Κυριακή, Οκτωβρίου 14, 2018

Από τον Γιώργο Καρατζαφέρη στον Πάνο Καμμένο

Μπορεί να διέψευσε ο πρωθυπουργός ότι ο κυβερνητικός του εταίρος είναι «τυφώνας», αλλά η αλήθεια είναι ότι η παρουσία του κ. Καμμένου δεν περνά ποτέ απαρατήρητη. Δεν είναι μόνο ο ιδιόρρυθμος τρόπος που ασκεί πολιτική ο πρόεδρος των ΑΝ.ΕΛΛ.

Είναι ασφαλώς και η απόσταση που χώριζε εξαρχής το κόμμα του από τον ΣΥΡΙΖΑ, ένα στοιχείο αξιοπρόσεκτο, το οποίο προκαλούσε συνεχείς τριγμούς στο κυβερνητικό στρατόπεδο από την αρχή της ιδιόμορφης συνεργασίας.

Πολλοί αναλυτές επισημαίνουν το πρωτοφανές γεγονός να συμπλέουν πολιτικά κόμματα που υποτίθεται ότι τα χωρίζει ιδεολογική άβυσσος, ενώ κάποιοι εμφανίζονται να ενοχλούνται από το γεγονός ότι ένα κόμμα με χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν στη σύγχρονη ξενόφοβη ευρωπαϊκή Ακροδεξιά έχει μερίδιο στην άσκηση κυβερνητικής εξουσίας.


Το πού μπορεί να οδηγήσει αυτή η ιδεολογική απόκλιση των συνεργαζόμενων κομμάτων ενός κυβερνητικού σχηματισμού, το διαπιστώσαμε αυτή τη βδομάδα. Ομως ακόμα πιο αξιοπερίεργο είναι το γεγονός ότι το φαινόμενο αυτό όχι μόνο δεν είναι καινούργιο, αλλά έχει εγκατασταθεί ως μόνιμο χαρακτηριστικό των ελληνικών κυβερνήσεων από το 2011.

Η αλήθεια είναι ότι οι ιδέες της ξενοφοβίας και του εθνικισμού ήταν παρούσες σε όλες τις κοινοβουλευτικές περιόδους από την εποχή της Μεταπολίτευσης. Μόνο που βρίσκονταν συνήθως εγκιβωτισμένες στα δύο μεγάλα κόμματα, κυρίως τη Νέα Δημοκρατία αλλά σε μικρότερο βαθμό και στο ύστερο ΠΑΣΟΚ.

Επί δεκαετίες είχε ακολουθηθεί η τακτική του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος κατά περιόδους ενσωμάτωνε στο κόμμα του στελέχη με πιο ακροδεξιές απόψεις (φιλοβασιλικές, φιλοχουντικές κ.λπ.), διατηρώντας όμως εξαρχής την πρωτοκαθεδρία.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου, μιμούμενος τον Καραμανλή, είχε τελειοποιήσει την «αμφίπλευρη διεύρυνση», υποδεχόμενος προσχωρήσεις από αριστερά και δεξιά του ΠΑΣΟΚ, υπονοώντας ότι αυτές αλληλοεξουδετερώνονται.

Η ενσωμάτωση στελεχών των «άκρων» από τα δύο μεγάλα κόμματα δεν επέτρεψε μετά την πρώτη δεκαετία της Μεταπολίτευσης να δημιουργηθούν αξιοπρόσεκτα σχήματα στον χώρο της εθνικιστικής Ακροδεξιάς.

Ο πρώτος που αμφισβήτησε εμπράκτως αυτή τη λογική ήταν ο Κώστας Καραμανλής, ο οποίος υποχρεώθηκε το 2000 να διαγράψει τον Γιώργο Καρατζαφέρη από τη Νέα Δημοκρατία, όταν εκείνος με προκλητικό τρόπο επιχειρούσε να συγκροτήσει δίπλα στο κόμμα του ένα «συμπληρωματικό» πολιτικό σχήμα, με χουντικούς, βασιλικούς, χρυσαυγίτες κ.ά., κάτι που δεν συμβάδιζε με την επίσημη γραμμή που ήθελε τη Νέα Δημοκρατία κόμμα του «μεσαίου χώρου».

Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί ο Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός (ΛΑΟΣ), ένα κόμμα με χαρακτηριστικά σύγχρονου ακροδεξιού ευρωπαϊκού κόμματος, το οποίο επρόκειτο στη συνέχεια να παίξει ιδιαίτερο πολιτικό ρόλο, τόσο με τη συμμετοχή του στην κυβέρνηση το 2011 όσο και με τις συνέπειες που είχε στο πολιτικό σύστημα η αποτυχία του στις εκλογές του 2012.

ΠΡΩΤΗ ΦΑΣΗ: Το 2011 του Λουκά Παπαδήμου
Με τη συμμετοχή στην κυβέρνηση Παπαδήμου και την υπερψήφιση των σκληρών οικονομικών μέτρων που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα, μπορεί ο Καρατζαφέρης να κέρδισε το φωτοστέφανο του «εθνικά υπεύθυνου» ηγέτη και να παραμερίστηκε το ακροδεξιό του παρελθόν, όμως ταυτόχρονα απογοήτευσε τους απελπισμένους ψηφοφόρους του και εμφανίστηκε ως μέρος του καταρρέοντος πολιτικού συστήματος
----------------

Εν αρχή ην η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-Νέας Δημοκρατίας-ΛΑΟΣ που συγκροτήθηκε το φθινόπωρο του 2011, μετά την αδυναμία της κυβέρνησης Παπανδρέου να αντέξει το βάρος των συνεπειών της οικονομικής κρίσης και του πρώτου μνημονίου. Το παράδοξο σ’ αυτή την περίπτωση είναι ότι η συμμετοχή του ΛΑΟΣ δεν επιβλήθηκε από την ανάγκη να συγκεντρωθεί η κοινοβουλευτική πλειοψηφία. ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία αρκούσαν για μια πολύ ισχυρή δικομματική κυβέρνηση που θα συγκέντρωνε περισσότερους από 230 βουλευτές.

Ο λόγος της σύμπραξης ήταν ότι αυτή η «ανίερη συγκυβέρνηση», όπως την έχει χαρακτηρίσει ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, χρειαζόταν τον ΛΑΟΣ όχι ως «συμπλήρωμα» ή φτωχό συγγενή των μεγάλων, αλλά ως αναγκαία συγκολλητική ύλη –όπως έλεγε ο ίδιος ο Καρατζαφέρης– των συγκυβερνώντων κομμάτων. Οσα είχαν προηγηθεί μεταξύ ΠΑΣΟΚ και Νέας Δημοκρατίας επί δεκαετίες και κυρίως ο παραδοσιακός αλληλοαποκλεισμός που επέβαλλε το σχήμα του δικομματισμού δυσκόλευε τα δύο κόμματα να συνυπάρξουν μόνα τους σε μια κυβέρνηση.

Από αυτή την άποψη, η ηγετική μορφή της τρικομματικής κυβέρνησης Παπαδήμου ήταν ασφαλώς ο Γιώργος Καρατζαφέρης. Ηταν εξάλλου εκείνος που σε ανύποπτο χρόνο, στις αρχές του 2009, είχε υποδείξει τον αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Λουκά Παπαδήμο ως το πιο κατάλληλο πρόσωπο για να ηγηθεί μιας κυβέρνησης «προσωπικοτήτων» ώστε να βγει η Ελλάδα από την κρίση.

Ο κ. Καρατζαφέρης είχε επιμείνει στη θεωρία της «δεξιάς πολυκατοικίας», δηλαδή στην ύπαρξη ενός κοινού πολιτικού χώρου που θα έπρεπε να στεγάσει Νέα Δημοκρατία, ΛΑΟΣ και άλλα μικρότερα ακροδεξιά σχήματα. Από τη στιγμή που βάθυνε η κρίση, διευρύνθηκε ανάλογα και η «πολυκατοικία», προκειμένου να χωρέσει και το ΠΑΣΟΚ.

Ολα αυτά θα είχαν λίγη σημασία, αν δεν συνέπιπταν κατά καιρούς με σχεδιασμούς που πραγματοποιούνται σε χώρους έξω από το Κοινοβούλιο, από κύκλους πολιτευόμενων επιχειρηματιών, από ομάδες ανησυχούντων παραγόντων και από προσωπικότητες που διεκδικούν τον ρόλο του εθνοσωτήρα. Αυτός είναι ο λόγος που το φλερτ του ΛΑΟΣ με την εξουσία δεν υπήρξε μονόπλευρο. Η συμμετοχή του ΛΑΟΣ στα παιχνίδια εκλογικής επικράτησης ή και εξωεκλογικής νομής της εξουσίας δεν ήταν πολιτικά ουδέτερη.

Οπως διαπιστώνεται από τον τρόπο που άρχισε να συζητείται από το 2009 το μεταναστευτικό ζήτημα, δεν ήταν ο ΛΑΟΣ που έβαζε νερό στο κρασί του για να μετέχει ισότιμα στον δημόσιο διάλογο. Δεν προσχώρησε δηλαδή ο ΛΑΟΣ στην ατζέντα του δικομματισμού. Συνέβη το ακριβώς αντίθετο.

Η στιγμή της μέγιστης επιτυχίας του ΛΑΟΣ συμπίπτει όμως με την αρχή της πολιτικής του καθίζησης. Με τη συμμετοχή στην κυβέρνηση Παπαδήμου και την υπερψήφιση των σκληρών οικονομικών μέτρων που επιβλήθηκαν στην Ελλάδα, μπορεί ο Καρατζαφέρης να κέρδισε το φωτοστέφανο του «εθνικά υπεύθυνου» ηγέτη και να παραμερίστηκε το ακροδεξιό του παρελθόν, όμως ταυτόχρονα απογοήτευσε τους απελπισμένους ψηφοφόρους του και εμφανίστηκε ως μέρος του καταρρέοντος πολιτικού συστήματος.

Στις εκλογές του Μαΐου του 2012 ο ΛΑΟΣ δεν θα καταφέρει να εκλέξει βουλευτή, μένοντας στο οριακό 2,90%, ενώ ένα μήνα αργότερα, στις δεύτερες εκλογές, η απήχησή του συρρικνώθηκε ακόμα περισσότερο (1,58%), παρά το γεγονός ότι εσπευσμένα επιχείρησε να αποστασιοποιηθεί από τη μνημονιακή συμμαχία, ενώ την τελευταία στιγμή επιστρατεύτηκε ακόμα και ο βετεράνος εθνικοσοσιαλιστής Κώστας Πλεύρης προκειμένου να ανακοπεί η διαρροή ψήφων προς τα «δεξιά», δηλαδή την ανοιχτά ναζιστική Χρυσή Αυγή.

Και το χειρότερο για τον ΛΑΟΣ: η βασική ομάδα των στελεχών του που είχαν μεγάλη τηλεοπτική προβολή (Μάκης Βορίδης, Αδωνις Γεωργιάδης κ.ά.) προσχώρησε στη Νέα Δημοκρατία, κατηγορώντας τον μέχρι τότε αρχηγό τους για υπαναχώρηση.

ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΑΣΗ: Το 2012 του Αντώνη Σαμαρά
Από τις αρχές του 2013 υπήρξε μια άτυπη, αλλά σταθερή συνεργασία της ηγεσίας της Ν.Δ. με τη Χρυσή Αυγή, μέσω του γραμματέα της κυβέρνησης, Τάκη Μπαλτάκου. Σύμφωνα με ντοκουμέντα που έχουν δει το φως της δημοσιότητας στη δίκη της Χρυσής Αυγής, ο κ. Σαμαράς βασιζόταν στην ψήφο των χρυσαυγιτών βουλευτών για να περάσει νομοσχέδια στα οποία διαφωνούσαν οι επίσημοι κυβερνητικοί του εταίροι
----------------

Η κυβέρνηση που συγκροτήθηκε μετά τις δεύτερες εκλογές του 2012 με τη συμμετοχή Νέας Δημοκρατίας, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ όχι μόνο δεν είχε αυτόνομο ακροδεξιό συμβαλλόμενο μέρος, αλλά περιελάμβανε στη σύνθεσή του και ένα κόμμα της Αριστεράς. Αυτό όμως το γεγονός δεν σημαίνει ότι η πολιτική του ΛΑΟΣ δεν ήταν και πάλι παρούσα, και μάλιστα με εκπροσώπους δύο προβεβλημένα στελέχη (Βορίδη και Γεωργιάδη), οι οποίοι μετά την προσχώρησή τους απέκτησαν ιδιαίτερο βάρος στην άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής.

Ηδη, όμως, πριν από τις εκλογές, ο Αντώνης Σαμαράς είχε υιοθετήσει μια σκληρή ακροδεξιά ρητορική («ανακατάληψη των πόλεών μας που έχουν καταληφθεί από λαθρομετανάστες»), θεωρώντας ότι με τον τρόπο αυτόν θα ανακόψει το διαφαινόμενο ρεύμα υποστήριξης της Χρυσής Αυγής. Οπως προέκυψε από τα πράγματα, αυτή η επιλογή όχι μόνο δεν απέδωσε σαν ανασχετικό φράγμα στην άνοδο της Ακροδεξιάς, αλλά συνέτεινε στη νομιμοποίηση του ρατσιστικού και μισαλλόδοξου λόγου, ανοίγοντας τις πόρτες της Βουλής στη ναζιστική οργάνωση.

Πολύ αργότερα αποδείχτηκε ότι από τις αρχές του 2013 υπήρξε μια άτυπη, αλλά σταθερή συνεργασία της ηγεσίας της Νέας Δημοκρατίας με τη Χρυσή Αυγή, μέσω του γραμματέα της κυβέρνησης Τάκη Μπαλτάκου. Σύμφωνα με ντοκουμέντα που έχουν δει το φως της δημοσιότητας στη δίκη της Χρυσής Αυγής, ο κ. Σαμαράς βασιζόταν στην ψήφο των χρυσαυγιτών βουλευτών για να περάσει νομοσχέδια στα οποία διαφωνούσαν οι επίσημοι κυβερνητικοί του εταίροι (λ.χ. την ανατροπή του νομοσχεδίου Ραγκούση για την ιθαγένεια). Η συνεργασία αυτή έγινε γνωστή με πρωτοβουλία του χρυσαυγίτη Κασιδιάρη, μόνον όταν ο ίδιος βρέθηκε αντιμέτωπος με την απειλή προφυλάκισης, δηλαδή με καθυστέρηση ενός χρόνου.

Αυτή η ιδιότυπη σύμπλευση Νέας Δημοκρατίας - Χρυσής Αυγής ίσως να εξηγεί το ιδιαίτερο πάθος και τον προσωπικό χαρακτήρα των επιθέσεων της Χρυσής Αυγής κατά του κ. Σαμαρά μετά την άσκηση των διώξεων για την εγκληματική οργάνωση, το φθινόπωρο του 2013.

ΤΡΙΤΗ ΦΑΣΗ: Το 2015 του Αλέξη Τσίπρα

Η συγκρότηση της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ. ασφαλώς ξάφνιασε, αλλά πολύ γρήγορα όλοι κατάλαβαν ότι η βάση της ετερόκλητης σύμπραξης υπήρξε αρκετά στέρεη: το γεγονός δηλαδή ότι η κυβερνητική ατζέντα περιοριζόταν σε μεγάλο βαθμό στη μονοθεματική επιδίωξη ακύρωσης των μνημονίων.

Σε αυτό το ζήτημα υπήρξε πραγματική σύγκλιση των δύο κομμάτων. Ισως, μάλιστα, η συμφωνία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ. να υπήρξε εκείνη την περίοδο στερεότερη από τη συνεργασία των επονομαζόμενων «συνιστωσών» του ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίες διαφωνούσαν μέχρι και στην προοπτική παραμονής της χώρας στην ευρωζώνη ή ακόμα και στην Ε.Ε.

Η επανάληψη της σύμπλευσης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ. μετά τον Σεπτέμβριο του 2015 υπήρξε λιγότερο ανέφελη. Μπορεί η προεκλογική υπόσχεση του κ. Καμμένου, ότι θα φέρνει στον ίσιο δρόμο τον «μικρό Αλέξη», να μην αποδείχτηκε στην πράξη, αλλά η παρουσία των ΑΝ.ΕΛΛ. υποχρέωνε κάθε τόσο τον ΣΥΡΙΖΑ να καταφεύγει στη στήριξη των κομμάτων της Κεντροαριστεράς ή ακόμα και στη Νέα Δημοκρατία προκειμένου να περάσει νομοσχέδια που περιλαμβάνονταν στις προγραμματικές του δηλώσεις.

Γεγονός είναι ότι με τις παρεμβάσεις του τον τελευταίο καιρό ο κ. Καμμένος ενίσχυσε την εικόνα ενός παράταιρου εταίρου, σε σημείο που υποχρεώθηκαν πολλά στελέχη και βουλευτές να κρατούν πλέον αποστάσεις από την πολιτική του.

ΤΕΤΑΡΤΗ ΦΑΣΗ: Το 2019 των κ. Τσίπρα - Μητσοτάκη
Η πολιτική του ΛΑΟΣ ήταν και πάλι παρούσα στην κυβέρνηση που συγκροτήθηκε μετά τις δεύτερες εκλογές του 2012 με τη συμμετοχή Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ. Δύο προβεβλημένα στελέχη του ΛΑΟΣ, ο Μ. Βορίδης και ο Αδ. Γεωργιάδης, μετά την προσχώρησή τους στη Ν.Δ. απέκτησαν ιδιαίτερο βάρος στην άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής
-------------

Ανεξάρτητα από το πότε θα οδηγηθούμε σε βουλευτικές εκλογές, έχει ήδη διαφανεί η επόμενη φάση αυτής της ιδιότυπης εισπήδησης εθνικιστικών και ακροδεξιών μορφωμάτων στις ελληνικές κυβερνήσεις. Η προοπτική συνέχισης της σημερινής κυβερνητικής συνεργασίας είναι εξαιρετικά απίθανη, ειδικά μετά τις πρόσφατες πρωτοβουλίες του κ. Καμμένου, αλλά και με δεδομένο το φυλλορρόημα του κόμματός του και την απίσχνανση της εκλογικής του επιρροής.

Η Νέα Δημοκρατία, όμως, έχει στο εσωτερικό της μια ισχυρή εθνικιστική και ακροδεξιά τάση. Οπως φάνηκε την τελευταία περίοδο με την πολιτική αντιπαράθεση γύρω από το μακεδονικό ζήτημα, στην αξιωματική αντιπολίτευση έχει συγκροτηθεί μια ισχυρή εσωκομματική τάση, η οποία πιέζει τον Κυριάκο Μητσοτάκη όχι μόνο να εγκαταλείψει την «εθνική γραμμή» της σύνθετης ονομασίας, αλλά και να επανέλθει στη μισαλλόδοξη ρητορική κατά των προσφύγων και των μεταναστών, ακόμα και με την επαναφορά του όρου «λαθρομετανάστες».

Η προοπτική μιας κυβέρνησης με κορμό τη Νέα Δημοκρατία θα συνοδεύεται, δηλαδή, ούτως ή άλλως με την ανάδειξη ενός ακροδεξιού πόλου στο εσωτερικό της. Και αυτή τη φορά, όπως έδειξε η πρόσφατη υπαναχώρηση του κ. Μητσοτάκη από τις θέσεις των Καραμανλή - Μπακογιάννη το 2008, για το Μακεδονικό, η εσωτερική αυτή αντιπολίτευση δεν θα έχει περιθωριακό ή δευτερεύοντα ρόλο, όπως συνέβαινε με τις ακροδεξιές ομάδες στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας του Κώστα Καραμανλή. Τώρα πλέον, η ομάδα Σαμαρά - Γεωργιάδη - Βορίδη επιβάλλει τη δική της ατζέντα, κάτι εξαιρετικά επικίνδυνο στη σημερινή συγκυρία.

Προβάλλει για πρώτη φορά ο κίνδυνος να μεταμορφωθεί το σύνολο της Νέας Δημοκρατίας σε κάτι μεταξύ Πολιτικής Ανοιξης και ΛΑΟΣ. Αθελά του, προς αυτή την κατεύθυνση παρασύρεται και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, με τον παροπλισμό ιστορικών στελεχών που δεν ανήκουν στην ιδιότυπη αυτή «τρόικα». Ενα παρόμοιο ενδεχόμενο θα ήταν μια εξαιρετικά δυσάρεστη εξέλιξη, σε μια Ευρώπη όπου βλέπουμε για πρώτη φορά τέτοιου είδους μορφώματα να εξελίσσονται σε κυβερνητικά σχήματα.
Συντάκτης: Δημήτρης Ψαρράς
http://www.efsyn.gr/arthro/apo-ton-giorgo-karatzaferi-ston-pano-kammeno

Δεν υπάρχουν σχόλια: