Παρασκευή, Απριλίου 07, 2017

ΤΟ ΣΤΙΓΜΑ ΚΑΙ Η ΚΡΙΣΗ ΕΜΠΟΔΙΑ ΣΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΘΛΙΨΗΣ

Ρεπορτάζ: Κική Μαργαρίτη

Κατακερματισμένες δομές ψυχικής υγείας, ανισοκατανομή υπηρεσιών μεταξύ Αθήνας και περιφέρειας, απογοητευτική πρόσβαση σε ψυχοθεραπείες, λανθασμένες διαγνώσεις, ελλιπής ενημέρωση, στιγματισμός. Η κατάθλιψη, η σιωπηρή νόσος, εξακολουθεί να κρύβεται πίσω από κλειστές πόρτες και στόματα σφραγισμένα. Παραμένει αχαρτογράφητη ως προς τα πραγματικά ποσοστά της, ενώ είναι πολύ συχνές οι έρευνες τα τελευταία χρόνια που τη συνδέουν με την οικονομική κρίση, αν και κάποιοι τις αμφισβητούν ως προς την ορθότητά τους.

Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) οι κοινές ψυχικές διαταραχές έχουν αυξητικές τάσεις σε όλο τον κόσμο. Μεταξύ 1990-2013, ο αριθμός των ανθρώπων που έχουν υποφέρει από κατάθλιψη και/ή άγχος αυξήθηκε κατά 50%. Περίπου το 10% του παγκόσμιου πληθυσμού επηρεάζεται από μία από τις δυο αυτές ψυχικές διαταραχές. 


Κι όμως σε πολλές χώρες τα άτομα που αντιμετωπίζουν προβλήματα ψυχικής υγείας λαμβάνουν μικρή ή καθόλου βοήθεια. Ακόμη και σε χώρες υψηλού εισοδήματος, περίπου το 50% των ανθρώπων με κατάθλιψη δε λαμβάνει θεραπεία, επιλογή – ίσως και ανάγκη – που πέρα από τους ίδιους έχει και υψηλό κοινωνικο-οικονομικό κόστος.

«Η κατάθλιψη είναι η πρώτη νόσος που επηρεάζει αρνητικά την παγκόσμια οικονομία. Οι άνθρωποι που πάσχουν από κατάθλιψη γίνονται δυσλειτουργικοί, μη παραγωγικοί και αποδοτικοί στην εργασία τους και αυτό έχει κόστος στην παγκόσμια οικονομία» λέει στο in.gr ο ψυχίατρος και ψυχοθεραπευτής, Μάριος Ζίττης.

Όπως επιβεβαιώνουν τα στοιχεία νέας έρευνας του ΠΟΥ η κατάθλιψη και το άγχος κοστίζουν στην παγκόσμια οικονομία πάνω από 1 τρισεκατομμύριο δολάρια το χρόνο. Κατά συνέπεια, η έγκαιρη και αποτελεσματική αντιμετώπισή τους θα είχε σημαντικά αποτελέσματα σε κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο.

Η κατάθλιψη πυροδοτεί μια κατάσταση άρνησης, απώλειας ενδιαφέροντος, ψυχικής ή σωματικής κόπωσης και παραίτησης ακόμη και από απλές, καθημερινές δραστηριότητες που αν μη τι άλλο δυσχεραίνουν τις σχέσεις στο οικογενειακό, φιλικό και επαγγελματικό περιβάλλον. Δεν είναι σπάνιες δε οι περιπτώσεις που ο πάσχων από κατάθλιψη καταλήγει στο σημείο να μην μπορεί να εργαστεί και άρα να εξασφαλίσει τα προς το ζην.

Συχνό λάθος είναι η ταύτιση της θλίψης ή του πένθους με την κατάθλιψη. Σύμφωνα με τους ειδικούς συμπτώματα που πρέπει να προβληματίσουν και να κινητοποιήσουν για αναζήτηση βοήθειας από ειδικούς γιατρούς και μόνο είναι: καταθλιπτική διάθεση για τουλάχιστον δύο εβδομάδες, διαταραχές ύπνου (αϋπνία ή υπερυπνία), διαταραχές στην όρεξη (ανορεξία ή υπερφαγία), ιδέες αναξιότητας, ματαίου, ιδέες αυτομομφής και αυτοκαταστροφής, ανηδονία (δεν λαμβάνω ευχαρίστηση από τίποτα).

Η κατάθλιψη, σύμφωνα με τους ειδικούς, συνιστά μια κοινή ψυχική διαταραχή και μπορεί να επηρεάσει τους ανθρώπους όλων των ηλικιών ανεξάρτητα από τον τρόπο ζωής, τον τόπο διαμονής, το οικονομικό ή μορφωτικό επίπεδο.

Η κρίση έφερε την κατάθλιψη; 
Πολλές είναι οι έρευνες που συνδέουν την οικονομική κρίση με την κατάθλιψη, επικαλούμενοι στοιχεία που καταδεικνύουν αλματώδη αύξηση των κρουσμάτων από το 2008 και μετά. 

Στοιχεία που αν συνδυαστούν με τους επίσημους δείκτες για τη φτώχεια και την ανεργία στην Ελλάδα των μνημονίων θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν αυτό το συμπέρασμα.

Πάνω από ένας στους τρεις κατοίκους στην Ελλάδα ζουν σε συνθήκες φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, δηλαδή ποσοστό 35,7% το 2015, έναντι 28,1% το 2008, σύμφωνα με τη Eurostat, ενώ το ποσοστό ανεργίας αγγίζει το 30%.

Σε μία χώρα που η χαρά αγνοείται, όπως δείχνει η Έκθεση Παγκόσμιας Ευτυχίας για το 2017, η οποία κατατάσσει την Ελλάδα στην 87η θέση (μεταξύ 155 χωρών) του καταλόγου των πιο ευτυχισμένων χωρών για το 2017 είναι λογικό η κρίση να ληφθεί σοβαρά υπόψιν ως ένας παράγοντας που μπορεί να επηρεάσει την ψυχική υγεία.

«Έχουν γίνει μελέτες από το Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο, οι οποίες έχουν δείξει ότι πριν από 15 χρόνια η κατάθλιψη στην Ελλάδα είχε ένα δείκτη 3 ανά 100 κατοίκους σε σχέση με άλλες χώρες που είχαν 10%-12%. Υπήρξε προοδευτική αύξηση από την εποχή της κρίσης. Μέχρι πριν 3-4 χρόνια τα ποσοστά είχαν φτάσει το 12% με 13%. Δηλαδή υπήρξε σημαντικότατη αύξηση της μείζονος κατάθλιψης» τονίζει στο in.gr ο Βασίλης Κονταξάκης, καθηγητής Κλινικής και Κοινωνικής Ψυχιατρικής, μέλος της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρείας, προσθέτοντας όμως ότι «είναι θετική ένδειξη ότι τα τελευταία χρόνια έχει σταθεροποιηθεί αυτός ο δείκτης και δεν παρουσιάζει περαιτέρω αύξηση».

Όπως εξηγεί «η κατάθλιψη εξαρτάται από περιβαλλοντικούς, γενετικούς, βιολογικούς, κοινωνικούς και ψυχολογικούς παράγοντες. Σήμερα η ανεργία και η εργασιακή ανασφάλεια είναι ανάμεσα σε αυτούς τους κοινωνικούς παράγοντες που φαίνεται να παίζουν σημαντικό ρόλο σε σχέση τόσο με την κατάθλιψη, όσο και με την αυτοκαταστροφική συμπεριφορά».

Τα ποσοστά της κατάθλιψης που καταγράφει στο βιβλίο του «Social and Community Psychiatry Towards a Critical, Patient-Oriented Approach» (2016) ο ψυχίατρος-ψυχαναλυτής, καθηγητής κοινωνικής ψυχιατρικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Στέλιος Στυλιανίδης, δείχνουν ότι το 2008 όταν ξεκίνησε η κρίση στην Ελλάδα, η κατάθλιψη ήταν στο 3,3%, το 2009 διπλασιάστηκε στο 6,8%, το 2011 έφτασε το 8,2% και το 2013 εκτοξεύτηκε στο 12,3%.

Σύμφωνα με τα στοιχεία των Κινητών Μονάδων και των Κέντρων Ημέρας της Εταιρίας Κοινωνικής Ψυχιατρικής και Ψυχικής Υγείας για το 2016, οι άνεργοι εμφανίζουν σε υψηλότερο ποσοστό (62% περίπου) συμπτώματα κατάθλιψης ή άλλες συναισθηματικές διαταραχές σε σχέση με τους εργαζόμενους (38% περίπου συμπεριλαμβανόμενης της σταθερής και περιστασιακής εργασίας).

Πάντως, δεδομένου ότι η κατάθλιψη είναι μια πολυπαραγοντική νόσος, πολλοί είναι οι επιστήμονες που δεν ασπάζονται αυτή την απόλυτη σύνδεση κρίσης και κατάθλιψης. 

«Δεν συμφωνώ ότι υπάρχει έξαρση της κατάθλιψης λόγω της κρίσης. Δεν έχουμε επιδημιολογικά δεδομένα τα οποία πραγματικά πέραν πάσης αμφιβολίας να τεκμηριώνουν κάτι τέτοιο» υποστηρίζει στο in.gr ο Πέτρος Σκαπινάκης, αναπληρωτής καθηγητής Ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστήμιου Ιωαννίνων.

«Η δική μας μελέτη που έγινε το 2009, περίοδος πιο στρεσογόνα από ό,τι σήμερα, έδειξε ότι το ποσοστό της κατάθλιψης στην Ελλάδα έφτανε στο 3%. Σήμερα δεν μπορεί να έχει πάει πάνω από 4%. Υπάρχουν όμως κι άλλες ενδείξεις, όπως η αυτοκτονικότητα που παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Είμαστε από τις χώρες με τις λιγότερες αυτοκτονίες. Οπότε σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να μιλήσουμε για έξαρση των κρουσμάτων κατάθλιψης. Αυτό που συνηθίζουν να μετρούν οι έρευνες δεν είναι τα ποσοστά κλινικής κατάθλιψης, αλλά μια γενικότερη μιζέρια, μια γενική καταθλιπτική συμπτωματολογία. Ο κόσμος έχει μια δυσφορία λόγω της κρίσης. Αυτή η μιζέρια μπορεί να οδηγήσει σε βλάβη στην σωματική υγεία. Είναι ένα εν δυνάμει πρόβλημα για τη δημόσια υγεία, όχι για την ψυχική. Αυτή η μιζέρια είναι που μπορεί να οδηγήσει σε μείωση του προσδόκιμου ζωής, καθώς ο άνθρωπος παραμελεί και βλάπτει την υγεία του» υπογραμμίζει ο κ. Σκαπινάκης.

«Αν υπήρχε μια γραμμική σχέση μεταξύ ερεθίσματος, δηλαδή της οικονομικής πίεσης, και της απάντησης που είναι η κατάθλιψη τότε όλοι θα είχαμε κατάθλιψη, αφού όλοι πιεζόμαστε, άλλος λιγότερο άλλος περισσότερο» συμπληρώνει ο ψυχίατρος και ψυχοθεραπευτής, Μάριος Ζίττης, και τονίζει: «Δεν υπάρχει όμως γραμμική σχέση. Δε σημαίνει ότι αν υποβάλλουμε 10 ανθρώπους υπό την ίδια οικονομική πίεση, θα αντιδράσουν και οι 10 με κατάθλιψη. Μεσολαβούν κι άλλοι παράγοντες, γονιδιακοί, ψυχολογικοί, συνθηκών ζωής, κληρονομικότητα».

«Η κατάθλιψη είναι μια πολύπλευρη και πολυπαραγοντική νόσος» λέει με έμφαση ο κ. Σκαπινάκης. «Η ευαλωτότητα του καθενός είναι πολλές φορές κληρονομημένη. Υπάρχει δηλαδή ήδη μια ευαλωτότητα και πάνω σε αυτή προστίθεται ένα στρες, το οποίο μπορεί να λειτουργήσει πολύ επιβαρυντικά. Το γιατί κάποιος είναι πιο ανθεκτικός είναι θέμα γονιδιακό» συμπληρώνει.

Η νόσος της σιωπής

Παρά τις έρευνες που γίνονται σε παγκόσμιο και εθνικό επίπεδο, η κατάθλιψη παραμένει αχαρτογράφητη ως προς τα πραγματικά της ποσοστά. Κι αυτό γιατί πολλοί από τους ασθενείς είτε αρνούνται να διαγνωστούν, υπό το φόβο στιγματισμού, είτε απευθύνονται σε ακατάλληλες ειδικότητες που κάνουν λανθασμένες διαγνώσεις, είτε παίρνουν φάρμακα μόνοι τους, αρκούμενοι στη συμβουλή ενός φίλου.

Βέβαια υπάρχει και η κατηγορία των ασθενών που ανήκουν στις ευάλωτες κοινωνικά ομάδες, που στερούνται της κατάλληλης θεραπείας όχι από «επιλογή», αλλά από ανάγκη. 

«Οι δυσκολίες πρόσβασης στη θεραπεία σχετίζονται με: α) τον ίδιο τον ασθενή που δεν αναζητά βοήθεια, β) το περιβάλλον του που δεν τον ενισχύει, αλλά μπορεί και να τον αποθαρρύνει λέγοντάς του ότι αρκεί να είναι δυνατός και θα το ξεπεράσει, γ) την κοινωνία - εργασία λόγω στίγματος, δ) την μη επαρκή γνώση και εμπειρία γενικών γιατρών και παθολόγων στην αναγνώριση της κατάθλιψης, όταν ασθενείς απευθύνονται σε αυτούς με σωματικά π.χ συμπτώματα, ε) την ανισοκατανομή υπηρεσιών (δημόσιων κυρίως) ψυχικής υγείας» τονίζει στο in.gr η Μαρία Λαζαρίδου, ψυχίατρος-επιστημονική διευθύντρια της Εταιρίας Κοινωνικής Ψυχιατρικής και Ψυχικής Υγείας.

Στην Αθήνα οι υπηρεσίες δεν επαρκούν, ενώ σε πολλές περιοχές της περιφέρειας δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου. «Να σημειώσω εδώ ότι αν, έστω και περιορισμένη, πρόσβαση σε φαρμακοθεραπεία μπορεί να έχει η πλειοψηφία των ασθενών, η πρόσβαση σε ψυχοθεραπείες είναι απογοητευτική. Ελάχιστοι δημόσιοι φορείς παρέχουν ψυχοθεραπεία, τα ταμεία δεν καλύπτουν ψυχοθεραπείες, ενώ το κοινό δεν είναι ενημερωμένο για αυτές. Αυτό είναι πολύ σοβαρό γιατί οι έρευνες δείχνουν ότι: α) ειδικά σε ήπιες καταθλίψεις, οι ψυχοθεραπείες έχουν τα ίδια αποτελέσματα με την φαρμακοθεραπεία, β) ο συνδυασμός φαρμακοθεραπείας - ψυχοθεραπείας είναι η θεραπεία εκλογής για την κατάθλιψη, γ) οι ψυχοθεραπείες βοηθούν στη σταθεροποίηση του θεραπευτικού αποτελέσματος, πράγμα που δεν είναι δεδομένο με τη χρήση μόνο φαρμάκων».

Πιο δεκτικές σε θεραπείες φαίνεται πως είναι οι γυναίκες. Τα στοιχεία των Κινητών Μονάδων και των Κέντρων Ημέρας της Εταιρίας Κοινωνικής Ψυχιατρικής και Ψυχικής Υγείας για το 2016, δείχνουν ότι η κατάθλιψη εμφανίζεται σε μεγαλύτερο ποσοστό σε γυναίκες (68%) σε σύγκριση με τους άνδρες (32%), γεγονός που μπορεί να αποδοθεί και στο γεγονός ότι οι γυναίκες μοιράζονται πιο εύκολα το πρόβλημα και αναζητούν συχνότερα εξειδικευμένη βοήθεια. 

Κι αν είναι δύσκολο να αποδειχθεί ότι η κρίση αύξησε τα ποσοστά της κατάθλιψης, δεν είναι καθόλου δύσκολο να αποδειχθεί ότι μείωσε τα μέσα για την αντιμετώπιση και τη θεραπεία της.

«Ένα μεγάλο πρόβλημα τώρα είναι η πρόσβαση στις υπηρεσίες και στα φάρμακα. Έχει μειωθεί πάρα πολύ το προσωπικό στις υπηρεσίες, διορισμοί έχουν να γίνουν 6-7 χρόνια και στον πανεπιστημιακό χώρο και στο ΕΣΥ, επομένως πέφτει ένα πολύ μεγάλο βάρος και ορισμένες φορές το σύστημα δεν μπορεί να ανταποκριθεί. Από την άλλη λόγω της φτώχειας πολλοί δεν μπορούν να προσφύγουν σε ιδιωτικές υπηρεσίες, ενώ σημαντικό ρόλο παίζει και ο στιγματισμός. Πολλοί αποφεύγουν τις ψυχιατρικές υπηρεσίες για να μην στιγματιστούν. Οι καιροί είναι δύσκολοι για τους ανθρώπους που παρουσιάζουν τέτοια προβλήματα» τονίζει ο κ. Κονταξάκης.

Περισσότερη βαρύτητα δίνει ο κ. Σκαπινάκης όχι τόσο στον οικονομικό παράγοντα, όσο στο στιγματισμό και στην έλλειψη ενημέρωσης.

Κι αυτό αποτυπώνεται σε έρευνα που έχει εκπονήσει ο ίδιος και παρουσιάζει τις αντιλήψεις των Ελλήνων για τις ψυχιατρικές θεραπείες. Σε πανελλαδικό επίπεδο ποσοστό πάνω από 50% θεωρεί ότι τα ψυχιατρικά φάρμακα προκαλούν εξάρτηση, ενώ κοντά στο 40% είναι εκείνοι που θεωρούν ότι τα φάρμακα αυτά περισσότερο βλάπτουν παρά ωφελούν. 

Στα ίδια ποσοστά περίπου στο 40% είναι και αυτοί που έχουν την ακραία άποψη ότι όλα τα ψυχιατρικά φάρμακα είναι βλαβερά. 

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι τέτοια ποσοστά εμφανίζονται ιδιαίτερα αυξημένα όχι μόνο σε μικρές κοινωνίες. Ακόμη και στην Αττική σχεδόν το 60% του πληθυσμού θεωρεί ότι τα ψυχοφάρμακα βλάπτουν. «Όταν περίπου 6 στους 10 κατοίκους της Αττικής έχουν σημαντικά αρνητικές αντιλήψεις για την χρησιμότητα των θεραπειών φανταστείτε αν νοσήσουν οι ίδιοι τι θα συμβεί» προσθέτει ο κ. Σκαπινάκης.

Ωστόσο, και το αντίθετο, δηλαδή η απόλυτη εξοικείωση με τα ψυχοφάρμακα και την ψευδαίσθηση των γνώσεων για σωστή διάγνωση, κρύβει επίσης κινδύνους, τονίζουν οι επιστήμονες.

«Στην Ελλάδα λειτουργεί λανθασμένα όλο αυτό το κομμάτι των φαρμάκων. Εδώ μπορείς να πας στο φαρμακείο και να ψωνίσεις όπως ακριβώς κάνεις και στο σούπερ μάρκετ. Τα αντικαταθλιπτικά δεν εθίζουν. Έχουν όμως συγκεκριμένο τρόπο και διάρκεια χορήγησης εξατομικευμένο για τον καθένα ανάλογα με την περίπτωση. Όταν όμως δε γίνεται σωστά η θεραπεία μπορεί να δημιουργήσουν ψυχολογικό εθισμό, για παράδειγμα δεν αισθάνομαι καλά γιατί δεν πήρα το χάπι μου» τονίζει ο κ. Ζίττης.

«Οι δοσολογίες των φαρμάκων προσαρμόζονται στον κάθε άνθρωπο. Κάποιος για παράδειγμα μπορεί να χρειαστεί ένα χάπι και άλλος έξι. Πρέπει να υπάρχει ένας ειδικός τρόπος για να ξεκινήσει κανείς τη θεραπεία. Πρέπει να υπάρχει οπωσδήποτε παρέμβαση ειδικού για να σου ρυθμίσει τη δοσολογία και για να σου κόψει το φάρμακο όποτε κρίνει σωστό» προσθέτει ο κ. Κονταξάκης.

Για τους ειδικούς η απάντηση στο στίγμα είναι η σωστή ενημέρωση και ευαισθητοποίηση του κόσμου απέναντι στην κατάθλιψη. Θα πρέπει να αλλάξει ο τρόπος που παρουσιάζεται η νόσος μέσα από το δημόσιο λόγο, από τα μέσα ενημέρωσης, από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ακόμη και ο όρος «καταθλιπτικός» που χρησιμοποιείται συχνά ενέχει μέσα του το στοιχείο του ρατσισμού.

«Πρέπει να διορθώσουμε τα στερεότυπα που υπάρχουν. Να λέμε ότι η κατάθλιψη είναι μία νόσος που δε δηλώνει προσωπική αδυναμία. Είμαστε άνθρωποι, εκτιθέμεθα σε στρεσογόνα ερεθίσματα και δεν ξέρουμε πώς θα αντιδράσουμε. Είναι λάθος να λέμε για κάποιον που έχει κατάθλιψη ότι είναι αδύναμος άνθρωπος. Η ευαλωτότητα του καθενός είναι κληρονομημένη και κανείς δεν ευθύνεται για αυτή του την κληρονομιά» τονίζει ο κ. Σκαπινάκης.

«Θεωρώ ότι όλα αυτά έχουν να κάνουν με το επίπεδο παιδείας ενός λαού. Όσο πιο υψηλό επίπεδο μόρφωσης έχει ένας λαός τόσο πιο ανεκτικός γίνεται με τους συνανθρώπους του, με τους ξένους, με το διαφορετικό. Έχουμε δρόμο σε αυτό. Όσο εξελιγμένη είναι μια κοινωνία από πλευράς παιδείας και μόρφωσης τόσο μεγαλύτερη ανοχή έχει στην ψυχική νόσο» υπογραμμίζει ο κ. Ζίττης. 

in.gr


ΠΡΕΖΑ TV
7-4-2017

Δεν υπάρχουν σχόλια: