Το εργαλείο του εκλογικού νόμου είχε πάντοτε περίοπτη θέση στην ιστορία των κοινοβουλευτικών πρακτικών στην Ελλάδα. Στις εκλογές του 1956, για παράδειγμα, το διαβόητο «τριφασικό» σύστημα κατάφερε να δώσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία στην ΕΡΕ παρότι είχε έρθει… δεύτερη πίσω από τη Δημοκρατική Ένωση. Πάντως, τα περισσότερα εκλογικά συστήματα που δοκιμάστηκαν στην Ελλάδα ήταν ενισχυμένης αναλογικής, δηλαδή συστήματα που με διάφορους τρόπους και σε διάφορους βαθμούς ενίσχυαν το πρώτο κόμμα – είτε με όρια για την πρόσβαση στη δεύτερη κατανομή, όπως το 17% των εκλογών του 1981, είτε με αύξηση των εδρών που διατίθενται στο πρώτο κόμμα στην πρώτη κατανομή (το «συν ένα» που ίσχυε για χρόνια), ή στην τρίτη κατανομή, είτε με την απλή μέθοδο της πριμοδότησης του πρώτου κόμματος με «μπόνους» εδρών, όπως οι 50 που προσφέρει το τρέχον εκλογικό σύστημα. Λογική ενισχυμένης αναλογικής φέρνει και το κατώφλι του 3%, που σημαίνει ότι κόμματα που με την απλή αναλογική θα είχαν κοινοβουλευτική παρουσία δεν εισέρχονται στη Βουλή, με τις έδρες αυτές να αποδίδονται στα μεγαλύτερα κόμματα.
Στη μνημονιακή περίοδο, με την κατάρρευση του προηγούμενου δικομματισμού στις εκλογές του 2012 και την εμφάνιση νέων κομμάτων, το ισχύον σύστημα με το μπόνους των 50 εδρών δεν κατάφερε δώσει αυτοδύναμα κόμματα –θα χρειαζόταν ένα ποσοστό τουλάχιστον 37%–, έδωσε, όμως, εξαρχής στο κόμμα που θα ήταν πρώτο με τουλάχιστον 30% τη δυνατότητα να έχει τον πρώτο λόγο στο σχηματισμό κυβέρνησης – αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι με 30% το πρώτο κόμμα ξεκινάει από μια βάση 125-130 βουλευτών.
Ιστορικά, οι σκέψεις για αναλογικότερο σύστημα, όταν δεν έχουν αφετηρία το ιστορικό αίτημα της Αριστεράς –που βέβαια αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο κατάληψης της κυβερνητικής εξουσίας το ξέχασε ευσχήμως την περίοδο 2012-2015–, πάντοτε προέρχονταν από κόμματα που δεν έβλεπαν προοπτική πρωτιάς αλλά ευελπιστούσαν, εάν κανείς δεν συγκέντρωνε αυτοδυναμία, να πετύχουν συμμαχική κυβέρνηση. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ήταν το σύστημα που εφαρμόστηκε στις εκλογές της περιόδου 1989-90, το οποίο είχε επεξεργαστεί το ΠΑΣΟΚ βλέποντας την προοπτική ανόδου της ΝΔ υπό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και επιδιώκοντας να μπορεί, ως δεύτερο κόμμα, να κάνει κυβέρνηση συνεργασίας με την Αριστερά. Βέβαια, στο τέλος, είχαμε τη συγκυβέρνηση Τζαννετάκη και την Οικουμενική.
Ιστορικά στην Ευρώπη συχνά είδαμε μετά από παρατεταμένες περιόδους πολιτικής κρίσης και αστάθειας να προκρίνονται εκλογικά συστήματα που ευνοούν το πρώτο κόμμα για να σχηματίζονται ισχυρές κυβερνήσεις. Αυτό έγινε με την καθιέρωση από τον Ντε Γκωλ του συστήματος των δύο γύρων από τις εκλογές του 1958 και μετά και στην Ιταλία μετά το 1992. Από την άλλη, είναι εμφανής και η ευρωπαϊκή προτίμηση σε συμμαχικές κυβερνήσεις, ιδίως για χώρες που τυγχάνουν «ειδικής μεταχείρισης», όπως η Ελλάδα.
Ούτως ή άλλως, υπάρχει και ένα ευρύτερο ερώτημα: Μπορούν να υπάρξουν στο σημερινό τοπίο ισχυρά κόμματα με ποσοστά που θα τα καθιστούν ηγεμονικές πολιτικές δυνάμεις, δηλαδή πάνω από 43%-44%; Ή μήπως, ούτως ή άλλως, πάμε σε πολιτικά σκηνικά δομικά πιο ρευστά, πιο κατακερματισμένα, πιο ευάλωτα, που θα κάνουν αναγκαίες τις συμμαχικές κυβερνήσεις, διαμορφώνοντας ταυτόχρονα και την αίσθηση ότι όλα τα κόμματα λίγο πολύ συμμετέχουν στον ίδιο νεοφιλελεύθερο χυλό;
Η δύσκολη εκλογική αριθμητική της κυβέρνησης Τσίπρα
Ο τρόπος που η κυβέρνηση Τσίπρα αποφάσισε να ανοίξει θέμα εκλογικού νόμου αμέσως μετά την ανάδειξη του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της ΝΔ θυμίζει περισσότερο περιφορά σκιάχτρου για τους δικούς της διαφωνούντες, αφήνοντας το χρόνο να τρέχει μέχρι να φανεί εάν τελικώς θα πάρει ανάσα ζωής από τους δανειστές, αλλά και να ξεκαθαριστεί το τοπίο στο χώρο δεξιότερα του Κέντρου.
Η φόρα με την οποία ρίχτηκε στην αρένα ο Κυριάκος Μητσοτάκης σήκωσε πολλή σκόνη. Γκάλοπ που τον έστεφαν πρωθυπουργό προέκυψαν τάχιστα, βουλευτές από το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι έσπευσαν να τον αναδείξουν σε φάρο που φωτίζει κάθε ελπίδα τους κρυφή, άλλοι από τον ΣΥΡΙΖΑ ένιωσαν πρώιμα το έδαφος να χάνεται από τα πόδια τους. Στην ίδια περίοδο, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έβλεπε να έρχονται καταπάνω της διαδηλώσεις για το Ασφαλιστικό, αγροτικά μπλόκα, πιέσεις για την αξιολόγηση και το Προσφυγικό. Εκείνη τη συγκυρία επέλεξε ο υπουργός Εσωτερικών Παναγιώτης Κουρουμπλής να βγει δημοσίως και να δηλώσει σε αλλεπάλληλες συνεντεύξεις ότι ο εκλογικός νόμος είναι σχεδόν έτοιμος προς ψήφιση.
ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΕΔΩ ΚΑΙ ΣΤΟ UNFOLLOW ΠΟΥ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
http://unfollow.com.gr/print-edition/i-epistrofi-tis-eklogikis-mageirikis-ta-kivernitika-sxedia-gia-ton-eklogiko-nomo/
ΠΡΕΖΑ TV
5-2-2016
Στη μνημονιακή περίοδο, με την κατάρρευση του προηγούμενου δικομματισμού στις εκλογές του 2012 και την εμφάνιση νέων κομμάτων, το ισχύον σύστημα με το μπόνους των 50 εδρών δεν κατάφερε δώσει αυτοδύναμα κόμματα –θα χρειαζόταν ένα ποσοστό τουλάχιστον 37%–, έδωσε, όμως, εξαρχής στο κόμμα που θα ήταν πρώτο με τουλάχιστον 30% τη δυνατότητα να έχει τον πρώτο λόγο στο σχηματισμό κυβέρνησης – αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι με 30% το πρώτο κόμμα ξεκινάει από μια βάση 125-130 βουλευτών.
Ιστορικά, οι σκέψεις για αναλογικότερο σύστημα, όταν δεν έχουν αφετηρία το ιστορικό αίτημα της Αριστεράς –που βέβαια αντιμέτωπη με το ενδεχόμενο κατάληψης της κυβερνητικής εξουσίας το ξέχασε ευσχήμως την περίοδο 2012-2015–, πάντοτε προέρχονταν από κόμματα που δεν έβλεπαν προοπτική πρωτιάς αλλά ευελπιστούσαν, εάν κανείς δεν συγκέντρωνε αυτοδυναμία, να πετύχουν συμμαχική κυβέρνηση. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ήταν το σύστημα που εφαρμόστηκε στις εκλογές της περιόδου 1989-90, το οποίο είχε επεξεργαστεί το ΠΑΣΟΚ βλέποντας την προοπτική ανόδου της ΝΔ υπό τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και επιδιώκοντας να μπορεί, ως δεύτερο κόμμα, να κάνει κυβέρνηση συνεργασίας με την Αριστερά. Βέβαια, στο τέλος, είχαμε τη συγκυβέρνηση Τζαννετάκη και την Οικουμενική.
Ιστορικά στην Ευρώπη συχνά είδαμε μετά από παρατεταμένες περιόδους πολιτικής κρίσης και αστάθειας να προκρίνονται εκλογικά συστήματα που ευνοούν το πρώτο κόμμα για να σχηματίζονται ισχυρές κυβερνήσεις. Αυτό έγινε με την καθιέρωση από τον Ντε Γκωλ του συστήματος των δύο γύρων από τις εκλογές του 1958 και μετά και στην Ιταλία μετά το 1992. Από την άλλη, είναι εμφανής και η ευρωπαϊκή προτίμηση σε συμμαχικές κυβερνήσεις, ιδίως για χώρες που τυγχάνουν «ειδικής μεταχείρισης», όπως η Ελλάδα.
Ούτως ή άλλως, υπάρχει και ένα ευρύτερο ερώτημα: Μπορούν να υπάρξουν στο σημερινό τοπίο ισχυρά κόμματα με ποσοστά που θα τα καθιστούν ηγεμονικές πολιτικές δυνάμεις, δηλαδή πάνω από 43%-44%; Ή μήπως, ούτως ή άλλως, πάμε σε πολιτικά σκηνικά δομικά πιο ρευστά, πιο κατακερματισμένα, πιο ευάλωτα, που θα κάνουν αναγκαίες τις συμμαχικές κυβερνήσεις, διαμορφώνοντας ταυτόχρονα και την αίσθηση ότι όλα τα κόμματα λίγο πολύ συμμετέχουν στον ίδιο νεοφιλελεύθερο χυλό;
Η δύσκολη εκλογική αριθμητική της κυβέρνησης Τσίπρα
Ο τρόπος που η κυβέρνηση Τσίπρα αποφάσισε να ανοίξει θέμα εκλογικού νόμου αμέσως μετά την ανάδειξη του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της ΝΔ θυμίζει περισσότερο περιφορά σκιάχτρου για τους δικούς της διαφωνούντες, αφήνοντας το χρόνο να τρέχει μέχρι να φανεί εάν τελικώς θα πάρει ανάσα ζωής από τους δανειστές, αλλά και να ξεκαθαριστεί το τοπίο στο χώρο δεξιότερα του Κέντρου.
Η φόρα με την οποία ρίχτηκε στην αρένα ο Κυριάκος Μητσοτάκης σήκωσε πολλή σκόνη. Γκάλοπ που τον έστεφαν πρωθυπουργό προέκυψαν τάχιστα, βουλευτές από το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι έσπευσαν να τον αναδείξουν σε φάρο που φωτίζει κάθε ελπίδα τους κρυφή, άλλοι από τον ΣΥΡΙΖΑ ένιωσαν πρώιμα το έδαφος να χάνεται από τα πόδια τους. Στην ίδια περίοδο, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έβλεπε να έρχονται καταπάνω της διαδηλώσεις για το Ασφαλιστικό, αγροτικά μπλόκα, πιέσεις για την αξιολόγηση και το Προσφυγικό. Εκείνη τη συγκυρία επέλεξε ο υπουργός Εσωτερικών Παναγιώτης Κουρουμπλής να βγει δημοσίως και να δηλώσει σε αλλεπάλληλες συνεντεύξεις ότι ο εκλογικός νόμος είναι σχεδόν έτοιμος προς ψήφιση.
ΟΛΟΚΛΗΡΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΕΔΩ ΚΑΙ ΣΤΟ UNFOLLOW ΠΟΥ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ
http://unfollow.com.gr/print-edition/i-epistrofi-tis-eklogikis-mageirikis-ta-kivernitika-sxedia-gia-ton-eklogiko-nomo/
ΠΡΕΖΑ TV
5-2-2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου