Οργανωμένες αντιδράσεις για τον Εθνικό Διάλογο αλλά και για όσα σχεδιάζονται από το υπουργείο Παιδείας στην Ανώτατη Εκπαίδευση άρχισαν να εμφανίζονται και στον χώρο των πανεπιστημιακών δασκάλων.
Συγκεκριμένα στη Συνάντηση Πανεπιστημιακών Δασκάλων (συλλογικότητες πανεπιστημιακών από διάφορα πανεπιστήμια της χώρας, που συγκροτήθηκε το 2011 για να υπερασπιστεί τον δωρεάν και δημόσιο χαρακτήρα των ΑΕΙ) καταγγέλλουν τον «Εθνικό Διάλογο για την Παιδεία ως απολύτως προσχηματικό, που αποσκοπεί στη νομιμοποίηση των κυβερνητικών επιλογών και μόνο».
Παράλληλα επισημαίνουν ότι: «η πρόσφατη νέα απόσυρση της κυβερνητικής πρότασης “πλαίσιο” για την Ανώτατη Εκπαίδευση δεν την εμπόδισε να επιχειρήσει άμεσα να ψηφίσει εκείνα τα μέτρα που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ενωσης και των προτάσεων του ΟΟΣΑ για την Ανώτατη Εκπαίδευση. Η χρησιμοποίηση των γρήγορα αναλώσιμων αποθεματικών του Ειδικού Λογαριασμού Κονδυλίων Ερευνας (ΕΛΚΕ) για την κάλυψη βασικών λειτουργικών αναγκών των Τμημάτων, η απευθείας δανειοδότηση των πανεπιστημίων από την Τράπεζα Επενδύσεων, η εμπορία ερευνητικών αποτελεσμάτων, η επέκταση των διδάκτρων στις μεταπτυχιακές σπουδές, η πρόσληψη άπειρων νέων διδακτόρων για κάλυψη των τεράστιων διδακτικών αναγκών με δελτίο παροχής υπηρεσιών και 400 ευρώ “αποζημίωση” είναι το όραμα της κυβέρνησης για το επιχειρηματικό-αυτοτροφοδοτούμενο πανεπιστήμιο της “νέας” εποχής».
Είναι φανερό ότι η εγκατάλειψη της οικονομικής στήριξης των ΑΕΙ από τη μια οδηγεί σε μαρασμό την πανεπιστημιακή εκπαίδευση και την έρευνα, συνεχίζοντας την εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών, τις κατευθύνσεις της Μπολόνια και την εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ, ενώ παράλληλα δεν αποκαθιστά τη δημοκρατική λειτουργία των πανεπιστημιακών οργάνων.
Η κυβέρνηση καθώς και οι διοικήσεις των πανεπιστημίων έχουν βαρύτατες ευθύνες, γιατί η μεν κυβέρνηση έχει επιλέξει, οι δε διοικήσεις των πανεπιστημίων έχουν αποδεχθεί να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα χρηματοδότησης με λογικές ανταποδοτικές.
Με τον τρόπο αυτόν ακυρώνεται κάθε έννοια ακαδημαϊκότητας και εκπαιδευτικής ποιότητας, εδραιώνεται η εμπορευματοποίηση της παροχής γνώσης και των παραγόμενων ερευνητικών αποτελεσμάτων, επιτρέποντας να παγιωθεί ένα ιδιωτικοοικονομικό πλαίσιο λειτουργίας.
Τα τελευταία πέντε χρόνια η ανυπαρξία διορισμών νέων μελών ΔΕΠ ή προκήρυξης των θέσεων των αφυπηρετούντων μελών έχει οδηγήσει σε μείωση του αριθμού των διδασκόντων κατά 40%, με αποτέλεσμα πανεπιστημιακά εργαστήρια που ανθούσαν εκπαιδευτικά και ερευνητικά να κλείνουν λόγω αφυπηρέτησης αυτών οι οποίοι είχαν την ευθύνη τους.
Ελλιπής εκπαίδευση
Οι περικοπές στη χρηματοδότηση οδηγούν στην ελλιπή εκπαίδευση των φοιτητών ακόμα και στα ενεργά εργαστήρια λόγω έλλειψης εκπαιδευτικού υλικού (αντιδραστήρια κ.λπ.) ή και υποδομών οι οποίες αν πάθουν κάποια σοβαρή βλάβη δεν μπορούν πλέον να επισκευαστούν.
Ακόμα και η καθαριότητα των πανεπιστημιακών χώρων είναι ανύπαρκτη λόγω της απουσίας καθαριστριών δύο χρόνια τώρα, εγκυμονώντας σοβαρούς κινδύνους για την υγεία των φοιτητών και του προσωπικού.
Οι Πανεπιστημιακοί ζητούν ανάμεσα σε άλλα την άρση του μνημονιακού κανόνα 1/10 (για κάθε 10 αφυπηρετούντα μέλη ΔΕΠ, μία νέα προκήρυξη - κανόνας που και αυτός έχει καταστρατηγηθεί) ο οποίος συρρικνώνει επικίνδυνα το διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό, αποκλείει την ανανέωσή του και διώχνει μετανάστες τα καλύτερα ελληνικά μυαλά, σκοτώνοντας την ελπίδα ανάπτυξης τόσο των Ιδρυμάτων όσο και του τόπου.
Παράλληλα ζητούν την επαναφορά της δημοκρατικής λειτουργίας των πανεπιστημίων με την κατάργηση των Συμβουλίων Ιδρύματος, τη συμμετοχή όλων των εκπροσώπων των φορέων της πανεπιστημιακής κοινότητας στα όργανα διοίκησης με βάση την εμπειρία του παρελθόντος και την αποκατάσταση του θεσμού του πανεπιστημιακού ασύλου με σεβασμό στο αυτοδιοίκητο των ιδρυμάτων, στη δημοκρατία και στην ακαδημαϊκή ελευθερία.
Το Τμήμα θα πρέπει να αποτελεί το εκπαιδευτικό κύτταρο της διοικητικής, εκπαιδευτικής και ερευνητικής λειτουργίας κάθε Σχολής.
Οι διαδικασίες κρίσεων να αποκτήσουν ακαδημαϊκή διαφάνεια με αντιπροσωπευτικό και ικανό αριθμό εκλεκτόρων, δυνατότητα τοποθέτησης των υποψηφίων επί των εισηγήσεων θεσμοθετημένων εισηγητικών επιτροπών και να διεξάγονται ενώπιον της Γ.Σ. του Τμήματος.
Η υποχρηματοδότηση, ο οικονομικός στραγγαλισμός, είναι κι αυτό, αλήθεια, μια πολιτική. Και, μάλιστα, θα μπορούσε να πει κανείς, ότι είναι και μια αποτελεσματική πολιτική.
Οταν αφήνεις κάτι να τελματώσει, εύκολα μπορείς, με επικοινωνιακές «τρίπλες», να υφάνεις την κατασκευή του κατηγορητηρίου ενάντια στο ίδιο το θύμα για το τέλμα στο οποίο έχει περιπέσει.
Ας το σκεφτούμε πιο καλά. Τι επιτυγχάνει κανείς με την υποχρηματοδότηση; Πετυχαίνει μ’ έναν σμπάρο δυο τρυγόνια.
Από τη μια προσφέρει τροφή για κριτική στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, υποδαυλίζει το κλίμα της δυσαρέσκειας και μέσα από την καλλιέργεια μιας γενικευμένης αβεβαιότητας φορτίζει την μπαταρία στις παραπλανητικές σειρήνες των ιδιωτικών πανεπιστημίων.
Επιδέξια και αθόρυβα, με τη βοήθεια της συστηματικής προβολής των ηλεκτρονικών μας κουβερνάντων (ΜΜΕ), μετά από όλα αυτά όλος ο «προβληματισμός» που αναπτύσσεται μοιάζει με τη θεωρία του πεπρωμένου στη θρησκευτική σκέψη όπου οι άνθρωποι αναφωνούν «είναι θέλημα θεού» για να εξηγήσουν ή να δικαιολογήσουν μια ορισμένη εξέλιξη των πραγμάτων.
Από την άλλη, εξαναγκάζει τα τριτοβάθμια ιδρύματα να υιοθετήσουν τη συμπεριφορά ιδιωτικής επιχείρησης για να βρουν νέους πόρους, κρατώντας από τη μια τον δίσκο του εράνου και από την άλλη το λιβανιστήρι.
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η περιστολή της δημόσιας χρηματοδότησης θα δημιουργήσει συνθήκες «δημιουργικής ανασφάλειας» στα πανεπιστήμια και θα τα υποχρεώσει να εξορθολογίσουν τη διαχείρισή τους, περικόπτοντας δαπάνες και λειτουργικά έξοδα, και να στραφούν στην αγορά σε αναζήτηση νέων πηγών εσόδων (δίδακτρα, σύνδεση με επιχειρήσεις, μετατροπή σε επιχειρήσεις πώλησης υπηρεσιών).
Μάλιστα ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης δεσμεύεται ότι θα συνεχίσει να δίνει τη «μάχη» για το πανεπιστήμιο- επιχείρηση, προτείνοντας ακόμα και την εισαγωγή διδάκτρων «500 περίπου ευρώ για κάθε φοιτητή, που θα καθιστούσε την πλειοψηφία του φοιτητικού σώματος “ιδιοκτήτη” της αναβάθμισης του πανεπιστήμιου»!
Από την άλλη ο βουλευτής και υπεύθυνος του Τομέα Παιδείας της Ν.Δ. Θ. Φορτσάκης δεν διστάζει να δηλώσει, μιλώντας στο «Πρακτορείο 104,9 FM», ότι θα πρέπει οι διοικήσεις των πανεπιστημίων να αναζητήσουν και άλλες χρηματοδοτήσεις και «να μην περιμένουν όπως τα μικρά πουλάκια τη μαμά να φέρει το φαγητό μασημένο στο στόμα».
Ετσι, το ένα γρανάζι «πιάνει» το άλλο!
Χρήστος Κάτσικας
http://www.efsyn.gr/
ΠΡΕΖΑ TV
18-2-2016
Συγκεκριμένα στη Συνάντηση Πανεπιστημιακών Δασκάλων (συλλογικότητες πανεπιστημιακών από διάφορα πανεπιστήμια της χώρας, που συγκροτήθηκε το 2011 για να υπερασπιστεί τον δωρεάν και δημόσιο χαρακτήρα των ΑΕΙ) καταγγέλλουν τον «Εθνικό Διάλογο για την Παιδεία ως απολύτως προσχηματικό, που αποσκοπεί στη νομιμοποίηση των κυβερνητικών επιλογών και μόνο».
Παράλληλα επισημαίνουν ότι: «η πρόσφατη νέα απόσυρση της κυβερνητικής πρότασης “πλαίσιο” για την Ανώτατη Εκπαίδευση δεν την εμπόδισε να επιχειρήσει άμεσα να ψηφίσει εκείνα τα μέτρα που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ενωσης και των προτάσεων του ΟΟΣΑ για την Ανώτατη Εκπαίδευση. Η χρησιμοποίηση των γρήγορα αναλώσιμων αποθεματικών του Ειδικού Λογαριασμού Κονδυλίων Ερευνας (ΕΛΚΕ) για την κάλυψη βασικών λειτουργικών αναγκών των Τμημάτων, η απευθείας δανειοδότηση των πανεπιστημίων από την Τράπεζα Επενδύσεων, η εμπορία ερευνητικών αποτελεσμάτων, η επέκταση των διδάκτρων στις μεταπτυχιακές σπουδές, η πρόσληψη άπειρων νέων διδακτόρων για κάλυψη των τεράστιων διδακτικών αναγκών με δελτίο παροχής υπηρεσιών και 400 ευρώ “αποζημίωση” είναι το όραμα της κυβέρνησης για το επιχειρηματικό-αυτοτροφοδοτούμενο πανεπιστήμιο της “νέας” εποχής».
Είναι φανερό ότι η εγκατάλειψη της οικονομικής στήριξης των ΑΕΙ από τη μια οδηγεί σε μαρασμό την πανεπιστημιακή εκπαίδευση και την έρευνα, συνεχίζοντας την εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών, τις κατευθύνσεις της Μπολόνια και την εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ, ενώ παράλληλα δεν αποκαθιστά τη δημοκρατική λειτουργία των πανεπιστημιακών οργάνων.
Η κυβέρνηση καθώς και οι διοικήσεις των πανεπιστημίων έχουν βαρύτατες ευθύνες, γιατί η μεν κυβέρνηση έχει επιλέξει, οι δε διοικήσεις των πανεπιστημίων έχουν αποδεχθεί να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα χρηματοδότησης με λογικές ανταποδοτικές.
Με τον τρόπο αυτόν ακυρώνεται κάθε έννοια ακαδημαϊκότητας και εκπαιδευτικής ποιότητας, εδραιώνεται η εμπορευματοποίηση της παροχής γνώσης και των παραγόμενων ερευνητικών αποτελεσμάτων, επιτρέποντας να παγιωθεί ένα ιδιωτικοοικονομικό πλαίσιο λειτουργίας.
Τα τελευταία πέντε χρόνια η ανυπαρξία διορισμών νέων μελών ΔΕΠ ή προκήρυξης των θέσεων των αφυπηρετούντων μελών έχει οδηγήσει σε μείωση του αριθμού των διδασκόντων κατά 40%, με αποτέλεσμα πανεπιστημιακά εργαστήρια που ανθούσαν εκπαιδευτικά και ερευνητικά να κλείνουν λόγω αφυπηρέτησης αυτών οι οποίοι είχαν την ευθύνη τους.
Ελλιπής εκπαίδευση
Οι περικοπές στη χρηματοδότηση οδηγούν στην ελλιπή εκπαίδευση των φοιτητών ακόμα και στα ενεργά εργαστήρια λόγω έλλειψης εκπαιδευτικού υλικού (αντιδραστήρια κ.λπ.) ή και υποδομών οι οποίες αν πάθουν κάποια σοβαρή βλάβη δεν μπορούν πλέον να επισκευαστούν.
Ακόμα και η καθαριότητα των πανεπιστημιακών χώρων είναι ανύπαρκτη λόγω της απουσίας καθαριστριών δύο χρόνια τώρα, εγκυμονώντας σοβαρούς κινδύνους για την υγεία των φοιτητών και του προσωπικού.
Οι Πανεπιστημιακοί ζητούν ανάμεσα σε άλλα την άρση του μνημονιακού κανόνα 1/10 (για κάθε 10 αφυπηρετούντα μέλη ΔΕΠ, μία νέα προκήρυξη - κανόνας που και αυτός έχει καταστρατηγηθεί) ο οποίος συρρικνώνει επικίνδυνα το διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό, αποκλείει την ανανέωσή του και διώχνει μετανάστες τα καλύτερα ελληνικά μυαλά, σκοτώνοντας την ελπίδα ανάπτυξης τόσο των Ιδρυμάτων όσο και του τόπου.
Παράλληλα ζητούν την επαναφορά της δημοκρατικής λειτουργίας των πανεπιστημίων με την κατάργηση των Συμβουλίων Ιδρύματος, τη συμμετοχή όλων των εκπροσώπων των φορέων της πανεπιστημιακής κοινότητας στα όργανα διοίκησης με βάση την εμπειρία του παρελθόντος και την αποκατάσταση του θεσμού του πανεπιστημιακού ασύλου με σεβασμό στο αυτοδιοίκητο των ιδρυμάτων, στη δημοκρατία και στην ακαδημαϊκή ελευθερία.
Το Τμήμα θα πρέπει να αποτελεί το εκπαιδευτικό κύτταρο της διοικητικής, εκπαιδευτικής και ερευνητικής λειτουργίας κάθε Σχολής.
Οι διαδικασίες κρίσεων να αποκτήσουν ακαδημαϊκή διαφάνεια με αντιπροσωπευτικό και ικανό αριθμό εκλεκτόρων, δυνατότητα τοποθέτησης των υποψηφίων επί των εισηγήσεων θεσμοθετημένων εισηγητικών επιτροπών και να διεξάγονται ενώπιον της Γ.Σ. του Τμήματος.
Η υποχρηματοδότηση, ο οικονομικός στραγγαλισμός, είναι κι αυτό, αλήθεια, μια πολιτική. Και, μάλιστα, θα μπορούσε να πει κανείς, ότι είναι και μια αποτελεσματική πολιτική.
Οταν αφήνεις κάτι να τελματώσει, εύκολα μπορείς, με επικοινωνιακές «τρίπλες», να υφάνεις την κατασκευή του κατηγορητηρίου ενάντια στο ίδιο το θύμα για το τέλμα στο οποίο έχει περιπέσει.
Ας το σκεφτούμε πιο καλά. Τι επιτυγχάνει κανείς με την υποχρηματοδότηση; Πετυχαίνει μ’ έναν σμπάρο δυο τρυγόνια.
Από τη μια προσφέρει τροφή για κριτική στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, υποδαυλίζει το κλίμα της δυσαρέσκειας και μέσα από την καλλιέργεια μιας γενικευμένης αβεβαιότητας φορτίζει την μπαταρία στις παραπλανητικές σειρήνες των ιδιωτικών πανεπιστημίων.
Επιδέξια και αθόρυβα, με τη βοήθεια της συστηματικής προβολής των ηλεκτρονικών μας κουβερνάντων (ΜΜΕ), μετά από όλα αυτά όλος ο «προβληματισμός» που αναπτύσσεται μοιάζει με τη θεωρία του πεπρωμένου στη θρησκευτική σκέψη όπου οι άνθρωποι αναφωνούν «είναι θέλημα θεού» για να εξηγήσουν ή να δικαιολογήσουν μια ορισμένη εξέλιξη των πραγμάτων.
Από την άλλη, εξαναγκάζει τα τριτοβάθμια ιδρύματα να υιοθετήσουν τη συμπεριφορά ιδιωτικής επιχείρησης για να βρουν νέους πόρους, κρατώντας από τη μια τον δίσκο του εράνου και από την άλλη το λιβανιστήρι.
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, η περιστολή της δημόσιας χρηματοδότησης θα δημιουργήσει συνθήκες «δημιουργικής ανασφάλειας» στα πανεπιστήμια και θα τα υποχρεώσει να εξορθολογίσουν τη διαχείρισή τους, περικόπτοντας δαπάνες και λειτουργικά έξοδα, και να στραφούν στην αγορά σε αναζήτηση νέων πηγών εσόδων (δίδακτρα, σύνδεση με επιχειρήσεις, μετατροπή σε επιχειρήσεις πώλησης υπηρεσιών).
Μάλιστα ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης δεσμεύεται ότι θα συνεχίσει να δίνει τη «μάχη» για το πανεπιστήμιο- επιχείρηση, προτείνοντας ακόμα και την εισαγωγή διδάκτρων «500 περίπου ευρώ για κάθε φοιτητή, που θα καθιστούσε την πλειοψηφία του φοιτητικού σώματος “ιδιοκτήτη” της αναβάθμισης του πανεπιστήμιου»!
Από την άλλη ο βουλευτής και υπεύθυνος του Τομέα Παιδείας της Ν.Δ. Θ. Φορτσάκης δεν διστάζει να δηλώσει, μιλώντας στο «Πρακτορείο 104,9 FM», ότι θα πρέπει οι διοικήσεις των πανεπιστημίων να αναζητήσουν και άλλες χρηματοδοτήσεις και «να μην περιμένουν όπως τα μικρά πουλάκια τη μαμά να φέρει το φαγητό μασημένο στο στόμα».
Ετσι, το ένα γρανάζι «πιάνει» το άλλο!
Χρήστος Κάτσικας
http://www.efsyn.gr/
ΠΡΕΖΑ TV
18-2-2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου