Σε όλη την Ευρώπη η κρίση του ασφαλιστικού συστήματος παρουσιάζεται ως ένα οικονομοτεχνικό ζήτημα. Στην πραγματικότητα απέχει πολύ από το να είναι. Για να το πούμε διαφορετικά: σήμερα στην Ευρώπη «βιώσιμο» ασφαλιστικό σύστημα, που να μπορεί, στηριζόμενο απλώς και μόνο στις εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών, να προσφέρει αξιοπρεπείς συντάξεις μετά από 37 ή 38 χρόνια εργασίας δεν μπορεί να υπάρξει, αν λάβουμε υπόψη τις δυσμενείς συνθήκες στην αγορά εργασίας, την αύξηση της ανεργίας, τους υποτονικούς ρυθμούς ύφεσης.
Στην πραγματικότητα, οποιαδήποτε προοπτική να υπάρξει σύστημα αξιοπρεπών συντάξεων απαιτεί μια τριπλή συνθήκη: πλήρη και αυξανόμενη απασχόληση, υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης (που αυξάνουν και τη φορολογική βάση και τις εισφορές) και γενναία αναδιανομή εισοδήματος σε βάρος του πλούτου και της επιχειρηματικότητας, δια μέσου του κράτους και της φορολογίας. Διαφορετικά, εάν κοιτάξουμε τα δημογραφικά, τα ποσοστά απασχόλησης και τους ρυθμούς ανάπτυξης, πρέπει να πάμε στην ακόμη μεγαλύτερη παράταση του εργάσιμου βίου, αρκετά πάνω από τα 40 χρόνια και το 67ο έτος ηλικίας, και στην ακόμη μεγαλύτερη μείωση των συντάξεων, χωρίς απαραίτητα αυτό να αναιρεί μελλοντικές νέες κρίσεις.
Οι τρέχουσες δημογραφικές προβολές για την Ευρώπη περιλαμβάνουν ήδη 17,7 προσδόκιμα έτη επιβίωσης πλέον των 65, που θα γίνουν 22,4 το 2060. Οι προβλέψεις για ενίσχυση των γεννήσεων στην Ευρώπη δεν παύουν να μιλούν για ρυθμούς που υπολείπονται του ρυθμού αναπλήρωσης (1,76 παιδιά ανά ζευγάρι πρόβλεψη για το 2060 ενώ ο ρυθμός αναπλήρωσης είναι τα 2,1). Επομένως, η γήρανση του πληθυσμού της Ευρώπης φαντάζει μη αντιστρέψιμη, καθώς το ποσοστό του ενεργού πληθυσμού 15-64 αναμένεται να υποχωρήσει από 66% στο 57%, μέχρι το 2060, την ίδια ώρα που το ποσοστό όσων είναι άνω των 65 αναμένεται να πάει από το 18% στο 28% και το ποσοστό όσων θα είναι άνω των 80 θα πάει από το 5% στο 12%.
Στην επιδείνωση της δημογραφικής αναλογίας εργαζομένων και συνταξιούχων, πρέπει να προσθέσουμε την ανεργία. Σήμερα στην Ευρώπη ποσοστά ανεργίας στο 10% και ανεργίας των νέων πάνω από 20% θεωρούνται πλέον παραπάνω από ανεκτά. Σκεφτείτε, όμως, πόσο επιδεινώνουν τα πράγματα, όταν προστίθενται στις δημογραφικές αλλαγές. Οι μεταναστευτικές ροές, όσο και εάν βελτιώνουν τα δημογραφικά, δεν θα πρέπει να μας κάνουν να παραβλέπουμε ότι σταδιακά οι μετανάστες, ακόμη και εάν προέρχονται από χώρες με υψηλή γεννητικότητα, συνήθως υιοθετούν τις δημογραφικές τάσεις των χωρών στις οποίες εγκαθίστανται. Την ίδια στιγμή, όχι μόνο οι ρυθμοί ανάπτυξης παραμένουν υποτονικοί, αλλά και δεν μεταφράζονται σε αύξηση της φορολογίας και της αναδιανομής, εφόσον κυριαρχεί η λογική των απαλλαγών και των ελαφρύνσεων που θα φέρουν μιαν ευημερία που μάλλον δεν έρχεται.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι οι αρχικές συνθήκες πάνω στις οποίες στήθηκαν τα ασφαλιστικά συστήματα –υπό την πίεση του εργατικού κινήματος και την απειλή κοινωνικής αναταραχής–, δηλαδή η ύπαρξη ενός μεγάλου αριθμού εργαζομένων, συνεχών νέων εισροών στην αγορά εργασίας (τόσο από τη γεννητικότητα όσο και από τη σταδιακή είσοδο των γυναικών στην αγορά εργασίας), υψηλών ρυθμών ανάπτυξης και σχετικά μικρού αριθμού συνταξιούχων με χαμηλό προσδόκιμο επιβίωσης, πλέον δεν ισχύουν.
Από την άλλη, η προσπάθεια να αξιοποιηθούν τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων ως ζεστό χρήμα σε υψηλής απόδοσης επενδύσεις στη χρηματοοικονομική σφαίρα, μπορεί να φάνηκε για κάποιο χρόνο να προσφέρει μια δυνατότητα να περιορίζονται οι απώλειες, ιδίως από τη στιγμή που ο όγκος των αποθεματικών αυτών από μόνος του επηρεάζει τις αγορές, ωστόσο μετά την κρίση του 2007-8 κανείς δεν μπορεί να μιλάει για επενδύσεις εκεί.
Η αναγκαιότητα αύξησης της αμιγώς δημόσιας δαπάνης για την κάλυψη των συντάξεων, στις χώρες που έχουν κρατικά εγγυημένα συστήματα, είτε είναι καθορισμένων παροχών είτε είναι καθορισμένων εισφορών, συγκρούεται με τις πολιτικές λιτότητας και την ανάγκη να περιοριστεί ο δανεισμός (αναγκαστική καταφυγή εφόσον διαρκώς ξορκίζεται η άνοδος της φορολογίας των επιχειρήσεων).
Στην ελληνική περίπτωση, η συνθήκη είναι ακόμη χειρότερη, καθώς σε αυτά τα γενικά προβλήματα προστίθεται η τρομακτική αύξηση της ανεργίας που περιορίζει την αριθμό των απασχολουμένων που τροφοδοτούν με εισφορές, η δραματική μείωση των αποδοχών όσων απασχολούνται, που επίσης μειώνει τις εισφορές, και φυσικά η οικονομική ύφεση που περιορίζει τη συνολική φορολογική βάση. Σε αυτά προστίθεται και η απαίτηση για μείωση της συνολικής δημόσιας δαπάνης για συντάξεις με βάση τις μνημονιακές δεσμεύσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο, η μεταρρύθμιση Κατρούγκαλου δεν επιδιώκει απλώς να απαντήσει σε κάποιες πιεστικές δημοσιονομικές ανάγκες. Στην πραγματικότητα φέρνει μια ριζική αλλαγή φιλοσοφίας για το ασφαλιστικό που συμπυκνώνεται στο συνδυασμό ανάμεσα στην –εγγυημένης εξαθλίωσης– εθνική σύνταξη και τον υπολογισμό των συντάξεων στη βάση του συνολικού εργασιακού βίου με χαμηλά ποσοστά αναπλήρωσης. Οδηγεί σε μια δυαδική και πολωμένη ασφαλιστική πραγματικότητα, με κάποιους να μπορούν να αντέξουν την ιδιωτική ασφάλιση και κάποιους να περιορίζονται στην εξαθλίωση της εθνικής σύνταξης και μερικών σπαραγμάτων ανταποδοτικής. Μεσοπρόθεσμα, τα πολύ χαμηλά ποσοστά αναπλήρωσης που προτείνει για την κύρια και επικουρική σύνταξη θα σπρώχνουν στην επιπλέον ιδιωτική ασφάλιση ή στη διεκδίκηση αποδέσμευσης από τη δημόσια σύνταξη προς όφελος των «θελκτικότερων πακέτων» που θα προσφέρει η ασφαλιστική βιομηχανία (που βέβαια θα στηρίζονται στην εξάρτηση των παροχών από τις τάσεις στη χρηματοοικονομική σφαίρα).
Επομένως, γίνεται σαφές ότι ούτε «κοινωνική» είναι η μεταρρύθμιση που προτείνεται ούτε αφορά απλώς τη διόρθωση κάποιων παραμετρικών αλλαγών. Συγκεφαλαιώνει μια ολόκληρη μετάλλαξη των σύγχρονων καπιταλιστικών κοινωνιών που ολοένα περισσότερο αντιμετωπίζουν το ασφαλιστικό σύστημα ως ενοχλητικό κατάλοιπο μιας εποχής που μπορούσε τουλάχιστον με ένα μέρος του κοινωνικού πλούτου να καλύπτει κοινωνικές ανάγκες και να ικανοποιεί ένα αίτημα δικαιοσύνης. Ότι έρχεται από μια κυβέρνηση που ομνύει στο όνομα της Αριστεράς, αυτό αφορά τις οβιδιακές μεταμορφώσεις που συνεχίζει να επάγει ο διαρκής μνημονιακός καταναγκασμός.
Αυτό σημαίνει ότι και η συζήτηση αλλά και η διεκδίκηση για το ασφαλιστικό δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι μια ανταλλαγή τεχνικών επιχειρημάτων ή προτάσεων, αλλά η σύγκρουση ανάμεσα σε δύο διαφορετικές φιλοσοφίες. Εάν η αφετηρία είναι ότι η ασφάλιση είναι μια ατομική υπόθεση, που εξαρτάται από το πόσο ο καθένας έχει επενδύσει στο να ενισχύσει τη μελλοντική ασφάλιση, τότε αναγκαστικά θα καταλήξουμε στη λογική που θα εξαρτά την βιωσιμότητα από τις υψηλές εισφορές και τις χαμηλές παροχές. Εάν πάμε στη λογική ότι η κοινωνική ασφάλιση αφορά ένα κοινωνικό αγαθό, που σημαίνει ότι κάποια/ος που εργάστηκε δικαιούται να πάρει μια σύνταξη που θα εγγυάται ότι θα διατηρήσει ένα επίπεδο ζωής αξιοπρεπές και ανάλογο με αυτό που απολάμβανε ως εργαζόμενη/ος, τότε το ζήτημά μας δεν είναι η «βιωσιμότητα» αλλά η αναδιανομή εισοδήματος, κοινώς ότι οι επιχειρήσεις, τα μεγάλα εισοδήματα και ο μεγάλος πλούτος θα πρέπει να χάνουν για να ωφεληθεί η κοινωνία.
Είναι προφανές ότι σε κοινωνίες που θεωρούν ότι η μόνη ορθολογική επιλογή είναι αυτή που γίνεται στην αγορά και όχι στη δημοκρατική διαδικασία και ότι η επιχειρηματικότητα είναι η πηγή της ευημερίας, τότε η αναδιανεμητική λογική γίνεται ανάθεμα και οι συντάξεις αντιμετωπίζονται ως ατομική υπόθεση και δημοσιονομικό βάρος που πρέπει να περιοριστεί. Όμως, αυτό, μακροπρόθεσμα και με βάση τις δημογραφικές τάσεις, σημαίνει έναν ιδιότυπο καιάδα που θα κάνει την θνητότητα ή έστω την εξαθλίωση των συνταξιούχων αναγκαία συνθήκη βιωσιμότητας. Μικρή σημασία θα έχουν στο τέλος αυτής της διαδρομής οι μεταβατικές διατάξεις, τα χρονοδιαγράμματα κ.λπ. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, θα εγκαλούνται οι νυν συνταξιούχοι και όσοι μισθωτοί και αυτοαπασχολούμενοι δεν έχουν εκπέσει στην πλήρη αποπτώχευση να συνεισφέρουν για το κοινό καλό και να «μοιραστούν τη φτώχεια».
Αν πάλι εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι μπορεί και πρέπει η συλλογική δράση να διεκδικήσει ένα αίτημα δικαιοσύνης και αναδιανομής σε πείσμα των όποιων καταναγκασμών της «επιχειρηματικότητας» τότε καλό να δράσουμε τώρα. Όχι στο όνομα του ενός ή του άλλου «ώριμου ασφαλιστικού δικαιώματος» (χωρίς να τα υποτιμάμε και αυτά) αλλά στο όνομα ενός αιτήματος δικαιοσύνης και δημοκρατίας που δεν έχουμε το δικαίωμα να απεμπολήσουμε.
Παναγιώτης Σωτήρης
http://unfollow.com.gr/web-only/asfalistiko-peran-tis-viosimotitas/
ΠΡΕΖΑ TV
17-1-2016
Στην πραγματικότητα, οποιαδήποτε προοπτική να υπάρξει σύστημα αξιοπρεπών συντάξεων απαιτεί μια τριπλή συνθήκη: πλήρη και αυξανόμενη απασχόληση, υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης (που αυξάνουν και τη φορολογική βάση και τις εισφορές) και γενναία αναδιανομή εισοδήματος σε βάρος του πλούτου και της επιχειρηματικότητας, δια μέσου του κράτους και της φορολογίας. Διαφορετικά, εάν κοιτάξουμε τα δημογραφικά, τα ποσοστά απασχόλησης και τους ρυθμούς ανάπτυξης, πρέπει να πάμε στην ακόμη μεγαλύτερη παράταση του εργάσιμου βίου, αρκετά πάνω από τα 40 χρόνια και το 67ο έτος ηλικίας, και στην ακόμη μεγαλύτερη μείωση των συντάξεων, χωρίς απαραίτητα αυτό να αναιρεί μελλοντικές νέες κρίσεις.
Οι τρέχουσες δημογραφικές προβολές για την Ευρώπη περιλαμβάνουν ήδη 17,7 προσδόκιμα έτη επιβίωσης πλέον των 65, που θα γίνουν 22,4 το 2060. Οι προβλέψεις για ενίσχυση των γεννήσεων στην Ευρώπη δεν παύουν να μιλούν για ρυθμούς που υπολείπονται του ρυθμού αναπλήρωσης (1,76 παιδιά ανά ζευγάρι πρόβλεψη για το 2060 ενώ ο ρυθμός αναπλήρωσης είναι τα 2,1). Επομένως, η γήρανση του πληθυσμού της Ευρώπης φαντάζει μη αντιστρέψιμη, καθώς το ποσοστό του ενεργού πληθυσμού 15-64 αναμένεται να υποχωρήσει από 66% στο 57%, μέχρι το 2060, την ίδια ώρα που το ποσοστό όσων είναι άνω των 65 αναμένεται να πάει από το 18% στο 28% και το ποσοστό όσων θα είναι άνω των 80 θα πάει από το 5% στο 12%.
Στην επιδείνωση της δημογραφικής αναλογίας εργαζομένων και συνταξιούχων, πρέπει να προσθέσουμε την ανεργία. Σήμερα στην Ευρώπη ποσοστά ανεργίας στο 10% και ανεργίας των νέων πάνω από 20% θεωρούνται πλέον παραπάνω από ανεκτά. Σκεφτείτε, όμως, πόσο επιδεινώνουν τα πράγματα, όταν προστίθενται στις δημογραφικές αλλαγές. Οι μεταναστευτικές ροές, όσο και εάν βελτιώνουν τα δημογραφικά, δεν θα πρέπει να μας κάνουν να παραβλέπουμε ότι σταδιακά οι μετανάστες, ακόμη και εάν προέρχονται από χώρες με υψηλή γεννητικότητα, συνήθως υιοθετούν τις δημογραφικές τάσεις των χωρών στις οποίες εγκαθίστανται. Την ίδια στιγμή, όχι μόνο οι ρυθμοί ανάπτυξης παραμένουν υποτονικοί, αλλά και δεν μεταφράζονται σε αύξηση της φορολογίας και της αναδιανομής, εφόσον κυριαρχεί η λογική των απαλλαγών και των ελαφρύνσεων που θα φέρουν μιαν ευημερία που μάλλον δεν έρχεται.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι οι αρχικές συνθήκες πάνω στις οποίες στήθηκαν τα ασφαλιστικά συστήματα –υπό την πίεση του εργατικού κινήματος και την απειλή κοινωνικής αναταραχής–, δηλαδή η ύπαρξη ενός μεγάλου αριθμού εργαζομένων, συνεχών νέων εισροών στην αγορά εργασίας (τόσο από τη γεννητικότητα όσο και από τη σταδιακή είσοδο των γυναικών στην αγορά εργασίας), υψηλών ρυθμών ανάπτυξης και σχετικά μικρού αριθμού συνταξιούχων με χαμηλό προσδόκιμο επιβίωσης, πλέον δεν ισχύουν.
Από την άλλη, η προσπάθεια να αξιοποιηθούν τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων ως ζεστό χρήμα σε υψηλής απόδοσης επενδύσεις στη χρηματοοικονομική σφαίρα, μπορεί να φάνηκε για κάποιο χρόνο να προσφέρει μια δυνατότητα να περιορίζονται οι απώλειες, ιδίως από τη στιγμή που ο όγκος των αποθεματικών αυτών από μόνος του επηρεάζει τις αγορές, ωστόσο μετά την κρίση του 2007-8 κανείς δεν μπορεί να μιλάει για επενδύσεις εκεί.
Η αναγκαιότητα αύξησης της αμιγώς δημόσιας δαπάνης για την κάλυψη των συντάξεων, στις χώρες που έχουν κρατικά εγγυημένα συστήματα, είτε είναι καθορισμένων παροχών είτε είναι καθορισμένων εισφορών, συγκρούεται με τις πολιτικές λιτότητας και την ανάγκη να περιοριστεί ο δανεισμός (αναγκαστική καταφυγή εφόσον διαρκώς ξορκίζεται η άνοδος της φορολογίας των επιχειρήσεων).
Στην ελληνική περίπτωση, η συνθήκη είναι ακόμη χειρότερη, καθώς σε αυτά τα γενικά προβλήματα προστίθεται η τρομακτική αύξηση της ανεργίας που περιορίζει την αριθμό των απασχολουμένων που τροφοδοτούν με εισφορές, η δραματική μείωση των αποδοχών όσων απασχολούνται, που επίσης μειώνει τις εισφορές, και φυσικά η οικονομική ύφεση που περιορίζει τη συνολική φορολογική βάση. Σε αυτά προστίθεται και η απαίτηση για μείωση της συνολικής δημόσιας δαπάνης για συντάξεις με βάση τις μνημονιακές δεσμεύσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο, η μεταρρύθμιση Κατρούγκαλου δεν επιδιώκει απλώς να απαντήσει σε κάποιες πιεστικές δημοσιονομικές ανάγκες. Στην πραγματικότητα φέρνει μια ριζική αλλαγή φιλοσοφίας για το ασφαλιστικό που συμπυκνώνεται στο συνδυασμό ανάμεσα στην –εγγυημένης εξαθλίωσης– εθνική σύνταξη και τον υπολογισμό των συντάξεων στη βάση του συνολικού εργασιακού βίου με χαμηλά ποσοστά αναπλήρωσης. Οδηγεί σε μια δυαδική και πολωμένη ασφαλιστική πραγματικότητα, με κάποιους να μπορούν να αντέξουν την ιδιωτική ασφάλιση και κάποιους να περιορίζονται στην εξαθλίωση της εθνικής σύνταξης και μερικών σπαραγμάτων ανταποδοτικής. Μεσοπρόθεσμα, τα πολύ χαμηλά ποσοστά αναπλήρωσης που προτείνει για την κύρια και επικουρική σύνταξη θα σπρώχνουν στην επιπλέον ιδιωτική ασφάλιση ή στη διεκδίκηση αποδέσμευσης από τη δημόσια σύνταξη προς όφελος των «θελκτικότερων πακέτων» που θα προσφέρει η ασφαλιστική βιομηχανία (που βέβαια θα στηρίζονται στην εξάρτηση των παροχών από τις τάσεις στη χρηματοοικονομική σφαίρα).
Επομένως, γίνεται σαφές ότι ούτε «κοινωνική» είναι η μεταρρύθμιση που προτείνεται ούτε αφορά απλώς τη διόρθωση κάποιων παραμετρικών αλλαγών. Συγκεφαλαιώνει μια ολόκληρη μετάλλαξη των σύγχρονων καπιταλιστικών κοινωνιών που ολοένα περισσότερο αντιμετωπίζουν το ασφαλιστικό σύστημα ως ενοχλητικό κατάλοιπο μιας εποχής που μπορούσε τουλάχιστον με ένα μέρος του κοινωνικού πλούτου να καλύπτει κοινωνικές ανάγκες και να ικανοποιεί ένα αίτημα δικαιοσύνης. Ότι έρχεται από μια κυβέρνηση που ομνύει στο όνομα της Αριστεράς, αυτό αφορά τις οβιδιακές μεταμορφώσεις που συνεχίζει να επάγει ο διαρκής μνημονιακός καταναγκασμός.
Αυτό σημαίνει ότι και η συζήτηση αλλά και η διεκδίκηση για το ασφαλιστικό δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι μια ανταλλαγή τεχνικών επιχειρημάτων ή προτάσεων, αλλά η σύγκρουση ανάμεσα σε δύο διαφορετικές φιλοσοφίες. Εάν η αφετηρία είναι ότι η ασφάλιση είναι μια ατομική υπόθεση, που εξαρτάται από το πόσο ο καθένας έχει επενδύσει στο να ενισχύσει τη μελλοντική ασφάλιση, τότε αναγκαστικά θα καταλήξουμε στη λογική που θα εξαρτά την βιωσιμότητα από τις υψηλές εισφορές και τις χαμηλές παροχές. Εάν πάμε στη λογική ότι η κοινωνική ασφάλιση αφορά ένα κοινωνικό αγαθό, που σημαίνει ότι κάποια/ος που εργάστηκε δικαιούται να πάρει μια σύνταξη που θα εγγυάται ότι θα διατηρήσει ένα επίπεδο ζωής αξιοπρεπές και ανάλογο με αυτό που απολάμβανε ως εργαζόμενη/ος, τότε το ζήτημά μας δεν είναι η «βιωσιμότητα» αλλά η αναδιανομή εισοδήματος, κοινώς ότι οι επιχειρήσεις, τα μεγάλα εισοδήματα και ο μεγάλος πλούτος θα πρέπει να χάνουν για να ωφεληθεί η κοινωνία.
Είναι προφανές ότι σε κοινωνίες που θεωρούν ότι η μόνη ορθολογική επιλογή είναι αυτή που γίνεται στην αγορά και όχι στη δημοκρατική διαδικασία και ότι η επιχειρηματικότητα είναι η πηγή της ευημερίας, τότε η αναδιανεμητική λογική γίνεται ανάθεμα και οι συντάξεις αντιμετωπίζονται ως ατομική υπόθεση και δημοσιονομικό βάρος που πρέπει να περιοριστεί. Όμως, αυτό, μακροπρόθεσμα και με βάση τις δημογραφικές τάσεις, σημαίνει έναν ιδιότυπο καιάδα που θα κάνει την θνητότητα ή έστω την εξαθλίωση των συνταξιούχων αναγκαία συνθήκη βιωσιμότητας. Μικρή σημασία θα έχουν στο τέλος αυτής της διαδρομής οι μεταβατικές διατάξεις, τα χρονοδιαγράμματα κ.λπ. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, θα εγκαλούνται οι νυν συνταξιούχοι και όσοι μισθωτοί και αυτοαπασχολούμενοι δεν έχουν εκπέσει στην πλήρη αποπτώχευση να συνεισφέρουν για το κοινό καλό και να «μοιραστούν τη φτώχεια».
Αν πάλι εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι μπορεί και πρέπει η συλλογική δράση να διεκδικήσει ένα αίτημα δικαιοσύνης και αναδιανομής σε πείσμα των όποιων καταναγκασμών της «επιχειρηματικότητας» τότε καλό να δράσουμε τώρα. Όχι στο όνομα του ενός ή του άλλου «ώριμου ασφαλιστικού δικαιώματος» (χωρίς να τα υποτιμάμε και αυτά) αλλά στο όνομα ενός αιτήματος δικαιοσύνης και δημοκρατίας που δεν έχουμε το δικαίωμα να απεμπολήσουμε.
Παναγιώτης Σωτήρης
http://unfollow.com.gr/web-only/asfalistiko-peran-tis-viosimotitas/
ΠΡΕΖΑ TV
17-1-2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου