«Είμαστε όλοι στην ίδια γραμμή», τόνισε ο επίτροπος Οικονομικών της ΕΕ, Π. Μοσκοβισί, στο πλαίσιο των δημόσιων δηλώσεών του, μετά τις συναντήσεις του με τον πρωθυπουργό και το κυβερνητικό οικονομικό επιτελείο. Από την πλευρά του, ο πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας, μετά τη μεταξύ τους συνάντηση, υπογράμμισε πως «είναι πολύ σημαντικό να βρισκόμαστε στην ίδια σελίδα και να μην χρειαζόμαστε μεταφραστές»...
Μιλώντας αργότερα σε συνέδριο του «Economist», ο Π. Μοσκοβισί ξεκαθάρισε ότι το 80-90% των μνημονιακών παρεμβάσεων έχει γίνει αλλά δεν πρέπει να αγνοούμε τα «τελευταία μέτρα», στο πλαίσιο, βέβαια, του τρέχοντος μνημονίου και της 4ης «αξιολόγησης». Ξεκαθάρισε ότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση για «κούρεμα» χρέους, προσθέτοντας ότι για να υπάρξει «βιώσιμη ανάπτυξη», είναι αναγκαίες οι παρεμβάσεις για την «ελάφρυνση» του κρατικού χρέους. Αυτές βέβαια θα συνδυάζονται με πρόσθετα αντιλαϊκά μέτρα και ασφαλιστικές δικλίδες. Αναφερόμενος στη «γαλλική πρόταση» για τη διασύνδεση τους ύψους των αποπληρωμών ανάλογα με την εξέλιξη του ΑΕΠ, τόνισε πως αυτή θα συμπληρώνει τους υπάρχοντες δημοσιονομικούς κανόνες. Επιπλέον, μιλώντας στην ΕΡΤ ξεκαθάρισε ότι «η επιτήρηση μετά το πέρας του προγράμματος θα πρέπει να είναι αξιόπιστη».
Ο λόγος στους επιχειρηματικούς ομίλους
Σε αυτό το φόντο, έγιναν και οι χτεσινές συναντήσεις του Π. Μοσκοβισί με τις διοικήσεις του ΣΕΒ και του ΣΕΤΕ.
Είναι χαρακτηριστική η χτεσινή παρέμβαση του προέδρου του ΣΕΒ, Θ. Φέσσα, ο οποίος, μιλώντας σε εκδήλωση που διοργάνωσε το γραφείο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Αθήνα και βλέποντας, όπως είπε, το «ποτήρι μισογεμάτο», υπογράμμισε ότι «τα προβλήματα που κληροδοτεί η κρίση, αλλά και οι διαρθρωτικές προκλήσεις μετά το τέλος του προγράμματος, είναι πολλά και σημαντικά και δεν επιτρέπουν εφησυχασμό από κανέναν, ούτε πισωγύρισμα σε πολιτικές του παρελθόντος, που έβλαψαν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας». Σύμφωνα με τον ίδιο, «παρά τις δυσκολίες,ορισμένες μεταρρυθμίσεις - όπως π.χ. στον τομέα της αγοράς εργασίας - έχουν αρχίσει να αποδίδουν».
Σε αυτό το πλαίσιο, ο πρόεδρος του ΣΕΒ εστίασε στις «βασικές διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας» και συγκεκριμένα:
-- Καταρχήν στο «μεγάλο μέγεθος του κράτους, καθώς και στη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στην οικονομία», με έμφαση στο «διπλάσιο αριθμό αυτοαπασχολουμένων σε σχέση με την Ευρώπη» σε συνδυασμό με «έλλειψη αρκετών μεγάλων, οργανωμένων επιχειρήσεων, γεγονός που συνδέεται με την παραοικονομία στη χώρα μας και κατ' επέκταση την υψηλή φορολογία».
Ουσιαστικά, οι εγχώριοι βιομήχανοι προσβλέπουν στη συγκέντρωση της επιχειρηματικής πίτας και των κερδών σε ολοένα και λιγότερα χέρια, με την αποβολή από το «κάδρο» των αυτοαπασχολούμενων και μικρών ΕΒΕ, αλλά και της μεγάλης πλειοψηφίας των μικρομεσαίων αγροτών. Ολα αυτά στο πλαίσιο των γενικότερων αναδιαρθρώσεων και του νέου «αναπτυξιακού μοντέλου», που συνδιαμορφώνουν η συγκυβέρνηση, το κουαρτέτο και ισχυρά τμήματα του εγχώριου κεφαλαίου.
-- Επισήμανε επίσης τα «πρόσθετα προβλήματα που κληροδότησε η αναποτελεσματική εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής». Σε αυτό το πλαίσιο, διεκδικώντας νέες ελαφρύνσεις για τους μεγαλοεργοδότες, έκανε λόγο για την «υπερφορολόγηση ιδιαίτερα στην εργασία», δηλαδή για την ελάφρυνση των ασφαλιστικών εισφορών που καταβάλλει η εργοδοσία. Παράλληλα, εστίασε στο «βάρος των μη εξυπηρετούμενων δανείων», καθώς και στην «ανεπαρκή εθνική αποταμίευση και τη συνακόλουθη μείωση των επενδύσεων».
Πρόκειται, δηλαδή, για κομβικά ζητήματα που αφορούν την τόνωση της χρηματοδότησης προς τους επιχειρηματικούς ομίλους, αλλά και το «ξεσκαρτάρισμα» του επιχειρηματικού πεδίου μέσω της διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων.
-- Περιέγραψε ως «μείζον διαρθρωτικό πρόβλημα την υψηλή συμμετοχή της κατανάλωσης», ως ποσοστό του ΑΕΠ, δείχνοντας βέβαια στην κατεύθυνση ριζικών αναδιαρθρώσεων, με τη μετατόπιση του βάρους για «την ενίσχυση του μεριδίου του τομέα των διεθνών εμπορεύσιμων προϊόντων στην ελληνική οικονομία, με έμφαση στη βιομηχανία και μεταποίηση, τη διατήρηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας σε ανταγωνιστικά επίπεδα».
-- Στάθηκε στους «αδύναμους θεσμούς» που αποτελούν τροχοπέδη για την ανάπτυξη και τις επενδύσεις, όπως π.χ. η αργή απονομή της δικαιοσύνης, σημειώνοντας χαρακτηριστικά ότι στην Ελλάδα απαιτείται διπλάσιος χρόνος από την Ευρώπη για να τελεσιδικίσει μια υπόθεση στα διοικητικά δικαστήρια.
Συνάντηση με τον ΣΕΤΕ
Παράλληλα, ο Π. Μοσκοβισί συναντήθηκε χτες και με εκπροσώπους του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ), σε ανακοίνωση του οποίου αναφέρεται ότι «ο επίτροπος, αναδεικνύοντας τη συμβολή του τουρισμού στην οικονομική ανάπτυξη, υπογράμμισε τη σημασία της συνεργασίας μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων μερών για τη δημιουργία του αναπτυξιακού μοντέλου της Ελλάδας».
Στην ίδια ανακοίνωση σημειώνει ότι από την πλευρά του, επικέντρωσε στη «βελτίωση της ανταγωνιστικότητας του τομέα (...) με αποφάσεις στην κατεύθυνση της μείωσης της φορολογίας, για το σύνολο των κλάδων της τουριστικής οικονομίας». Σε σχέση με τις αξιώσεις ανάκτησης φορολογικών πλεονεκτημάτων, επισημαίνει ότι «αυτήν τη στιγμή, οι ελληνικές τουριστικές επιχειρήσεις επιβαρύνονται με τους υψηλότερους συντελεστές στο ΦΠΑ σε σχέση με τις αντίστοιχες επιχειρήσεις των άμεσα ανταγωνιστικών χωρών».
«Ψήφος εμπιστοσύνης» υπό προϋποθέσεις από τις «αγορές»
Στο μεταξύ, με αντιλαϊκή αβάντα το κλείσιμο της 3ης «αξιολόγησης» και πάνω απ' όλα με τον «αέρα» των μνημονίων διαρκείας, η κυβέρνηση και ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) προχώρησαν χτες σε ένα δοκιμαστικό άνοιγμα προς τις διεθνείς χρηματαγορές μέσω της έκδοσης 7ετούς ομολόγου. Το επιτόκιο του νέου κρατικού δανείου με βάση τις «προσφορές» των «επενδυτών» διαμορφώθηκε στο 3,5%, ενώ το ύψος των προσφερόμενων κεφαλαίων έφτασε στα 6,5 δισ. ευρώ, από τα οποία έγιναν αποδεκτά τα 3 δισ. σύμφωνα με το σχεδιασμό. Να σημειωθεί ότι για την έκδοση του ομολόγου πληρώθηκε στις «ανάδοχες» τράπεζες προμήθεια ύψους 3 εκατ. ευρώ, που βέβαια μαζί με τους τόκους θα φορτώνεται στους κρατικούς προϋπολογισμούς.
Από την πλευρά του, ο Π. Μοσκοβισί σημείωσε πως «η έκδοση του ομολόγου δείχνει ότι η Ελλάδα μπορεί να επιστρέψει στις αγορές με καλές συνθήκες, αυτό είναι μια καλή ένδειξη». Μάλιστα, σημείωσε ότι οι «καλές» συνθήκες συνίστανται «σε μια στρατηγική ανάπτυξης που θα καθορίζεται από τους ίδιους τους Ελληνες, μια στρατηγική μείωσης του χρέους μεσοπρόθεσμα και μια εποπτεία μετά το πρόγραμμα για μια κανονική χώρα».
Ο υπουργός Οικονομικών, Ευ. Τσακαλώτος, δήλωσε ότι «αποδείξαμε σήμερα που βγήκαμε στις αγορές ότι όχι μόνο μπορούμε να αντλήσουμε νέα χρήματα, αλλά μπορούμε να το κάνουμε και κάτω από συνθήκες που δεν είναι ιδανικές».
Να σημειωθεί ότι αργότερα χτες, μετά το κλείσιμο της δημοπρασίας, εκδηλώθηκαν και νέες αναταράξεις στα διεθνή χρηματιστήρια.
Την ίδια ώρα, στο επίκεντρο της χτεσινής συνεδρίασης της Ομάδας Εργασίας του Γιούρογκρουπ, σύμφωνα με πληροφορίες, βρέθηκε το ζήτημα της απρόσκοπτης ροής των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, καθώς και οι εκκρεμότητες για την ανάπτυξη του επενδυτικού σχεδίου στο Ελληνικό.
Τα «μαθήματα» του ΣΕΒ
«Αποτέλεσμα (...) ενός στρεβλού συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων, που οδήγησε τις μεταποιητικές επιχειρήσεις σε απώλεια διεθνούς ανταγωνιστικότητας», είναι σύμφωνα με τον ΣΕΒ οι αυξήσεις των μισθών.
Τον ισχυρισμό αυτό προβάλλουν για μια ακόμη φορά, «απαντώντας» (στην πραγματικότητα παίρνοντας την «πάσα») σε έκθεση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, που με τη σειρά του αναρωτιέται γιατί επιχειρήσεις των οποίων η κερδοφορία βελτιώνεται, δεν επιδιώκουν διεύρυνση του μεριδίου τους στις αγορές, με την «επένδυση» των κερδών τους.
Με αφορμή μάλιστα αυτό, η πλευρά του ΣΕΒ, συγκρίνοντας μήλα με πορτοκάλια, φτάνει στο σημείο να ισχυριστεί ότι τάχα «ο Στάλιν αναγνωρίζοντας τη σχέση κόστους/τιμής πώλησης των προϊόντων, επέπληττε τους συντρόφους που ήθελαν χαμηλές τιμές στο ψωμί και υψηλές τιμές στο αλεύρι προκειμένου να ικανοποιήσουν ταυτόχρονα τους εργάτες και τους αγρότες». Μετά και το παραπάνω «ανεκδοτάκι», συνεχίζοντας ακάθεκτοι, απευθύνονται στο αστικό κράτος και τις κυβερνήσεις τους, λέγοντας ότι «το καλύτερο στο οποίο μπορεί να προσβλέπει κανείς είναι οι επιχειρήσεις να διευκολύνονται από το κράτος στις επενδυτικές και λειτουργικές τους πρωτοβουλίες».
Ενώ, παίρνοντας την «πάσα» από το ΙΝΕ, σηκώνουν και το δάχτυλο λέγοντας ότι είναι ώρα «οι εργαζόμενοι και οι εκπρόσωποί τους να νοιάζονται για την κερδοφορία των επιχειρήσεων στις οποίες δουλεύουν».
Αν και η «επισήμανση» είναι περιττή για τον εργοδοτικό και κυβερνητικό συνδικαλισμό, είναι και ενδεικτική για το τι υπηρετεί μια τέτοια «συζήτηση», που έτσι κι αλλιώς γίνεται στο έδαφος και με τις προδιαγραφές του εκμεταλλευτικού συστήματος, και σε κάθε περίπτωση απέναντι από τις ανάγκες των εργαζομένων. Την υποταγή των εργαζομένων στα «θέλω» των καπιταλιστών.
https://www.rizospastis.gr/
Μιλώντας αργότερα σε συνέδριο του «Economist», ο Π. Μοσκοβισί ξεκαθάρισε ότι το 80-90% των μνημονιακών παρεμβάσεων έχει γίνει αλλά δεν πρέπει να αγνοούμε τα «τελευταία μέτρα», στο πλαίσιο, βέβαια, του τρέχοντος μνημονίου και της 4ης «αξιολόγησης». Ξεκαθάρισε ότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση για «κούρεμα» χρέους, προσθέτοντας ότι για να υπάρξει «βιώσιμη ανάπτυξη», είναι αναγκαίες οι παρεμβάσεις για την «ελάφρυνση» του κρατικού χρέους. Αυτές βέβαια θα συνδυάζονται με πρόσθετα αντιλαϊκά μέτρα και ασφαλιστικές δικλίδες. Αναφερόμενος στη «γαλλική πρόταση» για τη διασύνδεση τους ύψους των αποπληρωμών ανάλογα με την εξέλιξη του ΑΕΠ, τόνισε πως αυτή θα συμπληρώνει τους υπάρχοντες δημοσιονομικούς κανόνες. Επιπλέον, μιλώντας στην ΕΡΤ ξεκαθάρισε ότι «η επιτήρηση μετά το πέρας του προγράμματος θα πρέπει να είναι αξιόπιστη».
Ο λόγος στους επιχειρηματικούς ομίλους
Σε αυτό το φόντο, έγιναν και οι χτεσινές συναντήσεις του Π. Μοσκοβισί με τις διοικήσεις του ΣΕΒ και του ΣΕΤΕ.
Είναι χαρακτηριστική η χτεσινή παρέμβαση του προέδρου του ΣΕΒ, Θ. Φέσσα, ο οποίος, μιλώντας σε εκδήλωση που διοργάνωσε το γραφείο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Αθήνα και βλέποντας, όπως είπε, το «ποτήρι μισογεμάτο», υπογράμμισε ότι «τα προβλήματα που κληροδοτεί η κρίση, αλλά και οι διαρθρωτικές προκλήσεις μετά το τέλος του προγράμματος, είναι πολλά και σημαντικά και δεν επιτρέπουν εφησυχασμό από κανέναν, ούτε πισωγύρισμα σε πολιτικές του παρελθόντος, που έβλαψαν την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας». Σύμφωνα με τον ίδιο, «παρά τις δυσκολίες,ορισμένες μεταρρυθμίσεις - όπως π.χ. στον τομέα της αγοράς εργασίας - έχουν αρχίσει να αποδίδουν».
Σε αυτό το πλαίσιο, ο πρόεδρος του ΣΕΒ εστίασε στις «βασικές διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας» και συγκεκριμένα:
-- Καταρχήν στο «μεγάλο μέγεθος του κράτους, καθώς και στη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στην οικονομία», με έμφαση στο «διπλάσιο αριθμό αυτοαπασχολουμένων σε σχέση με την Ευρώπη» σε συνδυασμό με «έλλειψη αρκετών μεγάλων, οργανωμένων επιχειρήσεων, γεγονός που συνδέεται με την παραοικονομία στη χώρα μας και κατ' επέκταση την υψηλή φορολογία».
Ουσιαστικά, οι εγχώριοι βιομήχανοι προσβλέπουν στη συγκέντρωση της επιχειρηματικής πίτας και των κερδών σε ολοένα και λιγότερα χέρια, με την αποβολή από το «κάδρο» των αυτοαπασχολούμενων και μικρών ΕΒΕ, αλλά και της μεγάλης πλειοψηφίας των μικρομεσαίων αγροτών. Ολα αυτά στο πλαίσιο των γενικότερων αναδιαρθρώσεων και του νέου «αναπτυξιακού μοντέλου», που συνδιαμορφώνουν η συγκυβέρνηση, το κουαρτέτο και ισχυρά τμήματα του εγχώριου κεφαλαίου.
-- Επισήμανε επίσης τα «πρόσθετα προβλήματα που κληροδότησε η αναποτελεσματική εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής». Σε αυτό το πλαίσιο, διεκδικώντας νέες ελαφρύνσεις για τους μεγαλοεργοδότες, έκανε λόγο για την «υπερφορολόγηση ιδιαίτερα στην εργασία», δηλαδή για την ελάφρυνση των ασφαλιστικών εισφορών που καταβάλλει η εργοδοσία. Παράλληλα, εστίασε στο «βάρος των μη εξυπηρετούμενων δανείων», καθώς και στην «ανεπαρκή εθνική αποταμίευση και τη συνακόλουθη μείωση των επενδύσεων».
Πρόκειται, δηλαδή, για κομβικά ζητήματα που αφορούν την τόνωση της χρηματοδότησης προς τους επιχειρηματικούς ομίλους, αλλά και το «ξεσκαρτάρισμα» του επιχειρηματικού πεδίου μέσω της διαχείρισης των «κόκκινων» δανείων.
-- Περιέγραψε ως «μείζον διαρθρωτικό πρόβλημα την υψηλή συμμετοχή της κατανάλωσης», ως ποσοστό του ΑΕΠ, δείχνοντας βέβαια στην κατεύθυνση ριζικών αναδιαρθρώσεων, με τη μετατόπιση του βάρους για «την ενίσχυση του μεριδίου του τομέα των διεθνών εμπορεύσιμων προϊόντων στην ελληνική οικονομία, με έμφαση στη βιομηχανία και μεταποίηση, τη διατήρηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας σε ανταγωνιστικά επίπεδα».
-- Στάθηκε στους «αδύναμους θεσμούς» που αποτελούν τροχοπέδη για την ανάπτυξη και τις επενδύσεις, όπως π.χ. η αργή απονομή της δικαιοσύνης, σημειώνοντας χαρακτηριστικά ότι στην Ελλάδα απαιτείται διπλάσιος χρόνος από την Ευρώπη για να τελεσιδικίσει μια υπόθεση στα διοικητικά δικαστήρια.
Συνάντηση με τον ΣΕΤΕ
Παράλληλα, ο Π. Μοσκοβισί συναντήθηκε χτες και με εκπροσώπους του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ), σε ανακοίνωση του οποίου αναφέρεται ότι «ο επίτροπος, αναδεικνύοντας τη συμβολή του τουρισμού στην οικονομική ανάπτυξη, υπογράμμισε τη σημασία της συνεργασίας μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων μερών για τη δημιουργία του αναπτυξιακού μοντέλου της Ελλάδας».
Στην ίδια ανακοίνωση σημειώνει ότι από την πλευρά του, επικέντρωσε στη «βελτίωση της ανταγωνιστικότητας του τομέα (...) με αποφάσεις στην κατεύθυνση της μείωσης της φορολογίας, για το σύνολο των κλάδων της τουριστικής οικονομίας». Σε σχέση με τις αξιώσεις ανάκτησης φορολογικών πλεονεκτημάτων, επισημαίνει ότι «αυτήν τη στιγμή, οι ελληνικές τουριστικές επιχειρήσεις επιβαρύνονται με τους υψηλότερους συντελεστές στο ΦΠΑ σε σχέση με τις αντίστοιχες επιχειρήσεις των άμεσα ανταγωνιστικών χωρών».
«Ψήφος εμπιστοσύνης» υπό προϋποθέσεις από τις «αγορές»
Στο μεταξύ, με αντιλαϊκή αβάντα το κλείσιμο της 3ης «αξιολόγησης» και πάνω απ' όλα με τον «αέρα» των μνημονίων διαρκείας, η κυβέρνηση και ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) προχώρησαν χτες σε ένα δοκιμαστικό άνοιγμα προς τις διεθνείς χρηματαγορές μέσω της έκδοσης 7ετούς ομολόγου. Το επιτόκιο του νέου κρατικού δανείου με βάση τις «προσφορές» των «επενδυτών» διαμορφώθηκε στο 3,5%, ενώ το ύψος των προσφερόμενων κεφαλαίων έφτασε στα 6,5 δισ. ευρώ, από τα οποία έγιναν αποδεκτά τα 3 δισ. σύμφωνα με το σχεδιασμό. Να σημειωθεί ότι για την έκδοση του ομολόγου πληρώθηκε στις «ανάδοχες» τράπεζες προμήθεια ύψους 3 εκατ. ευρώ, που βέβαια μαζί με τους τόκους θα φορτώνεται στους κρατικούς προϋπολογισμούς.
Από την πλευρά του, ο Π. Μοσκοβισί σημείωσε πως «η έκδοση του ομολόγου δείχνει ότι η Ελλάδα μπορεί να επιστρέψει στις αγορές με καλές συνθήκες, αυτό είναι μια καλή ένδειξη». Μάλιστα, σημείωσε ότι οι «καλές» συνθήκες συνίστανται «σε μια στρατηγική ανάπτυξης που θα καθορίζεται από τους ίδιους τους Ελληνες, μια στρατηγική μείωσης του χρέους μεσοπρόθεσμα και μια εποπτεία μετά το πρόγραμμα για μια κανονική χώρα».
Ο υπουργός Οικονομικών, Ευ. Τσακαλώτος, δήλωσε ότι «αποδείξαμε σήμερα που βγήκαμε στις αγορές ότι όχι μόνο μπορούμε να αντλήσουμε νέα χρήματα, αλλά μπορούμε να το κάνουμε και κάτω από συνθήκες που δεν είναι ιδανικές».
Να σημειωθεί ότι αργότερα χτες, μετά το κλείσιμο της δημοπρασίας, εκδηλώθηκαν και νέες αναταράξεις στα διεθνή χρηματιστήρια.
Την ίδια ώρα, στο επίκεντρο της χτεσινής συνεδρίασης της Ομάδας Εργασίας του Γιούρογκρουπ, σύμφωνα με πληροφορίες, βρέθηκε το ζήτημα της απρόσκοπτης ροής των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, καθώς και οι εκκρεμότητες για την ανάπτυξη του επενδυτικού σχεδίου στο Ελληνικό.
Τα «μαθήματα» του ΣΕΒ
«Αποτέλεσμα (...) ενός στρεβλού συστήματος συλλογικών διαπραγματεύσεων, που οδήγησε τις μεταποιητικές επιχειρήσεις σε απώλεια διεθνούς ανταγωνιστικότητας», είναι σύμφωνα με τον ΣΕΒ οι αυξήσεις των μισθών.
Τον ισχυρισμό αυτό προβάλλουν για μια ακόμη φορά, «απαντώντας» (στην πραγματικότητα παίρνοντας την «πάσα») σε έκθεση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, που με τη σειρά του αναρωτιέται γιατί επιχειρήσεις των οποίων η κερδοφορία βελτιώνεται, δεν επιδιώκουν διεύρυνση του μεριδίου τους στις αγορές, με την «επένδυση» των κερδών τους.
Με αφορμή μάλιστα αυτό, η πλευρά του ΣΕΒ, συγκρίνοντας μήλα με πορτοκάλια, φτάνει στο σημείο να ισχυριστεί ότι τάχα «ο Στάλιν αναγνωρίζοντας τη σχέση κόστους/τιμής πώλησης των προϊόντων, επέπληττε τους συντρόφους που ήθελαν χαμηλές τιμές στο ψωμί και υψηλές τιμές στο αλεύρι προκειμένου να ικανοποιήσουν ταυτόχρονα τους εργάτες και τους αγρότες». Μετά και το παραπάνω «ανεκδοτάκι», συνεχίζοντας ακάθεκτοι, απευθύνονται στο αστικό κράτος και τις κυβερνήσεις τους, λέγοντας ότι «το καλύτερο στο οποίο μπορεί να προσβλέπει κανείς είναι οι επιχειρήσεις να διευκολύνονται από το κράτος στις επενδυτικές και λειτουργικές τους πρωτοβουλίες».
Ενώ, παίρνοντας την «πάσα» από το ΙΝΕ, σηκώνουν και το δάχτυλο λέγοντας ότι είναι ώρα «οι εργαζόμενοι και οι εκπρόσωποί τους να νοιάζονται για την κερδοφορία των επιχειρήσεων στις οποίες δουλεύουν».
Αν και η «επισήμανση» είναι περιττή για τον εργοδοτικό και κυβερνητικό συνδικαλισμό, είναι και ενδεικτική για το τι υπηρετεί μια τέτοια «συζήτηση», που έτσι κι αλλιώς γίνεται στο έδαφος και με τις προδιαγραφές του εκμεταλλευτικού συστήματος, και σε κάθε περίπτωση απέναντι από τις ανάγκες των εργαζομένων. Την υποταγή των εργαζομένων στα «θέλω» των καπιταλιστών.
https://www.rizospastis.gr/
1 σχόλιο:
ΟΙ ΜΙΣΘΟΙ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΝΤΑΙ ΑΚΡΙΒΟΙ ΤΟΥ ΣΕΒ? ΠΟΙΟΙ ΜΙΣΘΟΙ? ΤΩΝ 450 ΕΥΡΩ?
ΤΟ ΟΤΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΣΤΟ ΣΚΛΗΡΟ-ΚΑΤΟΧΙΚΟ ΝΟΜΙΣΜΑ ΠΟΥ ΛΕΓΕΤΑΙ ΕΥΡΩ ΔΕΝ ΤΟ ΠΡΟΣΕΞΑΝ?
ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΣΤΩ ΚΑΙ Η ΠΑΡΑΜΙΚΡΗ ΕΛΠΙΔΑ ΓΙΑ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΜΑΣΑ ΣΤΟ ΚΑΤΟΧΙΚΟ ΕΥΡΩ?
ΧΕΣΤΗΚΕ Ο ΣΕΒ ΓΙΑ ΤΗ ΖΗΜΙΑ ΠΟΥ ΚΑΝΕΙ ΤΟ ΚΑΤΟΧΙΚΟ-ΣΚΛΗΡΟ ΕΥΡΩ ΣΤΟΥΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΣΤΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΤΟΥΣ.
ΑΡΚΕΙ ΠΟΥ ΤΟ ΚΑΤΟΧΙΚΟ ΝΟΜΙΣΜΑ ΤΩΝ ΕΥΡΩΜΑΣΟΝΩΝ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ "ΦΙΛΙΚΟ" ΜΕ ΤΙΣ ΕΛΒΕΤΙΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΚΑΥΜΑΝ.
ΕΤΣΙ ΚΑΙ ΑΛΛΙΩΣ ΤΑ ΜΕΓΑΛΟΑΠΟΒΡΑΣΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΔΕΝ ΔΙΑΚΙΝΔΥΝΕΥΟΥΝ ΠΟΤΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΤΟΥΣ ΛΕΦΤΑ. ΕΧΟΥΝΕ ΜΑΘΕΙ ΝΑ ΤΑ ΕΧΟΥΝΕ ΑΣΦΑΛΗ ΣΤΙΣ ΕΛΒΕΤΙΕΣ ΚΑΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΝ "ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ" ΚΛΕΒΟΝΤΑ ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΤΩΝ ΚΑΤΑΘΕΤΩΝ ΜΕ ΤΑ ΘΑΛΑΣΣΟΔΑΝΕΙΑ (ΠΑΡΕΑ ΜΕ ΤΡΑΠΕΖΙΤΕΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ).
ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΑ Η "ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ" ΕΛΛΗΝΙΚΗ "ΔΙΚΑΟΣΥΝΗ" ΚΟΙΜΑΤΑΙ(ΟΡΘΙΑ) ΤΟΝ ΥΠΝΟ ΤΟΥ "ΔΙΚΑΙΟΥ".
Δημοσίευση σχολίου