομα και τους ενημερώνουνγια το πού βρίσκονται, δίνοντάς τους το αντίστοιχο νούμερο των ελληνικών αρχών (112). Επειδή οι πρόσφυγες αδυνατούν να συνδεθούν με το συγκεκριμένο κινητό, ζητούν από τους Τούρκους να επικοινωνήσουν απευθείας με τις ελληνικές αρχές. Πράγματι, σε λίγο δέχονται τηλεφώνημα από ελληνικό κινητό, ο Κελάνι εξηγεί στη γυναίκα που βρίσκεται στην άλλη άκρη της γραμμής την τραγικότητα της κατάστασης και συνεννοούνται να ανάψουν μια μικρή φωτιά στην άκρη του βράχου για να τους εντοπίσει το σωστικό σκάφος.
Σε δύο ώρες φτάνει το σκάφος, οι πρόσφυγες ανάβουν τη προσυνεννοημένη μικρή φωτιά, το σκάφος ρίχνει πάνω τους τους προβολείς, ανταλλάσουν νεύματα, οι πρόσφυγες σβήνουν τη φωτιά και μετά από λίγο το σκάφος φεύγει για να επανέλθει έπειτα από είκοσι λεπτά, να ακολουθηθεί η ίδια διαδικασία, χωρίς να ανάψει φωτιά αυτή τη φορά, και στη συνέχεια να αποχωρήσει ανεπιστρεπτί. Μετά από ώρα δέχονται τηλεφώνημα από το ίδιο ελληνικό κινητό και η ίδια γυναίκα τους ενημερώνει ότι ακόμα δεν έχει σταλεί βοήθεια! Δυστυχώς, τελειώνει η μπαταρία του κινητού των προσφύγων και χάνεται κάθε δυνατότητα επικοινωνίας.
Μένουν εκεί την υπόλοιπη νύχτα και τα χαράματα της 22ας, ενώ το νερό έχει τελειώσει προ πολλού και η κατάσταση της Λαμίς επιδεινώνεται, ο Τζιχάντ μένει με τη μητέρα και τα παιδιά, ο Μοχάμετ αναζητά βοήθεια στη στεριά και ο πατέρας κατεβαίνει στη θάλασσα, κολυμπάει, φτάνει σε άλλη ακτή, ανεβαίνει στα βράχια, λιποθυμά και όταν συνέρχεται, βλέπει κοντά ένα ψαροκάικο, κάνει σινιάλα, μάλλον τον αγνοούν, περπατάει για δύο ώρες περίπου, κατορθώνει να φτάσει σε κάποιο σπίτι και ζητά βοήθεια. Ο ιδιοκτήτης ειδοποιεί την αστυνομία, η οποία φτάνει πολύ σύντομα, ο Ουασίμ απεγνωσμένα τους δείχνει την κατεύθυνση που έχει αφήσει τους δικούς του (“mybaby”…), προχωρούν προς τα εκεί, αλλά σύντομα οι αστυνομικοί του λένε ότι στην περιοχή υπάρχει φωτιά και τον οδηγούν στο ΑΤ Σάμου.
Στο ίδιο χρονικό διάστημα, ο Μοχάμετ, έχοντας βρει λίγο νερό, επιστρέφει στο σημείο που είναι ο Τζιχάντ με την οικογένεια και όλοι μαζί προσπαθούν να προχωρήσουν στη στεριά. Έπειτα από λίγη ώρα η Λαμίς αδυνατεί να περπατήσει, οπότε οι δύο άντρες συνεχίζουν και μετά από 2,5 ώρες φτάνουν σε μια εκκλησία, βρίσκουν νερό και εξαντλημένοι κοιμούνται, όπου και τους βρίσκουν άντρες της Πυροσβεστικής. Τους ενημερώνουν για την οικογένεια, αλλά τους οδηγούν στο ΑΤ.
Ο Ουασίμ Αμπουνάχι, παρ’ όλες τις απεγνωσμένες εκκλήσεις του, παρέμεινε κρατούμενος για 15 μέρες, τις περισσότερες από τις οποίες δεμένος σε μια καρέκλα, και στη συνέχεια οδηγήθηκε στο Κέντρο Κράτησης του νησιού, όπου έμεινε άλλο τόσο. Όταν έφτασε στην Αθήνα και το θέμα έγινε γνωστό (ήδη δικηγόροι είχαν κάνει δήλωση εξαφάνισης της γυναίκας και των παιδιών στις 13/8 και αναφορά στο Συνήγορο του Πολίτη την επομένη), μετά από πιέσεις, η Αστυνομία δήλωσε ότι έχει κάνει εξαντλητικές έρευνες, πράγμα βέβαια που διαψεύδεται τραγικά από το γεγονός ότι ο Ουασίμ Αμπουνάχι, μαζί με τον ανιψιό του και ένα φίλο του, το μεσημέρι της Παρασκευής 6 Σεπτεμβρίου βρήκαν τα καμένα υπολείμματα της γυναίκας του και των παιδιών του.
•Γιατί οι ελληνικές αρχές εγκατέλειψαν τη σωστική επιχείρηση ενώ είχαν εντοπίσει τους πρόσφυγες;
•Ποια υπάλληλος είχε βάρδια το βράδυ της 21ης Ιουλίου, σε ποιον ανήκει το κινητό με το οποίο επικοινωνούσαν οι πρόσφυγες (είναι καταγεγραμμένο στη μνήμη του τηλεφώνου του Τζιχάντ) και γιατί οι ελληνικές αρχές μετά τη δήλωση εξαφάνισης δεν τα έχουν ερευνήσει;
•Γιατί η αστυνομία αδιαφόρησε στις απεγνωσμένες εκκλήσεις του πατέρα αμέσως μετά τη σύλληψή του, όταν ήταν πολύ πιθανό η φωτιά να μην είχε φτάσει στο σημείο που βρίσκονταν η γυναίκα με τα παιδιά της;
•Πώς είναι δυνατό ειδικευμένα σώματα να μη βρίσκουν τους αγνοούμενους και να τους βρίσκει, ενάμιση μήνα μετά, ο ίδιος ο πατέρας;
•Με ποια λογική παραμένουν προφυλακισμένοι για εμπρησμό οι Τζιχάντ Κελάνι και Μοχάμετ Μπασίς ενώ είναι ηλίου φαεινότερο ότι δεν έχουν καμία σχέση με την πυρκαγιά στο δάσος;
•Πού τελειώνουν η αδιαφορία και η αναλγησία και πού αρχίζουν η συγκάλυψη και η συνενοχή, πόσους πρόσφυγες θα σκοτώσουν ακόμα η «θωράκιση των συνόρων» και η «αποτρεπτική πολιτική»;
«Έφερα την οικογένειά μου για να γλιτώσει από τη φωτιά στη Συρία και να καεί στην Ελλάδα;». Ουασίμ Αμπουνάχι
Δίκτυο Κοινωνικής Υποστήριξης Προσφύγων και Μεταναστών
Δίκτυο για Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα
ΠΡΕΖΑ TV
8-9-2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου