Στην επιφάνεια ήρθαν και πάλι τα ζητήματα της εκκλησιαστικής περιουσίας και η μισθοδοσία των Ιερέων – τα οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους – με αφορμή τη χθεσινή ιστορική συμφωνία Πολιτείας – Εκκλησίας, με την οποία γίνεται ένα πολύ σημαντικό βήμα προς τον τελικό εξορθολογισμό των μεταξύ τους σχέσεων.
Σύμφωνα με το κοινό ανακοινωθέν, «οι κληρικοί δεν θα νοούνται στο εξής ως δημόσιοι υπάλληλοι και ως εκ τούτου διαγράφονται από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών». Το Ελληνικό Δημόσιο, ωστόσο, «θα καταβάλλει ετησίως στην Εκκλησία με μορφή επιδότησης ποσό αντίστοιχο με το σημερινό κόστος μισθοδοσίας των εν ενεργεία ιερέων».
Ποιο είναι αυτό το ποσό; Περίπου 210 εκατ. ευρώ και αφορά περίπου σε 10.000 ιερείς.
Πότε ανέλαβε η Πολιτεία για πρώτη φορά την υποχρέωση για τη μισθοδοσία των κληρικών και πώς φτάσαμε στο σήμερα;
Το «καυτό» αυτό θέμα ξεκινά από το 1833…
Από το 1833
Στις 18 Ιανουαρίου 1833 η αντιβασιλεία του Όθωνα έφθασε στην Ελλάδα και με βασιλικά διατάγματα αποφάσισε τη διάλυση περίπου 400 μοναστηριών. Η περιουσία τους περιήλθε στο δημόσιο και τα μοναστήρια φορολογήθηκαν. Ομοίως, η περιουσία των ενοριακών ναών περιήλθε στους Δήμους.
Στη συνέχεια, με Βασιλικό Διάταγμα του 1834, ιδρύθηκε το Εκκλησιαστικό Ταμείο για τη διαχείριση της δημευθείσας περιουσίας των μονών, ενώ για τους χιλιάδες εφημέριους κληρικούς δεν υπήρχε θεσμοθετημένος πόρος και καλύπτονταν από τις πληρωμές των ενοριτών.
Λίγο αργότερα, στις 29 Απριλίου 1843, με άλλο Διάταγμα όλη η κινητή και ακίνητη εκκλησιαστική περιουσία περιέρχεται στο Δημόσιο του οποίου η επί των οικονομικών Γραμματεία αναλαμβάνει όλες τις οικονομικές υποχρεώσεις «αποκλειστικώς εις την βελτίωσιν του κλήρου… καθόσον, η της υπηρεσίας ταύτης ειδικότης εγγυάται πληρεστέραν εις αυτήν επιτυχίαν».
1909-1945
Το 1909 ιδρύθηκε το Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείο με σκοπό, μεταξύ άλλων, την πληρωμή των αρχιερέων από την ακίνητη περιουσία των μοναστηριών, ενώ με το νόμο 3596/1910 ορίστηκε για πρώτη φορά ότι η μισθοδοσία των κληρικών, ψαλτών, διακόνων θα καταβάλλονταν από τα έσοδα του ενοριακού ναού.
Εν συνεχεία, με τον νόμο 2677/1921, ορίστηκε ότι οι ενορίες θα απέδιδαν τα χρήματα στο Δημόσιο Ταμείο, προκειμένου να γίνεται η πληρωμή των μισθών από αυτό. Στην συνέχεια με το Νομοθετικό Διάταγμα του 1923 ορίστηκε ότι η μισθοδοσία των εφημέριων θα καταβάλλεται από το Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείο από πόρους κυρίως από τους ενοριακούς ναούς, το εκκλησιαστικό ένσημο, καθώς και το πρόσθετο 1% επί του συνθετικού φόρου, χωρίς όμως να επιβαρύνονται με αυτό οι μη χριστιανοί και οι ετερόδοξοι.
Το ΓΕΤ, όμως, δεν μπόρεσε ν’ ανταποκριθεί στη μισθοδοσία των κληρικών και έτσι ψηφίστηκε ο Νόμος 4684/1930 για την ίδρυση του Οργανισμού Διοικήσεως Εκκλησιαστικής και Μοναστηριακής Περιουσίας (ΟΔΕΠ) ο οποίος μεταξύ άλλων ανέλαβε και την μισθοδοσία των ιεραρχών και ιεροκηρύκων με πόρους από την εκτεταμένη εκποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας.
Ούτε όμως ο ΟΔΕΠ κατάφερε ν’ ανταποκριθεί στη μισθοδοσία του κλήρου και έτσι με τον Νόμο 5148/1931 τη μισθοδοσία των εφημέριων κληρικών την ανέλαβε το Ταμείο Ασφάλισης Κληρικών (ΤΑΚΕ) από τα έσοδα των Ναών, τα έσοδα από την εκποίηση της μοναστηριακής περιουσίας και τις δωρεές ενώ ένα χρόνο αργότερα οι πλούσιες ενορίες ανέλαβαν εκ νέου τη μισθοδοσία των κληρικών (Νόμος 5439/1932).
Το 1945 εκδόθηκε ο Αναγκαστικός Νόμος 536/1945 «Περί ρυθμίσεως των αποδοχών του Ορθοδόξου Εφημεριακού Κλήρου της Ελλάδος, του τρόπου πληρωμής αυτών και περί καλύψεως της σχετικής δαπάνης». Από την 1 Οκτωβρίου 1945 οι ενοριακοί Ναοί απαλλάσσονται από την υποχρέωση της καταβολής της μισθοδοσίας των Ιερέων γιατί αναλαμβάνει πλέον η Πολιτεία την μισθοδοσία αυτών, κατόπιν συμφωνίας που επήλθε μεταξύ αυτής και της Εκκλησίας. Ο ίδιος νόμος προέβλεπε ότι ο κάθε ενοριακός Ναός να καταβάλει εισφορά 25% επί των ακαθαρίστων εισπράξεων στην οικεία Οικονομική Εφορία. Έτσι τα Εκκλησιαστικά Συμβούλια ήταν υποχρεωμένα ανά τρίμηνο να καταβάλουν στο Δημόσιο Ταμείο την εισφορά του 25% επί των ακαθαρίστων εισπράξεων.
Η σύμβαση του 1952
Το 1952 υπεγράφη η «Σύμβαση περί εξαγοράς υπό του Δημοσίου κτημάτων της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος προς αποκατάστασιν ακτημόνων καλλιεργητών και ακτημόνων γεωργικών κτηνοτρόφων», που κυρώθηκε με το Β.Δ. της 26.9/8.10.1952 (ΦΕΚ 299 Α΄). Με αυτή η Εκκλησία υποχρεώθηκε να παραχωρήσει στο Κράτος τα 4/5 (80%) της καλλιεργούμενης ή καλλιεργήσιμης αγροτικής περιουσίας της και τα 2/3 των βοσκοτόπων. Στην ίδια σύμβαση καθιερώθηκε και η “μισθοδοσία” των κληρικών από τον Κρατικό Προϋπολογισμό – του δε Αρχιεπισκόπου και των Μητροπολιτών από το έτος 1980 – ως υποχρέωση του Κράτους έναντι των μεγάλων παραχωρήσεων γης στις οποίες είχε προβεί η Εκκλησία της Ελλάδος κατά την δεκαετία 1922-32.
Ηρεμία στα χρόνια της Χούντας
Τα επόμενα χρόνια το εν λόγω ζήτημα δεν απασχόλησε ιδιαίτερα την Κοινωνία. Αυτό δεν είναι ιδιαίτερα αξιοπερίεργο, δεδομένης της πολιτικής αστάθειας της περιόδου και της μετέπειτα (γενικώς) φιλικής σχέσης της Χούντας των Συνταγματαρχών με την Εκκλησία της Ελλάδος την περίοδο 1967-1974.
Το μόνο ενδιαφέρον περιστατικό είναι η αλλαγή του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος δύο φορές μέσα σε αυτή την περίοδο. Μία λίγο πριν το Πραξικόπημα, το Φεβρουάριο του ’69 (ΦΕΚ 27A/17.02.1969 ) και άλλη μία το 1974, η οποία και επαναφέρει πρακτικά τον Καταστατικό Χάρτη του 1943 (ΦΕΚ 278A/03.10.1974).
Από το 1975 στο σήμερα
Από το 1975 και μετά εντείνονται οι πιέσεις για τον λεγόμενο «χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους», ενώ το 1976 ο τότε υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων (Γεώργ. Ράλλης) κατάρτισε σχέδιο για την παραχώρηση στο Κράτος των 3/4 (75%) της περιουσίας και η Εκκλησία να κρατούσε το υπόλοιπο 1/4 (25%). Η προσπάθειά του ναυάγησε. Ο διάδοχός του στον υπουργικό θώκο (Ιωάν. Βαρβιτσιώτης) πρότεινε πιο σκληρό σχέδιο: Το Κράτος να πάρει τα 4/5 (80%) και στην Εκκλησία να μείνει το 1/5 (20%). Κι αυτό δεν υλοποιήθηκε. Το 1985 ο υπουργός Παιδείας (Απ. Κακλαμάνης) κατάρτισε νομοσχέδιο με θέμα «Ρύθμιση θεμάτων μοναστηριακής περιουσίας» και το επόμενο έτος ο νέος υπουργός, Αντ. Τρίτσης εμφάνισε σχέδιο Συμφωνίας διάρκειας 100 χρόνων για ανάπτυξη της εκκλησιαστικής περιουσίας και αξιοποίησή της από τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, που θα απέδιδαν 10% στην Εκκλησία και 5% στο Κράτος. Ο Νόμος 1700/1987 ήταν καθολικός και δεν άφηνε πολλά περιθώρια στην Εκκλησία, καθώς το άρθρο 3 ουσιαστικά μεταβίβαζε όλη την μοναστηριακή περιουσία στο Κράτος μετά πάροδο 6 μηνών για συνεννόηση μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας.
Η τύχη του Νόμου αυτού είναι γνωστή: Το Συμβούλιο της Επικρατείας ακύρωσε την Πράξη συγκρότησης του Συμβουλίου του Ο.Δ.Ε.Π. (απόφαση 5057/1987) και φυσικά δεν εφαρμόστηκε ποτέ.
Εν συνεχεία, από την 1.1.2004, δυνάμει του Νόμου 3220/2004, το Δημόσιο ανέλαβε εξ ολοκλήρου το βάρος καταβολής της μισθοδοσίας των εφημέριων κληρικών, ενώ οι Αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδας, μισθοδοτούνται εξ ολοκλήρου από τον κρατικό προϋπολογισμό ήδη από το 1980, σύμφωνα με τον Νόμο 1041/1980.
*Με πληροφορίες από:
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ikivotos.gr
onthewaytoithaca.wordpress.com
https://www.altsantiri.gr/
Σύμφωνα με το κοινό ανακοινωθέν, «οι κληρικοί δεν θα νοούνται στο εξής ως δημόσιοι υπάλληλοι και ως εκ τούτου διαγράφονται από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών». Το Ελληνικό Δημόσιο, ωστόσο, «θα καταβάλλει ετησίως στην Εκκλησία με μορφή επιδότησης ποσό αντίστοιχο με το σημερινό κόστος μισθοδοσίας των εν ενεργεία ιερέων».
Ποιο είναι αυτό το ποσό; Περίπου 210 εκατ. ευρώ και αφορά περίπου σε 10.000 ιερείς.
Πότε ανέλαβε η Πολιτεία για πρώτη φορά την υποχρέωση για τη μισθοδοσία των κληρικών και πώς φτάσαμε στο σήμερα;
Το «καυτό» αυτό θέμα ξεκινά από το 1833…
Από το 1833
Στις 18 Ιανουαρίου 1833 η αντιβασιλεία του Όθωνα έφθασε στην Ελλάδα και με βασιλικά διατάγματα αποφάσισε τη διάλυση περίπου 400 μοναστηριών. Η περιουσία τους περιήλθε στο δημόσιο και τα μοναστήρια φορολογήθηκαν. Ομοίως, η περιουσία των ενοριακών ναών περιήλθε στους Δήμους.
Στη συνέχεια, με Βασιλικό Διάταγμα του 1834, ιδρύθηκε το Εκκλησιαστικό Ταμείο για τη διαχείριση της δημευθείσας περιουσίας των μονών, ενώ για τους χιλιάδες εφημέριους κληρικούς δεν υπήρχε θεσμοθετημένος πόρος και καλύπτονταν από τις πληρωμές των ενοριτών.
Λίγο αργότερα, στις 29 Απριλίου 1843, με άλλο Διάταγμα όλη η κινητή και ακίνητη εκκλησιαστική περιουσία περιέρχεται στο Δημόσιο του οποίου η επί των οικονομικών Γραμματεία αναλαμβάνει όλες τις οικονομικές υποχρεώσεις «αποκλειστικώς εις την βελτίωσιν του κλήρου… καθόσον, η της υπηρεσίας ταύτης ειδικότης εγγυάται πληρεστέραν εις αυτήν επιτυχίαν».
1909-1945
Το 1909 ιδρύθηκε το Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείο με σκοπό, μεταξύ άλλων, την πληρωμή των αρχιερέων από την ακίνητη περιουσία των μοναστηριών, ενώ με το νόμο 3596/1910 ορίστηκε για πρώτη φορά ότι η μισθοδοσία των κληρικών, ψαλτών, διακόνων θα καταβάλλονταν από τα έσοδα του ενοριακού ναού.
Εν συνεχεία, με τον νόμο 2677/1921, ορίστηκε ότι οι ενορίες θα απέδιδαν τα χρήματα στο Δημόσιο Ταμείο, προκειμένου να γίνεται η πληρωμή των μισθών από αυτό. Στην συνέχεια με το Νομοθετικό Διάταγμα του 1923 ορίστηκε ότι η μισθοδοσία των εφημέριων θα καταβάλλεται από το Γενικό Εκκλησιαστικό Ταμείο από πόρους κυρίως από τους ενοριακούς ναούς, το εκκλησιαστικό ένσημο, καθώς και το πρόσθετο 1% επί του συνθετικού φόρου, χωρίς όμως να επιβαρύνονται με αυτό οι μη χριστιανοί και οι ετερόδοξοι.
Το ΓΕΤ, όμως, δεν μπόρεσε ν’ ανταποκριθεί στη μισθοδοσία των κληρικών και έτσι ψηφίστηκε ο Νόμος 4684/1930 για την ίδρυση του Οργανισμού Διοικήσεως Εκκλησιαστικής και Μοναστηριακής Περιουσίας (ΟΔΕΠ) ο οποίος μεταξύ άλλων ανέλαβε και την μισθοδοσία των ιεραρχών και ιεροκηρύκων με πόρους από την εκτεταμένη εκποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας.
Ούτε όμως ο ΟΔΕΠ κατάφερε ν’ ανταποκριθεί στη μισθοδοσία του κλήρου και έτσι με τον Νόμο 5148/1931 τη μισθοδοσία των εφημέριων κληρικών την ανέλαβε το Ταμείο Ασφάλισης Κληρικών (ΤΑΚΕ) από τα έσοδα των Ναών, τα έσοδα από την εκποίηση της μοναστηριακής περιουσίας και τις δωρεές ενώ ένα χρόνο αργότερα οι πλούσιες ενορίες ανέλαβαν εκ νέου τη μισθοδοσία των κληρικών (Νόμος 5439/1932).
Το 1945 εκδόθηκε ο Αναγκαστικός Νόμος 536/1945 «Περί ρυθμίσεως των αποδοχών του Ορθοδόξου Εφημεριακού Κλήρου της Ελλάδος, του τρόπου πληρωμής αυτών και περί καλύψεως της σχετικής δαπάνης». Από την 1 Οκτωβρίου 1945 οι ενοριακοί Ναοί απαλλάσσονται από την υποχρέωση της καταβολής της μισθοδοσίας των Ιερέων γιατί αναλαμβάνει πλέον η Πολιτεία την μισθοδοσία αυτών, κατόπιν συμφωνίας που επήλθε μεταξύ αυτής και της Εκκλησίας. Ο ίδιος νόμος προέβλεπε ότι ο κάθε ενοριακός Ναός να καταβάλει εισφορά 25% επί των ακαθαρίστων εισπράξεων στην οικεία Οικονομική Εφορία. Έτσι τα Εκκλησιαστικά Συμβούλια ήταν υποχρεωμένα ανά τρίμηνο να καταβάλουν στο Δημόσιο Ταμείο την εισφορά του 25% επί των ακαθαρίστων εισπράξεων.
Η σύμβαση του 1952
Το 1952 υπεγράφη η «Σύμβαση περί εξαγοράς υπό του Δημοσίου κτημάτων της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος προς αποκατάστασιν ακτημόνων καλλιεργητών και ακτημόνων γεωργικών κτηνοτρόφων», που κυρώθηκε με το Β.Δ. της 26.9/8.10.1952 (ΦΕΚ 299 Α΄). Με αυτή η Εκκλησία υποχρεώθηκε να παραχωρήσει στο Κράτος τα 4/5 (80%) της καλλιεργούμενης ή καλλιεργήσιμης αγροτικής περιουσίας της και τα 2/3 των βοσκοτόπων. Στην ίδια σύμβαση καθιερώθηκε και η “μισθοδοσία” των κληρικών από τον Κρατικό Προϋπολογισμό – του δε Αρχιεπισκόπου και των Μητροπολιτών από το έτος 1980 – ως υποχρέωση του Κράτους έναντι των μεγάλων παραχωρήσεων γης στις οποίες είχε προβεί η Εκκλησία της Ελλάδος κατά την δεκαετία 1922-32.
Ηρεμία στα χρόνια της Χούντας
Τα επόμενα χρόνια το εν λόγω ζήτημα δεν απασχόλησε ιδιαίτερα την Κοινωνία. Αυτό δεν είναι ιδιαίτερα αξιοπερίεργο, δεδομένης της πολιτικής αστάθειας της περιόδου και της μετέπειτα (γενικώς) φιλικής σχέσης της Χούντας των Συνταγματαρχών με την Εκκλησία της Ελλάδος την περίοδο 1967-1974.
Το μόνο ενδιαφέρον περιστατικό είναι η αλλαγή του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος δύο φορές μέσα σε αυτή την περίοδο. Μία λίγο πριν το Πραξικόπημα, το Φεβρουάριο του ’69 (ΦΕΚ 27A/17.02.1969 ) και άλλη μία το 1974, η οποία και επαναφέρει πρακτικά τον Καταστατικό Χάρτη του 1943 (ΦΕΚ 278A/03.10.1974).
Από το 1975 στο σήμερα
Από το 1975 και μετά εντείνονται οι πιέσεις για τον λεγόμενο «χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους», ενώ το 1976 ο τότε υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων (Γεώργ. Ράλλης) κατάρτισε σχέδιο για την παραχώρηση στο Κράτος των 3/4 (75%) της περιουσίας και η Εκκλησία να κρατούσε το υπόλοιπο 1/4 (25%). Η προσπάθειά του ναυάγησε. Ο διάδοχός του στον υπουργικό θώκο (Ιωάν. Βαρβιτσιώτης) πρότεινε πιο σκληρό σχέδιο: Το Κράτος να πάρει τα 4/5 (80%) και στην Εκκλησία να μείνει το 1/5 (20%). Κι αυτό δεν υλοποιήθηκε. Το 1985 ο υπουργός Παιδείας (Απ. Κακλαμάνης) κατάρτισε νομοσχέδιο με θέμα «Ρύθμιση θεμάτων μοναστηριακής περιουσίας» και το επόμενο έτος ο νέος υπουργός, Αντ. Τρίτσης εμφάνισε σχέδιο Συμφωνίας διάρκειας 100 χρόνων για ανάπτυξη της εκκλησιαστικής περιουσίας και αξιοποίησή της από τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, που θα απέδιδαν 10% στην Εκκλησία και 5% στο Κράτος. Ο Νόμος 1700/1987 ήταν καθολικός και δεν άφηνε πολλά περιθώρια στην Εκκλησία, καθώς το άρθρο 3 ουσιαστικά μεταβίβαζε όλη την μοναστηριακή περιουσία στο Κράτος μετά πάροδο 6 μηνών για συνεννόηση μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας.
Η τύχη του Νόμου αυτού είναι γνωστή: Το Συμβούλιο της Επικρατείας ακύρωσε την Πράξη συγκρότησης του Συμβουλίου του Ο.Δ.Ε.Π. (απόφαση 5057/1987) και φυσικά δεν εφαρμόστηκε ποτέ.
Εν συνεχεία, από την 1.1.2004, δυνάμει του Νόμου 3220/2004, το Δημόσιο ανέλαβε εξ ολοκλήρου το βάρος καταβολής της μισθοδοσίας των εφημέριων κληρικών, ενώ οι Αρχιερείς της Εκκλησίας της Ελλάδας, μισθοδοτούνται εξ ολοκλήρου από τον κρατικό προϋπολογισμό ήδη από το 1980, σύμφωνα με τον Νόμο 1041/1980.
*Με πληροφορίες από:
ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ikivotos.gr
onthewaytoithaca.wordpress.com
https://www.altsantiri.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου