1. Κατ' αρχάς δηλώνω με τον πλέον ρητό και κατηγορηματικό τρόπο ότι ουδεμία συμμετοχή ούτε ασφαλώς γνώση έχω όσον αφορά την πιθανολογούμενη «νόθευση» των καταχωρίσεων του USB, που περιήλθε στην κατοχή μου.
Συναφώς δεν μπορεί να παραγνωρίζεται ότι:
Πρώτον, λαμβάνοντας υπόψη την φερόμενη ως επελθούσα μεταβολή, είναι θέμα κοινής λογικής να αχθεί κανείς στο συμπέρασμα ότι, μεταξύ των περισσοτέρων εμπλεκομένων στην υπόθεση προσώπων, εγώ, κατά το επίμαχο -από τα μέσα Ιουνίου έως τα τέλη Ιουλίου ή αρχές Αυγούστου του έτους 2011- χρονικό διάστημα, που το εν λόγω αντικείμενο βρισκόταν ακόμα στη διάθεσή μου, δεν είχα απολύτως κανένα κίνητρο ούτε και ανέμενα οποιοδήποτε όφελος, για να προβώ σε «νόθευσή» του.
Δεύτερον, όπως αναλυτικά εξέθεσα στο προμνημονευθέν από 24.10.2012 Υπόμνημά μου (σελ. 6 επ.), κατά τη διάρκεια της θητείας μου στο ΣΔΟΕ προέβαινα ήδη σε συγκεκριμένες ενέργειες για την εξιχνίαση φορολογικών αδικημάτων, βάσει στοιχείων, που προέκυπταν από καθ' όλα νόμιμους καταλόγους ονομάτων, χωρίς καμία διάκριση, επιδεικνύοντας αυστηρότητα, επιμονή και συνέπεια. Επαναλαμβάνω ότι έδωσα εντολή για διενέργεια φορολογικού ελέγχου περίπου 750 αρχικώς και στην συνέχεια 743 από ένα σύνολο περίπου 54.000 προσώπων, που είχαν εμβάσει χρηματικά ποσά στο εξωτερικό κατά την τελευταία τριετία. Ο σχετικός κατάλογος περιείχε άσχετους με τα ελεγκτέα πρόσωπα ΑΦΜ και άλλες ελλείψεις, που καθιστούσαν αδύνατο τον έλεγχο. Είχα δε ζητήσει διόρθωση του καταλόγου και ακριβή στοιχεία, που όμως ουδέποτε μου εστάλησαν.
Μετά ταύτα και με σκοπό την ριζική αντιμετώπιση του προβλήματος, έδωσα εντολή για πλήρη έλεγχο όλων των φυσικών προσώπων που είχαν μεταφέρει στο εξωτερικό ποσά άνω των 100.000 ― και μάλιστα για το χρονικό διάστημα των ετών 2000-2012! Δεν γνωρίζω δε το αποτέλεσμα της έρευνας αυτής, δεδομένου ότι από 10.08.2012 δεν ασκώ πλέον τα καθήκοντα του Ειδικού Γραμματέα του ΣΔΟΕ.
2. Επί πλέον, από τα αντίγραφα των εγγράφων της δικογραφίας που τέθηκαν υπόψη μου, προκύπτει ότι η απόδοση στο πρόσωπό μου της ιδιότητας του υπόπτου (και) για την τέλεση της φερόμενης «νόθευσης» ουδόλως θεμελιώνεται σε οποιοδήποτε αποδεικτικό μέσο! Οπως ασφαλώς γνωρίζετε, η επίμαχη ημεροχρονολογία της 8.7.2011 αφορά μόνον το πότε ενεγράφησαν οι επίμαχες καταχωρίσεις στον φάκελο «GREECE» του USB και όχι αν το περιεχόμενό του έχει υποστεί αλλοιώσεις-μεταβολές, κατόπιν ιδίας μου συμπεριφοράς. Προς τούτο και για την απόδειξη της μη ανάμειξής μου σε τέλεση οιασδήποτε παράνομης πράξης, ζητώ με το παρόν την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου:
α) να διερευνηθεί κατά πόσον το περιεχόμενο του εν λόγω μαγνητικού μέσου αποθήκευσης (USB) έχει υποστεί αλλοιώσεις ή/και μεταβολές και ποιες μπορεί να είναι αυτές και
β) να γίνει τεχνολογική απεικόνιση των μεταδεδομένων (metadata) όλων των στοιχείων που περιέχονται στο USB, όπως επίσης και αυτού καθαυτού του υλικού φορέα αποθήκευσής τους.
«Τυχόν αλλοιώσεις»
Σημειώνω συναφώς ότι η έλλειψη πραγματογνωμοσύνης δεν καθιστά νομικώς υπαρκτές και έγκυρες ως αποδεικτικό στοιχείο τις εκτυπώσεις εκ της οθόνης που τέθηκαν υπόψη μου ούτε εξασφαλίζει από τυχόν αλλοιώσεις ή εγγραφές μεταδεδομένων ο τρόπος χειρισμού τού εις χείρας Σας USB. Νομικώς απρόσβλητη ανάλυση του USB θα μπορούσε να γίνει μόνον από την οικεία Υπηρεσία Εγκληματολογικών Ερευνών της Ελληνικής Αστυνομίας ή άλλο πιστοποιημένο εργαστήριο ανάλυσης Δικαστικής Πληροφορικής (Computer Forensics) κατά τα διεθνή πρότυπα ασφαλείας, που όμως δεν έγινε ή δεν ετέθη υπ' όψιν μου ότι έγινε στην προκειμένη περίπτωση.
3. Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να δηλώσω ότι το αίτημά μου για την διενέργεια της ανωτέρω πραγματογνωμοσύνης συνιστά ασφαλώς άσκηση θεμελιώδους δικονομικού δικαιώματός μου (αφού εμποδίζει να αντιληφθώ επισήμως και εγκύρως τι ακριβώς μου αποδίδεται ως ενέργεια από τα τεθέντα υπόψιν μου έγγραφα). Πρωτίστως όμως συνιστά αναγκαία διαδικαστική πράξη για τη διαλεύκανση της ερευνώμενης υπόθεσης. Σε κάθε περίπτωση τονίζω ωστόσο, ότι τούτο ουδόλως συνδέεται με τυχόν προσπάθεια εκ μέρους μου να αποφύγω την ουσιαστική παροχή εξηγήσεων επί της έρευνας που διεξάγεται. Σχετικά διευκρινίζω επομένως τα ακόλουθα:
3.1 Οπως ήδη έχω εκθέσει, περί τα μέσα Ιουνίου 2011 ο αποχωρών τότε υπουργός Οικονομικών κ. Γεώργιος Παπακωνσταντίνου μου απέστειλε ένα USB. Το εν λόγω USB (που τότε κανείς δεν ήξερε ότι πρόκειται για την «λίστα Λαγκάρντ» - εκτός φυσικά του κου Παπακωνσταντίνου!) μου παραδόθηκε ατύπως, χωρίς δηλαδή οποιοδήποτε διαβιβαστικό ή συνοδευτικό έγγραφο του γραφείου του υπουργού και χωρίς συνημμένη αλληλογραφία οποιασδήποτε άλλης (ελληνικής ή ξένης) Αρχής. Ο κ. Παπακωνσταντίνου δεν μου ανέφερε ποτέ α) ότι υπήρχε CD, β) ότι αυτό είχε παραληφθεί με συνοδευτικά έγγραφα και γ) ότι είχε αποσταλεί από το υπουργείο Οικονομικών της Γαλλίας. Εάν αυτό είχε συμβεί, αντιλαμβάνεται ο καθένας ότι θα το χειριζόμουν ως «έγγραφο» και δεν θα είχα κανέναν λόγο να το αντιμετωπίσω ως παράνομο αποδεικτικό μέσον. Οπως μάλιστα κατέθεσα και στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής κατά την ακρόασή μου στις 3.10.2012, είχα την ισχυρά εντύπωση ότι το εν λόγω αντικείμενο ήταν προϊόν δράσης των μυστικών υπηρεσιών. Ηταν ως εκ τούτου επόμενο, από τον τρόπο παράδοσής του, να το εκλάβω και να το αντιμετωπίσω ως «αντικείμενο» μάλλον, παρά ως «έγγραφο» ειδικού χειρισμού.
«Με ανεπίσημο τρόπο»
Επαναλαμβάνω και τονίζω ότι παρέλαβα το στικάκι από τον τότε πολιτικό προϊστάμενό μου με εξωυπηρεσιακό και ανεπίσημο τρόπο, χωρίς συνοδευτικά έγγραφα και χωρίς ενδείξεις περί του περιεχομένου του, αυτή δε η αντιμετώπισή του εκ μέρους του υπουργού, οδηγούσε οποιονδήποτε είχε στοιχειώδη εμπειρία περί ερευνών από διωκτικές αρχές στο συμπέρασμα και στην πεποίθηση, ότι επρόκειτο για προϊόν δράσης μυστικών υπηρεσιών.
Ο τρόπος λοιπόν αυτός παράδοσής του καθιστούσε επιβεβλημένο να λάβω πολιτικές οδηγίες για τον τρόπο χειρισμού του, από τον νέο πολιτικό προϊστάμενό μου, δηλαδή τον κ. Βενιζέλο.
Είναι περαιτέρω ευνόητο (και λόγω της παλαιότερης ιδιότητάς μου ως εισαγγελικού λειτουργού) ότι δεν μπορούσα ούτε επιτρεπόταν να παραβλέψω την ρητή νομοθετική πρόβλεψη του άρθρου 177 παρ. 2. ΚΠΔ, όπως αυτό είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 10 παρ. 2 Ν. 3674/2008, περί της απαγόρευσης αξιοποίησης αποδεικτικών μέσων, τα οποία έχουν κτηθεί από ή μέσω παράνομων πράξεων. Αλλες χώρες που χειρίστηκαν διαφορετικά το ζήτημα αξιοποίησης των επίμαχων πληροφοριών από υποκλοπή τραπεζικών δεδομένων είτε είχαν, είτε θέσπισαν διαφορετική από την χώρα μας νομοθεσία, είτε η νομολογία τους είχε παγιωθεί σε κατεύθυνση που η δική μας νομολογία επί του θέματος ήταν ακόμα αδιαμόρφωτη ενόψει της νεοπαγούς νομοθετικής αντιμετώπισης του ζητήματος της αξιοποίησης παράνομων αποδεικτικών μέσων και των εξ αυτών προερχόμενων πληροφοριών («fruits of poisonous tree»).
Προκειμένου να λάβω εντολές από τον νέο υπουργό για το πώς έπρεπε να χειριστώ το ζήτημα, θεώρησα ότι καλό θα ήταν να του δώσω μιαν εικόνα για το περιεχόμενο του USB. Επρεπε ως εκ τούτου να αποκτήσω και ο ίδιος μιαν ακριβέστερη ιδέα περί του περιεχομένου του.
Επειδή ωστόσο οι γνώσεις μου σχετικά με Η/Υ δεν είναι ιδιαιτέρως καλές, δεν ήθελα να διακινδυνεύσω κάποια ζημιά από τυχόν κακό χειρισμό μου κατά την επισκόπιση του περιεχομένου του εν λόγω USB. Ενόψει τούτου, κάλεσα την δικηγόρο κα Γαλάτεια Μανέ, η οποία μόλις τότε είχε διοριστεί ως ειδική συνεργάτης μου, να με βοηθήσει στην μετεγγραφή του περιεχομένου του USB σε ένα άλλο, ώστε να επισκοπήσω το περιεχόμενό του σε στικάκι-αντίγραφο. Για τον λόγο αυτό την παρακάλεσα να πάει η ίδια και να αγοράσει ένα, στην συνέχεια δε να αντιγράψει το πρώτο στικάκι στο καινούριο που είχε αγοράσει, όπως και έπραξε.
Για να διαπιστώσω λοιπόν, όπως προανέφερα, περί τίνος πράγματος επρόκειτο, άνοιξα ο ίδιος το αντιγραμμένο πλέον USB και σε μια στοιχειώδη και «prima vista» επισκόπησή του, διεπίστωσα ότι, πράγματι, αυτό περιείχε σε έναν φάκελο πολλά αρχεία excel, στα οποία καταγράφονταν ονόματα Ελλήνων πολιτών, όπως επίσης διάφορα ποσά σε δολάρια, χωρίς να γίνεται οποιαδήποτε μνεία σχετικά με την προέλευση των ποσών.
«Χωρίς ειδικές γνώσεις»
Στο σημείο αυτό διευκρινίζω ότι, χωρίς ειδικές γνώσεις σχετικά με Η/Υ, εγώ δεν έδινα βάρος στα ίδια τα στικάκια (εννοώ ως υλικούς φορείς πληροφορίας), δεν εξέταζα δηλαδή ποιο από αυτά ήταν του «υπουργού» και ποιο αντίγραφό του. Αλλωστε εκείνη την εποχή, όπως προανέφερα, δεν γνώριζα ότι το USB περιείχε κατά περιεχόμενο καταχωρίσεις από άλλο αποθηκευτικό μέσον, δηλαδή από CD. Για εμένα σημαντικό ήταν πρωτίστως το περιεχόμενο του USB και αυτό με ενδιέφερε πάνω απ' όλα και με κανέναν τρόπο, να μην αλλοιωθεί.
Κατά την επισκόπηση των αρχείων excel, που περιείχε το εν λόγω USB, κρατούσα ορισμένες σημειώσεις, λ.χ. για τα πρόσωπα που κατείχαν ενεργούς λογαριασμούς ή το ύψος των ποσών που ήσαν κατατεθειμένα, ώστε να δώσω μια σχηματική πρώτη εικόνα στον υπουργό και περί των καταχωρίσεων αυτών.
Μετά την ολοκλήρωση της επισκόπησης αυτής, τοποθέτησα σε φάκελο το ένα USB, ζήτησα δε -πάλι από την συνεργάτιδά μου κα Μανέ- να με ενημερώσει για το πώς γίνεται η παντελής διαγραφή του περιεχομένου του άλλου USB, στην οποία προέβην αμέσως, διότι δεν ήθελα, πριν αποφασίσει ο υπουργός πώς έπρεπε να χειριστώ το ζήτημα, να υπάρχει αντίγραφο στην κατοχή οποιουδήποτε.
3.2 Την συνέχεια των γεγονότων την έχω ήδη λεπτομερώς αναφέρει στο προηγούμενο υπόμνημά μου. Οτι δηλαδή για το επίμαχο ζήτημα, λόγω του εξαιρετικά βεβαρυμένου προγράμματός του, συνάντησα στη Βουλή τον νέο υπουργό Οικονομικών κ. Ευάγγελο Βενιζέλο περί τα τέλη Ιουλίου ή αρχές Αυγούστου 2011. Επρόκειτο για την πρώτη ειδικά για τον σκοπό αυτό συνάντησή μας (δεν φαντάζομαι να θεωρεί κανείς ότι τις προηγούμενες φορές που εξ άλλου λόγου είχα συναντηθεί με τον κ. Βενιζέλο θα του έλεγα «με την ευκαιρία που σας βλέπω, πάρτε να δείτε κι αυτό το στικάκι!»). Κατά την συνάντησή μας λοιπόν εκείνη του παρέδωσα το USB με τις σημειώσεις μου, του απεκάλυψα με ποιον τρόπο είχε περιέλθει στην κατοχή μου, όπως επίσης τις ενέργειες στις οποίες είχα μέχρι τότε προβεί για να βεβαιωθώ για το περιεχόμενό του.
Ο υπουργός ζήτησε την γνώμη μου σχετικά με τη δυνατότητα αξιοποίησης των πληροφοριών του USB, οπότε του υπενθύμισα την προμνημονευθείσα διάταξη του άρθρρου 177 παρ. 2 ΚΠΔ. Η νομική άποψή μου για την μη δυνατότητα αξιοποίησης εδραζόταν στο γεγονός ότι η ενότητα της εννόμου τάξεως επιβάλλει την με ενιαίο τρόπο αντιμετώπιση των παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων σε όλους τους τομείς του Δικαίου (επομένως και της διοίκησης).
«Δεν θα το κρατούσε»
Ο υπουργός συμφώνησε με την άποψή μου αυτή, κράτησε το USB, δεν μου έδωσε οποιαδήποτε εντολή σχετικά με αυτό (στην περίπτωση αυτή άλλωστε δεν θα το κρατούσε) και έκτοτε δεν έγινε ποτέ άλλοτε λόγος για το συγκεκριμένο αντικείμενο μέχρι την αποχώρησή μου από το ΣΔΟΕ.
Αντίθετα, όπως ανέφερα και στο προγενέστερο υπόμνημά μου, θεώρησα υποχρέωσή μου, εκ της κείμενης νομοθεσίας, να εστιάσω το ενδιαφέρον μου στη διερεύνηση στοιχείων, που προέκυπταν από άλλους, καθ' όλα νόμιμους, καταλόγους ονομάτων και όχι από παράνομες και αμφίβολης αξιοπιστίας λίστες!
Είχα δε την πεποίθηση ότι το αντίθετο, όπως άλλωστε σας είναι γνωστό, θα οδηγούσε σε δικονομικές ακυρότητες, που θα επέφεραν, μεταξύ άλλων, κλονισμό του κύρους του ΣΔΟΕ, ως Υπηρεσίας που σέβεται και τηρεί την αρχή του κράτους δικαίου.
Κύριοι Εισαγγελείς, επιτρέψτε μου εν κατακλείδι μια προσωπική παρατήρηση: τον τελευταίο καιρό διεσύρθην από ορισμένους ως «πλαστογράφος» και «ψεύτης».
Ούτε το ένα ούτε το άλλο είμαι. Υπήρξα σε όλη την ζωή μου απέναντι στο έγκλημα - όχι ο ίδιος εγκληματίας. Η αλήθεια είναι απλή και, αντίθετα από όσο θα ήθελαν οι εναντίον μου αυτόκλητοι μυθιστοριογράφοι, πολύ πεζή: Δηλαδή:
1. Σε ουδεμίαν «νόθευση» προέβην ούτε και μπορούσα να το πράξω, διότι δεν είχα κανένα κίνητρο προς τούτο ή όφελος.
Ενδεχομένως όφελος, οπωσδήποτε κίνητρο και πάντως δυνατότητα είχαν άλλα εμπλεκόμενα στην υπόθεση πρόσωπα.
2. Δεν διέπραξα το κακούργημα της υπεξαγωγής κατά το άρθρο 242 παρ. 2 και 3 Π.Κ. σε συνδυασμό προς το άρθρο 1 παρ. 1 του Ν. 1608/1950, διότι, όπως αναλυτικά έχω ήδη εκθέσει, όχι μόνο δεν απέκρυψα, αλλά παρέδωσα ήδη κατά την πρώτη για τον σκοπό αυτό συνάντησή μου με τον υπουργό Οικονομικών το USB, αναμένοντας ευλόγως από αυτόν εντολές για τον τρόπο χειρισμού του.
3. Δεν τέλεσα παράβαση καθήκοντος, για τους αυτούς ως άνω λόγους, αλλά και διότι με κάθε τρόπο αγωνίσθηκα για την πάταξη της φοροδιαφυγής κατά την δεκαπεντάμηνη θητεία μου στο ΣΔΟΕ.
Αλλωστε, όταν περί το τέλος Σεπτεμβρίου 2012 δημιουργήθηκε το ζήτημα σχετικά με την «λίστα Λαγκάρντ», σε τηλεφωνική συνομιλία που είχα με τον κ. Βενιζέλο τον προέτρεψα να δώσει το στικάκι που του είχα ο ίδιος παραδώσει στον κ. Πρωθυπουργό. Επί λέξει του είπα: «δώστε το στον Πρωθυπουργό».
Είναι βέβαιον ότι η συμπεριφορά μου αυτή δεν στοιχειοθετεί ένδειξη ενοχής μου!
«Ζητώ»
Επειδή όσα αναφέρω παραπάνω είναι αληθή και βάσιμα.
Επειδή η συμπληρωματικώς αποδιδόμενη σε εμένα συμπεριφορά δεν πληροί την ειδική υπόσταση οποιασδήποτε εκ μέρους μου τελεσθείσης αξιόποινης πράξης. ΖΗΤΩ
1. Την αρχειοθέτηση του σχηματισθέντος φακέλου δικογραφίας, όσον αφορά το πρόσωπό μου, ρητώς δε επιφυλάσσομαι παντός νομίμου δικαιώματός μου.
2. Αλλως, και επικουρικώς προς αυτήν, την διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου:
α) να καταγραφεί κατά πόσον το περιεχόμενο του επίμαχου μαγνητικού μέσου αποθήκευσης (USB) έχει υποστεί αλλοιώσεις ή μεταβολές και ποιες είναι αυτές, και
β) να γίνει τεχνολογική απεικόνιση των μεταδεδομένων όλων των στοιχείων που περιέχονται στο USB, όπως επίσης και του υλικού φορέα αυτού καθαυτού.
[...]
Αθήνα, 15 Ιανουαρίου 2013
Ο ΠΑΡΕΧΩΝ ΕΞΗΓΗΣΕΙΣ
Ιωάννης Διώτης
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
ΠΡΕΖΑ TV
16-1-2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου