Ένοχους έκρινε το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας και τους τέσσερις κατηγορούμενους για την τέως Λαϊκή Τράπεζα, για το αδίκημα της χειραγώγησης της αγοράς και των ψευδών ή παραπλανητικών στοιχείων και πληροφοριών ή απόκρυψης.
Πρόκειται για τους πρώην συνεργάτες του Ανδρέα Βγενόπουλου, Ευθύμιο Μπουλούτα, ο οποίος ήταν διευθύνων σύμβουλος του Ομίλου της Λαϊκής, Παναγιώτη Κουννή που τότε ήταν αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος, τον Νεοκλή Λυσάνδρου που ήταν μη εκτελεστικός αντιπρόεδρος, και τον Μάρκο Φόρο, μη εκτελεστικό μέλος του διοικητικού συμβουλίου.
Και οι τέσσερις κατηγορήθηκαν ότι απέκρυψαν την απομείωση σημαντικού μέρους της υπεραξίας των εργασιών της τράπεζας στην Ελλάδα, η οποία ανερχόταν τουλάχιστον στα 330 εκ. ευρώ και παρέλειψαν να το συμπεριλάβουν στην οικονομική κατάσταση της τράπεζας για την εννιαμηνιαία περίοδο που είχε λήξει στις 30 Σεπτεμβρίου του 2011 και η οποία δημοσιεύθηκε στις 29/11/2011.
Οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι αρνήθηκαν τις κατηγορίες, θα παραμείνουν ελεύθεροι υπό όρους μέχρι την επόμενη Τετάρτη, 17 Οκτωβρίου, οπότε και θα γίνουν οι αγορεύσεις για μετριασμό ποινής.
Το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής για να τεθούν υπό κράτηση.
Το ιστορικό
Το Κακουργιοδικείο αποφάσισε στις 21/3/2017 ότι η Κατηγορούσα Αρχή είχε καταφέρει να αποδείξει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των κατηγορουμένων σε σχέση και με τις δύο κατηγορίες που αντιμετωπίζουν, καλώντας τους ταυτόχρονα σε απολογία.
Η πρώτη κατηγορία που αντιμετωπίζουν αφορά στο αδίκημα της χειραγώγησης της αγοράς και η δεύτερη στο αδίκημα των ψευδών ή παραπλανητικών στοιχείων και πληροφοριών ή απόκρυψης. Οι κατηγορούμενοι είχαν δηλώσει μη παραδοχή στις κατηγορίες.
Το Κακουργιοδικείο είχε αρχικά ανακοινώσει ότι θα εξέδιδε την απόφαση του στις 24 Ιουλίου, ημερομηνία κατά την οποία αποφάσισε ωστόσο να επανανοίξει την υπόθεση, η εκδίκαση της οποίας είχε ολοκληρωθεί στις 26 Ιουνίου.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι δικαιολογείται να επανανοίξει την υπόθεση προκειμένου να καταγράψει τη θέση της Κατηγορούσας Αρχής στο ζήτημα που είχε εγείρει η υπεράσπιση των Μπουλούτα και Φόρου και αφορούσε στη νομική αρχή της εφαρμογής του ηπιότερου νόμου (lex mitior) σε συνάρτηση με αποφάσεις του ΔΕΕ στις οποίες έκανε αναφορά η υπεράσπιση.
Η θέση της υπεράσπισης επί αυτού του ζητήματος είναι ότι η πράξη για την οποία κατηγορούνται και αφορά στην υποχρέωση δημοσιοποίησης των ενδιάμεσων λογαριασμών της τράπεζας για τα τρίμηνα και τα εννιάμηνα του 2011 έχει καταργηθεί και ως εκ τούτου τυγχάνει εφαρμογής η αρχή του ηπιότερου νόμου και θα πρέπει το δικαστήριο να δώσει στους κατηγορούμενους το ευεργέτημα της κατάργησης αυτής της πράξης και να τους απαλλάξει από τη σχετική κατηγορία.
Η Κατηγορούσα Αρχή εκφράζει τη θέση πως «βασική αρχή του εσωτερικού μας δικαίου είναι πως αδικήματα διαπραχθέντα προ της κατάργησης νόμου ρυθμίζονται με βάση το καταργηθέν νομοθέτημα» και πως «στη σχετική νομοθεσία δεν επήλθε καμία τροποποίηση στο άρθρο 40 του Ν.190(Ι).2007 (νόμος της Διαφάνειας) όπως επίσης δεν επήλθε καμία τροποποίηση της εκτιμήσεως του νομοθέτη ως προς το αξιόποινο της συμπεριφοράς των κατηγορουμένων η οποία ερείδεται στο ψευδές περιεχόμενο της δημοσιοποίησης και όχι στην υποχρέωση δημοσιοποίησης των οικονομικών καταστάσεων».
«Επομένως, η δυνάμει μεταγενέστερου νόμου κατάργηση της υποχρέωσης δημοσιοποίησης ενδιάμεσων οικονομικών καταστάσεων δεν εξομοιώνεται σε καμία περίπτωση με ηπιότερο νόμο», ήταν η θέση της Κατηγορούσας Αρχής.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ, ΚΥΠΕ
Πρόκειται για τους πρώην συνεργάτες του Ανδρέα Βγενόπουλου, Ευθύμιο Μπουλούτα, ο οποίος ήταν διευθύνων σύμβουλος του Ομίλου της Λαϊκής, Παναγιώτη Κουννή που τότε ήταν αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος, τον Νεοκλή Λυσάνδρου που ήταν μη εκτελεστικός αντιπρόεδρος, και τον Μάρκο Φόρο, μη εκτελεστικό μέλος του διοικητικού συμβουλίου.
Και οι τέσσερις κατηγορήθηκαν ότι απέκρυψαν την απομείωση σημαντικού μέρους της υπεραξίας των εργασιών της τράπεζας στην Ελλάδα, η οποία ανερχόταν τουλάχιστον στα 330 εκ. ευρώ και παρέλειψαν να το συμπεριλάβουν στην οικονομική κατάσταση της τράπεζας για την εννιαμηνιαία περίοδο που είχε λήξει στις 30 Σεπτεμβρίου του 2011 και η οποία δημοσιεύθηκε στις 29/11/2011.
Οι κατηγορούμενοι, οι οποίοι αρνήθηκαν τις κατηγορίες, θα παραμείνουν ελεύθεροι υπό όρους μέχρι την επόμενη Τετάρτη, 17 Οκτωβρίου, οπότε και θα γίνουν οι αγορεύσεις για μετριασμό ποινής.
Το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής για να τεθούν υπό κράτηση.
Το ιστορικό
Το Κακουργιοδικείο αποφάσισε στις 21/3/2017 ότι η Κατηγορούσα Αρχή είχε καταφέρει να αποδείξει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον των κατηγορουμένων σε σχέση και με τις δύο κατηγορίες που αντιμετωπίζουν, καλώντας τους ταυτόχρονα σε απολογία.
Η πρώτη κατηγορία που αντιμετωπίζουν αφορά στο αδίκημα της χειραγώγησης της αγοράς και η δεύτερη στο αδίκημα των ψευδών ή παραπλανητικών στοιχείων και πληροφοριών ή απόκρυψης. Οι κατηγορούμενοι είχαν δηλώσει μη παραδοχή στις κατηγορίες.
Το Κακουργιοδικείο είχε αρχικά ανακοινώσει ότι θα εξέδιδε την απόφαση του στις 24 Ιουλίου, ημερομηνία κατά την οποία αποφάσισε ωστόσο να επανανοίξει την υπόθεση, η εκδίκαση της οποίας είχε ολοκληρωθεί στις 26 Ιουνίου.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι δικαιολογείται να επανανοίξει την υπόθεση προκειμένου να καταγράψει τη θέση της Κατηγορούσας Αρχής στο ζήτημα που είχε εγείρει η υπεράσπιση των Μπουλούτα και Φόρου και αφορούσε στη νομική αρχή της εφαρμογής του ηπιότερου νόμου (lex mitior) σε συνάρτηση με αποφάσεις του ΔΕΕ στις οποίες έκανε αναφορά η υπεράσπιση.
Η θέση της υπεράσπισης επί αυτού του ζητήματος είναι ότι η πράξη για την οποία κατηγορούνται και αφορά στην υποχρέωση δημοσιοποίησης των ενδιάμεσων λογαριασμών της τράπεζας για τα τρίμηνα και τα εννιάμηνα του 2011 έχει καταργηθεί και ως εκ τούτου τυγχάνει εφαρμογής η αρχή του ηπιότερου νόμου και θα πρέπει το δικαστήριο να δώσει στους κατηγορούμενους το ευεργέτημα της κατάργησης αυτής της πράξης και να τους απαλλάξει από τη σχετική κατηγορία.
Η Κατηγορούσα Αρχή εκφράζει τη θέση πως «βασική αρχή του εσωτερικού μας δικαίου είναι πως αδικήματα διαπραχθέντα προ της κατάργησης νόμου ρυθμίζονται με βάση το καταργηθέν νομοθέτημα» και πως «στη σχετική νομοθεσία δεν επήλθε καμία τροποποίηση στο άρθρο 40 του Ν.190(Ι).2007 (νόμος της Διαφάνειας) όπως επίσης δεν επήλθε καμία τροποποίηση της εκτιμήσεως του νομοθέτη ως προς το αξιόποινο της συμπεριφοράς των κατηγορουμένων η οποία ερείδεται στο ψευδές περιεχόμενο της δημοσιοποίησης και όχι στην υποχρέωση δημοσιοποίησης των οικονομικών καταστάσεων».
«Επομένως, η δυνάμει μεταγενέστερου νόμου κατάργηση της υποχρέωσης δημοσιοποίησης ενδιάμεσων οικονομικών καταστάσεων δεν εξομοιώνεται σε καμία περίπτωση με ηπιότερο νόμο», ήταν η θέση της Κατηγορούσας Αρχής.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ, ΚΥΠΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου